ART

 

\( \require{mhchem} \)

.

Η Χημεία είναι η επιστήμη που μελετά την ύλη, τη σύνθεση, τη δομή, τις ιδιότητές της και ιδιαίτερα τις μεταβολές της σύστασής της, δηλαδή τις χημικές αντιδράσεις.[1][2]

Η Χημεία σχετίζεται με τα άτομα και τις επιδράσεις τους με άλλα άτομα, και ιδιαίτερα με τις ιδιότητες των χημικών δεσμών. Ονομάζεται συχνά η «κεντρική θετική επιστήμη» γιατί παρεμβάλλεται και συνδέει τη Φυσική (μέσω της Φυσικοχημείας) με τη Γεωλογία (μέσω της Γεωχημείας) και με τη Βιολογία (μέσω της Βιοχημείας)[3][4]

Κατά τα άλλα η Χημεία είναι ένας κλάδος των θετικών επιστημών αλλά είναι διαφορετική από τη Φυσική.[5]

Η Χημεία προήλθε από το την αλχημεία, σειρά αρχαίων πρακτικών γνώσεων και ερευνών που εφαρμόζονταν εδώ και χιλιετίες σε πολλά μέρη του κόσμου και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή.[6]


Ιστορία

Κύριο λήμμα: Ιστορία της Χημείας

Απαρχές
Δημόκριτος: Η ατομική του φιλοσοφία υιοθετήθηκε αργότερα από τον Επίκτητο (341-270 π.Χ).

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πρωτοπόρησαν στην τέχνη της «υγρής» συνθετικής χημείας, πάνω από 4.000 χρόνια πριν[7]. Μέχρι το 1000 π.Χ. οι γνωστοί αρχαίοι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν τεχνολογίες που αποτέλεσαν τις βάσεις για διάφορους κλάδους της χημείας, όπως η μεταλλουργία, δηλαδή η εξαγωγή μετάλλων από τα ορυκτά τους, παράγοντας κεραμικά, πορσελάνες, ζυμώνοντας μπύρα και κρασί, φτιάχνοντας χρωστικές ουσίες για διακοσμητικά και βαφές, εκχυλίζοντας χημικές ουσίες από φυτά για παραγωγή φαρμάκων και αρωμάτων, φτιάχνοντας τυρί, βυρσοδεψία δερμάτων, μετατρέποντας λίπη σε σαπούνια, παράγοντας γυαλί αλλά φυσικά και κράματα μετάλλων, όπως ο ορείχαλκος.

Η γένεση της χημείας μπορεί να εντοπιστεί στην ευρύτερη παρατήρηση του φαινομένου της καύσης που οδήγησε στη μεταλλουργία, την τέχνη και επιστήμη της μετατροπής των ορυκτών σε χρήσιμα μέταλλα. Η απληστία για χρυσό οδήγησε στην ανακάλυψη της διεργασίας του καθαρισμού του, ακόμη κι αν οι αρχές των χρησιμοποιούμενων τεχνικών δεν ήταν κατανοητές, αφού θεωρούσαν ότι μετέτρεπαν άλλες ουσίες σε χρυσό, ενώ απλώς καθάριζαν τον υπάρχοντα χρυσό. Πολλοί μελετητές της εποχής αυτής θεωρούσαν λογικό να πιστεύουν ότι υπάρχουν μέσα για τη μετατροπή φθηνών ουσιών (συνήθως άλλων μετάλλων) σε χρυσό. Ωστόσο, αυτή η λαθεμένη προσδοκία έδωσε την απαραίτητη ώθηση στην αλχημεία, με την αναζήτηση της «φιλοσοφικής λίθου», που πίστευαν ότι μπορεί να καταλύσει την μετατροπή με απλή επαφή.[8]

