ART

.

Το έγκαυμα είναι ένα είδος τραυματισμού στη σάρκα ή στο δέρμα που προκαλείται από τη θερμότητα, τον ηλεκτρισμό, τις χημικές ουσίες, την τριβή ή την ακτινοβολία.[1] Τα εγκαύματα που επηρεάζουν μόνο την επιφανειακή επιδερμίδα είναι γνωστά ως επιφανειακά ή εγκαύματα πρώτου βαθμού. Όταν η ζημιά εισχωρεί σε κάποια από τα υποκείμενα στρώματα, τότε λέμε ότι έχουμε ένα- εν τω βάθει -μερικού πάχους έγκαυμα ή έγκαυμα δεύτερου βαθμού. Σ’ ένα -ολικού πάχους -έγκαυμα ή έγκαυμα τρίτου βαθμού, ο τραυματισμός επεκτείνεται σε όλα τα στρώματα της επιδερμίδας. Ένα έγκαυμα τέταρτου βαθμού περιλαμβάνει, επιπρόσθετα, τραυματισμό σε βαθύτερους ιστούς, όπως στους μύες ή στα κόκκαλα.

Έγκαυμα
Ταξινόμηση και εξωτερικές πηγές
Ταξινόμηση ICD-10 T20-T31
Ταξινόμηση ICD-9 940-949
MedlinePlus 000030
MeSH D002056

Η απαιτούμενη θεραπεία εξαρτάται από την σοβαρότητα του εγκαύματος. Τα επιφανειακά εγκαύματα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με απλά αναλγητικά πόνου, ενώ για τα βαριά εγκαύματα ενδέχεται να απαιτηθεί παρατεταμένη θεραπεία σε εξειδικευμένα κέντρα αποκατάστασης εγκαυμάτων. Δροσίζοντας το έγκαυμα με λίγο νερό βρύσης ενδέχεται να ανακουφίσει τον πόνο και να μειώσει τη ζημιά, ωστόσο η παρατεταμένη έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε υποθερμία. Για τα -εν τω βάθει -μερικού πάχους εγκαύματα μπορεί να χρειάζεται να γίνει καθαρισμός με νερό και σαπούνι και να ακολουθήσει επίδεση του τραύματος. Δεν είναι ξεκάθαρο το πώς θα πρέπει να διαχειριστεί κανείς τις φουσκάλες, αλλά λογικά, είναι καλύτερα να μην τις πειράξουμε καθόλου. Για τα -ολικού πάχους -εγκαύματα συνήθως απαιτείται κάποια χειρουργική επέμβαση, όπως μεταμόσχευση δέρματος. Για τα Εκτεταμένα εγκαύματα συνήθως απαιτούνται μεγάλες δόσεις ενδοφλέβιων υγρών γιατί η επακόλουθη φλεγμονώδη αντίδραση θα έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική τριχοειδή διαρροή υγρού και οίδημα. Οι πιο συνηθισμένες επιπλοκές των εγκαυμάτων σχετίζονται με την μόλυνση.

Παρόλο που τα εκτεταμένα εγκαύματα μπορούν να αποβούν μοιραία, οι σύγχρονες θεραπείες που έχουν αναπτυχθεί από το 1960 έχουν βελτιώσει σημαντικά τα αποτελέσματα, κυρίως σε παιδιά και έφηβους.[2] Περίπου 11 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως καταφεύγουν σε κάποια ιατρική θεραπεία, ενώ 300,000 άνθρωποι πεθαίνουν από τα εγκαύματα κάθε χρόνο. [3] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου το 4% των εγκαυματιών που πηγαίνουν σε κάποιο κέντρο αποκατάστασης εγκαυμάτων πεθαίνουν από τους τραυματισμούς τους.[4] Το μακροχρόνιο αποτέλεσμα σχετίζεται πρωτίστως με το μέγεθος του εγκαύματος και την ηλικία του εγκαυματία.

Ενδείξεις και Συμπτώματα

Τα χαρακτηριστικά ενός εγκαύματος εξαρτώνται από το βάθος του. Τα επιφανειακά εγκαύματα προκαλούν πόνο που κρατάει δύο ή τρεις ημέρες και ακολουθεί ξεφλούδισμα του δέρματος μέσα στις επόμενες μέρες.[5][6] Άτομα που υποφέρουν από πιο σοβαρά εγκαύματα μπορεί να νιώσουν δυσφορία ή να παραπονεθούν ότι αισθάνονται πίεση αντί για πόνο. Τα –ολικού πάχους-εγκαύματα μπορεί να είναι εντελώς μη ευαίσθητα σε ένα απαλό άγγιγμα ή τρύπημα. .[6] Παρόλο που συνήθως τα επιφανειακά εγκαύματα είναι κόκκινα, τα σοβαρά εγκαύματα μπορεί να είναι ροζ, άσπρα ή μαύρα. .[6] Τα εγκαύματα γύρω από το στόμα ή καψαλισμένες τρίχες μέσα στην μύτη μπορεί να υποδηλώνουν ότι έχουν προκληθεί εγκαύματα στους αεραγωγούς , αλλά τα ευρήματα αυτά δεν είναι οριστικά.[7] Ακόμη περισσότερο ανησυχητικές ενδείξεις περιλαμβάνουν: λαχάνιασμα, βραχνάδα, και τραχύτητα στη φωνή ή δυσχέρεια στην αναπνοή.[7] Η φαγούρα είναι συνηθισμένη κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης και εμφανίζεται μέχρι 90% σε ενήλικες και σχεδόν σε όλα τα παιδιά. .[8] Η αίσθηση μουδιάσματος ή μυρμηγκιάσματος μπορεί να επιμείνει για ένα μεγάλο διάστημα μετά από ένα ηλεκτρικό τραυματισμό. .[9] Επίσης τα εγκαύματα μπορεί να προκαλέσουν συναισθηματική και ψυχολογική φθορά. .[3]

Type[10] Layers involved Appearance Texture Sensation Healing Time Prognosis
Superficial (First degree) Epidermis[5] Red without blisters[10] Dry Painful[10] 5-10 days[10][11] Heals well;[10] Repeated sunburns increase the risk of skin cancer later in life[12]
Superficial partial thickness (Second degree) Extends into superficial (papillary) dermis[10] Redness with clear blister. Blanches with pressure.[10] Moist[10] Very painful[10] less than 2–3 weeks[10][6] Local infection/cellulitis but no scarring typically[6]
Deep partial thickness (Second degree) Extends into deep (reticular) dermis[10] Yellow or white. Less blanching. May be blistering.[10] Fairly dry[6] Pressure and discomfort[6] 3–8 weeks[10] Scarring, contractures (may require excision and skin grafting)[6]
Full thickness (Third degree) Extends through entire dermis[10] Stiff and white/brown[10] No blanching[6] Leathery[10] Painless[10] Prolonged (months) and incomplete[10] Scarring, contractures, amputation (early excision recommended)[6]
Fourth degree Extends through entire skin, and into underlying fat, muscle and bone[10] Black; charred with eschar Dry Painless Requires excision[10] Amputation, significant functional impairment and, in some cases, death.[10]


Αίτια

Τα εγκαύματα προκαλούνται από ποικιλία εξωτερικών πηγών που διακρίνονται σε θερμικές, χημικές, ηλεκτρικές και ακτινοβολίας. [13] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πιο συνηθισμένες αιτίες εγκαυμάτων είναι: φωτιά ή φλόγα (44%), ζεμάτισμα από καυτό υγρό (33%), ζεστά αντικείμενα (9%), ηλεκτρισμός (4%), και χημικά (3%).[14] Οι περισσότεροι τραυματισμοί εγκαυμάτων (69%) συμβαίνουν στο σπίτι ή στη δουλειά (9%),[4] ενώ οι περισσότεροι προκαλούνται από ατύχημα, με το 2% από επίθεση από κάποιον άλλον και το 1-2% να προκύπτουν από απόπειρα αυτοκτονίας .[3] Αυτά τα αίτια μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμό στην εισπνοή στους αεραγωγούς ή/και στους πνεύμονες, εμφανιζόμενες στο 6%. .[15]

Οι τραυματισμοί από εγκαύματα συμβαίνουν πιο συχνά στους φτωχούς. Το κάπνισμα είναι ένας παράγοντας κινδύνου, ενώ η χρήση αλκοόλ δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου. . Τα εγκαύματα που σχετίζονται με τη φωτιά είναι συνήθως πιο συχνά σε πιο ψυχρά κλίματα. .[3] Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν το μαγείρεμα σε ανοιχτή φωτιά ή στο πάτωμα καθώς και [1] αναπτυξιακά προβλήματα σε παιδιά και χρόνιες ασθένειες σε ενήλικες.[16]
Θερμικά

