Η Γαρκινία (Garcinia), είναι ένα φυτό του γένους της οικογένειας Κλουσιίδων (Clusiaceae) εγγενές στην Ασία, την Αυστραλία, την τροπική και νότια Αφρική και την Πολυνησία. Ο αριθμός των ειδών είναι αμφίβολος, με διάφορες πηγές να αναγνωρίζουν μεταξύ 50 και 300 περίπου. Συνήθως, τα φυτά αυτού του γένους ονομάζονται saptrees, μανγκοστάνες (τα οποία μπορούν επίσης να αναφέρονται συγκεκριμένα στην purple mangosteen, (G. mangostana), γαρκινίες (garcinias) ή διφορούμενα, «καρπός μαϊμούς».
Πολλά είδη απειλούνται από την καταστροφή των οικοτόπων και τουλάχιστον η G. cadelliana από τη Νήσο Νότιο Ανταμάν είναι σχεδόν ή έχει ήδη εξαφανιστεί εντελώς.[1]
Οι καρποί είναι μια πηγή τροφής για αρκετά ζώα, όπως τις πεταλούδες αρχιδούκας (Lexias) της τροπικής ανατολικής Ασίας, οι οποίες απολαμβάνουν τον χυμό (sap)[Σημ. 1] από υπερώριμες μανγκοστάνες.
Γαρκινία (Garcinia) |
||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Η Γαρκινία η υποελλειπτική (Garcinia subelliptica), στην Ιαπωνία γνωστή ως fukugi.
|
||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Είδη | ||||||||||||||||
Τουλάχιστον 50, βλέπε κείμενο |
Περιγραφή
Τα είδη Γαρκινίας (Garcinia) είναι αειθαλή δέντρα και θάμνοι, δίοικα και σε αρκετές περιπτώσεις απομικτικά.[Σημ. 2] Ο καρπός είναι ένα μούρο με σαρκώδες ενδοκάρπιο,[2][Σημ. 3] το οποίο σε αρκετά είδη, είναι νόστιμο.
Χρήσεις
Καρπός από το purple mangosteen (Garcinia mangostana), μαζί με την διατομή του· προσέξτε το λευκό βρώσιμο ενδοκάρπιο.
Οι καρποί από τα περισσότερα είδη Γαρκινία (Garcinia) τρώγονται σε τοπικό επίπεδο. Οι καρποί ορισμένων ειδών είναι ιδιαίτερα αγαπητοί σε μία περιοχή, αλλά άγνωστοι μόλις λίγα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρύτερα. Το πιο γνωστό είδος είναι το purple mangosteen (G. mangostana), το οποίο έχοντας καθιερωθεί στα τέλη του 20ού αιώνα, σήμερα, καλλιεργείται σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία καθώς και σε άλλες τροπικές χώρες. Λιγότερο γνωστά, αλλά ακόμα διεθνούς σημασίας, είναι τα kandis (G. forbesii) με μικρούς στρογγυλούς κόκκινους καρπούς με υπόξινη γεύση και σάρκα που λιώνει, το lemon drop mangosteen (G. intermedia) με κίτρινο καρπό που ομοιάζει με ένα ρυτιδωμένο λεμόνι και το λεπτόφλουδο πορτοκαλί button mangosteen (G. prainiana).
Επιπλέον, το εκχύλισμα της φλούδας (εξωκάρπιο) του mangosteen, χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό. Βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην κουλτούρα των Kodava και η G. multiflora χρησιμοποιείται για να αρωματίσει και να χρωματίσει την περίφημη σούπα bún riêu του Βιετνάμ, όπου το φυτό αυτό είναι γνωστό ως hạt điều màu. Η Garcinia gummi-gutta παράγει ένα μπαχαρικό που χρησιμοποιείται ευρέως στη Νότια Ασία, ιδίως στην Κεράλα, όπου καλείται kodumpulli.
Τα περισσότερα είδη στη Γαρκινία (Garcinia), είναι γνωστά για την κομμεορητίνη, καφέ-κίτρινη από xanthonoids όπως η mangostin, και ο φλοιός του χρησιμοποιείται κατά της δυσεντερίας ως υπακτικό ή καθαρτικό, αλλά πιο συχνά – τουλάχιστον σε παλαιότερες εποχές – ως χρωστική ουσία (στις ακουαρέλλες της ζωγραφικής).[3] Μάλιστα, ο χρωστικός όρος «gamboge» αναφέρεται σε αυτήν τη χρωστική ουσία.