Παραδοσιακά, η επιστήμη της αλχημείας κάποτε θεωρούνταν ότι προήλθε από την μεγάλη αιγυπτιακή μορφή που οι Έλληνες ονόμαζαν Ερμής ο Τρισμέγιστος, που τιμούνταν ταυτόχρονα ως ιερέας, βασιλιάς και ερευνητής, ιδρυτής της τέχνης της αλχημείας (και όχι μόνο).[9] Πιστεύεται ότι έζησε γύρω στο 1900 π.Χ.[εκκρεμεί παραπομπή], και τον τιμούσαν ευρύτατα για τη σοφία του και για τις γνώσεις του σε θέματα του φυσικού κόσμου. Το 1614 ο Ισαάκ Κασομπόν (Isaac Casaubon) επέδειξε έργα που αποδίδονταν στον Ερμή τον Τρισμέγιστο, αλλά που στην πραγματικότητα γράφτηκαν με ψευδώνυμα κατά τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ. Οι αλχημικές θεωρίες που σχετίζονται με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, μοιάζει να αποτελούν συγκριτισμό μετάξύ του αρχαίου ελληνικού θεού Ερμή και του αρχαίου Αιγυπτιακού θεού Θωθ.[10]

Ο Πάρτιγκτον (J. R. Partington), στο τετράτομο έργο του «Ιστορία της Χημείας» (1969)[11] γράφει ότι «...ως αρχαιότερες εφαρμογές χημικών διεργασιών πρέπει να θεωρηθούν η εξόρυξη και κατεργασία μετάλλων και ιδιαίτερα η κατασκευή κεραμικών, που είναι μορφές τεχνικών που χρησιμοποιούνταν πολλούς αιώνες πριν από την Εποχή του Χαλκού από τους πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας». Έτσι, σύμφωνα με τον ερευνητή, η αλχημεία πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία.[12]

Στην Αρχαία Ελλάδα αναπτύχθηκε το φιλοσοφικό ρεύμα του ατομικισμού από το 440 π.Χ., όπως δείχνει το βιβλίο De Rerum Natura (Η Φύση των πραγμάτων)[13] που γράφηκε από τον Ρωμαίο Λουκρήτιο το 50 π.Χ..[14] Επίσης είχαν αναπτυχθεί μέθοδοι καθαρισμού ουσιών, όπως περιγράφεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στο έργο του Naturalis Historia (Φυσική Ιστορία).

Τα κείμενα κάποιων από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους μπορούν να θεωρηθούν οι πρώτες χημικές θεωρίες. Η θεωρία αυτή προχώρησε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. από τον Εμπεδοκλή, που διατύπωσε ότι «όλα αποτελούνται από τον αέρα, τη γη, τη φωτιά και το νερό». Η θεωρία αυτή άσκησε μεγάλη επιρροή στη μετέπειτα αλχημεία.[15]

Ενώ στην Αλεξάνδρεια η αλχημεία άρχισε να ανθίζει κατά την Ελληνιστική περίοδο, μια άλλη σχολή αλχημείας αναπτυσσόταν στην Κίνα[εκκρεμεί παραπομπή].
Ορόσημα στην εξέλιξη της χημείας

Αιγυπτιακή αλχημεία (3.000 π.Χ. - 400 π.Χ.): Διατύπωσε τις πρώτες «στοιχειακές» θεωρίες όπως η «Ογδωάδα»[ασαφές].
Ελληνική αλχημεία (332 π.Χ. - 642 π.Χ: Ο Μ. Αλέξανδρος κατέκτησε μεταξύ άλλων την Αίγυπτο και ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, η οποία σύντομα μετά απέκτησε την πρώτη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, συγκεντρώνοντας έτσι θεωρίες και μελετητές.
Αραβική αλχημεία (642 - 1200): Οι Άραβες, με τη σειρά τους, κατέκτησαν και την Αίγυπτο και δημιούργησαν επίσημα πια την αλχημεία με τον Τζαμπίρ Ιμπίν Χαϋάν, τον Αλ Ραζί και άλλους. Ο Τζαμπίρ (ή Γκεμπέρ) μετέφρασε στα αραβικά και επέκτεινε τις θεωρίες του Αριστοτέλη και άλλες.[16]
Δυτικοευρωπαϊκή αλχημεία (1300 - σήμερα), Ο Ψευδο-Γκεμπέρ οικοδομεί πάνω στην αραβική αλχημεία. Από τον 12ο αιώνα μεγάλα βήματα στην αλχημεία φθάνουν από τις αραβικές χώρες στη Δυτική ευρώπη.[16]
1661: Ο Ρόμπερτ Μπόιλ γράφει το κλασσικό του κείμενο The Sceptical Chymist.
1787: Ο Αντουάν Λωράν Λαβουαζιέ γράφει το κλασσικό του κείμενο Elements of Chemistry.
1803: Ο Τζον Ντάλτον δημοσιεύει την Ατομική Θεωρία (Atomic Theory).
1869: Ο Ντμίτρι Μεντελέγιεφ παρουσιάζει τον Περιοδικό Πίνακα των χημικών στοιχείων, κομβικό έργο για τη σύγχρονη Χημεία.

