.
Η δύσπνοια είναι το αίσθημα δυσκολίας στην αναπνοή. Το σύμπτωμα αυτό μπορεί να αποτελείται από ποιοτικώς διαφορετικές συνιστώσες, όπως το σφίξιμο στο στήθος ή το αποπνικτικό αίσθημα (η αίσθηση ότι δεν υπάρχει αρκετό οξυγόνο)[1].
Η δύσπνοια είναι συνηθισμένο σύμπτωμα μετά από έντονη δραστηριότητα, αλλά καθίσταται παθολογικό όταν συμβαίνει σε άλλες καταστάσεις[2] Στο 85% των παθολογικών περιπτώσεων, η δύσπνοια οφείλεται σε άσθμα, πνευμονία, καρδιακή ισχαιμία, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, διάμεση πνευμονοπάθεια ή ψυχογενή αίτια[2][3], όπως η διαταραχή πανικού και το άγχος[4].
Δύσπνοια | |
---|---|
Ταξινόμηση και εξωτερικές πηγές | |
Ταξινόμηση ICD-10 | R06.0 |
Ταξινόμηση ICD-9 | 786.09 |
DiseasesDB | 15892 |
MedlinePlus | 003075 |
MeSH | D004417 |
Ορισμός
Η Αμερικανική Εταιρεία Θώρακα ορίζει τη δύσπνοια ως «μία υποκειμενική εμπειρία ανησυχίας (discomfort) στην αναπνοή που αποτελείται από ποιοτικώς διαφορετικά αισθήματα ποικίλης εντάσεως»[5], ενώ άλλοι ορισμοί την περιγράφουν απλώς ως «δυσκολία στην αναπνοή»[6], «άτακτη ή ανεπαρκή αναπνοή»[7] και ως την «εμπειρία της ελλείψεως αναπνοής» (οξεία ή χρόνια)[2][8][9].
Ειδικότερες μορφές δύσπνοιας είναι η ορθόπνοια, κατά την οποία η δύσπνοια εμφανίζεται όταν ο άνθρωπος είναι ξαπλωμένος, και το αντίθετό της, η πλατύπνοια, δύσπνοια που εμφανίζεται μόνο στην όρθια στάση.
Διαφορική διάγνωση
Παρότι η δύσπνοια προκαλείται γενικώς από διαταραχές στο καρδιαγγειακό ή στο αναπνευστικό σύστημα, και άλλα συστήματα όπως το νευρικό[10], το μυοσκελετικό, το ενδοκρινικό, καθώς και ψυχιατρικοί παράγοντες μπορεί να είναι η αιτία[11]. Το ιατρικό έμπειρο σύστημα DiagnosisPro, περιείχε 497 διακριτές αιτίες τον Οκτώβριο του 2010.[12] Οι συνηθέστερες καρδιαγγειακές αιτίες είναι το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και η καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ συνήθη πνευμονικά αίτια είναι η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, το άσθμα, ο πνευμοθώρακας, το πνευμονικό οίδημα και η πνευμονία[2]. επί παθοφυσιολογικής βάσεως τα αίτια μπορούν να ταξινομηθούν σε: (1) αυξημένη συνειδητοποίηση της κανονικής αναπνοής, όπως κατά τη διάρκεια κρίσεων άγχους, (2) αύξηση του αναπνευστικού έργου και (3) ανωμαλία στο σύστημα αερισμού[10].
Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο
Το οξύ στεφανιαίο σύνδρομο προκαλεί συχνά πόνο στο στήθος και δυσκολία στην αναπνοή[2], ωστόσο μπορεί να είναι ασυμπτωματικό, μόνο με λαχάνιασμα[13]. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η μεγάλη ηλικία, το κάπνισμα, η υπέρταση, η υπερλιπιδαιμία και ο διαβήτης[13]. Σημαντικά για τη διάγνωση και την αγωγή είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα και η μέτρηση των καρδιακών ενζύμων. Η αγωγή αποσκοπεί στο να μειώσει τις απαιτήσεις της καρδιάς σε οξυγόνο και να αυξήσει τη ροή του αίματος[2].
