.
Ο Καζουάριος της Αυστραλίας είναι παλαιόγναθο ατροπιδοφόρο πτηνό της οικογενείας των Καζουαριιδών, που απαντά στην ΒΑ. Αυστραλία και στην Νέα Γουινέα. [i] Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Casuarius casuarius και δεν περιλαμβάνει υποείδη. [1]
Ο καζουάριος γενικά, ιδιαίτερα δε ο καζουάριος της Αυστραλίας, που αποτελεί το μεγαλύτερο από τα 3 είδη, κατέχει τους «τίτλους» του μεγαλύτερου δασικού πτηνού στον κόσμο, επίσης του δεύτερου βαρύτερου και του τρίτου υψηλότερου πτηνού στην υφήλιο (βλ. Μορφολογία).
Τάση πληθυσμού
Καθοδική ↓ [2]
Ονοματολογία
Η επιστημονική ονομασία Casuarius προέρχεται από την λέξη kasuari, όπως αποκαλείται στην μαλαισιανή γλώσσα το πτηνό. [3]. Ωστόσο, είναι ακόμη πιθανότερη η προέλευση –πάλι από τα μαλαισιανά- από παράφραση της λέξης suwari (Crawfurd, Gramm. and Dic. Malay Language, ii. pp. 178 and 25), που πρωτοδημοσιεύθηκε ως Casoaris, από τον Bontius, το 1658 (Hist. Nat. et med. Ind. Orient. p. 71[4] Την ίδια προέλευση έχει η ονομασία του γένους σε όλες τις γλώσσες.
Παρά την ονομασία του, ανευρίσκεται και στην Νέα Γουινέα, αλλά αποκαλείται έτσι, επειδή είναι το μόνο από τα 3 είδη καζουαρίων που απαντούν στην Αυστραλία. Εκτός από καζουάριος της Αυστραλίας (australian cassowary) έχει, επίσης, τις ονομασίες νότιος καζουάριος (southern cassowary) -για να τονιστεί η νοτιότερη εξάπλωσή του σε σχέση με τον καζουάριο της Νέας Γουινέας- και καζουάριος με δύο λειριά (double/two-wattled cassowary).
Στο Σέραμ αποκαλείται από τους ντόπιους ως, Suwari και στα Άρου ως, Kudari. [5]
Συστηματική ταξινομική
Κύριο λήμμα: Καζουάριος
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, στο έργο του Systema naturae, ως Struthio casuarius (Seram, 1758), δηλαδή ταξινομήθηκε στο γένος της στρουθοκαμήλου. Στο παρελθόν, μέχρι 8 υποείδη αναγνωρίζονταν (casuarius, tricarunculatus, bistriatus, lateralis, sclaterii, johnsonii, aruensis και bicarunculatus) ή και περισσότερα. Ωστόσο, η εκτεταμένη ποικιλομορφία, μαζί με τη σύγχυση λόγω των πολλών και εκτεταμένων εισαγωγών κατά την διάρκεια των αιώνων, της ανεπάρκειας μουσειακών δειγμάτων και των αξιόπιστων δεδομένων σχετικά με τα χρώματα των γυμνών -άπτερων- μερών των ενήλικων ατόμων, εμποδίζουν την ακριβή εικόνα της πραγματικής γεωγραφικής διαφοροποίησης. Ακόμη και η θέση από όπου περιγράφηκε το είδος (locus classicus) στο Σέραμ, θεωρείται ότι αναφέρεται σε εισηγμένο πληθυσμό, οπότε ταξινομείται ως μονοτυπικό. [6]
Γεωγραφική εξάπλωση
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Casuarius casuarius
Ο καζουάριος της Αυστραλίας απαντά στην ΒΑ. Αυστραλία, σε δύο απομονωμένους πληθυσμούς στην πολιτεία Κουίνσλαντ, στα πεδινά της Νέας Γουινέας, εκτός της λεκάνης απορροής μεταξύ Vogelkop και Huon, στα νησιά Άρου, καθώς επίσης και στο Σέραμ, όπου πιθανώς έχει εισαχθεί (βλ. και Κατάσταση πληθυσμού).