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πυρκαγιά και τα καυτά υγρά αποτελούν τις πιο συνηθισμένες αιτίες εγκαυμάτων. [15] Από τις πυρκαγιές οικιών που προκαλούν θάνατο, το κάπνισμα προκαλεί 25% και τα σώματα θέρμανσης προκαλούν το 22%. .[1] Σχεδόν οι μισοί από τους τραυματισμούς οφείλονται στις προσπάθειες να σβηστεί μία φωτιά. [1] Το ζεμάτισμα προκαλείται από καυτά υγρά ή αέρια και πιο συχνά παρουσιάζεται από έκθεση σε καυτά υγρά, υψηλή θερμοκρασία του νερού βρύσης στο μπάνιο ή στο ντους, καυτό λάδι μαγειρέματος, ή ατμό.[17] Οι τραυματισμοί από ζεμάτισμα είναι πιο συχνοί σε παιδιά κάτω των πέντε ετών [10] ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αυστραλία , ο πληθυσμός αυτός απαρτίζει τα 2/3 όλων των εγκαυμάτων.[15] Η επαφή με ζεστά αντικείμενα προκαλεί περίπου 20-30% των εγκαυμάτων σε παιδιά. [15] Συνήθως τα εγκαύματα από ζεμάτισμα είναι πρώτου ή δεύτερου βαθμού, ωστόσο τρίτου βαθμού εγκαύματα μπορούν επίσης να προκύψουν ειδικότερα εάν υφίσταται εκτεταμένη επαφή. .[18]Τα πυροτεχνήματα είναι μία συνηθισμένη αιτία εγκαυμάτων κατά τη διάρκεια των εορτών σε πολλές χώρες. .[19] Αυτός είναι ένας συγκεκριμένος κίνδυνος για αγόρια εφήβους. .[20]


Χημικά

Τα Χημικά προκαλούν από 2 έως 11% όλων των εγκαυμάτων και συμβάλλουν μέχρι 30% των θανάτων που σχετίζονται με τα εγκαύματα. .[21] Τα εγκαύματα από χημικά μπορεί να προκληθούν με πάνω από 25,000 ουσίες ,[10] οι περισσότερες από τις οποίες είναι είτε μία δυνατή βάση (55%) ή ένα δυνατό οξύ (26%).[21] Οι περισσότεροι θάνατοι από χημικά εγκαύματα έρχονται δεύτεροι μετά την κατάποση.[10] Συνηθισμένοι παράγοντες είναι:το θειικό οξύ όπως βρίσκεται στα καθαριστικά τουαλέτας, το υποχλωριώδες νάτριο όπως βρίσκεται στη χλωρίνη, και οι αλογονωμένοι υδρογονάνθρακες όπως βρίσκονται σε αποχρωστικά, μεταξύ άλλων. [10] Το υδροφθορικό οξύ μπορεί να προκαλέσει ιδιαίτερα βαθειά εγκαύματα τα οποία μπορεί να μην εκδηλωθούν άμεσα αλλά κάποια στιγμή μετά την έκθεσή τους σ’αυτά.[22] Το μυρμηκικό οξύ μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε σημαντικό αριθμό ερυθροκυττάρωνs.[7]


Ηλεκτρικά

Τα εγκαύματα ή οι τραυματισμοί που προκαλούνται από ηλεκτρισμό διακρίνονται ως υψηλής τάσης (μεγαλύτερη ή ίση με 1000 βολτ), χαμηλής τάσης (λιγότερο από 1000 βολτ), ή ως έγκαυμα ακτινοβολίαςως δευτερεύων ενός βολταϊκού τόξου.[10] Οι πιο συνηθισμένες αιτίες ηλεκτρικών εγκαυμάτων σε παιδιά είναι τα ηλεκτρικά καλώδια (60%) και οι πρίζες (14%).[15] Οι κεραυνοί μπορούν επίσης να προκαλέσουν ηλεκτρικά εγκαύματα. [23] Οι παράγοντες κινδύνου που μπορούν να προκαλέσουν το χτύπημα κεραυνού περιλαμβάνουν υπαίθριες δραστηριότητες όπως ορειβασία, γκολφ, σπορ που παίζονται σε γήπεδα/στίβο και δουλειές που γίνονται σε εξωτερικό χώρο. [9] Το ποσοστό θνησιμότητας από το χτύπημα κεραυνού είναι περίπου 10%.[9]

Παρόλο που οι τραυματισμοί από ηλεκτρισμό έχουν ως αποτέλεσμα κυρίως τα εγκαύματα, μπορούν επίσης να προκαλέσουν κατάγματα ή εξαρθρώσεις ως δευτερεύων σε αμβλύ τραύμα ή μυϊκή συστολήs.[9] Στους τραυματισμούς από ηλεκτρισμό υψηλής τάσης, η μεγαλύτερη ζημιά μπορεί να γίνει εσωτερικά και έτσι η έκταση του τραυματισμού δεν μπορεί να εκτιμηθεί μόνο από μία εξέταση του δέρματος. [9]Η επαφή με ηλεκτρισμό χαμηλής ή υψηλής τάσης μπορεί να προκαλέσει καρδιακές αρρυθμίες ή καρδιακή προσβολή.[9]


Ακτινοβολία

Τα εγκαύματα ακτινοβολίας μπορεί να προκληθούν από παρατεταμένη έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες (όπως αυτές από τον ήλιο, στους θαλάμους μαυρίσματος ή συγκόλληση με ηλεκτρικό τόξο) ή από ιοντίζουσα ακτινοβολία (όπως αυτή από θεραπεία ακτινοβολίας , ακτινογραφίες ή ραδιενεργή σκόνη).[24] Η έκθεση στον ήλιο είναι η πιο συνηθισμένη αιτία για εγκαύματα ακτινοβολίας καθώς και η πιο συνηθισμένη αιτία των επιφανειακών εγκαυμάτων γενικότερα.[25] Υπάρχει μία σημαντική διακύμανση στο πόσο εύκολα οι άνθρωποι καίγονται από τον ήλιοανάλογα με τον τύπο δέρματός τους.[26] Οι επιδράσεις στο δέρμα από ιοντίζουσα ακτινοβολία εξαρτάται από το πόσο έχει εκτεθεί στην περιοχή, στην συνέχεια πέφτουν μαλλιά 3 Gy, ακολουθεί ερυθρότητα 10 Gy, ξεφλούδισμα υγρού δέρματος 20 Gy, και έπειτα νέκρωση. 30 Gy.[27] Η ερυθρότητα, εάν προκύψει, μπορεί να εμφανιστεί κάποια στιγμή μετά την έκθεση. [27]Τα εγκαύματα ακτινοβολίας θεραπεύονται όπως και τα άλλα εγκαύματα. .[27] Τα εγκαύματα από φούρνο μικροκυμάτων προκύπτουν μέσω θερμικής ζέστης που προκαλούνται από τους φούρνους μικροκυμάτων.[28] Παρόλο που μικρές εκθέσεις όπως αυτές των δύο δευτερολέπτων μπορούν να προκαλέσουν τραυματισμό, ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει συχνά. .[28]
Μη τυχαίες

Σε εκείνους που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία είτε από ζεμάτισμα ή εγκαύματα πυρκαγιάς, το 10% είναι από επίθεση. .[29] Οι λόγοι περιλαμβάνουν: κακοποίηση ανηλίκων, προσωπικές διαμάχες, συζυγική κακοποίηση, κακοποίηση ηλικιωμένων , και επιχειρηματικές διαμάχες.[29] Ένας τραυματισμός ή έγκαυμα από εμβάπτιση σε καυτό υγρό μπορεί να δηλώνει κακοποίηση ανηλίκων.[18] Προκαλείται όταν ένα άκρο ή το κάτω μέρος του σώματος (οπίσθια ή περίνεο) κρατείται κάτω από την επιφάνεια ζεστού νερού. [18] Συνήθως δημιουργεί μία αιχμηρή άνω παρυφή και συχνά είναι συμμετρική. [18] Άλλες -υψηλού κινδύνου- ενδείξεις για πιθανή κακοποίηση περιλαμβάνουν: τα περιμετρικά εγκαύματα, την έλλειψη σημαδιών από πιτσίλισμα , ένα έγκαυμα ομοιόμορφου βάθους και οποιαδήποτε συσχέτιση με άλλες ενδείξεις παραμέλησης ή κακοποίησης. [30]

Το κάψιμο της νύφης, μια μορφή ενδοοικογενειακής βίας, λαμβάνει χώρα σε μερικές κουλτούρες όπως η Ινδία, όπου η γυναίκα καίγεται επειδή ο σύζυγος ή η οικογένειά του θεωρούν ότι η προίκα είναι ανεπαρκής.[31][32] Στο Πακιστάν, τα εγκαύματα από οξύ αντιπροσωπεύουν το 13% των διεθνών εγκαυμάτων και συχνά σχετίζονται με ενδοοικογενειακή βία.[30] Η αυτοπυρπόληση (το να βάλει κάποιος φωτιά στον εαυτό του ως μορφή διαμαρτυρίας) είναι επίσης πολύ συνηθισμένη μεταξύ των γυναικών της Ινδίας. [3]


Παθοφυσιολογία
Three degrees of burns

Σε θερμοκρασίες άνω των 44 °C (111 °F), οι πρωτεΐνες αρχίζουν να χάνουν το τρισδιάστατο σχήμα τους και να διασπώνται.[33] Αυτό οδηγεί σε καταστροφή των κυττάρων και των ιστών. [10] Πολλές από τις άμεσες επιπτώσεις ενός εγκαύματος είναι δευτερεύουσες της διαταραχής στη φυσιολογική λειτουργία του δέρματος. [10] Αυτές περιλαμβάνουν διαταραχή της αίσθησης του δέρματος, της ικανότητας πρόληψης της απώλειας νερού μέσω της εξάτμισης και της ικανότητας ελέγχου της θερμοκρασίας του σώματος.[10] Η διαταραχή των κυτταρικών μεμβρανών κάνει τα κύτταρα να χάνουν κάλιο στους χώρους έξω από το κύτταρο και να λαμβάνουν νερό και νάτριο.[10]

