Η ασαφετίδα (Αγγλικά:asafoetida),[3] είναι το αποξηραμένο λατέξ (latex)[Σημ. 1] (κόμμι ελαιορητίνης) το οποίο εκρέει από το ρίζωμα ή την κεντρική ρίζα αρκετών ειδών Φέρουλας (Ferula), ενός πολυετούς βοτάνου που φύεται και έχει ύψος από 1 έως 1,5 m (3 ft 3 in έως 4 ft 11 in). Τα είδη είναι εγγενή στις ερήμους του Ιράν, τα όρη του Αφγανιστάν και καλλιεργούνται κυρίως στη γειτονική Ινδία.[4] Όπως το υποδηλώνει η ονομασία της, η ασαφετίδα (asafoetida) έχει δυσώδη οσμή,[5] αλλά μαγειρεμένη προσδίδει μια απαλή γεύση, η οποία θυμίζει πράσο.
Ασαφετίδα (Asafoetida) |
||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Φέρουλα η σκορόδοσμος (Ferula assa-foetida) Κάρολος Λινναίος (L.) |
||||||||||||||||
Συνώνυμα[2] | ||||||||||||||||
|
Είναι επίσης γνωστή και ως κοπριά διαβόλου, τροφή των θεών, δύσοσμο κόμμι, asant, jowani badian, hing, hengu, ingu, kayam και ting.[5] Το φυτό ανήκει στο ίδιο γένος με το Σίλφιον, το οποίο έχει πλέον εκλείψει.
Χρήσεις
Μαγειρική
Αυτό το μπαχαρικό χρησιμοποιείται ως χωνευτικό, στα τρόφιμα ως καρύκευμα και στο πάστωμα (τουρσί). Συνήθως λειτουργεί ως ενισχυτικό γεύσης και χρησιμοποιείται μαζί με την κιτρινόριζα, ένα τυποποιημένο συστατικό της Ινδικής κουζίνας, ιδιαίτερα στις φακές κάρυ, καθώς και σε πολλά πιάτα λαχανικών. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να εναρμονίσει τα γλυκά, ξινά, αλμυρά και πικάντικα συστατικά στα τρόφιμα. Η ασαφετίδα, το κρεμμύδι και το σκόρδο, απαγορεύονται στα γιογκικά κείμενα και τοποθετούνται παραπλεύρως με το κρέας και το αλκοόλ, όσον αφορά την παραγωγή tamas[Σημ. 2] ή λήθαργο. Το μπαχαρικό προστίθεται στα τρόφιμα κατά την μετρίαση (tempering).[Σημ. 3] Ορισμένες φορές η αποξηραμένη και αλεσμένη ασαφετίδα (σε πολύ ήπια ποσότητα) μπορεί να αναμιχθεί με το αλάτι και τρώγεται με ωμή σαλάτα.
Στην καθαρή της μορφή, η οσμή της είναι τόσο ισχυρή, ώστε η πικάντικη μυρωδιά της μολύνει τα άλλα μπαχαρικά που είναι αποθηκευμένα σε κοντινή απόσταση, αν δεν αποθηκευτεί σε αεροστεγές δοχείο, πολλά εμπορικά σκευάσματα της ασαφετίδας χρησιμοποιούν τη ρητίνη, τριμμένη και αναμεμιγμένη με μεγαλύτερο όγκο σιτάλευρου.Το μείγμα πωλείται σε σφραγισμένα πλαστικά δοχεία. Ωστόσο, η οσμή και η γεύση της γίνεται πολύ πιο ήπια και πολύ λιγότερο έντονη, όταν θερμανθεί σε λάδι ή γκι (ghee).[Σημ. 4] Μερικές φορές, τηγανίζεται μαζί με σοταρισμένα κρεμμύδια και σκόρδα.
