.
Κατά τον κυτταρικό μεταβολισμό των ζώων προκύπτουν στην κυκλοφορία του αίματος πλεονάζουσες υδατοδιαλυτές χημικές ουσίες. Πολλές εξ αυτών είναι αζωτούχες, κάποιες μάλιστα τοξικές για τον οργανισμό. Αυτές οι ανεπιθύμητες ουσίες αποβάλλονται στα ούρα μέσω του ουροποιητικού συστήματος. Ως ούρα ορίζεται το σύνολο των ουσιών που αποβάλλονται από τους νεφρούς και διαμέσου των υπολοίπων οργάνων του ουροποιητικού συστήματος αποβάλλονται έξω από το σώμα.
ι
Φυσιολογία
Τα ούρα δημιουργούνται από διαδικασίες που συμβαίνουν στο ουροποιητικό σύστημα. Εν συντομία η ουροποίηση περιλαμβάνει την αρχική διήθηση όλων των πλεοναζόντων στο αίμα ουσιών (νερό, γλυκόζη, ηλεκτρολύτες,τοξίνες κ.α.), την επαναπορρόφηση κάποιων εξ' αυτών για τη διατήρηση της ισορροπίας των ηλεκτρολυτών στο σώμα και την απέκκριση του ούρου ή ούρηση.
Σύσταση
Η χημική δομή της ουρίας.
Τα ούρα είναι διάλυμα το οποίο αποτελείται από νερό (περίπου 95%), ουρία, ουρικό οξύ, κρεατινίνη, αμμωνία, οξαλικό οξύ, διάφορα άλατα (φωσφορικά, θειικά, χλωριούχα κ.α.) και άλλες οργανικές ή ανόργανες ουσίες, παραπροϊόντα του μεταβολισμού. Πολλοί παράγοντες επιδρούν στη σύσταση των ούρων, με κυριότερους την πρόσληψη νερού και τη σύσταση της τροφής. Όταν απομακρύνονται από τους νεφρούς, υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα ούρα είναι στείρα, ενώ μπορεί να προστεθούν σε αυτά προσμίξεις βλέννας ή βακτηρίων μέχρι την έξοδο τους από τον οργανισμό. Το χρώμα τους ποικίλει από διαφανές προς κίτρινο έως σκούρο φαιό, ενώ η οσμή τους είναι χαρακτηριστική για τα διάφορα είδη ζώων. Και οι δύο αυτές ιδιότητες αλλάζουν με τη σύσταση των ούρων. Η κλασική οσμή των ούρων προέρχεται από τη μετατροπή της ουρίας τους σε αμμωνία.
Το pH των ούρων είναι, γενικά, όξινο στα σαρκοφάγα ζώα και αλκαλικό στα φυτοφάγα ζώα. Αλλαγές στη διατροφή, περιβαλλοντικοί παράγοντες κ.α. μπορεί να μεταβάλλουν το pH τους. Τo φυσιολογικό pH των ούρων στον άνθρωπο είναι γύρω στο 6.
Η ποσότητα των ούρων ποικίλει ευρέως ανάλογα με την κατάσταση ενυδάτωσης του οργανισμού, τη δραστηριότητά του, περιβαλλοντικούς παράγοντες, υγεία κ.α. Στον άνθρωπο η φυσιολογική ποσότητα είναι 1 με 2 λίτρα την ημέρα. Σημαντικά μεγαλύτερη ή μικρότερη ποσότητα σημαίνει παθολογική κατάσταση και ορίζεται ως πολλυουρία και ολιγοουρία αντίστοιχα. Συχνοουρία είναι η αύξηση της συχνότητας ούρησης, ενώ κατά την ανουρία έχουμε έλλειψη της ούρησης.
Το Manneken pis, Βρυξέλλες
Χρησιμότητα
Στον οργανισμό η βασική χρησιμότητα των ούρων είναι η αποβολή παραπροιόντων του μεταβολισμού του.
Στην ιστορία όμως του ανθρώπινου πολιτισμού τα ούρα έχουν χρησιμέψει:
Στη διάγνωση ποικίλων παθήσεων του ουροποιητικού αλλά και άλλων συστημάτων με την γενική εξέταση ούρων και την ουροκαλλιέργεια. Π.χ. αιματουρία, ναρκωτικά, ουρολοιμώξεις, διαβήτης κ.α.)
Οι Αζτέκοι χρησιμοποιούσαν ούρα σε πληγές προς αποφυγή μολύνσεων ή πόσιμα για την αντιμετώπιση γαστρεντερικών διαταραχών.
Οι Ινδοί στην Αγιουρβεδική ιατρική πιστεύουν μεταξύ άλλων πως τα ούρα έχουν καθαρτικές και αποτοξινωτικές ιδιότητες.
Στην Ελλάδα είναι κοινή "λαϊκή ιατρική" τα ούρα χρησιμοποιούνταν για την αντιμετώπιση του κνησμού που προκαλείται από την τσουκνίδα ή από τσίμπημα σφήκας.
Παλιότερα τα ούρα εμπλέκονταν στη δημιουργία νιτρικού καλίου για την παρασκευή πυρίτιδας.[1]
Πηγές
ayurvedic medicine
Definition of oliguria and anuria
Hermogenes on urine
“Urine.” Oxford English Dictionary. 29 Oct. 2008 <http://dictionary.oed.com/entrance.dtl>.
Geoffrey Chaucer, Department of English. Dept. home page. 3 Oct. 2006. Harvard University. 27 Oct. 2008 <http://www.courses.fas.harvard.edu/~chaucer/>
Aztec medicine
Άνθρωπος, Ανατομία, Φυσιολογία
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License