Η γένεση της Χημείας
Ο Αντουάν Λωράν Λαβουαζιέ

Οι πρωτοπόροι της Χημείας και εφευρέτες της σύγχρονης επιστημονικής μεθόδου[17] ήταν μεσαιωνικοί Άραβες και Πέρσες μελετητές. Καινοτόμησαν στην ακριβή παρατήρηση και τον ελεγχόμενο πειραματισμό στο πεδίο της Χημείας ανακαλύπτοντας πολλές χημικές ουσίες[18]:

Η Χημεία είναι ως επιστήμη σχεδόν αποκλειστικά δημιούργημα των Μωαμεθανών: Το όνομα του πεδίου ήταν ελληνικό (απ' όσο μέχρι στιγμής γνωρίζουμε), οι Έλληνες όμως περιορίζονταν στη βιομηχανική εμπειρία και στην ασαφή υπόθεση. Οι Σαρακηνοί παρουσίασαν την ακριβή παρατήρηση, τον ελεγχόμενο πειραματισμό, και στην προσεκτική καταγραφή σχετικών αρχείων. Ανακάλυψαν και ονόμασαν την αλεμβική (al-anbiq), χημικά ανέλυσαν αμέτρητες ουσίες, συνέθεσαν λαπιδαρίες, διαχώρησαν βάσεις και οξέα, ερεύνησαν τις συγγένειές τους, μελέτησαν και παρασκεύασαν εκατοντάδες φαρμάκων. Η Αλχημεία, που οι Μουσουλμάνοι κληρονόμησαν από την Αίγυπτο, μετατράπηκε σε Χημεία με μια χιλιάδα ενδιάμεσες ανακαλύψεις, και με τη μέθοδό της, που ήταν η πιο επιστημονική από όλα τα μεσαιωνικά εγχειρήματα.[18]

Οι μουσουλμάνοι χημικοί με τη μεγαλύτερη επιρροή ήταν οι ακόλουθοι:

Τζαμπίρ ιμπίν Χαϋάν (Γκεμπέρ, απεβίωσε το 815).
αλ-Κίντι (απεβίωσε το 873).
αλ-Ραζί (απεβίωσε το 925).
Αλχαζέν (απεβίωσε το 1039).
αλ-Μπιρουνί (απεβίωσε το 1048).[19]

Το έργα του Τζαμπίρ έγιναν γνωστά στην Ευρώπη μέσω των λατινικών μεταφράσεών τους από τον ψευδο-Γκεμπέρ 14ο αιώνα στην Ισπανία, που επίσης έγραψε κάποια από τα δικά του βιβλία κάτω από την ονομασία «Γκεμπέρ». Η συνεισφορά των Ινδών αλχημιστών και μεταλλουργών στην ανάπτυξη της Χημείας ήταν επίσης αρκετά σημαντική.[20]

Η ταχεία μεταφορά της χημείας στην Ευρώπη έγινε κυρίως λόγω της Μαύρης πανώλους. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από μεγάλη ζήτηση φαρμάκων. Έτσι το «ελιξήριο της ζωής», που υποτίθεται ότι θα θεράπευε κάθε ασθένεια, προστέθηκε στην ήδη αναζητούμενη φιλοσοφική λίθο. Και τα δυο ποτέ δεν βρέθηκαν. Ωστόσο με τον καιρό, κάποιοι αλχημιστές όρισαν ανεξάρτητους στόχους, τους οποίους πλησίασαν περισσότερο. Για παράδειγμα ο Παράκελσος (1493-1541), απέρριψε την επικρατούσα θεωρία των τεσσάρων στοιχείων και, με μόνο οδηγό τα χημικά και τα φάρμακά του, δημιούργησε ένα υβρίδιο ανάμεσα στην αλχημεία και την επιστήμη το οποίο ονομάστηκε «ιατροχημεία». Ομοίως, κάτω από την επήρεια κάποιας φιλοσοφίας, ο Σερ Φράνσις Μπέικον (1561-1626) και ο Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650), που απαίτησαν περισσότερη εμβάθυνση στα Μαθηματικά και αφαίρεση των προκαταλήψεων από τις επιστημονικές παρατηρήσεις, οδήγησαν τελικά σε μια πραγματική επανάσταση. Η Χημεία άρχισε, ουσιαστικά, μαζί με τον Ρόμπερτ Μπόιλ και την ομώνυμη εξίσωσή του (Νόμος του Μπόιλ) για τα χαρακτηριστικά της αέριας κατάστασης.