Η ασαφετίδα θεωρείται χωνευτική, καθότι μειώνει τον μετεωρισμό.[6] Ωστόσο, είναι ένα από τα πέντε πικάντικα λαχανικά τα οποία γενικά αποφεύγονται από τους χορτοφάγους Βουδιστές.
Λαϊκή ιατρική
Κατά του μετεωρισμού: Στην περιφέρεια Jammu της Ινδίας, η ασαφετίδα (asafoetida) χρησιμοποιείται από το 60% των ντόπιων, ως φάρμακο για τον μετεωρισμό και τη δυσκοιλιότητα.[7]
Ενισχυτικό βοήθημα πέψης: Στην Ταϊλάνδη και την Ινδία, χρησιμοποιείται για να βοηθήσει στην πέψη και αλείφεται η κοιλιά με βάμμα από αλκοόλ ή νερό γνωστό ως mahahing. Προφανώς, σε αυτή τη μορφή κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε η ασαφετίδα στην δυτική ιατρική ως τοπική θεραπεία για τους κοιλιακούς τραυματισμούς· αν και στη Δύση, είναι αβέβαιο πότε τέθηκε σε χρήση και για πόσο καιρό παρέμεινε. Μια αξιοσημείωτη περίπτωση κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε, είναι αυτή του Καναδού δρομέα των δασών[Σημ. 5] Alexis St. Martin (18 Απριλίου 1802 – 24 Ιουνίου 1880), ο οποίος το 1822 υπέστη βαρύ κοιλιακό τραύμα από ένα τυχαίο πυροβολισμό, ο οποίος διαπέρασε το δεξιό πνεύμονα και το στομάχι του, καθώς επίσης, θρυμμάτισε αρκετά πλευρά. Τον St Martin κουράρισε ο William Beaumont, χειρουργός του Αμερικανικού στρατού, ο οποίος στη συνέχεια χρησιμοποίησε τον St Martin ως αντικείμενο μελέτης μιας πρωτοποριακής σειράς πειραμάτων στην γαστρική φυσιολογία. Όταν οι πληγές του St Martin επουλώθηκαν, παρέμεινε ανοιχτό ένα συρίγγιο στο στομάχι του, που επέτρεπε στον Beaumont να εισαγάγει διάφορα είδη τροφίμων απευθείας στο στομάχι του St Martin και να καταγράφει τα αποτελέσματα. Στον απολογισμό της θεραπείας και των τελευταίων πειραμάτων στον St Martin, ο Beaumont κατέγραψε ότι θεράπευσε την πυώδη πληγή στο στήθος με ένα συνδυασμό κρασιού αναμεμειγμένου με αραιωμένο υδροχλωρικό οξύ και 30-40 σταγόνες από βάμμα ασαφετίδας που εφαρμόζονταν τρεις φορές την ημέρα και αυτό φαινόταν να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, βοηθώντας το να επουλωθεί το τραύμα.[8]
Καταπολέμηση γρίπης: Το 1918, η ασαφετίδα χρησιμοποιήθηκε για την καταπολέμηση της πανδημίας της Ισπανικής γρίπης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε τοποθετηθεί σε σακούλες που ονομάζονταν "σακούλες acifidity" που παρέχονταν από τα φαρμακεία, για να κρεμαστούν γύρω από το λαιμό, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την προσβολή της ασθένειας.[9]
Το 2009, οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι ρίζες της ασαφετίδας παράγουν φυσικές αντι-ιικές φαρμακευτικές ενώσεις οι οποίες επέδειξαν in vitro δραστικότητα κατά του ιού H1N1 και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι «λακτόνες κουμαρίνες (sesquiterpene coumarins) από την F. assa-foetida, μπορούν να χρησιμεύσουν ως πολλά υποσχόμενες πρόδρομες ενώσεις για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων κατά της ιογενούς λοίμωξης της γρίπης A (H1N1)».[10][11]
Θεραπεία για το άσθμα και τη βρογχίτιδα: είναι επίσης χρήσιμη σε περιπτώσεις άσθματος και βρογχίτιδας.[12] Λαϊκό παραδοσιακό γιατρικό για τα παιδικά κρυολογήματα: αναμιγνύεται σε μια πικάντικης οσμής αλοιφή και κρεμάτε σε μια σακούλα γύρω από τον λαιμό του προσβεβλημένου παιδιού.