Στα μεγάλα εγκαύματα (πάνω από το 30% της συνολικής επιφάνειας του σώματος) υπάρχει σημαντική φλεγμονώδης απόκριση. [34] Αυτό οδηγεί σε αυξημένη διαρροή υγρών από τα τριχοειδή αγγεία,[7] και επακόλουθο οίδημα των ιστών.[10] Προκαλεί συνολική απώλεια του όγκου του αίματος, με το υπόλοιπο αίμα να υφίσταται σημαντική απώλεια πλάσματος, κάνοντας το αίμα πιο συμπυκνωμένο. [10] Η κακή ροή του αίματος προς όργανα όπως τα νεφρά και ο γαστρεντερικός σωλήνας μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια και έλκη του στομάχου.[35]

Τα αυξημένα επίπεδα κατεχολαμινών και κορτιζόλης μπορούν να οδηγήσουν σε κατάσταση υπερμεταβολισμού, η οποία μπορεί να διαρκέσει για χρόνια.[34] Αυτό σχετίζεται με αυξημένη καρδιακή απόδοση, μεταβολισμό, ταχύ καρδιακό ρυθμό και κακή ανοσολογική λειτουργία.[34]


Λειτουργία

Τα εγκαύματα μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με το βάθος, τον μηχανισμό του τραυματισμού, την έκταση και τους σχετικούς τραυματισμούς. Η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη ταξινόμηση βασίζεται στο βάθος του τραυματισμού. Το βάθος ενός εγκαύματος συνήθως καθορίζεται μέσω εξέτασης, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί η βιοψία. [10] Μπορεί να είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια το βάθος ενός εγκαύματος σε μία απλή εξέταση και ίσως χρειαστούν επαναλαμβανόμενες εξετάσεις μέσα σε μια περίοδο μερικών ημερών. [7] Εκείνοι που έχουν πονοκέφαλο ή ζαλίζονται και έχουν εγκαύματα από πυρκαγιά, θα πρέπει να εξεταστούν για δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα.[36] Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η δηλητηρίαση από κυανιούχα.[7]


Μέγεθος

Το μέγεθος ενός εγκαύματος μετράται ως ποσοστό της συνολικής επιφάνειας του σώματος (TBSA) που επηρεάζεται από εγκαύματα μερικού ή πλήρους πάχους.[10] Τα εγκαύματα πρώτου βαθμού που είναι απλώς κόκκινου χρώματος και δεν έχουν φουσκάλες δεν περιλαμβάνονται σε αυτήν την εκτίμηση. [10] Τα περισσότερα εγκαύματα (70%) εκτείνονται σε λιγότερο από το 10% της TBSA.[15]

Υπάρχει μια σειρά μεθόδων για τον καθορισμό της TBSA, συμπεριλαμβανομένου του «κανόνα των 9», των πινάκων Lund and Browder και των υπολογισμών βάσει του μεγέθους της παλάμης ενός ατόμου.[5] Είναι εύκολο να θυμάται κανείς τον κανόνα των 9, αλλά είναι ακριβής μόνο για άτομα άνω των 16 ετών.[5] Πιο ακριβείς υπολογισμοί μπορούν να γίνουν με τη χρήση των πινάκων Lund and Browder, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές αναλογίες των μερών του σώματος σε ενήλικες και παιδιά. [5] Το μέγεθος του αποτυπώματος του χεριού ενός ατόμου (συμπεριλαμβανομένης της παλάμης και των δακτύλων) αποτελεί περίπου το 1% της TBSA του.[5]
Σοβαρότητα

American Burn Association severity classification[36]
Μικρή Μέτρια Μεγάλη
Ενήλικες <10% TBSA Ενήλικες 10-20% TBSA Ενήλικες >20% TBSA
Νέοι ή ηλικιωμένοι < 5% TBSA Νέοι ή ηλικιωμένοι 5-10% TBSA Νέοι ή ηλικιωμένοι >10% TBSA
<2% έγκαυμα πλήρους πάχους 2-5% έγκαυμα πλήρους πάχους >5% έγκαυμα πλήρους πάχους
Τραυματισμός από υψηλή τάση Έγκαυμα από υψηλή τάση
Πιθανός τραυματισμός από εισρόφηση Γνωστός τραυματισμός από εισρόφηση
Περιμετρικό έγκαυμα Σημαντικό έγκαυμα στο πρόσωπο, τις αρθρώσεις, τα χέρια ή τα πόδια
Άλλα προβλήματα υγείας Σχετικοί τραυματισμοί

Προκειμένου να προσδιοριστεί η ανάγκη για παραπομπή σε εξειδικευμένη μονάδα εγκαυμάτων, η Αμερικανική Ένωση Εγκαυμάτων επινόησε ένα σύστημα ταξινόμησης. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, τα εγκαύματα μπορούν να ταξινομηθούν ως μεγάλα, μέτρια και μικρά. Το μέγεθος αξιολογείται βάσει ενός αριθμού παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής επιφάνειας του σώματος που επηρεάζεται, της εμπλοκής συγκεκριμένων ανατομικών ζωνών, της ηλικίας του ατόμου και των σχετικών τραυματισμών. [36] Τα μικρά εγκαύματα μπορούν τυπικά να αντιμετωπιστούν στο σπίτι, τα μέτρια εγκαύματα συχνά αντιμετωπίζονται στο νοσοκομείο και τα μεγάλα εγκαύματα αντιμετωπίζονται σε κέντρο εγκαυμάτων.[36]
Πρόληψη

Ιστορικά, θεωρείται ότι περίπου τα μισά του συνόλου των εγκαυμάτων θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί. [1] Τα προγράμματα πρόληψης εγκαυμάτων έχουν μειώσει σημαντικά τα ποσοστά των σοβαρών εγκαυμάτων. [33] Τα μέτρα πρόληψης περιλαμβάνουν: τον περιορισμό των θερμοκρασιών του ζεστού νερού, τους ανιχνευτές καπνού, τα συστήματα καταιονισμού, τη σωστή κατασκευή των κτιρίων και τα πυράντοχα ρούχα. [1] Οι ειδικοί συστήνουν να ορίζεται η θερμοκρασία του θερμοσίφωνα χαμηλότερα από τους 48.8 C.[15] Άλλα μέτρα για την πρόληψη των εγκαυμάτων περιλαμβάνουν τη χρήση θερμομέτρου για τη μέτρηση των θερμοκρασιών του νερού του μπάνιου και προστατευτικών για το πιτσίλισμα στους φούρνους. [33] Παρόλο που η επίδραση των κανονισμών για τα πυροτεχνήματα είναι ασαφής, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις οφέλους[37] με τις συστάσεις να περιλαμβάνουν τον περιορισμό της πώλησης πυροτεχνημάτων σε παιδιά. [15]
Διαχείριση

Η ανάνηψη ξεκινάει με την αξιολόγηση και σταθεροποίηση της αναπνευστικής οδού, της αναπνοής και της κυκλοφορίας του ατόμου.[5] Εάν υπάρχει υποψία τραυματισμού εισρόφησης, μπορεί να χρειαστεί πρώιμη διασωλήνωση.[7] Αυτή ακολουθείται από τη φροντίδα του ίδιου του τραύματος του εγκαύματος. Οι άνθρωποι με εκτεταμένα εγκαύματα μπορούν να είναι τυλιγμένοι σε καθαρά σεντόνια μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο.[7] Επειδή τα εγκαύματα είναι επιρρεπή σε μολύνσεις, θα πρέπει να χορηγηθεί αντιτετανικό αναμνηστικό εμβόλιο εάν το άτομο δεν έχει εμβολιαστεί τα τελευταία πέντε χρόνια.[38] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 95% των εγκαυμάτων που παρουσιάζονται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών αντιμετωπίζονται και λαμβάνουν εξιτήριο, ενώ μόνο το 5% χρειάζεται εισαγωγή στο νοσοκομείο.[3] Στην περίπτωση των μεγάλων εγκαυμάτων, είναι σημαντική η πρώιμη σίτιση.[34] Πρόσθετα στις παραδοσιακές θεραπείες μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υπερβαρική οξυγόνωση. [39]
Ενδοφλέβια χορήγηση υγρών

