Η βελανιδιά ή βαλανιδιά ή (κοινώς) δέντρο (επιστ. Δρυς, Quercus) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae) με 531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης [1]. Είναι το κατ΄ εξοχήν δένδρο των Δρυμών.
Φύλλα και βελανίδια (Quercus robur)
Είναι δέντρα ψηλά, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε ορεινές περιοχές. Ο καρπός της βελανιδιάς είναι το βελανίδι, χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ, σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας.
Είδη
Quercus humilis – Δρυς η ταπεινή
Quercus occidentalis – Δρυς η δυτική
Quercus ilex – Δρυς η αρία (αριά)
Quercus lanuginosa – Δρυς η μαλλωτή
Quercus cerris – Δρυς η κηρρίς
Quercus alba – Δρυς η λευκή
Quercus coccinea – Δρυς η ερυθρά
Quercus infectoria – Δρυς η βαφική
Quercus suber – Δρυς η φελλοφόρος
Quercus frainetto - Μεσές ή δέντρο
Τα κυριότερα είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι :
1. Η ήμερη βελανιδιά (λατ. Quercus ithaburensis subsp. macrolepis). Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών. Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές , χνουδωτά. Ο καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Πάντως υπάρχουν και άκαρπα δέντρα και αυτό αποδίδεται στην κακή ανθοφορία. Το ξύλο της είναι βαρύ και πολύ σκληρό. Στην Ελλάδα βρίσκεται στις Κυκλάδες, βόρειες Σποράδες, Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία και Βοιωτία. Από τα κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
2. Η δρυς η έμμισχος (λατ. Quercus robur). Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της Βορείου και κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς. Τα βαλανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000 μέτρα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες ρουπάκι, ρένια και ροτούκι.
3. Η δρυς η άμισχος (δρυς η πετραία, λατ. Quercus petraea). Διαφέρει από την έμμισχο στο ότι τα βαλανίδια της έχουν μικρό μίσχο. Μαζί με την έμμισχο αποτελούν τις άγριες βελανιδιές.
4. Δρυς η Μακεδονική (δρυς η τρωική, λατ. Quercus trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
5. Η δρυς η κηρρίς (λατ. Quercus cerris). Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Γνωστή και με τις ονομασίες "τσέρο" και "ρουπάκι". Ο φλοιός της έχει βαθιές, ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με κύπελλο που φέρει πολλά λέπια. Το είδος αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς.
6. Η λατζιά (δρυς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.
7. Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (δρυς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus coccifera), θαμνώδης αείφυλλος σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου. Σημαντικότερη ποικιλία αυτού είναι ο "χαμόπρινος" της οποίας το μεν ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή ανθράκων, οι δε νεαροί βλαστοί του ως τροφή αιγοπροβάτων. Επίσης ο φλοιός της ρίζας του είναι βυρσοδεψικός, ενώ το σπέρμα του είναι βαφικό, γνωστό ως "πρινοκόκι". Άλλες ονομασίες αυτού του είδους είναι: κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά.
8. Η δρυς η βαφική (λατ. Quercus infectoria), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν.
9. Ο μεσές ή (λατ. Quercus frainetto), με μέσο μέγεθος βελανιδιού. Απαντάται στη Βαλκανική, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία και στην Βορειοδυτική Τουρκία.
Μυθολογία και ιστορία
Οι Αμαδρυάδες Νύμφες ήταν οι οκτώ Νύμφες των μοναχικών δέντρων και των λιβαδιών, κόρες του Όξυλου (πνεύμα τους δάσους) και της Αμαδρυάδας.
Η Βαλανίς (ή Βάλανος), θεωρούνταν η Νύμφη του δέντρου Βελανιδιάς. Ανάμεσα στις άλλες ήταν η Αίγειρος (ή Αιγείρα) που ήταν η Νύμφη της Λεύκας και η Άμπελος, η Νύμφη της Αμπέλου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η βελανιδιά αποτελούσε το ιερό δένδρο του Διός. Για το λόγο αυτό θεωρούνταν ιερό στην αρχαία Μακεδονία και μάλιστα πολλά χρυσά στεφάνια που έχουν βρεθεί και χρησιμοποιούνταν σε τελετες και ως ταφικά κτερίσματα, ήταν στεφάνια βελανιδιάς, με κορυφαίο το στεφάνι βελανιδιάς του Βασιλιά Φιλίππου Β' της Μακεδονίας, που βρέθηκε στον βασιλικό τύμβο των Αιγών, στη σημερινή Βεργίνα[2]. Επίσης η μαντική δρυς θεωρούνταν πως αποτελούσε την κατοικία του Δία στη Δωδώνη.[3]
Το ξύλο της βελανιδιάς
ξύλο της βελανιδιάς
Το ξύλο της είναι σχετικά ακριβό και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία. Είναι πυκνό και το χρώμα του κυμαίνεται μεταξύ σκούρου και ανοιχτού. Στην κατασκευή κτιρίων χρησιμοποιείται στην ξυλοδεσιά.[εκκρεμεί παραπομπή] Εξαιτίας του αρωματικού της ξύλου, είναι ιδανική για την κατασκευή βαρελιών στην ποτοποιΐα[4][5].
