.
Γύρη είναι τα αρσενικά αναπαραγωγικά κύτταρα των φυτών (γυρεόκοκκοι) των Σπερματόφυτων. Στα φυτά που έχουν άνθη, οι γυρεόκοκκοι βρίσκονται στους ανθήρες των στημόνων και μεταφέρονται στη συνέχεια στον ύπερο, προκειμένου να γίνει η γονιμοποίηση του άνθους. Το πάχος των γυρεόκοκκων κυμαίνεται από 2,5 έως 250μm (μικρόμετρα). Tο χρώμα τους ποικίλλει, από το μαύρο της παπαρούνας (Papaver rhoeas L.), το ροζ–κόκκινο του πολύκομπου (Micromeria juliana (L.) Benth. ex Rchb.), το ανοικτό κίτρινο της ντάλιας (Dahlia Cav.), μέχρι το λευκό του βαμβακιού (Gossypium hirsutum L.). Η γεύση της γύρης είναι κατά το πλείστον πικρή αλλά υπάρχουν και φυτά, πόες συνήθως, που δίνουν γλυκιά γύρη.
Τα ανεμογαμή φυτά βασίζουν την γονιμοποίηση τους περισσότερο στην τύχη και για αυτό τον σκοπό παράγουν περισσότερη ποσότητα γύρης (Γυμνόσπερμα) αλλά και μικρότερου μεγέθους κόκκους για να ταξιδεύουν χιλιόμετρα μακριά με τη βοήθεια του ανέμου. Τα εντομογαμή βασίζουν την γονιμοποίηση τους στα έντομα (μέλισσες, πεταλούδες κ.α).Η γύρη κατά την επικονίαση που γίνεται από τις μέλισσες αναμειγνύεται με τις εκκρίσεις τους και με το νέκταρ. Ο συνδυασμός αυτών των συστατικών είναι υπεύθυνος για τις ωφέλιμες ιδιότητες της γύρης που προσφέρει στον άνθρωπο [1]. Η γύρη αποτελεί βασική πηγή τροφής για τις μέλισσες λόγω του πλούτου θρεπτικών ουσιών που περιέχει. Πιο συγκεκριμένα περιέχει μεγάλες ποσότητες φυτοχημικών ουσιών και δευτερογενών μεταβολιτών [2]. Υπάρχουν όμως και άλλα ζώα που συμβάλλουν στη διασπορά των γυρεοκόκκων, περισσότερο ή λιγότερο τυχαία, όπως πουλιά (κολιμπρί), νυχτερίδες ακόμα και σαλιγκάρια.
Χρήση της γύρης
Η χρήση της γύρης ήταν ευρέως διαδεδομένη από τα αρχαία χρόνια σε όλο τον κόσμο. Αυτό αποδίδεται στις φαρμακευτικές ιδιότητες της, οι οποίες ήταν γνωστές από τότε. Πολλές ασθένειες αντιμετωπίζονταν με τη χρήση της γύρης. Μερικές από τις ασθένειες αυτές ήταν το κρυολόγημα, η γρίπη, το έλκος, η πρόωρη γήρανση, η αναιμία και η κολίτιδα [2]. Ακόμα και σήμερα, η χρήση της γύρης είναι διαδεδομένη και παρατηρείται διαρκής αύξηση της χρήσης της από ανθρώπους ως συμπλήρωμα διατροφής και ως τονωτικό. Απευθύνεται τόσο σε μικρές ηλικίες όσο και σε μεγαλύτερες ηλικίες γιατί προσφέρει ευεξία και έχει αντιγηραντικές ιδιότητες [3].
Χημική σύσταση
Τα κύρια συστατικά από τα οποία αποτελείται η γύρη είναι τα λιπίδια, τα σάκχαρα, οι πρωτεΐνες, οι βιταμίνες, τα καροτενοειδή, τα αμινοξέα, οι πολύφαινόλες όπως τα φλαβονοειδή και υδατάνθρακες. Σε ορισμένα από τα συστατικά αυτά αποδίδονται οι θεραπευτικές ιδιότητες της [1][4][5][6][7]. Μια πρόσφατη έρευνα εκτίμησε τη χημική σύνθεση και τις βιολογικές δραστηριότητες της ελληνικής γύρης και τα αποτελέσματα της έδειξαν ότι τα κύρια συστατικά της ανήκουν στα σάκχαρα, στα λιπαρά οξέα, στα φαινολικά οξέα, στα φλαβονοειδή, στους εστέρες λιπαρών οξέων και στο παλμιτικό οξύ [3].
Βιολογικές δράσεις
Αντιγηραντική δράση
Στην ίδια έρευνα [3], παρατηρήθηκε αυξημένη πρωτεοσωμική δράση σε ανθρώπινους ινοβλαστούς, η οποία έχει ωφέλιμα αποτελέσματα στα κύτταρα που υπόκεινται σε οξειδωτική καταπόνηση και επιπρόσθετα συνεισφέρει στην επιμήκυνση της διάρκειας ζωής τους.