Σε άτομα με κακή αιμάτωση των ιστών, θα πρέπει να δοθούν συμπυκνωμένες δόσεις ισοτονικού κρυσταλλοειδούς διαλύματος.[5] Σε παιδιά με εγκαύματα άνω του 10-20% TBSA και σε ενήλικες με εγκαύματα άνω του 15% TBSA, θα πρέπει να ακολουθήσει επίσημη αποκατάσταση υγρών και παρακολούθηση. [5][40][41] Αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει πριν από το νοσοκομείο εάν είναι δυνατόν σε εκείνους που έχουν εγκαύματα μεγαλύτερα του 25% TBSA.[40] Η φόρμουλα Parkland μπορεί να βοηθήσει στον καθορισμό του όγκου των ενδοφλέβιων υγρών που απαιτούνται κατά τη διάρκεια των πρώτων 24 ωρών. Η φόρμουλα βασίζεται στην TBSA και το βάρος του επηρεαζόμενου ατόμου. Η μισή ποσότητα του υγρού θα πρέπει να χορηγηθεί μέσα στις πρώτες 8 ώρες και το υπόλοιπο να χορηγηθεί μέσα στις επόμενες 16 ώρες. Το χρονικό πλαίσιο υπολογίζεται από τη στιγμή που έλαβε χώρα το έγκαυμα και όχι από την στιγμή που ξεκίνησε η αποκατάσταση των υγρών. Τα παιδιά χρειάζονται επιπλέον υγρό συντήρησης, που περιλαμβάνει γλυκόζη.[7] Επιπρόσθετα, εκείνοι που έχουν τραυματισμούς εισρόφησης χρειάζονται περισσότερα υγρά. [42] Ενώ η ανεπαρκής αποκατάσταση των υγρών μπορεί να προκαλέσει προβλήματα, η υπερβολική αποκατάσταση μπορεί να είναι επίσης επιζήμια. [43] Οι φόρμουλες αποτελούν μόνο έναν οδηγό, με τις εγχύσεις να προσαρμόζονται ιδανικά σε παραγωγή ούρων >30 mL/h για τους ενήλικες ή >1mL/kg για τα παιδιά και μέση αρτηριακή πίεση υψηλότερη από 60 mmHg.[7]

Παρόλο που το γαλακτικό διάλυμα του Ringer χρησιμοποιείται συχνά, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι είναι ανώτερο του φυσιολογικού ορού. [5] Τα κρυσταλλοειδή υγρά φαίνονται να είναι το ίδιο καλά με τα κολλοειδή υγρά και επειδή τα κολλοειδή είναι πιο ακριβά, δεν συνιστώνται.[44] Σπάνια απαιτούνται μεταγγίσεις αίματος.[10] Τυπικά συνιστώνται μόνο όταν το επίπεδο της αιμοσφαιρίνης πέφτει χαμηλότερα από τα 60-80 g/L (6-8 g/dL)[45] λόγω του συνεπαγόμενου κινδύνου επιπλοκών. [7] Μπορούν να τοποθετηθούν ενδοφλέβιοι καθετήρες μέσω του καμένου δέρματος εάν είναι απαραίτητο ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενδοοστική έγχυση.[7]
Φροντίδα τραύματος

Η έγκαιρη ψύξη (μέσα σε 30 λεπτά από το έγκαυμα) μειώνει το βάθος και τον πόνο του εγκαύματος, αλλά πρέπει να ληφθούν μέτρα καθώς η υπερβολική ψύξη μπορεί να οδηγήσει σε υποθερμία. [10][5] Θα πρέπει να γίνεται με κρύο νερό 10–25 C και όχι με παγωμένο, καθώς το τελευταίο μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω τραυματισμό.[5][33] Τα χημικά εγκαύματα μπορεί να απαιτήσουν εκτεταμένη άρδευση. [10] Ο καθαρισμός με σαπούνι και νερό, η απομάκρυνση του νεκρού ιστού και η εφαρμογή επιδέσμων είναι σημαντικά στοιχεία της φροντίδας του τραύματος. Εάν υπάρχουν άθικτες φουσκάλες, δεν είναι σαφές τί πρέπει να γίνει με αυτές. Κάποια ενδεικτικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραμένουν άθικτες. Τα εγκαύματα δευτέρου βαθμού πρέπει να επαναξιολογούνται μετά από δύο ημέρες.[33]

Υπάρχουν ελάχιστες ποιοτικές αποδείξεις για τον καθορισμό του είδους των επιδέσμων που πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατά τη αντιμετώπιση των εγκαυμάτων πρώτου και δευτέρου βαθμού.[46][47] Είναι λογικό να αντιμετωπίζονται τα εγκαύματα πρώτου βαθμού χωρίς επιδέσμους. [33] Ενώ συχνά συστήνονται τα τοπικά αντιβιοτικά, υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις για την υποστήριξη της χρήσης τους.[48] Η αργυρούχος σουλφαδιαζίνη (ένα είδος αντιβιοτικού) δεν συστήνεται καθώς ενδεχομένως παρατείνει τον χρόνο της επούλωσης.[47] Υπάρχουν ανεπαρκείς αποδείξεις για την υποστήριξη της χρήσης επιδέσμων που περιέχουν άργυρο [49] ή για τις θεραπείες τραυμάτων με αρνητική πίεση.[50]
Φάρμακα

Τα εγκαύματα μπορούν να είναι πολύ επώδυνα και υπάρχει μια σειρά επιλογών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση του πόνου. Αυτές περιλαμβάνουν τα απλά αναλγητικά (όπως η ιβουπροφαίνη και η ακεταμινοφαίνη) και τα οπιοειδή όπως η μορφίνη. Οι βενζοδιαζεπίνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μαζί με τα αναλγητικά για να βοηθήσουν με το άγχος.[33] Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επούλωσης, τα αντιισταμινικά, το μασάζ, ή η διαδερμική νευρική διέγερση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν με τη φαγούρα.[8] Τα αντιισταμινικά, ωστόσο, είναι αποτελεσματικά γι’ αυτόν τον σκοπό μόνο για το 20% των ανθρώπων.[51] Υπάρχουν ενδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν τη χρήση της γκαμαπεντίνης[8] και η χρήση της μπορεί να είναι λογική σε εκείνους που δεν βελτιώνονται χωρίς αντιισταμινικά. [52]

Τα ενδοφλέβια αντιβιοτικά συστήνονται πριν από τη χειρουργική επέμβαση για εκείνους που έχουν εκτεταμένα εγκαύματα (>60% της TBSA).[53] Πρότυπο:Από το, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν συστήνουν τη γενική τους χρήση λόγω ανησυχιών αναφορικά με την αντίσταση στα αντιβιοτικά[48] και τον αυξημένο κίνδυνο μυκητιασικών λοιμώξεων.[7] Τα ενδεικτικά στοιχεία, ωστόσο, δείχνουν ότι μπορεί να βελτιώσουν τα ποσοστά επιβίωσης σε εκείνους που έχουν μεγάλα και σοβαρά εγκαύματα.[48] Η ερυθροποιητίνη δεν έχει βρεθεί να είναι αποτελεσματική στην πρόληψη ή την αντιμετώπιση της αναιμίας στα άτομα με εγκαύματα.[7] Στα εγκαύματα από υδροφθορικό οξύ, το γλυκονικό ασβέστιο είναι συγκεκριμένο αντίδοτο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενδοφλεβίως και/ή τοπικά. [22]
Χειρουργική επέμβαση

Τα τραύματα που απαιτούν χειρουργικό κλείσιμο με δερματικά μοσχεύματα (τυπικά οτιδήποτε μεγαλύτερο από ένα μικρό έγκαυμα πλήρους πάχους) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όσο το δυνατόν νωρίτερα.[54] Τα περιμετρικά εγκαύματα των άκρων ή του θώρακα μπορεί να χρειάζονται επείγουσα χειρουργική απελευθέρωση του δέρματος, που είναι γνωστή ως εσχαροτομή.[55] Αυτή γίνεται για την αντιμετώπιση ή την πρόληψη προβλημάτων με την περιφερική κυκλοφορία ή τον αερισμό.[55] Είναι αβέβαιο το εάν είναι χρήσιμη για εγκαύματα στον λαιμό ή τα δάκτυλα. [55] Για τα εγκαύματα από ηλεκτρισμό μπορεί να χρειαστούν τομές των περιτονίων.[55]
Εναλλακτική ιατρική

Από αρχαιοτάτων χρόνων έχει χρησιμοποιηθεί το μέλι για να βοηθήσει στην επούλωση των τραυμάτων και μπορεί να είναι ωφέλιμο για τα εγκαύματα πρώτου και δευτέρου βαθμού.[56][57] Οι αποδείξεις για την αλόη είναι κακής ποιότητας.[58] Παρόλο που μπορεί να είναι ωφέλιμη στη μείωση του πόνου[11] και μία αναφορά από το 2007 βρήκε ενδεικτικά στοιχεία βελτιωμένων χρόνων επούλωσης [59] μια μεταγενέστερη αναφορά από το 2012 δεν βρήκε βελτιωμένη επούλωση έναντι της αργυρούχου σουλφαδιαζίνης.[58]

Υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι η βιταμίνη Ε βοηθάει με τα χηλοειδή ή τις ουλές. [60] Το βούτυρο δεν συνιστάται. [61] Στις χώρες με χαμηλά εισοδήματα, τα εγκαύματα αντιμετωπίζονται έως το ένα τρίτο του χρόνου με την παραδοσιακή ιατρική, που μπορεί να περιλαμβάνει την εφαρμογή αυγών, λάσπης, φύλλων ή κοπριάς αγελάδων.[16] Η χειρουργική αντιμετώπιση περιορίζεται σε μερικές τάξεις λόγω ανεπαρκών οικονομικών πόρων και διαθεσιμότητας. [16] Υπάρχει ένας αριθμός άλλων μεθόδων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μαζί με τα φάρμακα για να μειώσουν τον πόνο της επέμβασης και το άγχος, συμπεριλαμβανομένων: της θεραπείας εικονικής πραγματικότητας, της ύπνωσης και των συμπεριφορικών προσεγγίσεων, όπως οι τεχνικές απόσπασης της προσοχής.[52]
Πρόγνωση

