.
Αναισθησία καλείται η παθολογική κατάσταση ενός οργανισμού να μην αισθάνεται (αντιδρά σε), μερικώς ή ολικώς, κανένα εσωτερικό ή εξωτερικό ―θετικό ή αρνητικό (λ.χ. πόνο)― ερέθισμα, λόγω π.χ. οργανικών (γάγγραινα, λέπρα κ.λπ.) ή ψυχοδιανοητικών (βαρεία μελαγχολία, επιληψία, αλκοολισμός κ.λπ.) παθήσεων. Η απώλεια όλων των αισθήσεων (γενική αναισθησία) συνοδεύεται από απώλεια της συνείδησης.
Η αναισθησία μπορεί να προκληθεί και τεχνητά μέσω είτε ιατροφαρμακευτικών χειρισμών (π.χ. ηλεκτρική αναισθησία) ή ουσιών (νάρκωση με μυοχαλαρωτικά φάρμακα κ.λπ.), είτε ψυχολογικών μεθόδων ή ασκήσεων (αυθυποβολή, υποβολή, υπερβολική συγκίνηση, απόλυτη προσήλωση και περισυλλογή κ.λπ.).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License