Βιότοπος
Στην Νέα Γουινέα, ο καζουάριος της Αυστραλίας απαντά, συνήθως, στο τροπικό δάσος βροχής σε μέτριο υψόμετρο, αλλά και σε μικρότερα δάση σε βάλτους και την σαβάνα. Συχνά, κινείται κατά μήκος των παρυφών των δασών και στις όχθες ποταμών έως τα 500 μ., σπάνια μέχρι τα 1100 μ. Στο Σέραμ έχει καταγραφεί μέχρι τα 1200 μ. Στην Αυστραλία απαντά στα πυκνά τροπικά δάση, σε οποιοδήποτε υψόμετρο, αλλά και σε οικοτόπους με ευκαλύπτους (Eucalyptus spp. ) και φοίνικες (Palmae) και έχει παρατηρηθεί μέχρι τα 1400 μ. [7][8]
Μορφολογία
Κύριο λήμμα: Καζουάριος
Όπως όλα τα μέλη της οικογενείας, το πτέρωμα στον κορμό του σώματος είναι μαύρο και στιλπνό. Η κάσκα έχει μεγάλο ύψος, είναι πλευρικά συμπιεσμένη και με σκούρο καφέ χρώμα. Τα πλαϊνά του κεφαλιού και το πάνω μέρος του τραχήλου έχουν ανοικτό κυανοπράσινο χρώμα, ενώ το κάτω μέρος του τραχήλου είναι κοκκινωπό. Το εμπρόσθιο μέρος του λαιμού είναι βαθυγάλαζο (indigo-blue), ενώ στο ύψος του λάρυγγα εκφύονται δύο μεγάλα λειριά βαθυκόκκινου χρώματος, με ροζέ αποχρώσεις και λίγο μπλε στην βάση τους. [9]
Το ράμφος είναι μαύρο, κωνικό και συμπαγές, οι οφθαλμοί φέρουν μεγάλα βλέφαρα και η ίριδα είναι από καστανή έως σκούρα κόκκινη. Υπάρχει φυλετικός διμορφισμός, με τα θηλυκά να είναι μεγαλύτερα, βαρύτερα και με φωτεινότερα χρώματα στο πτέρωμά τους.
Το χαρακτηριστικό κεφάλι του αυστραλιανού καζουάριου
Τα νεαρά άτομα είναι στην αρχή ραβδωτά, κατόπιν ομοιόμορφα καφετί, με πιο ανοικτόχρωμο λαιμό, υποτυπώδη κιτρινωπά λειριά και πρασινωπό πρόσωπο, ενώ στην κορυφή του κεφαλιού διακρίνεται το κερατινοειδές υπόβαθρο, όπου θα αναπτυχθεί η «κάσκα». '*Ο καζουάριος της Αυστραλίας είναι τα βαρύτερο πτηνό στην υφήλιο μετά την στρουθοκάμηλο και το τρίτο ψηλότερο μετά την στρουθοκάμηλο και το εμού. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι το μεγαλύτερο πτηνό που διαβιούν στα δάση, [10] και το μεγαλύτερο πουλί της Ασίας {μετά την εξαφάνιση της αραβικής στρουθοκαμήλου, Struthio camelus syriacus), ενώ στην Αυστραλία είναι το ογκωδέστερο (το εμού είναι λίγο ψηλότερο).