Καρδιακή ανεπάρκεια
Η καρδιακή ανεπάρκεια προκαλεί συχνά δύσπνοια με την άσκηση, ορθόπνοια και παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια[2]. Προσβάλλει μεταξύ του 1 και του 2% του γενικού πληθυσμού στις ΗΠΑ και το 10% των άνω των 65 ετών[2][13]. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η υπερβολική πρόσληψη αλατιού, η καρδιακή ισχαιμία, οι αρρυθμίες, η νεφρική ανεπάρκεια, η πνευμονική εμβολή, η υπέρταση και μολύνσεις[13].
Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια
Ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), εμφύσημα ή χρόνια βρογχίτιδα, εμφανίζουν συχνά χρόνια δύσπνοια και χρόνιο παραγωγικό βήχα[2] Μία οξεία επιδείνωση (παροξυσμός) προκαλεί αυξημένη δύσπνοια και παραγωγή πτυέλων[2]. Η ΧΑΠ αποτελεί παράγοντα κινδύνου για πνευμονία. Η αγωγή κατά του παροξυσμού είναι χορήγηση συνδυασμού αντιχολινεργικών, μυοχαλαρωτικών, στεροειδών, και πιθανώς ο αερισμός υπό θετική πίεση[2].
Άσθμα
Το άσθμα είναι το συχνότερο αίτιο εισόδου στο τμήμα επειγόντων περιστατικών με δύσπνοια[2]. Αποτελεί τη συνηθέστερη πνευμονική ασθένεια, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες, επηρεάζοντας περί το 5% του πληθυσμού[2]. Συμπτώματα του άσθματος είναι και ο συριστικός ρόγχος, το σφίξιμο στο στήθος και ο μη παραγωγικός βήχας[2]. Τα αναπνεύσιμα κορτικοστεροειδή αποτελούν την αγωγή εκλογής για τα παιδιά, παρότι μπορούν να μειώσουν την ανάπτυξη[14]. Τα οξέα συμπτώματα ανακουφίζονται με βρογχοδιασταλτικά με άμεση δράση.
Πνευμονοθώρακας
Ο πνευμονοθώρακας προκαλεί συνήθως πλευριτικό πόνο στο στήθος με απότομη έναρξη και δύσπνοια που δεν βελτιώνεται με τη χορήγηση οξυγόνου. Φυσικά ευρήματα μπορεί να είναι η απουσία ήχων της αναπνοής στη μία πλευρά, και η απόκλιση της τραχείας[2].
Πνευμονία
Τα συμπτώματα της πνευμονίας είναι πυρετός, παραγωγικός βήχας, δύσπνοια και πλευριτικός πόνος[2]. Ακτινογραφία θώρακα μπορεί να χρησιμεύσει στη διαφοροποίηση της πνευμονίας από την καρδιακή ανεπάρκεια[2]. Η πνευμονία αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά[2].
Πνευμονική εμβολή
Η κλασική πνευμονική εμβολή προκαλεί δύσπνοια με απότομη έναρξη[2]. Τα άλλα συμπτώματά της περιλαμβάνουν πλευριτικό πόνο, βήχα, αιμόπτυση και πυρετό[2]. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν μεταξύ άλλων η θρόμβωση βαθείας φλέβας, η πρόσφατη εγχείρηση, ο καρκίνος και προηγούμενες θρομβοεμβολές[2]. Πρέπει πάντα να την υποπτευόμαστε σε ασθενείς με δύσπνοια με απότομη έναρξη[2]. Η διάγνωση ωστόσο μπορεί να είναι δύσκολη[2]. Η θεραπευτική αγωγή είναι συνήθως η χορήγηση αντιθρομβωτικών.[2].
Αναιμία
Η αναιμία χαμηλών επιπέδων αιμοσφαιρίνης αποτελεί συχνά αιτία δύσπνοιας. Η έντονη έμμηνη ρύση μπορεί να συνεισφέρει στην αναιμία και σε συνακόλουθη δύσπνοια. Οι πονοκέφαλοι είναι επίσης σύμπτωμα σε ασθενείς με αναιμία, ενώ μερικοί αναφέρουν μία αίσθηση μουδιάσματος στο κεφάλι ή θολή όραση από την υπόταση πίσω από το μάτι εξαιτίας ελλείψεως οξυγόνου και πιέσεως. Οι ίδιοι ασθενείς έχουν αναφέρει οξείς πονοκεφάλους, πολλοί από τους οποίους οδηγούν σε μόνιμη εγκεφαλική βλάβη.