Η Χημεία ενηλικιώθηκε στ' αλήθεια όταν ο Λαβουαζιέ (1743-1794), ανακάλυψε τη θεωρία διατήρησης της ύλης το 1783, και την ανάπτυξη της ατομικής θεωρίας από τον Τζον Ντάλτον γύρω στο 1800. Ο νόμος διατήρησης της ύλης κατέληξε στην τυποποίηση της Χημείας πάνω στον νόμο αυτό και τη θεωρία της κατανάλωσης του οξυγόνου, που βασίστηκε πολύ στο έργο του Λαβουαζιέ. Η συνεισφορά του Λαβουαζιέ αποτέλεσε το θεμέλιο της Χημείας και ήταν αποτέλεσμα συνεχούς προσπάθειας να ταιριάξουν όλα τα πειραματικά του δεδομένα σε μια μοναδική θεωρία. Εγκαινίασε τη χημική ισορροπία, χρησιμοποίησε το οξυγόνο για να καταρρίψει τη θεωρία του «φλογιστού», καθιέρωσε νέο σύστημα χημικής ονοματολογίας και είχε συνεισφορά στο σύγχρονο μετρικό σύστημα. Ο Λαβουαζιέ εργάστηκε ακόμη στη μετάφραση της αρχαϊκή και τεχνικής γλώσσα της αλχημείας στη σύγχρονη και επιστημονική της Χημείας, που γίνεται πιο εύκολα κατανοητή από το ευρύτερο κοινό, οδηγώντας το σε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την επιστήμη αυτή. Όλα αυτά τα βήματα αποτέλεσαν αυτό που ονομάστηκε «χημική επανάσταση.» Η συνεισφορά του Λαβουαζιέ έφερε τη Χημεία σε θέση να μπορεί να ενταχθεί στα εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου. Για όλα τα παραπάνω συχνά αναφέρεται ως ο «πατέρας της σύγχρονης Χημείας».[21] Αργότερα, η ανακάλυψη του Φρέντριχ Βόχλερ ότι πολλές φυσικές ουσίες, και ιδιαίτερα οι οργανικές ενώσεις, μπορούν κι αυτές να συνθεθούν με εργαστηριακές χημικές μεθόδους, επίσης βοήθησαν τη σύγχρονη χημεία να βγει από τα σπάργανά της.[22]

Οι ανακαλύψεις των χημικών στοιχείων έχουν μακρά ιστορία, αρχίζοντας από τον καιρό της αλχημείας, αλλά συστηματοποιήθηκαν με την ανακάλυψη του Περιοδικού Πίνακα των χημικών στοιχείων από τον Ντμίτρι Μεντελέγιεφ,[23] για να κορυφωθούν με τις σταδιακές ανακαλύψεις των τεχνητών στοιχείων, αργότερα, αναζήτηση που μάλλον δεν έχει τελειώσει ακόμη.
Ετυμολογία

Στην Ιστορία της επιστήμης, η ετυμολογία της λέξης «χημεία» (chemistry) είναι αμφιλεγόμενο ζήτημα. Είναι συμφωνημένο ότι η λέξη προέρχεται από τη λέξη «αλχημεία» (alchemy), ευρωπαϊκή λέξη που είναι με τη σειρά της παράγωγο της αραβικής «al-kīmīā» (الكيمياء). Επίσης θεωρείται δεκτό ότι ο αραβικός όρος προήλθε από την ελληνική λέξη «χημία» ή «χημεία».[24][25][26] Ωστόσο, η αρχική προέλευση της ρίζας της λέξης, δηλαδή το «χημ-», είναι αβέβαιη.[27]