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος: 127 έως 170 εκατοστά
Ύψος: 150 έως 180 (-190) εκατοστά
Μήκος λειριών: 17 έως 18 εκατοστά
Μήκος ράμφους: 10 έως 19 εκατοστά
Μήκος ταρσού: 25 έως 29 εκατοστά
Ύψος κάσκας: 13 έως 17 (-18) εκατοστά
Βάρος: Αρσενικό 29 έως 34 κιλά, θηλυκό 58 έως 85 κιλά
Τροφή
Κύριο λήμμα: Καζουάριος
Ηθολογία
Κύριο λήμμα: Καζουάριος
Φωνή
Κύριο λήμμα: Καζουάριος
Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
Κύριο λήμμα: Καζουάριος
Αρσενικός καζουάριος της Αυστραλίας με νεοσσούς στον ζωολογικό κήπο του Άμστερνταμ
Σχέση με τον άνθρωπο
Κύριο λήμμα: Καζουάριος
Απειλές
Στην Αυστραλία, το είδος απειλείτο ανέκαθεν από απώλεια και κατακερματισμό των ενδιαιτημάτων του. Στην Νέα Γουινέα (Ινδονησία και Παπούα-Νέα Γουινέα), θηρεύεται σε μεγάλο βαθμό και αιχμαλωτίζεται για εμπορικούς σκοπούς κοντά σε κατοικημένες περιοχές, θεωρούμενο ως υψηλής σημασίας στην ντόπια κουλτούρα, ενώ αποτελεί και πηγή τροφής για τις κοινότητες των ιθαγενών. [11][12][13] Ωστόσο, το κυνήγι και το εμπόριο δεν είναι βιώσιμα σε πολλούς τομείς της επικρατείας του και έχουν οδηγήσει στην εξάλειψή του πτηνού από ορισμένες τοποθεσίες, καθώς είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε υπο-εθνικό επίπεδο για τον εφοδιασμό των αγορών σε πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές. [14] Οι αυξανόμενοι ανθρώπινοι πληθυσμοί και η διάδοση των κυνηγετικών όπλων που χρησιμοποιούνται έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Βέβαια, αν και τα πουλιά φαίνεται να είναι πιο πολλά σε αραιοκατοικημένες περιοχές, [15][16] μπορούν προφανώς να επιβιώσουν σε ορισμένες περιοχές θήρευσης, [17] πιθανώς σε εκείνες όπου, μόνον οι παραδοσιακές τεχνικές κυνηγιού κυριαρχούν. Η βιομηχανική υλοτομία απειλεί μεγάλες περιοχές του οικοτόπου του είδους στην Νέα Γουινέα, με άγνωστες αλλά δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις, ενώ οι φυτείες φοίνικα για παραγωγή ελαίου αποτελούν, επίσης, σημαντική αλλά ακαθόριστη -ποσοτικά- απειλή.
Οι κυκλώνες θεωρούνται απειλή για το είδος στην Αυστραλία, έχοντας δημιουργήσει σοβαρές επιπτώσεις στους βιοτόπους του πτηνού, το 2006 και το 2011. Το 2006, ο κυκλώνας Larry έπληξε το Κουίνσλαντ, επηρεάζοντας την παραγωγή φρούτων στα τροπικά δάση βροχής και προκαλώντας τον θάνατο κάποιων ατόμων είτε άμεσα, είτε ως αποτέλεσμα της πείνας και της έκθεσης σε άλλες απειλές. Επιπλέον, λόγω του κυκλώνα, κάποια άτομα μπορεί να είχαν απαπροσανατολιστεί πέρα από τα όρια των δασών και να είχαν υψηλότερη θνησιμότητα από συγκρούσεις με μηχανοκίνητα οχήματα ή επιθέσεις από σκύλους. [18] Τέλος, αυξημένη ευαισθησία σε ασθένειες (π.χ. φυματίωση), μετά από τέτοια μετεωρολογικά συμβάντα μπορεί να αποτελέσει απειλή για το είδος, [19] αν και αυτό δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί. Πάντως, η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να αυξήσει τη σοβαρότητα των κυκλώνων στο μέλλον αν και, ακόμη και οι μεγάλοι κυκλώνες, έχουν σοβαρές επιπτώσεις μόνο σε μικρό ποσοστό των ενδιαιτημάτων του αυστραλιανού καζουαρίου.