Αντιμικροβιακή: Η ασαφετίδα έχει ένα ευρύ φάσμα χρήσεων στην παραδοσιακή ιατρική ως αντιμικροβιακό, με καλά τεκμηριωμένες χρήσεις για τη θεραπεία της χρόνιας βρογχίτιδας και του κοκκύτη, καθώς και τη μείωση του μετεωρισμού.[13]
Αντισυλληπτικό/αμβλωτικό: Η ασαφετίδα έχει επίσης αναφερθεί να έχει αντισυλληπτική/αμβλωτική δραστηριότητα.[14] Σχετίζεται (και θεωρείται ένα κατώτερο υποκατάστατο) του αρχαίου είδους Φέρουλα (Ferula) Σίλφιον.
Αντιεπιληπτικό: Η oleo-κόμμι-ρητίνη ασαφετίδας έχει αναφερθεί ότι είναι αντιεπιληπτικό στην κλασική ιατρική Unani,[Σημ. 6] καθώς και στην εθνοβοτανική λογοτεχνία.[15]
Εξισορροπώντας το vata[Σημ. 7] και το kapha:[Σημ. 8] Στην Ινδία, σύμφωνα με την Αγιουρβέδα, η ασαφετίδα, θεωρείται ένα από τα καλύτερα μπαχαρικά για την εξισορρόπηση του vata dosha. Αυτό μειώνει το vata και το kapha και ανακουφίζει από τον τυμπανισμό και τον κολικό πόνο. Είναι πικάντικο στη γεύση και στο τέλος της πέψης. Επιδεινώνει το pitta, ενισχύει την όρεξη, την γεύση και την πέψη. Είναι εύκολο στην χώνεψη.[16]
Άλλες χρήσεις
Δόλωμα: John C. Duval ανέφερε το 1936, ότι η οσμή της ασαφετίδας (asafoetida) είναι ελκυστική στον λύκο, ένα θέμα κοινής γνώσης, λέει, κατά μήκος των συνόρων Τέξας–Μεξικού. Επίσης, χρησιμοποιείται ως ένα από τα αρκετά δυνατά αρωματικά δολώματα, κυρίως για τα γατόψαρα και τα Esox lucius.[17]
Κατά μήκος των ακτών της νότιας Ινδίας, χρησιμοποιείται για την θανάτωση των ανεπιθύμητων δέντρων, με τη δημιουργία μίας οπής στο δέντρο και την πλήρωσή της με ασαφετίδα.
Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί από τους συλλέκτες ως μια ελαφρά προσελκυστική παγίδα του σκώρου (Lepidoptera)—όταν αναμιγνύεται με περίπου ένα μέρος σε τρία μέρη με γλυκό, ζελέ φρούτων.
Συνήθως χρησιμοποιείται στην braucherei (λαϊκή μαγεία)[Σημ. 9] από τους Pennsylvania Dutch (κυριολ. Γερμανός εκ Πενσυλβάνιας),[Σημ. 10] για την πρόληψη της ασθένειας, θα πρέπει να αποθηκευόταν σε μια σακούλα με ένα κορδόνι και να φοριέται γύρω από το λαιμό.
