.
Έκρηξη είναι η απότομη μεταβολή (κατά κύριο λόγο αύξηση) του όγκου που καταλαμβάνει η ύλη στον χώρο που συνεπάγεται απότομη απελευθέρωση ενέργειας και συνοδεύεται ενίοτε από παραγωγή θερμότητας και αερίων. Η απότομη μεταβολή του όγκου που καταλαμβάνει η ύλη προκαλεί απότομα διαφορά πίεσης στον περιβάλλοντα χώρο και αυτή η διαφορά μεταφέρεται στην περιρρέουσα ύλη με τη μορφή ωστικού κύματος, γι' αυτό και μια έκρηξη μπορεί να είναι καταστροφική.
Μια έκρηξη προκαλείται από μια ταχεία χημική αντίδραση, από υπερθέρμανση αερίου σε κλειστό δοχείο το οποίο σπάει, από ανεξέλεγκτες πυρηνικές αντιδράσεις, από αστρονομικά φαινόμενα (όπως ένα σουπερνόβα), από πέρασμα ανεμοστρόβιλου πάνω από σπίτι με κλειστές πόρτες και παράθυρα κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο όγκος, που καταλαμβάνει η ύλη που εκρήκνυται, αυξάνει απότομα.
Έκρηξη κατάρρευσης
Σε κάποια φυσικά φαινόμενα ο όγκος της ύλης θα μπορούσε να μειώνεται το ίδιο απότομα, πχ στην απότομη πτώση της θερμοκρασίας ενός αερίου, οπότε η διαφορά της πίεσης ακολουθεί την κατάρρευση του αερίου. Ομοίως μπορεί να έχουμε ένα γυάλινο έστω δοχείο που περιέχει αέριο υπό χαμηλή πίεση (σχεδόν κενό) το οποίο σπάει ενώ βρίσκεται εξωτερικά υπό υψηλή πίεση, πχ εντός άλλου δοχείου ή σε μεγάλο βάθος σε έναν ωκεανό. Ο αντίστοιχος αγγλικός όρος της έκρηξης «προς τα μέσα» είναι «implosion», σε αντίθεση με την έκρηξη προς τα έξω («explosion»).
Εκφράσεις
wiktionary logo
Το Βικιλεξικό έχει σχετικό λήμμα:
έκρηξη
Μεταφορικά στις εκφράσεις ο όρος αυτός σημαίνει την απότομη μεταβολή ή μετάβαση από ηρεμία σε άλλη κατάσταση π.χ. έκρηξη οργής, έκρηξη πολέμου κ.λπ. Στις μεταφορικές αυτές έννοιες περιλαμβάνεται και ο επίσημος όρος έκρηξη αλγών στη Βιολογία.
Δείτε επίσης
Έκρηξη συμπαθητική
Έκρηξη Ηλίου
Εκρηκτικό κύμα
Μεγάλη έκρηξη
Ηφαίστειο
Πυρηνικά όπλα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License