Αντιμικροβιακή δράση
Μετά από πειράματα, βρέθηκε ότι τα συστατικά της γύρης παρουσιάζουν αντιμικροβιακή δράση γιατί αναστέλλουν την ανάπτυξη βακτηρίων και παθογόνων μυκήτων. Η δράση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στο υψηλό περιεχόμενο σε φλαβονοειδή [3].
Αντιοξειδωτική δράση
Η γύρη έχοντας στη χημική της σύστασης μεγάλη ποσότητα φλαβονοειδών και φαινολικών συστατικών, παρουσιάζει υψηλή αντιοξειδωτική δράση, καθώς βοηθάει στην απομάκρυνση των ελεύθερων ριζών του ανθρώπινου οργανισμού.
Ελληνική χλωρίδα
Τα φλαβονοειδή που περιέχονται στη γύρη, αποτελούν δείκτη για τη χημειοταξινόμηση τόσο για τα φυτά όσο και για τη γύρη και παρέχει γεωγραφικές και βοτανικές πληροφορίες για την προέλευση των δειγμάτων [8][9]. Η σύσταση της γύρης μπορεί να προέρχεται από μια ποικιλία φυτών. Σε μια έρευνα, δείγμα γύρης που συλλέχθηκε από μία περιοχή της Πελοποννήσου, βρέθηκε να προέρχεται από φυτά όπως η παπαρούνα (Papaver rhoeas L.), η ανεμώνα (Anemone sp.), η αριά (Querqus ilex L.), το χαμομήλι (Matricaria chamomilla L.), η μολόχα (Malva sylvestris L.), η λαδανιά (Cistus sp.), το τριφύλλι (Trifolium sp.), το σινάπι (Sinapis arvensis L.), το ραδίκι (Cichorium sp.), κ.α.[3].
Αλλεργία
Σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε [10], η μεγαλύτερη ευαισθησία στη γύρη παρατηρήθηκε ότι προκλήθηκε κυρίως από τα αγρωστώδη, τις ελιές, το χηνοπόδιο, τα κυπαρίσσια, τα πεύκα, κ.α. Η περίοδος κατά την οποία υπάρχει μεγαλύτερη ποσότητα γύρης στην ατμόσφαιρα και προκαλούνται περισσότερες αλλεργίες είναι από το Μάρτιο έως τον Ιούνιο.
Πηγές
Μελισσοκομία Αρμάος
Γύρη: Θεραπευτικές και θρεπτικές ιδιότητες
Δείτε επίσης
Μελισσοκομία
Παραπομπές
Leblanc BW, Davis OK, Boue S, Delucca A, Deeby T (2009) Antioxidant activity of Sonoran Desert bee pollen. Food Chem 115:1299-1305
Hanssen M (1979) The healing power of pollen-and other products from the beehive, Propolis, Royal Jelly, Honey. Wellingborough, Thorsons Publishers Ltd ISBN 9780722505267
Graikou Κ, Kapeta S, Aligiannis N, Sotiroudis G, Chondrogianni N, Gonos E, Chinou I (2011) Chemical analysis of Greek pollen - Antioxidant, antimicrobial and proteasome activation properties. Chem Cent J 5:33
Human H, Nicolson SW (2006) Nutritional content of fresh, bee-collected and stored pollen of Aloe greatheadii var. davyana (Asphodelaceae).Phytochemistry 67:1486-1492
Campos MG, Webby RF, Markham KR, Mitchell KA, Cunha AP (2003) Age-induced diminution of free radical scavenging capacity in bee pollens and the contribution of constituent flavonoids. J Agric Food Chem 51:742-745
Almaraz-Abarca N, Campos MG, Avila-Reyes JA, Naranjo-Jimenez N, Herrera- Corral J, Gonzalez-Valdez LS (2004) Variability of antioxidant activity among honeybee-collected pollen of different botanical origin. Interciencia 29:574-578
Carpes ST, Mourao GB, Alencar SM, Masson ML (2009) Chemical composition and free radical scavenging activity of Apis mellifera bee pollen from Southern Brazil. Brazilian J Food Technol 12:220-229
Markham KR, Campos MG (1996) 7 and 8-O-methylherbacetin-3-O-sophorosidesfrom bee pollen and some structure/activity observations. Phytochemistry 43:763-767
Tomas-Lorente F, Garcia-Grau MM, Nieto JL, Tomas-Barberan FA (1992) Flavonoids from Cistus ladanifer bee pollen. Phytochemistry 31:2027-2029
Gioulekas D, Papakosta D, Damialis A, Spieksma F, Giouleka P, Patakas D (2004) Allergenic pollen records (15 years) and sensitization in patients with respiratory allergy in Thessaloniki, Greece. Allergy 59:174–184
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License