ART

 

.


Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια των Πευκίδων (Pinaceae).[1]

Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο.

Πεύκο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Κωνοφόρα (Pinophyta)
Ομοταξία: Πευκόψιδα (Pinopsida)
Τάξη: Πευκώδη (Pinales)
Οικογένεια: Πευκίδες ή Πινίδες (Pinaceae)
Γένος: Πεύκη (Pinus)
L.

Όλα τα βλαστικά μέρη του δέντρου διατρέχονται από αδενικά στοιχεία που έχουν την μορφή αγωγών παράγοντας ρητίνη και αιθέρια έλαια.

Στη βάση κάθε μονοετούς βλαστού αναπτύσσονται αρσενικοί και θηλυκοί κώνοι. Είναι τα άνθη του πεύκου γνωστά με την ονομασία κουκουνάρια.

Τα πεύκα αποτελούν πρόδρομα είδη στα δασικά οικοσυστήματα κι εγκαθίστανται σε ακραία περιβάλλοντα και σχηματίζουν φυτοκοινωνίες που διαμορφώνουν το περιβάλλον για τα επερχόμενα είδη. Π.χ. στην περιοχή της Αττικής τα πευκοδάση διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη φυσική εξέλιξη του οικοσυστήματος που θεωρητικά κυριαρχείται από δρυς (βελανιδιές). Είναι είδη που αγαπούν το φως, είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη.

Περιγραφή

Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινωδή δέντρα και σπανια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) και Πεύκη η κορυφόβια ή Πεύκη η κορυφήτης (Pinus culminicola), με ύψος μέχρι 3 μέτρα. Σε αντιδιαστολή, το ψηλότερο είναι η Πεύκη η βαριά ή πεύκη η βαρύξυλος (Pinus ponderosa), με ένα άτομο του είδος στο Όρεγκον να έχει ύψος 81,79 μέτρα, ενώ η Πεύκη η λαμπερτιανή μπορεί να ξεπεράσει σε ύψος τα 82 μέτρα.

Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, αν και σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Η πιο μακρόβια είναι η Πεύκη η μακραίωνη[1] (Pinus longaeva), καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστύχως, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.
Αναπαραγωγή
Κουκουνάρια, τα σπόρια της κουκουναριάς.

Η αναπαραγωγή των πεύκων γίνεται μέσω των κώνων τους. Στους αρσενικούς κώνους υπάρχουν πολλοί μικροί «σάκοι» που φέρουν γύρη. Στους θηλυκούς κώνους βρίσκονται διατεταγμένα «λέπια» (τροποποιημένα φύλλα).

Κατά την Άνοιξη οι γυρεόσακοι ανοίγουν και με τον άνεμο σκορπούν τη γύρη. Τα λέπια στους θηλυκούς κώνους ανοίγουν, δέχονται τη γύρη και κλείνουν. Η γονιμοποίηση γίνεται την επόμενη Άνοιξη.

Είδη στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα βρίσκουμε 8 είδη πεύκου που είναι αυτοφυή.

Το κοινό πεύκο (επιστ. Χαλέπιος πεύκη - P. halepensis), γνωστό με την ονομασία Χαλέπιος Πεύκη . Βρίσκεται στη Στερεά Ελλάδα, Εύβοια, στα Νησιά του Αιγαίου, στη Χαλκιδική, στα νησιά του Ιονίου, σχηματίζοντας δάση. Αναπτύσσεται σε χαμηλό υψόμετρο, μέχρι 1000 μέτρα. Προτιμά τις ξερές και ζεστές περιοχές και τα ασβεστολιθικά εδάφη που δεν συγκρατούν υγρασία. Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι , που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.

Μαυρόπευκο

Το Θασίτικο πεύκο ή Τραχεία πεύκη επιστ. P. brutia[2],που μοιάζει με το κοινό, έχει μεγαλύτερο όγκο και ύψος από αυτό, σκληρές και χοντρές βελόνες. Υπάρχει στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τη Χαλκιδική, τη Θράκη, τη Θάσο, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία.
Το μαυρόπευκο επιστ. Μαύρη πεύκη - P. nigra, ψηλό δέντρο που φτάνει σε ύψος και τα 45 μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά και οι βελόνες του μετρίου μεγέθους. Βρίσκεται σε δάση στην οροσειρά της Πίνδου, στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ λίγα υπάρχουν και στα βουνά της Κρήτης και της Λέσβου. Το ξύλο του έχει ερυθρωπό χρώμα εσωτερικά, είναι καλής ποιότητας, χρησιμοποιείται στις οικοδομές, στη ναυπηγική και σαν στύλος στήριξης καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος.