Hydroxycitric acid, μια χημική ένωση που βρίσκεται στην πέτσα του mangosteen.
Καρπός Bacupari (Garcinia gardneriana).
Εκχυλίσματα από το εξωκάρπιο ορισμένων ειδών – συνήθως της G. gummi-gutta, αλλά επίσης της purple mangosteen – συχνά περιλαμβάνονται στα κατασταλτικά της όρεξης, όπως τα Hydroxycut, Leptoprin ή XanGo. Αλλά η αποτελεσματικότητά τους σε φυσιολογικά επίπεδα κατανάλωσης είναι αναπόδεικτες, ενώ έχει τεκμηριωθεί τουλάχιστον σε μία περίπτωση σοβαρής οξέωσης η οποία προκλήθηκε από τη μακροχρόνια κατανάλωση αυτών των προϊόντων.[4] Επιπλέον, μπορεί να περιέχουν σημαντικές ποσότητες υδροξυκιτρικού οξέος, το οποίο είναι κάπως τοξικό και μετά από παρατεταμένη χρήση, μπορεί να καταστρέψει ακόμα και τους όρχεις.[5] Οι σπόροι πικρής κόλα (G. kola) χρησιμοποιούνται στη λαϊκή ιατρική. Η Garcinia mannii είναι δημοφιλής ως «ράβδος μασήματος»[Σημ. 4] στη δυτική Αφρική,[6] η οποία δροσίζει την αναπνοή και καθαρίζει τα δόντια.
Η Γαρκινία η υποελλειπτική (Garcinia subelliptica), γνωστή στην Ιαπωνική ως fukugi, είναι το ανθικό έμβλημα του Motobu και Tarama στην Οκινάουα. Στη Μαλαισία, η πόλη Beruas – που συνήθως γράφεται και "Bruas" – οφείλει το όνομά της από το seashore mangosteen (Garcinia hombroniana), τοπικά γνωστό ως pokok bruas.
Επιλεγμένα είδη
Δενρύλιο moʻonia (Garcinia pseudoguttifera).
Ώριμοι καρποί και φύλλα της Garcinia livingstonei (η οποία επίσης ονομάζεται imbe).
Άνθη Heilala (Garcinia sessilis).
Garcinia prainiana.
Γαρκινία η οξύφυλλος (Garcinia acutifolia)
Garcinia afzelii
Γαρκινία η αθερώδης (Garcinia aristata)
Γαρκινία η ατροβιρίδις (Garcinia atroviridis) – asam gelugur (Ινδονησιακά), asam gelugor (Μαλαισιανά), asam keping (Μαλαισιανά)
Garcinia benthami
Garcinia bifasciculata
Garcinia brassii
Garcinia brevipedicellata
Garcinia burkillii
Garcinia cadelliana
Garcinia cantleyana
Garcinia cerasifer (H.Perrier) P.F.Stevens
Garcinia clusiaefolia
Garcinia costata
Garcinia cymosa (K.Schum.) I.M.Turner & P.F.Stevens
Garcinia decussata
Garcinia diversifolia
Garcinia dulcis – mundu, rata
Garcinia echinocarpa
Garcinia elliptica
Garcinia epunctata
Garcinia eugeniaefolia
Garcinia forbesii
Garcinia fragraeoides
Garcinia gardneriana – bacupari
Garcinia gerrardii Harv. πρώην Sim
Garcinia gummi-gutta – gambooge, Γαρκινία η Καμποτζιανή (Garcinia cambogia) (μια πρώην επιστημονική ονομασία που τώρα χρησιμοποιείται ως κοινή ονομασία), brindleberry, brindall berry, Malabar tamarind, goraka (Σινχάλα, Σρι Λάνκα), goraka, Uppaage ಉಪ್ಪಾಗೆ στην Καρνάτακα, kodumpulli (Κεράλα), kudampuli (Ταμίλ)
Garcinia hanburyi – Hanbury's garcinia
Garcinia hendersoniana
Garcinia hermonii
Garcinia hessii – lemon saptree
Garcinia heterandra
Garcinia holttumii
Garcinia hombroniana – seashore mangosteen, pokok bruas (Μαλαισιανά)
Garcinia humilis – achachairú, achacha
Garcinia imberti
Γαρκινία η ινδική (Garcinia indica) – wild mangosteen, amsol, bhinda, biran, katambi, kokum, punarpuli (ಪುನರ್ಪುಳಿ) στην Καρνάτακα kodam-puli, ratamba κλπ.