Κατάσταση πληθυσμού
Το είδος θεωρείται ότι έχει υποστεί ταχεία μείωση των πληθυσμών του κατά τα τελευταία 45 χρόνια στην Αυστραλία, ενώ ανάλογη μείωση είναι πιθανή και στις άλλες περιοχές εξάπλωσης, με τοπικές εξαφανίσεις που αναφέρθηκαν από διάφορα μέρη της Νέας Γουινέας. Ως εκ τούτου, η IUCN το κατατάσσει ως Τρωτό (VU). Ωστόσο, η μείωση στην Αυστραλία προέκυψε από ραγδαία καταστροφή των ενδιαιτημάτων, που έχει σχεδόν σταματήσει. Περαιτέρω πληροφορίες από την Νέα Γουινέα μπορεί να υποστηρίξουν την αναβάθμιση του είδους σε Απειλούμενο (NT), εάν η βιομηχανική υλοτομία δεν αυξηθεί στις εκτεταμένες περιοχές των εκεί ενδιαιτημάτων. [20]
Τα πόδια του αυστραλιανού καζουάριου μπορεί να αποτελέσουν «φονικά» όπλα, εάν το πουλί απειληθεί (διακρίνεται το νύχι-στιλέτο στον εσωτερικό δάκτυλο)
Στην Παπούα και τα γειτονικά νησιά, η κατάσταση των πληθυσμών του είδους είναι ασαφής, αλλά μπορεί να είναι πιο κοινό από ό, τι στην Παπούα Νέα Γουινέα. Στην Παπούα Νέα Γουινέα έχει μειωθεί και απουσιάζει σε ορισμένες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των απομακρυσμένων περιοχών. [21][22] Στην Αυστραλία, υπάρχουν 3 υποπληθυσμοί στην πολιτεία του Κουίνσλαντ. Ο νότιος -και μεγαλύτερος- πληθυσμός κατανέμεται από την Οροσειρά Παλούμα (Paluma) βόρεια του Τάουνσβιλ (Townsville), προς το Όρος Άμος (Amos). Δύο ακόμη πληθυσμοί υπάρχουν βορειότερα στην Χερσόνησο Κέιπ Γιορκ (Cape York Peninsula): ένας στην Οροσειρά Μακλράιθ (McIlwraith) και βόρεια του ποταμού Πάσκο (Pascoe) και ο άλλος στο Εθνικό Πάρκο του ποταμού Τζέιρντιν (Jardine) και στο Heathland Resources Reserve. [23]. Ο πληθυσμός στην Αυστραλία εκτιμήθηκε σε 2.500 πτηνά κατά το 2010, αλλά μειώνεται. [24]
Μέτρα διαχείρισης
Τρέχοντα
Ένα πρότζεκτ αποκατάστασης του είδους στην Αυστραλία, δόθηκε στη δημοσιότητα το 2002 και ενημερώθηκε το 2007. [25] Στην Αυστραλία, υπάρχουν προγράμματα που αποσκοπούν στην ενημέρωση των τοπικών κοινοτήτων, την τοπική διαχείριση των οικοτόπων, την προστασία και αποκατάσταση της φυτοκάλυψης, τα σχέδια διαχείρισης για τους πληθυσμούς και τα άτομα υψηλού κινδύνου, την έρευνα και τις μεθόδους μετατόπισης, καθώς και την χρήση των ενδιαιτημάτων.
Προσωρινοί σταθμοί σίτισης έχουν εγκατασταθεί σε κατεστραμμένες περιοχές, μετά από κυκλώνες στην Αυστραλία.
Οι περισσότεροι εναπομείναντες βιότοποι είναι μέσα σε προστατευόμενες περιοχές. [26][27][28]
Προτεινόμενα
Ποσοτικοποίηση της απώλειας των δασών στην Νέα Γουινέα.
Καθορισμός των πυκνοτήτων πληθυσμού, των μεγεθών και των τάσεών τους σε όλο το φάσμα κατανομής του είδους.
Στην Νέα Γουινέα:
Παρακολούθηση πληθυσμών σε προστατευόμενες περιοχές.
Ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της θήρας και της υλοτομίας.
Προώθηση περιορισμών στο κυνήγι με βάση την κοινότητα.
Στην Αυστραλία:
Αναθεώρηση των τεχνικών παρακολούθησης των πτηνών και των σημαντικότερων ενδιαιτημάτων τους.
Έρευνα της δυναμικής του πληθυσμού.
Έρευνα των επιπτώσεων από τους κυκλώνες, τους σκύλους, την κυκλοφορία οχημάτων, τις ασθένειες και τον κατακερματισμό ενδιαιτημάτων, με επικέντρωση στους μικρούς πληθυσμούς.