Υπάρχουν δύο βασικές απόψεις για την προέλευση της λέξης «αλχημεία», που συμφωνούν στο σημείο ότι έχει αραβική καταγωγή, καθώς το πρόθεμα «αλ-» είναι το αραβικό άρθρο. Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, η επικρατούσα θεωρία είναι ότι η λέξη «al-kīmīā» προήλθε από την ελληνική «χημία», που προήλθε από το αρχαίο Αιγυπτιακό «khem», «khame», ή «khmi»,[28] που σήμαινε «μαύρη γη», σε αντίθεση με την γύρω έρημο. Γι' αυτό η αλχημεία (πάντα σύμφωνα με το παραπάνω αναφερόμενο λεξικό) είναι «αιγυπτιακή τέχνη».[25] Ωστόσο, θεωρείται επίσης πιθανό ότι η λέξη «al-kīmīā» προήλθε από την ελληνική «χημεία», με την έννοια «ανάμειξη»[29] και έγχυση, που χρησιμοποιούνται σε συνάρτηση με τη μελέτη των χυμών των φυτών, και από εκεί επεκτάθηκε σε όλους τους χειρισμούς χημικών εν γένει. Αυτή έγινε αργότερα χημία (μεταστοιχείωση), από το 300, και στη συνέχεια, al-khemia στο αραβικό κόσμο, μετά alchemia στο Μεσαίωνα, έπειτα chymistry το 1661 με τη δημοσίευση του Μπόυλ (Boyle), και τώρα πια «χημεία» (chemistry). Αυτή η άποψη αντιπροσωπεύει παλιές ορθογραφίες όπως «Chymist» και chymistry.

Τα πρώτα κείμενα αλχημείας γράφηκαν στα Αρχαία Ελληνικά, γύρω στα 800 π.Χ.,[30] πάνω από 1.000 χρόνια αργότερα από την αιγυπτιακή λογοτεχνία. Έτσι οι Έλληνες αλχημιστές μάλλον υιοθέτησαν την αιγυπτιακή ορολογία.[31] Άλλες πιθανές πηγές περιλαμβάνουν την αρχαία περσική λέξη kimiya, που σημαίνει χρυσός.

Η πρώτη εμφάνιση της λέξης «αλχημεία» βρίσκεται σε πραγματεία του Ιούλιους Φίρμικους (Julius Firmicus), συγγραφέα αστρολογίας του 4ου αιώνα, αλλά το πρόθεμα «al» πρέπει να είναι προσθήκη μεταγενέστερου αντιγραφέα[εκκρεμεί παραπομπή]. Στα αγγλικά, ο Πιερς Πλόουμαν (Piers Plowman) (1362) παρέχει τη φράση experimentis of alconomye (δηλαδή πειράματα αλχημείας), με παραλλαγές «alkenemye» και «alknamye»[εκκρεμεί παραπομπή]. Το πρόθεμα «al» άρχισε να κόβεται γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα[εκκρεμεί παραπομπή].
Θεωρία
Χημικό εργαστήριο του Ιδρύματος Βιοχημείας του Πανεπιστημίου της Κολωνίας

.

Η παραδοσιακή χημεία ξεκινά με τη μελέτη των στοιχειωδών σωματιδίων, όπως είναι τα άτομα και τα μόρια, τη δομή με την οποία διατάσσονται στις διάφορες ουσίες,[32] σε μέταλλα, κρυστάλλους και άλλες μορφές της ύλης, στη στερεή, στην υγρή, στην αέρια ξεχωριστά ή και σε συνδυασμό αυτών. Οι αλληλεπιδράσεις των διαφόρων ουσιών μεταξύ τους και με τις διάφορες μορφές ενέργειας, οι αντιδράσεις και η μεταμόρφωση των ουσιών αυτών σε διάφορες συνθήκες επίσης μελετούνται στη χημεία. Αυτές οι συμπεριφορές μελετούνται σε χημικά εργαστήρια χρησιμοποιώντας τα διάφορα χημικά όργανα.