Από ένα είδος βελανιδιάς, το φελλόδεντρο (Querqus suber), εξάγεται από το εξωτερικό μέρος του κορμού του φυτού ο φελλός, υλικό το οποίο έχει πολλές εφαρμογές χάρη στις ιδιότητές του.
Είδη: Q. acrodonta - Q. acuta - Q. acutissima - Q. agrifolia - Q. alba - Q. aliena - Q. alnifolia - Q. arizonica - Q. aucheri - Q. audleyensis - Q. ballota - Q. baloot - Q. bebbiana - Q. berberidifolia - Q. bicolor - Q. brantii - Q. calliprinus - Q. canariensis - Q. castaneifolia - Q. cerris - Q. chenii - Q. chrysolepsis - Q. coccifera - Q. coccinea - Q. comptoniae - Q. corrugata - Q. dentata - Q. dilatata - Q. douglasii - Q. dumosa - Q. ellipsoidalis - Q. emoryi - Q. engelmannii - Q. fabri - Q. faginea - Q. falcata - Q. fangshanensis - Q. floribunda - Q. frainetto - Q. fruticosa -Q. fusiformis - Q. gambelii - Q. garryana - Q. gilva - Q. glauca - Q. hartwissiana - Q. havardii - Q. heterophylla - Q. hickelii - Q. hinckleyi - Q. hispanica - Q. humboldtii - Q. ilex - Q. ilicifolia - Q. imbricaria - Q. infectoria - Q. insignis - Q. ithaburensis - Q. kelloggii - Q. kerrii - Q. kewensis - Q. laevis - Q. lamellosa - Q. lanata - Q. laurifolia - Q. leucotrichophora - Q. libanerris - Q. libani - Q. lineata - Q. lobata - Q. longinux - Q. lusitanica - Q. lyrata - Q. macranthera - Q. macrocarpa - Q. marilandica - Q. michauxii - Q. minima - Q. miyagii - Q. mongolica - Q. montana - Q. muehlenbergii - Q. myrtifolia - Q. nigra - Q. oblongifolia - Q. oxyodon - Q. pachyloma - Q. pagoda - Q. palustris - Q. pauciloba - Q. pendulina - Q. petraea - Q. phellos - Q. phillyraeoides - Q. pontica - Q. prinoides - Q. prinus - Q. pubescens - Q. pumila -Q. pungens - Q. pyrenaica - Q. rex - Q. robur - Q. rubra - Q. salicina - Q. schochiana - Q. semecarpifolia - Q. serrata - Q. sessilifolia - Q. shumardii - Q. sinuata - Q. skinneri - Q. spinosa - Q. stellata - Q. strombocarpa - Q. suber - Q. texana - Q. trojana - Q. tuberculata - Q. turbinella - Q. turneri - Q. undulata - Q. vacciniifolia - Q. variabilis - Q. velutina - Q. virginiana - Q. wislizeni - Q. vulcanica - Q. wutaishanica
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Govaerts, R.. Frodin D.G. (1998). World checklist and bibliography of Fagales (Betulaceae, Corylaceae, Fagaceae and Ticodendraceae. Richmond: Royal Botanic Gartens, Kew.
Το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς του Φιλίππου Β΄- Υπουργείο Πολιτισμού
Δωδώνη, Το μαντείο των ήχων: έκθεση Μουσείου Αρκόπολης
Work, Henry H. (2014-09-15). Wood, Whiskey and Wine: A History of Barrels. Reaktion Books. ISBN 9781780234175.
Moreno-Arribas, M. Victoria. Polo, Carmen (2008-11-06). Wine Chemistry and Biochemistry. Springer Science & Business Media, σελ. 298. ISBN 9780387741185.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License