Διάφορα άλλα
Αιτίες δύσπνοιας μπορεί να είναι επίσης η αναφυλαξία, η διάμεση πνευμονοπάθεια, οι κρίσεις πανικού[11][8][15] και η πνευμονική υπέρταση. Η συσσώρευση υγρού στο περικάρδιο προκαλεί επίσης δύσπνοια και διαγνώσκεται με υπέρηχους[15]. Η αναιμία που εμφανίζεται βαθμιαία συνήθως προκαλεί δύσπνοια κατά την άσκηση, κόπωση, αδυναμία και ταχυκαρδία[15]. Μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια[15]. Η αναφυλαξία συνήθως αρχίζει μέσα σε λίγα λεπτά, σε άτομα με αντίστοιχη προϊστορία[8] και συνοδεύεται από [κνίδωση]], οίδημα του λάρυγγα και γαστρεντερική αναστάτωση[8]. Η διάμεση πνευμονοπάθεια προκαλεί βαθμαία εμφάνιση δύσπνοιας και συνήθως υπάρχει ιστορικό με προδιαθέτουσα περιβαλλοντική έκθεση[11]. Η δύσπνοια αποτελεί συχνά το μοναδικό σύμπτωμα σε ασθενείς με ταχυαρρυθμίες[13]. Οι κρίσεις πανικού προκαλούν υπεραερισμό, εφίδρωση και μούδιασμα[8]. Περί τα 2/3 των εγκύων γυναικών εμφανίζουν δύσπνοια που θεωρείται φυσιολογική[7]. Δύσπνοια μπορεί ακόμα να προκληθεί από νευρολογικές καταστάσεις όπως ο τραυματισμός της σπονδυλικής στήλης, τραυματισμοί των διαφραγματικών νεύρων, το σύνδρομο Guillain-Barre, η αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση, η σκλήρυνση κατά πλάκας και η μυική δυστροφία[10]. Μία σχετικώς άγνωστη κατάσταση που προκαλεί δύσπνοια είναι το «σύνδρομο της άδειας μύτης».
Παθοφυσιολογία
Διαφορετικές φυσιολογικές οδοί μπορεί να οδηγήσουν σε δύσπνοια, όπως δια των χημικών, των μηχανικών και των πνευμονικών υποδοχέων[13].
Πιστεύεται ότι τρεις κύριοι παράγοντες συνεισφέρουν στη δύσπνοια: προσαγωγά σήματα, απαγωγά σήματα και η κεντρική επεξεργασία πληροφοριών στον εγκέφαλο. Πιστεύεται ότι η τελευταία συγκρίνει τα προσαγωγά και τα απαγωγά σήματα, και η δύσπνοια εμφανίζεται όταν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ τους, π.χ. όταν η ανάγκη για αερισμό (προσαγωγά σήματα) δεν εξισορροπείται από τη φυσική αναπνοή (απαγωγά σήματα).
Τα προσαγωγά σήματα είναι αισθητηριακά νευρικά σήματα που ανέρχονται προς τον εγκέφαλο. Αυτά που παίζουν ρόλο στη δύσπνοια προκαλούνται από πολλές διαφορετικές πηγές, όπως είναι το σώμα των καρωτίδων, ο προμήκης μυελός, οι πνεύμονες και το θωρακικό τοίχωμα. Οι χημικοί υποδοχείς στα σώματα των καρωτίδων και τον προμήκη μυελό παρέχουν πληροφόρηση για τα επίπεδα του αέριου οξυγόνου, του διοξειδίου του άνθρακα και του κατιόντος υδρογόνου στο αίμα. Στους πνεύμονες, οι παρατριχοειδείς υποδοχείς είναι ευαίσθητοι στο διάμεσο πνευμονικό οίδημα, ενώ οι υποδοχείς τάσεων σηματοδοτούν τη βρογχοσυστολή. Οι μυικές άτρακτοι στο θωρακικό τοίχωμα πληροφορούν με τα σήματά τους για την τάση των αναπνευστικών μυών. Με τον τρόπο αυτό, καταστάσεις όπως ο ανεπαρκής αερισμός που οδηγεί σε περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα, η ανεπάρκεια της αριστερής καρδιάς που οδηγεί σε διάμεσο οίδημα (δυσκολεύοντας την ανταλλαγή αερίων), το άσθμα που οδηγεί σε βρογχοσυστολή (περιορισμένη ροή αέρα) και η μυική κόπωση που οδηγεί σε ανεπαρκή δράση των αναπνευστικών μυών, μπορούν όλες να συνεισφέρουν στο αίσθημα της δύσπνοιας.