Prognosis in the USA[62]
TBSA Θνησιμότητα
<10% 0,6%
10-20% 2,9%
20-30% 8,6%
30-40% 16%
40-50% 25%
50-60% 37%
60-70% 43%
70-80% 57%
80-90% 73%
>90% 85%
Εισρόφηση 23%

Η πρόγνωση είναι χειρότερη για εκείνους που έχουν μεγαλύτερα εγκαύματα, εκείνους που είναι πιο ηλικιωμένοι, καθώς και για τις γυναίκες. [10] Η παρουσία ενός τραυματισμού από εισρόφηση καπνού, άλλοι σημαντικοί τραυματισμοί όπως τα κατάγματα μεγάλων οστών και οι σοβαρές συνοσηρότητες (π.χ. καρδιακή νόσος, διαβήτης, ψυχιατρική ασθένεια και πρόθεση αυτοκτονίας) επηρεάζουν επίσης την πρόγνωση. [10] Κατά μέσο όρο, το 4% των ατόμων που εισάγονται στα κέντρα εγκαυμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών πεθαίνει,[15] με το αποτέλεσμα για τα άτομα να εξαρτάται από το βαθμό του τραυματισμού από έγκαυμα. Για παράδειγμα, οι εισαγόμενοι με περιοχές εγκαυμάτων κάτω του 10% της TBSA είχε ποσοστό θνησιμότητας χαμηλότερο του 1%, ενώ οι εισαγόμενοι με πάνω από 90% της TBSA είχαν ποσοστό θνησιμότητας 85%.[62] Στο Αφγανιστάν, οι άνθρωποι με εγκαύματα μεγαλύτερα του 60% της TBSA σπάνια επιβιώνουν. [15] Η βαθμολογία Baux έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικά για τον καθορισμό της πρόγνωσης των μεγάλων εγκαυμάτων• ωστόσο, με τη βελτιωμένη φροντίδα, δεν είναι πλέον πολύ ακριβής. [7] Η βαθμολογία καθορίζεται μέσω της πρόσθεσης του μεγέθους του εγκαύματος (% TBSA) στην ηλικία του ατόμου, που συνήθιζε λίγο-πολύ να ισούται με τον κίνδυνο θανάτου.[7]


Επιπλοκές

Μπορεί να υπάρξει μια σειρά επιπλοκών, με τη λοίμωξη να είναι η πιο συνηθισμένη.[15] Κατά σειρά συχνότητας, οι ενδεχόμενες επιπλοκές περιλαμβάνουν: την πνευμονία, την κυτταρίτιδα, τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και την αναπνευστική ανεπάρκεια. [15] Οι παράγοντες κινδύνου για λοιμώξεις περιλαμβάνουν: εγκαύματα μεγαλύτερα του 30% της TBSA, εγκαύματα πλήρους πάχους, ακραίες ηλικίες (νέοι ή ηλικιωμένοι) ή εγκαύματα στα πόδια ή το περίνεο.[63] Η πνευμονία συμβαίνει ιδιαίτερα συχνά σε εκείνους που έχουν τραυματισμούς εισρόφησης.[7]

Η αναιμία είναι συνηθισμένη δευτερογενώς στα εγκαύματα πλήρους πάχους που είναι μεγαλύτερα του 10% της TBSA.[5] Τα εγκαύματα από ηλεκτρισμό μπορούν να οδηγήσουν σε σύνδρομο διαμερίσματος ή ραβδομυόλυση λόγω της βλάβης στους μύες.[7] Υπολογίζεται ότι 6 έως 25% των ανθρώπων παθαίνουν πήξη του αίματος στις φλέβες των ποδιών.[7] Η υπερμεταβολική κατάσταση, που μπορεί να είναι επίμονη για χρόνια μετά από ένα μεγάλο έγκαυμα, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της πυκνότητας των οστών και σε απώλεια μυϊκής μάζας. [34] Μετά από ένα έγκαυμα μπορεί να δημιουργηθούν χηλοειδή, ειδικά σε εκείνους που είναι νέοι και έχουν σκούρο δέρμα. [60] Μετά από ένα έγκαυμα τα παιδιά μπορεί να έχουν σοβαρό ψυχολογικό τραύμα και να βιώσουν διαταραχή μετατραυματικού στρες.[64] Οι ουλές μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε διαταραχή της εικόνας του σώματος.[64] Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, τα σημαντικά εγκαύματα μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνικό αποκλεισμό, ακραία φτώχεια και εγκατάλειψη παιδιών.[3]


Επιδημιολογία

Χρόνια ζωής προσαρμοσμένα στην αναπηρία για πυρκαγιές ανά 100.000 κατοίκους το 2004.[65]
  no data
  < 50
  50-100
  100-150
  150-200
  200-250
  250-300
  300-350
  350-400
  400-450
  450-500
  500-600
  > 60

Από το 2004, 11 εκατομμύρια εγκαύματα έχουν απαιτήσει ιατρική φροντίδα παγκοσμίως και έχουν οδηγήσει σε 300.000 θανάτους.[3] Αυτό τα καθιστά την 4η αιτία τραυματισμών μετά από τη σύγκρουση μηχανοκίνητων οχημάτων, τις πτώσεις και τη βία.[3] Περίπου το 90% των εγκαυμάτων λαμβάνουν χώρα στον αναπτυσσόμενο κόσμο.[3] Αυτό έχει αποδοθεί εν μέρει στον συνωστισμό και τις μη ασφαλείς συνθήκες μαγειρέματος. [3] Συνολικά, σχεδόν το 60% των θανάσιμων εγκαυμάτων λαμβάνουν χώρα στην Νοτιοανατολική Ασία σε ποσοστό 11,6 ανά 100.000[15]

Στον ανεπτυγμένο κόσμο, οι ενήλικες άνδρες έχουν διπλάσιο ποσοστό θνησιμότητας από τις γυναίκες λόγω εγκαυμάτων. Αυτό πιθανώς οφείλεται στα επαγγέλματα υψηλότερου κινδύνου και στις περισσότερες επικίνδυνες δραστηριότητες. Σε πολλές χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ωστόσο, οι γυναίκες διατρέχουν τον διπλάσιο κίνδυνο από τους άνδρες. Αυτό συχνά σχετίζεται με ατυχήματα στην κουζίνα ή με ενδοοικογενειακή βία.[3] Στα παιδιά, οι θάνατοι από εγκαύματα λαμβάνουν χώρα σε περισσότερο από δεκαπλάσιο ποσοστό στον αναπτυσσόμενο απ’ ό,τι στον ανεπτυγμένο κόσμο. [3] Συνολικά, στα παιδιά αποτελεί μία από τις βασικότερες δεκαπέντε αιτίες θανάτου.[1] Από τη δεκαετία του 1980 έως το 2004, πολλές χώρες έχουν παρουσιάσει τόσο μείωση στα ποσοστά θανάσιμων εγκαυμάτων όσο και στα εγκαύματα γενικά.[3]
Ανεπτυγμένες χώρες

Υπολογίζεται ότι 500.000 τραυματισμοί από εγκαύματα αντιμετωπίζονται ιατρικά κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.[33] Οδήγησαν σε περίπου 3.300 θανάτους το 2008.[1] Τα περισσότερα εγκαύματα (70%) και οι θάνατοι από εγκαύματα συμβαίνουν σε άνδρες.[4][10] Η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης εγκαυμάτων από πυρκαγιά συμβαίνει σε άτομα ηλικίας 18Πρότυπο:Endash35 ετών, ενώ η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης ζεματισμών συμβαίνει σε παιδιά κάτω των πέντε ετών και ενηλίκους άνω των 65.[10]Τα εγκαύματα από ηλεκτρισμό οδηγούν σε περίπου 1.000 θανάτους τον χρόνο.[66] Οι κεραυνοί οδηγούν στον θάνατο περίπου 60 ατόμων τον χρόνο.[9] Στην Ευρώπη, τα εκ προθέσεως εγκαύματα συμβαίνουν συχνότερα σε άνδρες μέσης ηλικίας.[29]
Αναπτυσσόμενες χώρες

Στην Ινδία, περίπου 700.000 έως 800.000 άνθρωποι κάθε χρόνο υφίστανται σημαντικά εγκαύματα, παρόλο που ελάχιστοι φροντίζονται σε ειδικές μονάδες εγκαυμάτων. [67] Τα υψηλότερα ποσοστά συμβαίνουν σε γυναίκες 16–35 ετών.[67] Μέρος αυτού του υψηλού ποσοστού σχετίζεται με τις μη ασφαλείς κουζίνες και τα φαρδιά ρούχα που είναι συνηθισμένα στην Ινδία. [67] Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο του συνόλου των εγκαυμάτων στην Ινδία οφείλεται σε ρούχα που αρπάζουν φωτιά από τις φλόγες. [68] Τα εκ προθέσεως εγκαύματα αποτελούν επίσης συνηθισμένη αιτία και λαμβάνουν χώρα σε υψηλότερα ποσοστά σε νεαρές γυναίκες, δευτερευόντως στην ενδοοικογενειακή βία και τους αυτοτραυματισμούς.[29][3]
Ιστορία
Ο Guillaume Dupuytren (1777-1835) που δημιούργησε την ταξινόμηση των διαβαθμίσεων των εγκαυμάτων