Απώθηση πνευμάτων: Στην Τζαμάικα, η ασαφετίδα παραδοσιακά εφαρμόζεται στο πρόσθιο[Σημ. 11] τμήμα του κρανίου ενός νηπίου (στην Τζαμαϊκανή διάλεκτο mole) προκειμένου να προλάβει τα πνεύματα (στην Τζαμαϊκανή διάλεκτο duppies)[Σημ. 12] από το να εισέλθουν εντός του νηπίου μέσω του μαλακού τμήματος του κρανίου του. Στην Αφρικανική Αμερικανική Hoodoo[Σημ. 13] παράδοση, η ασαφετίδα χρησιμοποιείται σε μαγικά ξόρκια, καθώς πιστεύεται ότι έχει τη δύναμη τόσο να προστατεύει όσο και να καταριέται.
Στην τελετουργική μαγεία, ειδικά από την Κλείδα του Σολομώντος του Βασιλιά, χρησιμοποιείται για να προστατεύσει τους magus[Σημ. 14] από τις δαιμονικές (daemonic)[Σημ. 15] δυνάμεις και να προκαλεί τους ίδιους και να τους δένει.[18]
Ιστορία στη Δύση
Ήταν γνωστό στην αρχική Μεσόγειο, έχοντας έρθει δια ξηράς από το Ιράν. Αν και τώρα, γενικά έχει ξεχαστεί στην Ευρώπη, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως στην Ινδία. Προέκυψε στην Ευρώπη από την νικηφόρα εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος, μετά την επιστροφή του από ένα ταξείδι στη βορειοανατολική αρχαία Περσία, νόμιζαν πως είχαν βρει ένα φυτό σχεδόν πανομοιότυπο με το φημισμένο Σίλφιον από την Κυρήνη της Βόρειας Αφρικής—αν και λιγότερο εύγευστο. Τον πρώτο αιώνα, ο Διοσκουρίδη, έγραψε: "το Κυρηναϊκό είδος, ακόμη και αν κάποιος το γευτεί, ταυτόχρονα προκαλεί τα σωματικά υγρά σε ολόκληρο το σώμα και έχει ένα πολύ υγιές άρωμα, έτσι ώστε να μην παρατηρείται στην αναπνοή ή μόνο λίγο, αλλά το Μηδικό Ιρανικό είναι ασθενέστερο σε ισχύ και έχει μια πιο άσχημη οσμή." Παρ' όλα αυτά, θα μπορούσε στο μαγείρεμα, να υποκατασταθεί από το Σίλφιον, το οποίο ήταν ευτυχές, επειδή μερικές δεκαετίες μετά την εποχή του Διοσκουρίδη, το αληθινό Σίλφιον της Κυρήνης, εξαφανίστηκε και η ασαφετίδα έγινε πιο δημοφιλής μεταξύ των ιατρών και των μαγείρων.[19]
Η ασαφετίδα επίσης, αναφέρεται πολλές φορές στην Εβραϊκή λογοτεχνία, όπως στη Μισνά.[20][Σημ. 16] Ο Μαϊμωνίδης γράφει επίσης στη Mishneh Torah[Σημ. 17] "την περίοδο των βροχών, κάποιος θα πρέπει να τρώει ζεστό φαγητό με πολλά μπαχαρικά, αλλά περιορισμένη ποσότητα μουστάρδας και ασαφετίδας."[21]
Η ασαφετίδα περιγράφηκε από μια σειρά από Άραβες και Ισλαμικούς επιστήμονες και φαρμακοποιούς. Ο Αβικέννας συζήτησε τα αποτελέσματα της ασαφετίδας στην πέψη. Οι Ibn al-Baitar και Fakhr al-Din al-Razi, περιέγραψαν μερικές θετικές φαρμακευτικές επιπτώσεις στο αναπνευστικό σύστημα.[22]
Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έως τον 16ο αιώνα, η ασαφετίδα ήταν σπάνια στην Ευρώπη και αν ποτέ συναντάτο, αντιμετωπίζονταν ως φάρμακο. "Αν χρησιμοποιείτο στην μαγειρική, θα κατέστρεφε κάθε πιάτο, λόγω της απαίσιας οσμής της", υποστήριξε ο Ευρωπαίος επισκέπτης του Garcia de Orta. "Ανοησίες", απήντησε ο Γκαρσία, "τίποτα δεν είναι πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο σε κάθε τμήμα της Ινδίας, τόσο στην ιατρική όσο και στη μαγειρική. Όλες οι Ινδουιστές που μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, το αγοράζουν για να το προσθέσουν στο φαγητό τους."[19]
Καλλιέργεια και παραγωγή
Το ρητινώδες κόμμι προέρχεται από τον αποξηραμένο χυμό (sap)[Σημ. 18] που εξάγεται από το στέλεχος και τις ρίζες και χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό. Η ρητίνη όταν είναι φρέσκα, είναι γκριζωπή-λευκή, αλλά στεγνώνει σε ένα σκούρο κεχριμπαρένιο χρώμα. Η ρητίνη της ασαφετίδας τρίβεται μετά δυσκολίας και παραδοσιακά συνθλίβεται ανάμεσα σε πέτρες ή με σφυρί. Σήμερα, η συνηθέστερη διαθέσιμη μορφή της είναι η αναμεμιγμένη ασαφετίδα, η λεπτή σκόνη περιέχει 30% ρητίνη ασαφετίδας, μαζί με αλεύρι ρυζιού και αραβικό κόμμι.
Η Φέρουλα η σκορόδοσμος (Ferula assafoetida) είναι μονόοικο (monoecious),[Σημ. 19] ποώδες, πολυετές (perennial)[Σημ. 20] φυτό της οικογένειας των Απιίδων (Apiaceae). Αναπτύσσεται σε ύψος 2 m (6,6 ft), με μια κυκλική μάζα φύλλων 30–40 cm (12–16 in). Τα βλαστικά φύλλα έχουν μεγάλη επικάλυψη μίσχων (petioles).[Σημ. 21] Τα ανθοφόρα στελέχη έχουν ύψος 2,5–3 m (8 ft 2 in–9 ft 10 in) και πάχος 10 cm (3,9 in), είναι δε κούφια με μια σειρά από σχιζογενείς (μεσοκυττάριος χώρος που δημιουργείται με τον αποχωρισμό τών εφαπτόμενων τοιχωμάτων δύο γειτονικών κυττάρων) αγωγούς στο φλοιό (cortex)[Σημ. 22] που περιέχουν ρητινώδες κόμμι. Τα άνθη είναι ανοιχτά πρασινοκίτρινα που παράγονται σε μεγάλα σύνθετα σκιάδια. Οι καρποί είναι ωοειδείς, επίπεδοι, λεπτοί, κοκκινωποί καφέ και έχουν έναν γαλακτώδη χυμό. Οι ρίζες της είναι παχιές, ογκώδεις και πλαδαρές. Παρέχουν μια ρητίνη παρόμοια με αυτή των μίσχων. Όλα τα μέρη του φυτού έχουν τη χαρακτηριστική δυσώδη οσμή.[23]
Σύνθεση
Συνήθως η ασαφετίδα περιέχει περίπου 40-64% ρητίνη, 25% ενδογενή κόμμι, 10-17% πτητικό έλαιο και 1,5–10% τέφρα. Το τμήμα της ρητίνης είναι γνωστό ότι περιέχει asaresinotannols "Α" και "Β", το ferulic οξύ, το umbelliferone και τέσσερις άγνωστες ενώσεις.[24]
Ετυμολογία