Παρεμπόδιση αποψίλωσης των οικοτόπων.
Ελαχιστοποίηση των θανάτων από τροχαία ατυχήματα και επιθέσεις σκύλων, καθώς και αξιολόγηση του αντίκτυπου που έχει η διατήρηση χοίρων ως κατοικιδίων, με επιτήρηση των σκύλων και έλεγχο των περιοχών με χοίρους.
Διερεύνηση της σκοπιμότητας και των πλεονεκτημάτων -ενδεχομένως και εφαρμογή- σχεδίου μεταφοράς για την διάσωση, περίθαλψη και απελευθέρωση ατόμων.
Σημειώσεις
i. ^ Παρόλο που, τυπικά, το δυτικό τμήμα του νησιού ανήκει στην Ινδονησία, η βιογεωγραφική/οικογεωγραφική ζώνη αναφοράς είναι η νήσος της Νέας Γουινέας εν συνόλω, επειδή τα taxa που απαντούν εκεί, είναι ιδιαίτερα από κάθε άποψη.
Παραπομπές
Howard and Moore, p. 35
http://www.iucnredlist.org/details/full/22678108/0
Gotch
Newton
Rothchild
http://ibc.lynxeds.com/species/southern-cassowary-casuarius-casuarius
http://ibc.lynxeds.com/species/southern-cassowary-casuarius-casuarius
http://www.iucnredlist.org/details/full/22678108/0
Rothchild
http://news.nationalgeographic.com/news/2003/11/1104_031104_cassowary.html
Coates
Beehler et al., 1986
Βishop in litt. 1999
Johnson et al
Beehler, 1994
Burrows
Beehler, 1985
L. A. Moore & N. J. Moore unpub. data to Bellingham 2008
Cooper
http://www.iucnredlist.org/details/full/22678108/0
Coates
Beehler et al., 1986
Kofron & Chapman
Garnett et al
Latch
Westcott
D. Westcott in litt. 1999
Garnett et al
Βιβλιογραφία
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003
Helm Dictionary of Scientific Bird Names
Alfred Newton A Dictionary of Birds, 1896
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
Wikispecies logo
Τα Βικιείδη έχουν πληροφορίες για το θέμα:
Καζουάριος της Αυστραλίας
Commons logo
Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Καζουάριος της Αυστραλίας
Beehler, B. 1985. Conservation of New Guinea rainforest birds. In: Diamond, A.W.; Lovejoy, T.E. (ed.), Conservation of tropical forest birds, pp. 233-247. International Council for Bird Preservation, Cambridge, U.K.
Beehler, B. M.; Burg, C. G.; Filardi, C.; Merg, K. 1994. Birds of the Lakekamu-Kunamaipa Basin. Muruk 6(3): 1-8.
Beehler, B. M.; Pratt, T. K.; Zimmerman, D. A. 1986. Birds of New Guinea. Princeton University Press, Princeton.
Bellingham, P. J. 2008. Cyclone Effects on Australian Rain Forests: An Overview. Austral Ecology 33(4): 580-584.
Borrell, Brendan (October 2008), Invasion of the Cassowaries, Smithsonian magazine.
Brands, Sheila (August 14, 2008), Systema Naturae 2000 / Classification, Genus Casuarius, The Taxonomicon. Retrieved February 2009.
Burrows, I. 1995. A field survey of the avifauna of the Kikori river basin.
Clark, Philip (5 November 1990), Stay in Touch, The Sydney Morning Herald. Cites "authorities" for the death claim.
Clements, James (2007), The Clements Checklist of the Birds of the World (6 ed.), Ithaca, NY: Cornell University Press. ISBN 978-0-8014-4501-9.
Coates, B. J. 1985. The birds of Papua New Guinea, 1: non-passerines. Dove, Alderley, Australia.
Cooper, D. 2008. Cassowaries still feeling cyclone pain. Available at:http://www.abc.net.au/science/articles/2008/02/21/2166195.htm. (Accessed: 14 December).
Crome, F; Moore, L (1988), The cassowary's casque, Emu 88 (2): 123–124. doi:10.1071/MU9880123.