Οι ζωγραφιές των σπηλαίων που χρονολογούνται πάνω από 3.500 χρόνια πριν τεκμηριώνουν τα εγκαύματα και την αντιμετώπισή τους.[2]Ο αιγυπτιακός πάπυρος του Smith, που χρονολογείται από το 1500 π.Χ., περιγράφει θεραπείες με τη χρήση μελιού και αλοιφών ρητίνης.[2]Με την πάροδο των ετών έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές άλλες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων των φύλλων του τσαγιού από τους Κινέζους, που τεκμηριώνονται το 600 π.Χ., του λίπους των γουρουνιών και του ξυδιού από τον Ιπποκράτη, που τεκμηριώνονται το 400 π.Χ. και του κρασιού και του μύρου από τον Κέλσο, που τεκμηριώνονται το 100 μ.Χ.[2] Ο Γάλλος κουρέας-χειρουργός Ambroise Paré ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τις διαφορετικές διαβαθμίσεις των εγκαυμάτων κατά τη δεκαετία του 1500. [69] Ο Guillaume Dupuytren επέκτεινε αυτές τις διαβαθμίσεις σε έξι διαφορετικές βαρύτητες το 1832.[70][2]

Το πρώτο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση των εγκαυμάτων άνοιξε το 1843 στο Λονδίνο, στην Αγγλία, και η ανάπτυξη της σύγχρονης φροντίδας των εγκαυμάτων ξεκίνησε στα τέλη του 1800 και τις αρχές του 1900.[2][69] Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Henry D. Dakin και ο Alexis Carrel ανέπτυξαν πρότυπα για τον καθορισμό και την απολύμανση των εγκαυμάτων και των τραυμάτων με τη χρήση διαλυμάτων υποχλωριώδους νατρίου, που μείωσαν σημαντικά τη θνησιμότητα. [2] Κατά τη δεκαετία του 1940, η σημασία της έγκαιρης εκτομής και μεταμόσχευσης του δέρματος αναγνωρίστηκε, και περίπου την ίδια εποχή, δημιουργήθηκαν η αποκατάσταση υγρών και οι φόρμουλες για την καθοδήγησή τους. [2] Κατά τη δεκαετία του 1970, οι ερευνητές επέδειξαν τη σημασία της υπερμεταβολικής κατάστασης που ακολουθεί τα μεγάλα εγκαύματα.[2]

Έγκαυμα καλείται η ιστική καταστροφή του δέρματος εξαιτίας της επίδρασης σε αυτό κάποιου βλαβερού αιτίου. Ανάλογα με το είδος του αιτίου τα εγκαύματα διακρίνονται σε θερμικά, χημικά, ηλεκτρικά, ακτινικά. Εξαιτίας του σημαντικού ρόλου του στην άμυνα του οργανισμού, εμποδίζοντας τη δίοδο μικροβίων στον οργανισμό, του ρόλου του στη θερμορύθμιση, προστατεύοντας τον οργανισμό από τις ακραίες ασύμβατες με τη ζωή θερμοκρασίες, εκτεταμένη απώλεια του είναι ασύμβατη με τη ζωή.
Είδη εγκαυμάτων
Χημικό έγκαυμα με υδροξείδιο του νατρίου

Θερμικά εγκαύματα: Προκαλούνται από την επίδραση θερμότητας άμεσα στο δέρμα όπως φωτιά, φλεγόμενα ρούχα, θερμά αντικείμενα, θερμό νερό (ζεμάτισμα), θερμοκρασία από τριβή.
Χημικά εγκαύματα: Επαφή χημικών ουσιών πάνω στο δέρμα (αλκάλια όπως ΚΟΗ, οξέα όπως HNO3, άσβεστος, φώσφορος, υδροφθόριο, κτλ).
Ηλεκτρικά εγκαύματα: προκαλούνται από την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος πάνω στο δέρμα. Δεν πρέπει να συγχέεται το ηλεκτρικό έγκαυμα με ένα θερμικό έγκαυμα που έχει προκληθεί από μια ηλεκτρική συσκευή, πχ. Επαφή με καυτό ηλεκτρικό σίδερο ρούχων.
Ακτινικά εγκαύματα: Προέρχονται από την επίδραση ακτινοβολίας (ήλιου, πυρηνικής)

Διαχωρισμός εγκαυμάτων

Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες κατηγοριοποίησης των εγκαυμάτων.

Στην κλασική κατηγοριοποίηση χωρίζονται τα εγκαύματα σε 3 βαθμούς (α',β',γ')

Πρώτου βαθμού: Αφορά η βλάβη μόνο την επιδερμίδα
Δευτέρου βαθμού: Αφορά η βλάβη πέρα από την επιδερμίδα και το χόριο
Τρίτου βαθμού:Αφορά την επιδερμίδα, το χόριο, καθώς και τους αδένες(ιδρωτοποιούς, σμηγματογόνος), τρίχες

Άλλος τρόπος διαχωρισμού των εγκαυμάτων είναι ο διαχωρισμός σε επιδερμικά (αντιστοιχούν σε αυτά του Α' και Β' βαθμού) και υποδερμικά (Γ' βαθμού)
Mπορούμε να τα διαχωρίσουμε σε βαθιά (όλο το πάχος του δέρματος) και επιπόλαια (τμήμα του πάχους του δέρματος)
Η ταξινόμηση της Αμερικάνικης Εταιρίας Εγκαυμάτων είναι η εξής:

Εγκαύματα παιδιών β' βαθμού Εγκαύματα ενηλίκων β' βαθμού γ' βαθμού εγκαύματα
Ελαφρά <10% έκτασης δέρματος <15% έκτασης δέρματος <2% έκτασης δέρματος
Μέσης Βαρύτητας 10%-20% έκτασης δέρματος 15%-25% έκτασης δέρματος <10% έκτασης δέρματος
Βαριά >20% έκτασης δέρματος >25% έκτασης δέρματος >10% έκτασης δέρματος

Τα ελαφρά εγκαύματα μπορούν να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου, τα μέσης βαρύτητας χρήζουν νοσοκομειακής φροντίδας, ενώ τα βαριά εγκαύματα έχουν ανάγκη εξειδικευμένου κέντρου εγκαυμάτων.
Πρώτες βοήθειες που δίνονται στον εγκαυματία

Απομάκρυνση ενδυμάτων, τοποθέτηση φλεβικού καθετήρα για τη χορήγηση υγρών, λήψη αρτηριακού αίματος για τον προσδιορισμό των αερίων του αίματος, χορήγηση αναλγητικών ενδοφλεβίως, καλλιέργεια (από το τραύμα) ώστε να διαπιστωθεί μόλυνση και να χορηγηθεί κατάλληλο αντιβιοτικό, τοποθέτηση ουροκαθετήρα, χορήγηση αντιτετανικού εμβολίου. Ακόμη μπορούν να γίνουν εσχαροτομές, για να αποφευχθεί η συμπίεση των μαλακών μορίων και κοιλοτήτων από το οίδημα των ιστών.
Καταπληξία

Η κατάσταση που απειλεί τη ζωή του εγκαυματία είναι η καταπληξία, εξαιτίας απώλειας πλάσματος είτε με τη μορφή φυσαλίδων είτε στο μεσοκυττάριο χώρο (οίδημα) λόγω αγγειοδιαστολής. Έτσι ο οργανισμός έχει απώλειες λευκωμάτων και ύδατος και κατά συνέπεια έχουμε την αύξηση του αιματοκρίτη, διότι σε λιγότερο όγκο αίματος έχουμε τα ίδια ερυθρά αιμοσφαίρια. Εξαιτίας της αύξησης του αιματοκρίτη είναι πιο δύσκολη η διέλευση των ερυθρών από τα αγγεία και δυσχεραίνεται η οξυγόνωση των ιστών. Ο ρυθμός εξαγγείωσης πλάσματος εξαρτάται από την έκταση και όχι το βάθος του εγκαύματος. Η καταπληξία αντιμετωπίζεται με χορήγηση κολλοειδών διαλυμάτων όπως το πλάσμα (το οποίο είναι δυσεύρετο) και οι δεξτράνες (έχουν αναφερθεί επιπλοκές από το ήπαρ). Εξαιτίας αυτών των δυσκολιών χρησιμοποιείται ισότονο διάλυμα ηλεκτρολυτών (Ringer's lactate) και ανθρώπινη λευκωματίνη.
Σχήμα χορήγησης

Η χορήγηση των ουσιών εξαρτάται από την έκταση του εγκαύματος και το βάρος του σώματος.

x(κυβ.εκατ.)=Έκταση εγκαύματος% * Βάρος σώματος (kg)/2

Η φάση της καταπληξίας η οποία διαρκεί 36-48 την χωρίζουμε σε (3) τετράωρα, (2) εξάωρα και 1 με 2 δωδεκάωρα (ανάλογα με την κατάσταση και τις ανάγκες του εγκαυματία). Χορηγούμε σε κάθε μια φάση ένα x, συνοδευόμενο από 4G στις τετράωρες, 2G στις εξάωρες, και 1G σε κάθε δωδεκάωρη, όπου G 100κυβ.εκατοστά γλυκόζης 5%.
Αναπνευστικό