Τα απαγωγά σήματα είναι τα κινητικά νευρικά σήματα που κατέρχονται από τον εγκέφαλο στους αναπνευστικούς μύες. Ο σημαντικότερος τέτοιος μυς είναι το διάφραγμα.
Καθώς ο εγκέφαλος δέχεται πολλαπλές προσαγωγικές πληροφορίες για τον αερισμό των πνευμόνων, είναι σε θέση να τις συγκρίνει με το τρέχον επίπεδο της αναπνοής όπως αυτό ρυθμίζεται με τα απαγωγά σήματα. Αν το επίπεδο της αναπνοής δεν είναι το κατάλληλο για την κατάσταση του σώματος, τότε μπορεί να γίνει αισθητή δύσπνοια. Υπάρχει όμως επιπλέον και μία ψυχολογική συνιστώσα στη δύσπνοια, καθώς μερικοί άνθρωποι μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις να έχουν μία αυξημένη συνειδητοποίηση της κανονικής αναπνοής, αλλά να μην έχουν την ανησυχία που είναι χαρακτηριστική της δύσπνοιας.
Αποτίμηση
Βαθμός Σοβαρότητα της δύσπνοιας
0 Δύσπνοια μόνο σε πολύ έντονη άσκηση
1 Δύσπνοια όταν ανεβαίνουμε ανηφόρα ή τρέχουμε στο επίπεδο
2 Ο δυσπνοϊκός περπατά αργότερα από το κανονικό στο επίπεδο (ή σταματά μετά από 15 λεπτά βαδίσματος)
3 Σταματά μετά από λίγα λεπτά βαδίσματος στο επίπεδο
4 Με ελάχιστη δραστηριότητα, όπως η ένδυση, υπερβολικά δυσπνοϊκός για να βγει εκτός της οικίας
Η αρχική προσέγγιση στην αποτίμηση αρχίζει με μία εκτίμηση του λεγόμενου «ABC» (airway-breathing-circulation, δηλ. αερισμός, αναπνοή και κυκλοφορία) και συνεχίζεται με λήψη του ιατρικού ιστορικού και ιατρική εξέταση[2]. Γνωρίσματα μιας σοβαρότερης καταστάσεως είναι μεταξύ άλλων η υπόταση, η υποξαιμία, η απόκλιση της τραχείας, η διανοητική σύγχυση, η ασταθής καρδιακή αρρυθμία, ο συριγμός, η κυάνωση, η υπερβολική χρήση των παραπληρωματικών μυών (όπως ο στερνοκλειδομαστοειδής) και η απουσία ήχων αναπνοής[11].
Διάφορες κλίμακες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ποσοτικοποιήσουν τον βαθμό της δύσπνοιας[16]. Υποκειμενικά μπορεί να βαθμονομηθεί σε μία κλίμακα από το 1 έως το 10 με αντίστοιχες περιγραφές (Τροποποιημένη κλίμακα του Borg)[16]. Μία άλλη κλίμακα είναι η πεντάβαθμη «MRC breathlessness scale» (Κλίμακα δύσπνοιας MRC), που βασίζεται στις συνθήκες υπό τις οποίες εμφανίζεται η δύσπνοια και παρατίθεται στον πίνακα[17].