Garcinia intermedia – lemon drop mangosteen, charichuelo
Garcinia kingii
Garcinia kola – bitter kola
Garcinia linii
Garcinia livingstonei – African mangosteen, Lowveld mangosteen, Livingstone's garcinia, imbe
Garcinia loureiroi - (ξινός καρπός και φύλλα ευρέως χρησιμοποιούμενα στην κουζίνα της Καμπότζης, ειδικά σε μια έκδοση του πιάτου samlar machu[7]
Garcinia madruno (Humb. & Bonpl. πρώην Kunth) Hammel – lemon drop mangosteen, ungüento maría, tierra amarillo, madroño
Garcinia maingayi
Garcinia mannii
Garcinia mangostana – purple mangosteen
Garcinia mestonii
Garcinia minutiflora
Garcinia monantha
Garcinia montana
Γαρκινία μορέλλα (Garcinia morella) – batuan (Ιλόνγκο), ireevalsinni (Ταμίλ)
Garcinia multiflora Champ. – hạt điều màu (Βιετναμέζικα)
Garcinia murtonii
Garcinia oliveri
Garcinia opaca
Garcinia paucinervis
Garcinia pedunculata
Garcinia portoricensis
Γαρκινία του Πρέιν (Garcinia prainiana) – button mangosteen, cherapu
Garcinia pseudoguttifera Seem. – moʻonia (Τονγκανικά)
Garcinia pushpangadaniana
Garcinia pyrifera
Garcinia quaesita
Garcinia rubro-echinata
Garcinia schomburgkiana
Garcinia scortechinii
Garcinia semseii
Garcinia sessilis Seem. – heilala (Τονγκανικά), seilala (Σαμόα)
Garcinia staudtii
Γαρκινία η υποελλειπτική (Garcinia subelliptica) Merr. – fukugi (Ιαπωνικά)
Garcinia terpnophylla
Garcinia thwaitesii
Garcinia tinctoria
Garcinia travancorica
Garcinia uniflora
Garcinia vitiensis
Garcinia warrenii F.Muell.
Garcinia wightii
Garcinia xanthochymus – asam kandis (Ινδονησιακά)
Garcinia zeylanica
Σημειώσεις
Ο χυμός (βοτανική) (Αγγλ. sap), είναι αυστηρός όρος της επιστήμης της Γενικής Βοτανικής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην Φυσιολογία Φυτών και όχι οπουδήποτε. Συγκεκριμένα, είναι ΜΟΝΟΝ το πρωταρχικό υδατικό διάλυμα που κινείται στα αγγεία του φυτού με πολύπλοκες φυσικοχημικές διεργασίες (ώσμωση, τριχοειδικά φαινόμενα κ.ά.) και χρησιμεύει στην θρέψη του. Οποιοδήποτε υγρό παράγει το φυτό ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ και σε οποιοδήποτε σημείο του (βλαστό, φύλλα, άνθη, κ.ο.κ.), ακόμη και αν προέρχεται από αυτό το διάλυμα, δεν είναι χυμός (βοτανική), με την ΑΥΣΤΗΡΗ βοτανική έννοια (sensu stricto). Επίσης, ο χυμός (βοτανική), δεν πρέπει να συγχέεται με το λατέξ, τη ρητίνη ή το κενοτόπιο (vacuole).[Παρ. Σημ. 1]
Στη βοτανική, η απόμιξη προσδιορίστηκε από τον Hans Winkler ως η αντικατάσταση της κανονικής σεξουαλικής αναπαραγωγής με αγενή αναπαραγωγή, χωρίς γονιμοποίηση. Η ετυμολογία της είναι Ελληνική για το "μακριά από" + "ανάμειξη". Ένα φυτό που παράγεται με αυτόν τον τρόπο είναι απόμικτο (apomict). Αυτός ο ορισμός, κυρίως δεν αναφέρει μείωση.[Παρ. Σημ. 2]
Το ενδοκάρπιο (από τα Ελληνικά: endo-, "μέσα" + -carp, "καρπός"), είναι ένας βοτανικός όρος για το εσωτερικό στρώμα του περικαρπίου (ή καρπού), το οποίο περιβάλλει άμεσα τους σπόρους. Μπορεί να είναι μεμβρανώδη όπως στα εσπεριδοειδή, όπου είναι το μόνο τμήμα που καταναλώνεται, ή παχιά και σκληρά όπως στα πυρηνόκαρπα φρούτα της οικογένειας Ροδοειδών (Rosaceae) όπως στα ροδάκινα, κεράσια, δαμάσκηνα και βερίκοκα.
