ART

.

Ο όρος ελασιμότητα, ή ελατότητα, χαρακτηρίζει την ικανότητα των μετάλλων και κραμάτων να επιδέχονται διάφορους τρόπους μορφοποίησης υπό πίεση, όπως π.χ. σφυρηλάτηση, εξέλαση, κ.λπ. Πρόκειται για ιδιότητα των περισσοτέρων καθαρών μετάλλων όπως του χάλυβα, του ορείχαλκου και άλλων καθώς και κραμάτων χαλκού, μαγνησίου, αλουμινίου και νικελίου.

Η Ελασιμότητα αποτελεί μια μορφή πλαστικότητας των μετάλλων με δεδομένο ότι κατά την παραμόρφωσή τους υπό πίεση αυτά δεν καταστρέφονται, δηλαδή δεν θραύονται ούτε ρηγματώνονται. Η ιδιότητα αυτή ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Τα μέταλλα που έχουν υψηλό βαθμό ελασιμότητας ονομάζονται ελατά. Η κατεργασία των ελατών μετάλλων και κραμάτων προς παραγωγή προϊόντων ονομάζεται έλαση που πραγματοποιείται σε ειδικούς μηχανουργικούς χώρους στα ελασματουργεία, από ειδικές μηχανές με κυλίνδρους καλούμενοι έλαστρα, ενώ τα παράγωγα αυτών ονομάζονται γενικά ελάσματα.
Η αύξηση της ελασιμότητας ή ελατότητας γίνεται σε υψηλές θερμοκρασίες με δυναμική επαναφορά και ανακρυστάλλωση.

Το περισσότερο ελατό μέταλλο στη φύση είναι ο χρυσός αφού μπορεί να παραχθεί σε φύλλα πάχους μόλις 0,1 εκατομμυριοστό του μέτρου, που χρησιμοποιείται ως έλασμα επιχρύσωσης.

Πηγές

"Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.Θ΄, σελ.894.
"Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.10ος, σελ.411.
"Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.22ος, σελ.331.

Εγκυκλοπαίδεια Φυσικής

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License