Δασόπευκο

Το δασόπευκο, λιάχα ή Δασική πεύκη επιστ. Πεύκη η αγρία - P. sylvestris, με κιτρινοκόκκινο φλοιό, μεγάλο ύψος που φτάνει και τα 50 μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά και ωοειδή, χρώματος γκριζοκάστανου. Ο κορμός του ίσιος με μεγάλες ρωγμές. Βρίσκεται σε μερικά όρη της βορείου Ελλάδας και όταν είναι γέρικο γυμνώνεται αφήνοντας μία τούφα στη κορυφή του. Το ξύλο του είναι γνωστό με την ονομασία κόκκινη ξυλεία, ερυθρωπό εσωτερικά και σκληρό, και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για τη παρασκευή ξυλοπολτού για χαρτί, στις οικοδομικές κατασκευές και στη ναυπηγική.
Το βουνόπευκο επιστ. Πεύκο μούγκο - Pinus mugo, μικρό με λεπτό ίσιο κορμό, μικρά κουκουνάρια, βρίσκεται σε περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας σε υψόμετρο μέχρι 2000 μέτρα.
Το Μακεδονίτικο ή Βαλκανικό πεύκο επιστ. P.peuce - Πεύκη η πεύκη. Φυτρώνει σε υψόμετρο από 600 μέχρι 2.300 μέτρα, φτάνοντας συχνά στην αλπική ζώνη. Τα ώριμα δέντρα έχουν ύψος 35-40 μέτρα και διάμετρο κορμού 1,5 μέτρο, απαντάται στην οροσειρά της Ροδόπης και στον Βόρα, αλλά κυρίως φύεται στην Αλβανία και Βουλγαρία.

κουκουναριά

Η Κουκουναριά ή ήμερο πεύκο επιστ. P. pinea - Πεύκη η πίτυς, είναι πυκνό, ψηλό και σχηματίζει "ομπρέλα". Τα κουκουνάρια του είναι μεγάλα, με μεγάλα σκληρά σπόρια. Φύεται σε παραθαλάσσιες ή πεδινές περιοχές, κυρίως στις Σποράδες αλλά και στη Χαλκιδική, Στερεά και Πελοπόννησο. Απαντά επίσης στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου. Το ξύλο του χρησιμοποιείται σαν στρογγυλή ξυλεία και παραγωγή σανιδωμάτων (παρκέ). Τα σπόρια του , γνωστά και αυτά με την ονομασία κουκουνάρια, χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.
Τέλος το ρόμπολο ή λευκόδερμο επιστ. Λευκόδερμη πεύκη - P. leucodermis, με σταχτίλευκο φλοιό, ενώ οι βελόνες του σχηματίζουν τούφες στις άκρες των κλαδιών. Ο κορμός είναι χοντρός και ίσιος, το ίδιο και τα κλαδιά. Βρίσκεται σε πετρώδη και ορεινά εδάφη στη Βόρεια Ελλάδα. Εξαιτίας του αρωματικού του ξύλου είναι ιδανικό για την κατασκευή βαρελιών. Χρησιμοποιείται επίσης στην κατασκευή διαφόρων εργαλείων γιατί δεν σαπίζει.

Βαμβακίαση

Τα τελευταία χρόνια τα πεύκα στις αστικές και περιαστικές περιοχές της Ελλάδας απειλούνται από τη βαμβακίαση, ασθένεια που προκαλείται από το κοκκοειδες έντομο Marchalina hellenica (Monophlebus hellenicus) ελλ.μαρσαλίνα, που ζει στο φλοιό τους παρασιτικά και παράγει μελιτώδεις εκκρίσεις. Οι εκκρίσεις αυτές συλλέγονται από τις μέλισσες προκειμένου να φτιάξουν πευκόμελο που αποτελεί και 60% της συνολικής παραγωγής μελιού στην Ελλάδα. Οι νεκρώσεις παρατηρούνται σε άτομα πεύκης με επιβαρυμένη φυτοϋγειονομική κατάσταση, με περιορισμένο ζωτικό υπέργειο και υπόγειο χώρο. Ενδεικτικά αναφέρεται πως σε φυσικά δάση χαλεπίου πεύκης τα οποία εκμεταλλεύονται μελισσοκομικά δεκάδες χρόνια, οι βλάβες από το Marchalina hellenica είναι αμελητέες και ουδέποτε υπήρξε ένδειξη επιδημίας.
Αντίθετα στις περιοχές όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα "πιέζει" το βιολογικό χώρο του πεύκου, και σε συνδυασμό με την απροθυμία των ανθρώπων να φροντίσουν τους οργανισμούς αυτούς (κλάδεμα, καθαρισμός, προστασία ριζικού συστήματος) φαίνεται πως οι ζημιές είναι σημαντικές. Η επιδημία αυτή ξεκίνησε το 2000, όταν το Υπουργείο Γεωργίας της Ελλάδας αποφάσισε τον εμβολιασμό των πεύκων με μαρσαλίνα σε μαζική κλίμακα, προκειμένου να γίνουν μελιτοφόρα και να αυξηθεί η παραγωγή πευκόμελου. Σήμερα γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με χημική καταπολέμηση.
Παραπομπές

My etymology: longaevus
Οδηγός Ανάπτυξης Διαθεματικών Δραστηριοτήτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, σελίδα 45, Μεσογειακά δάση

Εγκυκλοπαίδεια Βιολογίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License