Είναι πολύ σημαντικό να διαπιστωθεί δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα (CO), μιας και το CO έχει 210 φορές μεγαλύτερη συγγένεια με την αιμοσφαιρίνη σε σχέση με το οξυγόνο. Ακόμη μπορεί να έχουν προκληθεί εγκαύματα εισπνευστικά, ιδίως αν υπάρχουν εγκαύματα στο πρόσωπο. Ένας τρίτος κίνδυνος είναι η εμφάνιση λαρυγγόσπασμου εξαιτίας εισόδου θερμού αέρα και τοξικών ουσιών.
Θεραπεία

Η θεραπεία των εγκαυμάτων μπορεί να είναι συντηρητική και χειρουργική
Συντηρητική Θεραπεία

Ανοιχτή μέθοδος: Έκθεση των εγκαυματικών επιφανειών στον αέρα και όχι κάλυψη τους με γάζες. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι: η ξηρότητα και το φως αποτρέπουν τον πολλαπλασιασμό μικροβίων, τα τραύματα μπορούν να παρακολουθούνται άμεσα και εύκολα, επιτρέπεται η κινητικότητα των μελών και ξεκινά η κινησιοθεραπεία άμεσα. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή αυτής της μεθόδου είναι η ύπαρξη απομονωμένων θαλάμων για τη νοσηλεία όπως και εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό για την αποφυγή λοιμώξεων. Η ανοιχτή μέθοδος ενδείκνυται για εγκαύματα του προσώπου, του περινέου, ενώ για εγκαύματα άκρων και κορμού προτιμάται η κλειστή.

Κλειστή μέθοδος: Κάλυψη των εγκαυματικών περιοχών με βαζελινούχο γάζα αδράς ύφανσης. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι η προστασία του τραύματος από τη λοίμωξη, η απορρόφηση των εξιδρωμάτων και διατήρηση του τραύματος ξερού, καθώς και η μείωση του πόνου.

Η χρήση ουσιών για τη καταπολέμηση των μικροβίων είναι απαραίτητη και στις δυο μεθόδους.
Χειρουργική θεραπεία

Για την ελάττωση του χρόνου νοσηλείας και την καλύτερη λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση της περιοχής του εγκαύματος και την αποφυγή επιπλοκών διενεργείται χειρουργική θεραπεία.το κάθε κέντρο ανάλογα με την εμπειρία του σε κάθε μέθοδο, τις ανάγκες του περιστατικού, διαλέγει ποια μέθοδο θα ακολουθήσει.

Μεταμόσχευση πάνω σε σαρκοφυούσες επιφάνειες μετά την απόπτωση των εσχάρων (που έχουν δημιουργηθεί από τις εσχαροτομές).
Όψιμη (8-15 μεταγκαυματική ημέρα) εκτομή εσχαρών και μεταμόσχευση με μοσχεύματα από υγιή περιοχή.
Άμεση (3 μεταγκαυματική ημέρα) εκτομή εσχαρών και μεταμόσχευση με μοσχεύματα από υγιή περιοχή. Ενδείκνυται σε εγκαύματα προσώπου, στα χέρια και στη μαστική περιοχή μικρών κοριτσιών ώστε να μη καταστραφεί ο αδένας.