Ενώ στην δύση, η χρήση της οδοντόβουρτσας και οδοντόκρεμας θεωρείται δεδομένη, σε άλλες χώρες δεν είναι, και αυτό για ποικίλους λόγους είτε γιατί π.χ. δεν υπάρχουν τα χρήματα για την αγορά τους, είτε γιατί δεν είναι εύκολα διαθέσιμα ή γιατί το νερό σπανίζει ή ... εκεί λοιπόν, οι ιθαγενείς έχουν βρει (εδώ και εκαντοντάδες χρόνια), τον τρόπο να διατηρούν τόσο τα δόντια τους καθαρά όσο και τα ούλα τους υγιεί, με το να πιπιλίζουν (αρχικά) και να μασούν (αργότερα) ένα κομμάτι ξύλο (μεγέθους λίγο μακρύτερου μια οδοντόβουρτσας και πάχους λεπτού πούρου), αυτό το ξυλάκι οδοντόβουρτσα-οδοντόκρεμα, ονομάζεται «ράβδος μασήματος» (βλ. σχετική φωτογραφία). Φυσικά, ο καθαρισμός με τη «ράβδο μασήματος», διαρκεί πολύ περισσότερο [έως και μερικές ώρες], από τον αντίστοιχο καθαρισμό με την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα. Ιστορικά, η παλαιότερη χρήση της «ράβδου μασήματος», αναφέρεται το 3500 π.Χ. από τους Βαβυλώνιους.[Παρ. Σημ. 3]
Ράβδος μασήματος.
Παραπομπές σημειώσεων
Aslam Khan (1 January 2001). Plant Anatomy And Physiology. Gyan Publishing House. ISBN 978-81-7835-049-3. Ανακτήθηκε στις 6 April 2013.
Winkler, H. (1908). «Über Parthenogenesis und Apogamie im Pflanzenreich». Progressus Rei Botanicae 2 (3): 293–454.
Yu, Hai-Yang. Qian, Lin-Mao. Zheng, Jing (2013). Dental Biotribology. Springer, σελ. 18–19. ISBN 978-1-4614-4550-0.
Παραπομπές
WCMC (1998)
Asinelli, M.E.C.; Souza, M.C.o.d.; Mourao, K.t.S.M. (2011). «Fruit ontogeny of Garcinia gardneriana (Planch. & Triana) Zappi (Clusiaceae)». Acta Botanica Brasilica 25 (43-52).
Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμος 4, σελ. 84, Αθήνα 1999
Wong & Klemmer (2008)
Saito et al. (2005)
Cheek (2004)
Headly, Robert K.; Chhor, Kylin; Lim, Lam Kheng; Kheang, Lim Hak; Chun, Chen. 1977. Cambodian-English Dictionary. Bureau of Special Research in Modern Languages. The Catholic University of America Press. Washington, D.C. ISBN 0-8132-0509-3
Πηγές
(Αγγλικά) {{{assessors}}} (2004). Garcinia kola. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2008. Ανακτήθηκε 23 December 2008.
(Αγγλικά) Πρότυπο:Aut (2005): High dose of Garcinia cambogia is effective in suppressing fat accumulation in developing male Zucker obese rats, but highly toxic to the testis. Food and Chemical Toxicology 43(3): 411–419. doi:10.1016/j.fct.2004.11.008 PMID 15680676 (HTML abstract)
(Αγγλικά) Πρότυπο:Aut (2008): Severe lactic acidosis associated with juice of the mangosteen fruit, Garcinia mangostana. American Journal of Kidney Diseases 51(5): 829-833. doi:10.1053/j.ajkd.2007.12.043 (HTML abstract)
(Αγγλικά) {{{assessors}}} (1998). Garcinia cadelliana. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2008. Ανακτήθηκε 23 December 2008.
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Garcinia (έκδοση 748229545) της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License