Μια χημική αντίδραση είναι μια μετατροπή ποσότητας μίας ή περισσοτέρων αρχικών ουσιών σε ποσότητα μιας ή περισσοτέρων νέων ουσιών.[33] Η αντίδραση μπορεί να συμβολιστεί με τη μορφή μιας χημικής στοιχειομετρικής εξίσωσης, στην οποία ο αριθμός των ατόμων κάθε ουσίας που συμμετέχει στα αριστερά του βέλους της είναι ίσος με αυτόν στα δεξιά. Το είδος της χημικής αντίδρασης που μπορεί να δώσει κάθε ουσία μπορεί να εξαρτάται από διάφορους ενεργειακούς παράγοντες και θεωρείται ότι μπορεί να προβλεφθεί με βάση συγκεκριμένους κανόνες που αποτελούν τους νόμους της Χημείας.

Η ενέργεια και η εντροπία είναι αναμφίβολα σημαντικές παράμετροι σε σχεδόν όλες τις χημικές μελέτες. Οι χημικές ουσίες ταξινομούνται με βάση τη χημική τους σύσταση και τη δομή τους. Η χημική σύσταση και η δομή τους μπορεί να αναλυθεί με τα εργαλεία και τις μεθόδους της Αναλυτικής Χημείας, π.χ. με τη φασματοσκοπία και με τη χρωματογραφία. Οι επιστήμονες που ασχολούνται με τη χημική έρευνα ονομάζονται «χημικοί».[34] Οι περισσότεροι από αυτούς ειδικεύονται σε μια από τις ειδικότητες - κλάδους της Χημείας.
Κλάδοι της χημείας

Οργανική χημεία
Ανόργανη χημεία
Φυσικοχημεία
Θερμοχημεία
Ηλεκτροχημεία
Μαγνητοχημεία
Ακτινοχημεία
Βιοχημεία
Αναλυτική χημεία
Πυρηνική χημεία
Μικρότεροι Κλάδοι :
Περιβαλλοντική Χημεία
Χημεία Αντιρρύπανσης
Χημική Τεχνολογία
Βιομηχανική Χημεία
Ηλεκτροχημεία
Κβαντική χημεία
Οργανολογία

Ονοματολογία
Ιστορία της χημείας
Περιοδικός πίνακας των χημικών στοιχείων

Δείτε ακόμη

Αλχημεία
Σημαντικότεροι ερευνητές στοιχείων
Βραβεία Νόμπελ στη Χημεία

Aναφορές και σημειώσεις

«What is Chemistry?». Chemweb.ucc.ie. Ανακτήθηκε στις 2011-06-12.
Chemistry. (n.d.). Merriam-Webster's Medical Dictionary. Retrieved August 19, 2007.
Theodore L. Brown, H. Eugene Lemay, Bruce Edward Bursten, H. Lemay. Chemistry: The Central Science. Prentice Hall; 8 edition (1999). ISBN 0-13-010310-1. Pages 3-4.
Chemistry is seen as occupying an intermediate position in a hierarchy of the sciences by "reductive level" between physics and biology. See Carsten Reinhardt. Chemical Sciences in the 20th Century: Bridging Boundaries. Wiley-VCH, 2001. ISBN 3-527-30271-9. Pages 1-2.
Is chemistry a branch of physics? a paper by Mario Bunge.
http://etext.lib.virginia.edu/cgi-local/DHI/dhi.cgi?id=dv1-04
First chemists, February 13, 1999, New Scientist
«Ancients & Alchemists - Time line of achievement». Chemical Heritage Society. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2014.
History of Alchemy from Ancient Egypt to Modern Times – the AlchemyLab.com
(Budge The Gods of the Egyptians Vol. 1 p. 415)
Brock, William, .H. (1992). The Chemical Tree: A History of Chemistry. New York: W.W. Norton & Company. ISBN 0-393-32068-5.
Partington, James, R. (1937). A Short History of Chemistry. New York: Dover Publications, Inc.,. ISBN 0-486-65977-1.
Lucretius (50 BCE). «de Rerum Natura (On the Nature of Things)». The Internet Classics Archive. Massachusetts Institute of Technology. Ανακτήθηκε στις 2007-01-09.
Simpson, David (29 June 2005). «Lucretius (c. 99 - c. 55 BCE)». The Internet History of Philosophy. Ανακτήθηκε στις 2007-01-09.
the Alchemist’s Corner (this ref is dodgy and doesn't even work for me).
Richard Myers (2003). "The Basics of Chemistry". Greenwood Publishing Group. σσ. 13–14. ISBN 0-313-31664-3
Morris Kline (1985) Mathematics for the nonmathematician. Courier Dover Publications. σ. 284. ISBN 0-486-24823-2
Will Durant (1980), The Age of Faith (The Story of Civilization, Volume 4), σ. 162-186, Simon & Schuster, ISBN 0-671-01200-2
Dr. K. Ajram (1992), Miracle of Islamic Science, Appendix B, Knowledge House Publishers, ISBN 0-911119-43-4.