Στατιστική
Η δύσπνοια είναι ο κύριος λόγος για το 3,5% των επισκέψεων στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των αμερικανικών νοσοκομείων. Από αυτούς τους ανθρώπους, το 51% εισάγονται τελικώς για νοσηλεία και το 13% είναι νεκροί μετά από ένα έτος[18]. Μελέτες υποδεικνύουν ότι μέχρι και το 27% του γενικού πληθυσμού θα εμφανίσει κάποτε δύσπνοια[19]. Η οξεία δύσπνοια είναι ο συνηθέστερος λόγος για τον οποίο άνθρωποι που χρειάζονται ανακουφιστική φροντίδα επισκέπτονται ένα τμήμα επειγόντων[3].
Παραπομπές
Donald A. Mahler; Denis E. O'Donnell (20 Ιανουαρίου 2014). Dyspnea: Mechanisms, Measurement, and Management, Third Edition. CRC Press, σελ. 3. ISBN 978-1-4822-0869-6.
Shiber JR, Santana J (Μάιος 2006). «Dyspnea». Med. Clin. North Am. 90 (3): 453–79. doi:10.1016/j.mcna.2005.11.006. PMID 16473100.
Schrijvers D, van Fraeyenhove F (2010). «Emergencies in palliative care». Cancer J 16 (5): 514–20. doi:10.1097/PPO.0b013e3181f28a8d. PMID 20890149.
{{cite book|last=Mukerji|first=Vaskar |title=Dyspnea, Orthopnea, and Paroxysmal Nocturnal Dyspnea|url=http://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK213/%7Caccessdate=15 Αυγούστου 2014|year=1990|publisher=Butterworth Publishers|chapter=11
American Heart Society (1999). «Dyspnea mechanisms, assessment, and management: a consensus statement». Am Rev Resp Crit Care Med 159: 321–340. doi:10.1164/ajrccm.159.1.ats898.
TheFreeDictionary, ανακτ. στις 12/12/2009.
«UpToDate Inc.».
Zuberi, T. και άλλοι. (2009). «Acute breathlessness in adults». InnovAiT 2 (5): 307–15. doi:10.1093/innovait/inp055.
«dyspnea – General Practice Notebook».
Frownfelter, Donna; Dean, Elizabeth (2006). «8». Στο: Willy E. Hammon III. Cardiovascular and Pulmonary Physical Therapy. 4. Mosby Elsevier, σελ. 139.
Sarkar S, Amelung PJ (Σεπτέμβριος 2006). «Evaluation of the dyspneic patient in the office». Prim. Care 33 (3): 643–57. doi:10.1016/j.pop.2006.06.007. PMID 17088153.
http://en.diagnosispro.com/differential_diagnosis-for/poisoning-specific-agent-dyspnea/25103-154-100.html
Torres M, Moayedi S (Μάιος 2007). «Evaluation of the acutely dyspneic elderly patient». Clin. Geriatr. Med. 23 (2): 307–25, vi. doi:10.1016/j.cger.2007.01.007. PMID 17462519.
«How Is Asthma Treated and Controlled?».
Wills C.P., Young M., White D.W. (Φεβρουάριος 2010). «Pitfalls in the evaluation of shortness of breath». Emerg. Med. Clin. North Am. 28 (1): 163–81, ix. doi:10.1016/j.emc.2009.09.011. PMID 19945605.
Saracino A (Οκτώβριος 2007). «Review of dyspnoea quantification in the emergency department: is a rating scale for breathlessness suitable for use as an admission prediction tool?». Emerg Med Australas 19 (5): 394–404. doi:10.1111/j.1742-6723.2007.00999.x. PMID 17919211.
Stenton C (2008). «The MRC breathless scale». Occup Med 58 (3): 226–7. doi:10.1093/occmed/kqm162. PMID 18441368.
Stephen J. Dubner; Steven D. Levitt (2009). SuperFreakonomics: Tales of Altruism, Terrorism, and Poorly Paid Prostitutes. Νέα Υόρκη: William Morrow, σελ. 77. ISBN 0-06-088957-8.
Murray and Nadel's Textbook of Respiratory Medicine, 4th Ed. Robert J. Mason, John F. Murray, Jay A. Nadel, 2005, Elsevier
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Η δύσπνοια στο GPnotebook
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License