Η Αγγλική ονομασία προέρχεται από την asa, την Λατινοποιημένη μορφή της Φαρσί azā, που σημαίνει «ρητίνη» και του Λατινικού fœtidus που σημαίνει «δυσώδης», η οποία δηλώνει την ισχυρή θειούχα της οσμή. Στις ΗΠΑ, η λαϊκή ορθογραφία και την προφορά είναι "asafedity". Λέγεται हींग (hïng) στα Μαράθι, हींग (hīng) στα Χίντι, ହେଙ୍ଗୁ (hengu) στα Odiya, হিং (hiṅ) στα Μπενγκάλι, ಇಂಗು (ingu) στα Κανάντα, കായം (kāyaṃ) στα Μαλαγιαλαμικά, ఇంగువ (inguva) στα Τελούγκου και பெருங்காயம் (perunkayam) στα Ταμίλ. Στα Pashto λέγεται, هنجاڼه (hënjâṇa).[25] Στα Μαλαγιαλάμ του 14ου αιώνα,ονομάζεται "Raamadom" και πωλούνται από ειδικούς Εμπόρους που ονομάζονται "Raamador". Η έντονη οσμή της έχει ως αποτέλεσμα να είναι γνωστή με πολλές δυσάρεστες ονομασίες· Στα Γαλλικά είναι γνωστό (ανάμεσα σε άλλα ονόματα) ως merde du Diable, που σημαίνει «κόπρανα του Διαβόλου»,[26] στα Αγγλικά μερικές φορές ονομάζεται Devil's dung (κοπριά του Διαβόλου) και ισοδύναμα ονόματα μπορούν να βρεθούν στις περισσότερες Γερμανικές γλώσσες (π.χ. Γερμανικά Teufelsdreck,[27] Σουηδική dyvelsträck, Ολλανδικά duivelsdrek[26] και Αφρικάανς duiwelsdrek). Επίσης, στα φιλανδικά ονομάζεται pirunpaska ή pirunpihka, στα Τουρκικά είναι γνωστή ως Şeytan tersi, Şeytan boku ή Şeytan otu[26] και στα Κασουβικά ονομάζεται czarcé łajno.
Δείτε επίσης
Τσάατ μασάλα
Γκαράμ μασάλα
Σίλφιον
Κάρυ (σκόνη)
Σημειώσεις
Το λατέξ (latex), είναι ένα γαλακτώδες υγρό που αποπνέουν τα φυτά, όπως οι ευφορβίες, οι συκιές και οι πικραλίδες.
Το τάμας (tamas, Σανσκριτικά: तमस् tamas «σκοτάδι»), είναι μια από τις τρεις Gunas (τάσεις, ιδιότητες, χαρακτηριστικά), μια φιλοσοφική και ψυχολογική έννοια η οποία αναπτύχθηκε από τη σχολή Σάμκυα της Ινδουιστικής φιλοσοφίας. Οι άλλες δύο ιδιότητες είναι το rajas (πάθος και δραστηριότητα) και η sattva (καθαρότητα και καλοσύνη). Το τάμας (tamas), είναι η ποιότητα της ανισορροπίας, διαταραχής, χάους, άγχους, ακάθαρτης, καταστροφικής, αυταπάτης, αρνητικής, θαμπής ή αδρανής, απάθειας, αδράνειας ή λήθαργου, βίαιου, φαύλου, αδαούς.[Παρ. Σημ. 1][Παρ. Σημ. 2][Παρ. Σημ. 3]
Η μετρίαση (tempering), είναι μια τεχνική μαγειρέματος η οποία χρησιμοποιείται στις κουζίνες της Ινδίας, Μπαγκλαντές, Πακιστάν και της Σρι Λάνκα, κατά την οποία ολόκληρα μπαχαρικά (και ορισμένες φορές επίσης, άλλα συστατικά όπως αποξηραμένα τσίλι, αλεσμένη ρίζα πιπερόριζας ή ζάχαρη) καβουρντίζονται εν συντομία σε λάδι ή γκι (ghee), για να απελευθερωθούν τα αιθέρια έλαια από τα κύτταρα και επομένως να βελτιωθούν οι γεύσεις τους, πριν περιχυθούν μέσα σε ένα πιάτο, μαζί με το λάδι.