"Humboldt regards the Muslims as the founders of chemistry."

Will Durant (1935): Our Oriental Heritage: Simon & Schuster:

"Something has been said about the chemical excellence of cast iron in ancient India, and about the high industrial development of the Gupta times, when India was looked to, even by Imperial Rome, as the most skilled of the nations in such chemical industries as dyeing, tanning, soap-making, glass and cement... By the sixth century the Hindus were far ahead of Europe in industrial chemistry; they were masters of calcination, distillation, sublimation, steaming, fixation, the production of light without heat, the mixing of anesthetic and soporific powders, and the preparation of metallic salts, compounds and alloys. The tempering of steel was brought in ancient India to a perfection unknown in Europe till our own times; King Porus is said to have selected, as a specially valuable gift from Alexander, not gold or silver, but thirty pounds of steel. The Moslems took much of this Hindu chemical science and industry to the Near East and Europe; the secret of manufacturing "Damascus" blades, for example, was taken by the Arabs from the Persians, and by the Persians from India.""

Mi Gyung Kim (2003). Affinity, that Elusive Dream: A Genealogy of the Chemical Revolution. MIT Press, σελ. 440. ISBN 0262112736.
Ihde, Aaron John (1984). The Development of Modern Chemistry. Courier Dover Publications, σελ. 164. ISBN 0486642356.
Timeline of Element Discovery - About.com
Είναι αβέβαιη η αρχική ορθογραφία της λέξης.
"alchemy", entry in The Oxford English Dictionary, J. A. Simpson and E. S. C. Weiner, vol. 1, 2nd ed., 1989, ISBN 0-19-861213-3.
p. 854, "Arabic alchemy", Georges C. Anawati, pp. 853-885 in Encyclopedia of the history of Arabic science, eds. Roshdi Rashed and Régis Morelon, London: Routledge, 1996, vol. 3, ISBN 0-415-12412-3.
Encyclopedia Britannica, 2002 Edition, CD-ROM
Είναι ασαφές πώς ακριβώς προφέρονταν τα αντίστοιχα ιερογλυφικά.
Weekley, Ernest (1967). Etymological Dictionary of Modern English. New York: Dover Publications. ISBN 0-486-21873-2
Στην επισήμανση αυτή δεν περιλαμβάνονται οι πινακίδες Γραμμικής Β και Γραμμικής Α, γιατί με τα ως τώρα γνωστά κείμενά τους περιλαμβάνουν περισσότερο διαφόρους καταλόγους, παρά οτιδήποτε άλλο.
Cunliffe, Barry (2001). Atlas of World History. Barnes & Noble. ISBN 0-7607-2710-4.
Matter: Atoms from Democritus to Dalton by Anthony Carpi, Ph.D.
IUPAC Gold Book Definition

«California Occupational Guide Number 22: Chemists». Calmis.ca.gov. 1999-10-29. Ανακτήθηκε στις 2011-06-12.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ευθύμιος Μπόκαρης, Η Χημεία ως ασυνέχεια της Αλχημείας. Η επιστημολογική παράδοση του Bachelard για τη συγκρότηση της επιστήμης της χημείας (πρώτο μέρος), Κριτική - Επιστήμη & Εκπαίδευση, τ/χ.2 (2005), σελ.82-97 [1]
Ευθύμιος Μπόκαρης: Η Χημεία ως ασυνέχεια της Αλχημείας. Η επιστημολογική παράδοση του Bachelard για τη συγκρότηση της επιστήμης της χημείας (δεύτερο μέρος), Κριτική - Επιστήμη & Εκπαίδευση, τ/χ.3 (2006), σελ.53-77 [2]

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License