Davies, S.J.J.F. (2002), Ratites and Tinamous, Oxford University Press. ISBN 0-19-854996-2.
Davies, S.J.J.F. (2003), Hutchins, Michael, ed. Grzimek's Animal Life Encyclopedia. 8 Birds I Tinamous and Ratites to Hoatzins (2nd ed.), Farmington Hills, MI: Gale Group. pp. 75–77. ISBN 0-7876-5784-0.
Diamond, J. (March 1997), Guns, Germs, and Steel: The Fates of Human Societies, W.W. Norton & Company. p. 165. ISBN 0-393-03891-2.
Garnett, S. T.; Crowley, G. M. 2000. The action plan for Australian birds 2000. Environment Australia, Canberra.
Garnett, S. T.; Szabo, J. K.; Dutson, G. 2011. The Action Plan for Australian Birds 2010. CSIRO Publishing, Collingwood.
Gilliard, E. Thomas (1958) [1958], Cassowaries, Living Birds of the World, New York, NY: Doubleday & Company. pp. 23–24.
Gotch, A.F. (1995) [1979], Cassowaries, Latin Names Explained, A Guide to the Scientific Classifications of Reptiles, Birds & Mammals, New York, NY: Facts on File. pp. 178–179. ISBN 0-8160-3377-3.
Harmer, S. F.; Shipley, A. F. (1899), The Cambridge Natural History, Macmillan and Co. pp. 35–36.
IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
Johnson, A.; Bino, R.; Igag, P. 2004. A preliminary evaluation of the sustainability of cassowary (Aves: Casuariidae) capture and trade in Papua New Guinea. Animal Conservation 7(2): 129-137.
Kofron, C. P.; Chapman, A. 2006. Causes of mortality to the endangered Southern Cassowary Casuarius casuarius johnsonii in Queensland, Australia. Pacific Conservation Biology 12(3): 175-179.
Kofron, Christopher P. (2003), Case histories of attacks by the southern cassowary in Queensland, Memoirs of the Queensland Museum 49 (1): 335–8.
Kofron, Christopher P. (December 1999), Attacks to humans and domestic animals by the southern cassowary (Casuarius casuarius johnsonii) in Queensland, Australia, Journal of Zoology 249 (4): 375–81. doi:10.1111/j.1469-7998.1999.tb01206.x.
Latch, P. 2007. National recovery plan for the southern cassowary Casuarius casuarius johnsonii. Report to Department of the Environment, Water, Heritage and the Arts. Environmental Protection Agency, Canberra.
Mack, A.L.; Jones, J (2003), Low-frequency vocalizations by cassowaries (Casuarius spp.) , The Auk 120 (4): 1062–68. doi:10.1642/0004-8038(2003)120[1062:lvbccs]2.0.co;2.
Owen, J. (2003), Does Rain Forest Bird "Boom" Like a Dinosaur? , National Geographic News.
Paul, Gregory S. (1988). Predatory Dinosaurs of the World. New York: Simon and Schuster. pp. 364, 464pp.
Queensland Parks and Wildlife Service. 2002. Recovery plan for the Southern Cassowary Casuarius casuarius johnsonii 2001-2005.
Rothchild, H. W., Monograph of the genus Casuarius, 1900
Sclater, P. L. (14 October 1875), Cassowaries, Nature 12 (311): 516–7. Bibcode:1875Natur..12..516S. doi:10.1038/012516a0.
The Cassowary Bird, Buzzle.com. Retrieved October 2012.
Underhill, D (1993), Australia's Dangerous Creatures, Reader's Digest. Sydney. ISBN 0-86438-018-6.
Weber, B.L.; Woodrow, I.E. (2004), Cassowary frugivory, seed defleshing and fruit fly infestation influence the transition from seed to seedling in the rare Australian rainforest tree, Ryparosa sp. nov. 1 (Achariaceae)". Functional Plant Biology 31 (5): 505–16. doi:10.1071/FP03214.
Westcott, D. A. 1999. Counting cassowaries: what does cassowary sign reveal about their abundance? Wildlife Research 26: 61-67.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License