Η φασολιά (επιστημονική ονομασία: Φασίολος ο κοινός, Phaseolus vulgaris) είναι ποώδες δικοτυλήδονο φυτό. Ανήκει στο γένος Φασίολος (Phaseolus), που υπάγεται στην υποοικογένεια ψυχανθή και στην οικογένεια χεδρωπά. Κατάγεται από τη Νότια Αμερική και απαντάται σε αρκετές ποικιλίες. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στο κρύο και καταστρέφεται εύκολα σε θερμοκρασίες κάτω του μηδενός. Προσβάλλεται από μύκητες, ιούς και βακτήρια, όπως επίσης και από ζωικά παράσιτα (μελίγκρα, βρούχος) . Μερικά είδη φασολιάς καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
Φασολιά | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Φασίολος ο κοινός (Phaseolus vulgaris) (L.) |
Περιγραφή
Φτάνει σε ύψος τα 4 μέτρα και έχει πασσαλώδη ρίζα. Τα άνθη της έχουν χρώμα λευκό ,πορφυρό ή μαύρο και τοποθετούνται σε βότρυς. Ο κάθε βότρυς μπορεί να έχει ως έξι άνθη. Έχει σύνθετα φύλλα, που αποτελούνται από τρία ωοειδή φυλλάρια. Ο καρπός είναι λοβός (χέδρωψ) και λίγο κυρτός στην άκρη, σαρκώδης και με πράσινο χρώμα. Όταν ωριμάσει, το χρώμα του γίνεται κίτρινο και καφέ και περικλείει 4-8 σπέρματα, τα γνωστά σε όλους ξερά φασόλια.
Σπορά και συγκομιδή
Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη, τα οποία πρέπει να λιπαίνονται με λιπάσματα φωσφόρου και καλίου. Η σπορά γίνεται την εαρινή περίοδο σε παράλληλες γραμμές (αυλάκια) ή σε όρχους. Προτού γίνει η σπορά τα σπέρματα βρέχονται για 24 ώρες, ώστε να φυτρώσουν πιο εύκολα.
Έπειτα από 2 μήνες περίπου αρχίζει η συγκομιδή των ξερών φασολιών. Για να γίνει αυτή θα πρέπει να κιτρινίσουν οι λοβοί. Στη συνέχεια παραμένουν για ξήρανση και αλωνίζονται με μηχανές. Η απόδοση σε ξερά φασόλια είναι 300-600 κιλά ανά στρέμμα και σε χλωρά είναι 800-1.600 κιλά.
Θρεπτική αξία
Η θρεπτική αξία του καρπού της φασολιάς διαφαίνεται και από την έκφραση «κρέας του φτωχού», που χρησιμοποιείται γι’ αυτόν. Ειδικότερα, τα ξερά φασόλια περιέχουν υδατάνθρακες (60%) και πρωτεΐνες (17%). Το 1,5% είναι λίπη. Η περιεκτικότητα των χλωρών φασολιών σε νερό είναι 90% και επιπλέον έχουν βιταμίνες Α, Β και C.
Ιστορικά στοιχεία
Το φυτό καλλιεργούνταν από τα αρχαία χρόνια. Στην Ευρώπη η έλευσή της συντελέστηκε το 16ο αιώνα, έπειτα από την ανακάλυψη της Αμερικής. Το φυτό που ονομαζόταν κατά τους αρχαίους χρόνους φασίολος, φάσηλος ή φασήολος, πιθανολογείται ότι ήταν ένα είδος λούπινου. Η λέξη "φασόλι" χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες γλώσσες με πολλές φορές διαφορετικό νόημα. Οι Τούρκοι το ονομάζουν fasulye, δανειζόμενοι τη λέξη από τους Έλληνες όπως έκαναν και για πολλές άλλες λέξης φυτών και ζώων όταν έφτασαν στη Μικρή Ασία. Στην Ιταλία, και ανάλογα με την περιοχή, το ονομάζουν fasolo, fasoli, fasor, fasolon, fasoleto (το φασουλάκι) αλλά και τα fagioleria και fagioletto. Στην Ιταλία πολλά παράγωγα και παραλογές του fagiolo ή fasuli (ή και pasuli) είχαν διάφορες μεταφορικές σημασίες: σε μερικές περιοχές η λέξη fagiolo είναι στην αργκό τα αρσενικά γεννητικά όργανα και στη Βενετία οι γονδολιέριδες είχαν τις λέξεις fasola και fasulle. Μάλιστα στους αθυρόστομους γονδολιέριδες οφείλεται και η παροιμία «η πορδή είναι η ψυχή των φασολιών». Η λέξη fasullo πριν από τους πολέμους σήμαινε «αιχμάλωτος» ή «ψεύτικος» και με αυτή σχετίζεται και η Αγγλική λέξη «false» για το ψέμα! Αλλά ακόμα και άλλες λέξεις που σχετίζονται με τα φασόλια, όπως τα «φασόλια πιάζ», όπου πιάζ στα τούρκικα (piyaz) σημαίνει μεταφορικώς αυλοκολακεία[1]. Όπως αναφέρει και ο Πετρόπουλος στο βιβλίο του «η Εθνική Φασουλάδα» φαίνεται ότι η λέξη φασίολος έτυχε «λαμπράς διεθνούς καριέρας»[2].
Ποικιλίες
Οι περισσότερες από τις ποικιλίες του φυτού προέρχονται από υβρίδια. Ωστόσο, όλες μπορούν να καταταχθούν σε δύο ομάδες, τις νάνες (μη αναρριχώμενες, όπως τα άσπρα και κίτρινα φασόλια και τα φασόλια Καρατζόβας) και τις αναρριχώμενες (όπως τα τσαουλιά, τους ελέφαντες, τα μπαρμπούνια κ.ά.).
Είδη
Εκτός από τις προαναφερθείσες ποικiλίες, λοιπά είδη φασολιάς είναι:
Βίγνα η ονυχωτή – συγγενικό φυτό, που παράγει τα μαυρομάτικα φασόλια ή γυφτοφάσουλα ή αμπελοφάσουλα ή αραποφάσουλα.
Φασίολος ο κόκκινος (Phaseolus coccineus)
Φασίολος ο μούγκο (Phaseolus mungo)
Βιβλιογραφία
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Φυτολογία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, σελ. 324.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License