Παραπομπές

Herndon D, επιμ.. «Chapter 4: Prevention of Burn Injuries». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders, σελ. 46. ISBN 978-1-4377-2786-9.
Herndon D, επιμ.. «Chapter 1: A Brief History of Acute Burn Care Management». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders, σελ. 1. ISBN 978-1-4377-2786-9.
Peck, MD (2011 Nov). «Epidemiology of burns throughout the world. Part I: Distribution and risk factors». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 37 (7): 1087–100. doi:10.1016/j.burns.2011.06.005. PMID 21802856.
«Burn Incidence and Treatment in the United States: 2012 Fact Sheet». American Burn Association. 2012. Ανακτήθηκε στις 20 April 2013.
Granger, Joyce (Jan 2009). «An Evidence-Based Approach to Pediatric Burns». Pediatric Emergency Medicine Practice 6 (1).
Herndon D, επιμ.. «Chapter 10: Evaluation of the burn wound: management decisions». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders, σελ. 127. ISBN 978-1-4377-2786-9.
Brunicardi, Charles (2010). «Chapter 8: Burns». Schwartz's principles of surgery (9th έκδοση). New York: McGraw-Hill, Medical Pub. Division. ISBN 978-0-07-154769-7.
Goutos, I; Dziewulski, P; Richardson, PM (2009 Mar-Apr). «Pruritus in burns: review article.». Journal of burn care & research : official publication of the American Burn Association 30 (2): 221–8. PMID 19165110.
Marx, John (2010). «Chapter 140: Electrical and Lightning Injuries». Rosen's emergency medicine : concepts and clinical practice (7th έκδοση). Philadelphia: Mosby/Elsevier. ISBN 0-323-05472-2.
Tintinalli, Judith E. (2010). Emergency Medicine: A Comprehensive Study Guide (Emergency Medicine (Tintinalli)). New York: McGraw-Hill Companies, σελ. 1374–1386. ISBN 0-07-148480-9.
Lloyd, EC; Rodgers, BC; Michener, M; Williams, MS (2012 Jan 1). «Outpatient burns: prevention and care.». American family physician 85 (1): 25-32. PMID 22230304.
Buttaro, Terry (2012). Primary Care: A Collaborative Practice. Elsevier Health Sciences, σελ. 236. ISBN 978-0-323-07585-5.
Kowalski, Caroline Bunker Rosdahl, Mary T. (2008). Textbook of basic nursing (9th έκδοση). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins, σελ. 1109. ISBN 978-0-7817-6521-3.
National Burn Repository Pg. i
Herndon D, επιμ.. «Chapter 3: Epidemiological, Demographic, and Outcome Characteristics of Burn Injury». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders, σελ. 23. ISBN 978-1-4377-2786-9.
Forjuoh, SN (2006 Aug). «Burns in low-and middle-income countries: a review of available literature on descriptive epidemiology, risk factors, treatment, and prevention.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 32 (5): 529–37. PMID 16777340.
Murphy, Catherine; Gardiner, Mark; Sarah Eisen, επιμ. (2009). Training in paediatrics : the essential curriculum. Oxford: Oxford University Press, σελ. 36. ISBN 978-0-19-922773-0.
Maguire, S; Moynihan, S; Mann, M; Potokar, T; Kemp, AM (2008 Dec). «A systematic review of the features that indicate intentional scalds in children.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 34 (8): 1072–81. PMID 18538478.
Peden, Margie (2008). World report on child injury prevention. Geneva, Switzerland: World Health Organization, σελ. 86. ISBN 978-92-4-156357-4.
World Health Organization. «World report on child injury prevention».
Hardwicke, J; Hunter, T; Staruch, R; Moiemen, N (2012 May). «Chemical burns--an historical comparison and review of the literature.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 38 (3): 383–7. PMID 22037150.
Makarovsky, I; Markel, G; Dushnitsky, T; Eisenkraft, A (2008 May). «Hydrogen fluoride--the protoplasmic poison.». The Israel Medical Association journal : IMAJ 10 (5): 381–5. PMID 18605366.
Edlich, RF; Farinholt, HM; Winters, KL; Britt, LD; Long WB, 3rd (2005). «Modern concepts of treatment and prevention of lightning injuries.». Journal of long-term effects of medical implants 15 (2): 185–96. PMID 15777170.
Prahlow, Joseph (2010). Forensic pathology for police, death investigators, and forensic scientists. Totowa, N.J.: Humana, σελ. 485. ISBN 978-1-59745-404-9.
Kearns RD, Cairns CB, Holmes JH, Rich PB, Cairns BA (January 2013). «Thermal burn care: a review of best practices. What should prehospital providers do for these patients?». EMS World 42 (1): 43–51. PMID 23393776.
Balk, SJ; Council on Environmental, Health; Section on, Dermatology (2011 Mar). «Ultraviolet radiation: a hazard to children and adolescents.». Pediatrics 127 (3): e791-817. PMID 21357345.
Marx, John (2010). «Chapter 144: Radiation Injuries». Rosen's emergency medicine : concepts and clinical practice (7th έκδοση). Philadelphia: Mosby/Elsevier. ISBN 0-323-05472-2.
Krieger, John (2001). Clinical environmental health and toxic exposures (2nd έκδοση). Philadelphia, Pa. [u.a.]: Lippincott Williams & Wilkins, σελ. 205. ISBN 978-0-683-08027-8.
Peck, MD (2012 Aug). «Epidemiology of burns throughout the World. Part II: intentional burns in adults.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 38 (5): 630–7. PMID 22325849.
Herndon D, επιμ.. «Chapter 61: Intential burn injuries». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders, σελ. 689-698. ISBN 978-1-4377-2786-9.
Jutla, RK; Heimbach, D (2004 Mar-Apr). «Love burns: An essay about bride burning in India.». The Journal of burn care & rehabilitation 25 (2): 165–70. PMID 15091143.
Peden, Margie (2008). World report on child injury prevention. Geneva, Switzerland: World Health Organization, σελ. 82. ISBN 978-92-4-156357-4.
Marx, John (2010). «Chapter 60: Thermal Burns». Rosen's emergency medicine : concepts and clinical practice (7th έκδοση). Philadelphia: Mosby/Elsevier. ISBN 978-0-323-05472-0.
Rojas Y, Finnerty CC, Radhakrishnan RS, Herndon DN (December 2012). «Burns: an update on current pharmacotherapy». Expert Opin Pharmacother 13 (17): 2485–94. doi:10.1517/14656566.2012.738195. PMID 23121414.
Hannon, Ruth (2010). Porth pathophysiology : concepts of altered health states (1st Canadian έκδοση). Philadelphia, PA: Wolters Kluwer Health/Lippincott Williams & Wilkins, σελ. 1516. ISBN 978-1-60547-781-7.
Garmel, edited by S.V. Mahadevan, Gus M. (2012). An introduction to clinical emergency medicine (2nd έκδοση). Cambridge: Cambridge University Press, σελ. 216–219. ISBN 978-0-521-74776-9.
Jeschke, Marc (2012). Handbook of Burns Volume 1: Acute Burn Care. Springer, σελ. 46. ISBN 978-3-7091-0348-7.
Klingensmith M, επιμ. (2007). The Washington manual of surgery (5th έκδοση). Philadelphia, Pa.: Lippincott Williams & Wilkins, σελ. 422. ISBN 978-0-7817-7447-5.
Cianci, P; Slade JB, Jr; Sato, RM; Faulkner, J (2013 Jan-Feb). «Adjunctive hyperbaric oxygen therapy in the treatment of thermal burns.». Undersea & hyperbaric medicine : journal of the Undersea and Hyperbaric Medical Society, Inc 40 (1): 89–108. PMID 23397872.
Enoch, S; Roshan, A; Shah, M (2009 Apr 8). «Emergency and early management of burns and scalds.». BMJ (Clinical research ed.) 338: b1037. PMID 19357185.
Hettiaratchy, S; Papini, R (2004 Jul 10). «Initial management of a major burn: II--assessment and resuscitation.». BMJ (Clinical research ed.) 329 (7457): 101-3. PMID 15242917.
Jeschke, Marc (2012). Handbook of Burns Volume 1: Acute Burn Care. Springer, σελ. 77. ISBN 978-3-7091-0348-7.
Endorf, FW; Ahrenholz, D (2011 Dec). «Burn management.». Current opinion in critical care 17 (6): 601–5. PMID 21986459.
Perel, P; Roberts, I (2012 Jun 13). Perel, Pablo. επιμ. «Colloids versus crystalloids for fluid resuscitation in critically ill patients». Cochrane database of systematic reviews (Online) 6: CD000567. doi:10.1002/14651858.CD000567.pub5. PMID 22696320.
Curinga, G; Jain, A; Feldman, M; Prosciak, M; Phillips, B; Milner, S (2011 Aug). «Red blood cell transfusion following burn.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 37 (5): 742–52. PMID 21367529.
Wasiak, J; Cleland, H; Campbell, F; Spinks, A (2013 Mar 28). «Dressings for superficial and partial thickness burns.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 3: CD002106. PMID 23543513.
Wasiak J, Cleland H, Campbell F (2008). Wasiak, Jason. επιμ. «Dressings for superficial and partial thickness burns». Cochrane Database Syst Rev (4): CD002106. doi:10.1002/14651858.CD002106.pub3. PMID 18843629.
Avni T, Levcovich A, Ad-El DD, Leibovici L, Paul M (2010). «Prophylactic antibiotics for burns patients: systematic review and meta-analysis». BMJ 340: c241. doi:10.1136/bmj.c241. PMID 20156911.
Storm-Versloot, MN; Vos, CG; Ubbink, DT; Vermeulen, H (2010 Mar 17). Storm-Versloot, Marja N. επιμ. «Topical silver for preventing wound infection». Cochrane database of systematic reviews (Online) (3): CD006478. doi:10.1002/14651858.CD006478.pub2. PMID 20238345.
Dumville, JC; Munson, C (2012 Dec 12). «Negative pressure wound therapy for partial-thickness burns.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 12: CD006215. PMID 23235626.
Zachariah, JR; Rao, AL; Prabha, R; Gupta, AK; Paul, MK; Lamba, S (2012 Aug). «Post burn pruritus--a review of current treatment options.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 38 (5): 621–9. PMID 22244605.
Herndon D, επιμ.. «Chapter 64: Management of pain and other discomforts in burned patients». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders, σελ. 726. ISBN 978-1-4377-2786-9.
Herndon D, επιμ.. «Chapter 31: Etiology and prevention of multisystem organ failure». Total burn care (4th έκδοση). Edinburgh: Saunders, σελ. 664. ISBN 978-1-4377-2786-9.
Jeschke, Marc (2012). Handbook of Burns Volume 1: Acute Burn Care. Springer, σελ. 266. ISBN 978-3-7091-0348-7.
Orgill, DP; Piccolo, N (2009 Sep-Oct). «Escharotomy and decompressive therapies in burns.». Journal of burn care & research : official publication of the American Burn Association 30 (5): 759–68. PMID 19692906.
Jull AB, Rodgers A, Walker N (2008). Jull, Andrew B. επιμ. «Honey as a topical treatment for wounds». Cochrane Database Syst Rev (4): CD005083. doi:10.1002/14651858.CD005083.pub2. PMID 18843679.
Wijesinghe, M; Weatherall, M; Perrin, K; Beasley, R (2009 May 22). «Honey in the treatment of burns: a systematic review and meta-analysis of its efficacy.». The New Zealand medical journal 122 (1295): 47-60. PMID 19648986.
Dat, AD; Poon, F; Pham, KB; Doust, J (2012 Feb 15). «Aloe vera for treating acute and chronic wounds.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 2: CD008762. PMID 22336851.
Maenthaisong, R; Chaiyakunapruk, N; Niruntraporn, S; Kongkaew, C (2007 Sep). «The efficacy of aloe vera used for burn wound healing: a systematic review.». Burns : journal of the International Society for Burn Injuries 33 (6): 713-8. PMID 17499928.
Juckett, G; Hartman-Adams, H (2009 Aug 1). «Management of keloids and hypertrophic scars.». American family physician 80 (3): 253–60. PMID 19621835.
Cox, Carol Turkington, Jeffrey S. Dover ; medical illustrations, Birck (2007). The encyclopedia of skin and skin disorders (3rd ed. έκδοση). New York, NY: Facts on File, σελ. 64. ISBN 9780816075096.
National Burn Repository, Pg. 10
Young, Christopher King, Fred M. Henretig, επιμ. (2008). Textbook of pediatric emergency procedures (2nd έκδοση). Philadelphia: Wolters Kluwer Health/Lippincott Williams & Wilkins, σελ. 1077. ISBN 978-0-7817-5386-9.
Roberts, edited by Michael C. (2009). Handbook of pediatric psychology. (4th έκδοση). New York: Guilford, σελ. 421. ISBN 978-1-60918-175-8.
«WHO Disease and injury country estimates». World Health Organization. 2009. Ανακτήθηκε στις Nov. 11, 2009.
Edlich, RF; Farinholt, HM; Winters, KL; Britt, LD; Long WB, 3rd (2005). «Modern concepts of treatment and prevention of electrical burns.». Journal of long-term effects of medical implants 15 (5): 511–32. PMID 16218900.
Ahuja, RB; Bhattacharya, S (2004 Aug 21). «Burns in the developing world and burn disasters.». BMJ (Clinical research ed.) 329 (7463): 447–9. PMID 15321905.
Gupta (2003). Textbook of Surgery. Jaypee Brothers Publishers, σελ. 42. ISBN 978-81-7179-965-7.
Song, David. Plastic surgery. (3rd ed. έκδοση). Edinburgh: Saunders, σελ. 393.e1. ISBN 9781455710553.

Wylock, Paul (2010). The life and times of Guillaume Dupuytren, 1777-1835. Brussels: Brussels University Press, σελ. 60. ISBN 9789054875727.

Βιβλιογραφία

Α.Π.Θ Τμήμα Ιατρικής-Τομέας Χειρουργικής (2001). «Κεφάλαιο 13». Γενική Χειρουργική. University Studio Press, σελ. 229-247. ISBN 960-12-0931-X.
Δρ. Θεόδωρος Ντόλατζας, «Εγκαύματα»
ΠΑΡΑΡΑ Σ.,ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ Ε.,ΚΑΤΣΙΟΥΛΑ Ε.,ΖΕΡΒΑΣ Μ. (2010). «Το Εισπνευστικό Έγκαυμα-Νόσος των πολλών ειδικοτήτων». IATPIKO BHMA 36. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-04-24.

Αμπλιανίτης ∆ημήτρης,Αναισθησιολόγος.Γενικό Κρατικό Αθήνας (2008). «ΤΟ ΕΓΚΑΥΜΑ». ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΙΓΟΥΣΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ H άσκηση τής επείγουσας ιατρικής στο σύγχρονο ΤΕΠ (Επιστημονική Ημερίδα: Τρίκαλα 13/12).

Εγκυκλοπαίδεια Ιατρικής

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License