.
Στη Θερμοδυναμική και κατ΄ εφαρμογή στη Μηχανολογία με τον όρο θερμική τάση χαρακτηρίζεται το σύνολο των δυνάμεων που δημιουργούνται στο εσωτερικό ενός σώματος, υπό μορφή μηχανικής τάσης, όταν εμποδίζεται η διαστολή ή συστολή, μέρους ή ολόκληρου του σώματος, υπό την επίδραση θερμοκρασιακών αλλαγών.
Τέτοιες θερμικές τάσεις προκαλούνται σε διάφορα υλικά, κυρίως στις περιπτώσεις ταχείας θερμοκρασιακής αλλαγής όπως π.χ. σε τοπικές ηλεκτροκολλήσεις, βαφές χαλύβων κ.λπ., οι οποίες μπορεί να καταστούν ιδιαίτερα επικίνδυνες σε περιπτώσεις δυσθερμαγωγών υλικών.
Επιπτώσεις των ασκουμένων θερμικών τάσεων που μπορεί να προκύψουν είναι οι ρηγματώσεις σωμάτων, θραύσεις, ή μόνιμες παραμορφώσεις, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνουν σε σιδηροδρομικές γραμμές όταν δεν έχουν προβλεφθεί ανοχές διαστολής. Για την αποτροπή ή και ελαχιστοποίηση του κινδύνου εκδήλωσης των παραπάνω ανεπιθύμητων καταστάσεων, ακολουθείται συνήθως, κατά τη θερμική κατεργασία των μετάλλων, ή κραμάτων, ή και γυαλιού να παρεμβάλλονται διάφορες μεταλλουργικές κατεργασίες, όπως π.χ. της ανόπτησης ή επαναφοράς έτσι ώστε η θερμική αντοχή τους να είναι υψηλή.
Πηγές
"Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.28ος, σελ.18.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License