Το γκι (ghee), είναι ένα ημί-υγρο βούτυρο, το οποίο προηγουμένως έχει λιώσει, προκειμένου να διαχωριστούν και να αφαιρεθούν οι ακαθαρσίες του και η διαφορά του από το συνηθισμένο βούτυρο είναι ότι δεν περιέχει καθόλου νερό το οποίο εξατμίζεται κατά την διαδικασία παρασκευής του. Το βούτυρο θερμαίνεται σε χαμηλή θερμοκρασία για να εξατμιστεί το νερό που περιέχει και ταυτόχρονα να διαχωριστούν τα λευκώματα και η λακτόζη που περιέχει, χωρίς όμως να υπερθερμανθούν και να καούν. Στο τέλος της διαδικασίας οι πρωτεΐνες και τα σάκχαρα αφαιρούνται με φιλτράρισμα. Όταν το γκι αποκτήσει θερμοκρασία δωματίου γίνεται παχύρρευστο ως πηχτό με χρυσαφί χρώμα, αδιαφανές, και με πολύ έντονη μυρωδιά βουτύρου. Διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου πολύ περισσότερο από ό,τι το συνηθισμένο βούτυρο και ενδείκνυται για τηγάνισμα σε υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να αλλοιώνεται χάρη στο ψηλό σημείο καπνού 205 °C.[Παρ. Σημ. 4][Παρ. Σημ. 5]
O δρομέας των δασών (coureur des bois Γαλλική προφορά: [kuʁœʁ de bwa]) πληθ.: coureurs de bois), ήταν ο γαλλο-καναδός ανεξάρτητος επιχειρηματίας-ξυλοκόπος, ο οποίος ταξίδευε στη Νέα Γαλλία και το εσωτερικό της Βόρειας Αμερικής. Ριψοκινδύνευε στα δάση, συνήθως για να εμπορευτεί διάφορα Ευρωπαϊκά αντικείμενα με γούνες και στην πορεία, έμαθε τις τέχνες και τις πρακτικές των ιθαγενών.
Η ιατρική Γιουνάνι (Yunani) ή Ουνάνι (Unani) (Ουρντού: طب یونانی tibb yūnānī), είναι ο όρος για την Περσο-Αραβική παραδοσιακή ιατρική όπως εξασκείτο στην Μογγολική Ινδία και τον Μουσουλμανικό πολιτισμό στη Νότια Ασία και τη σύγχρονη Κεντρική Ασία. Ο όρος προέρχεται από το Αραβικό Yūnānī (Γιουνάνι) "Έλληνες", καθώς το Περσο-Αραβικό σύστημα ιατρικής, ήταν με τη σειρά του βασιζόμενο στις διδασκαλίες των Ελλήνων γιατρών Ιπποκράτη και Γαληνού.[Παρ. Σημ. 6][Παρ. Σημ. 7][Παρ. Σημ. 8]
Το vata, είναι ένα από τα τρία στοιχειώδη περιεχόμενα ή doshas, της Αγιουρβέδας πειθαρχίας της παραδοσιακής ιατρικής.
H Αγιουρβέδα ονομάζει τρία στοιχειώδη περιεχόμενα, τα doshas (που ονομάζονται Vata, Pitta και Kapha) και δηλώνει ότι η ισορροπία των doshas έχει σαν αποτελέσμα την υγεία, ενώ η ανισορροπία τους, έχει σαν αποτέλεσμα την ασθένεια.
Το pow-wow που στα Deitsch ονομάζεται braucherei, είναι ένα σύστημα της Αμερικανικής λαϊκής θρησκείας και μαγείας, το οποίο συνδέεται με τα Pennsylvania Dutch (κυριολ. Γερμανικά εκ Πενσυλβάνιας).
Οι Pennsylvania Dutch, είναι μια πολιτιστική ομάδα η οποία σχηματίστηκε από τους πρώτους Γερμανόφωνους μετανάστες στην Πενσυλβάνια και τους απογόνους τους. Ιστορικά ομιλούν τη διάλεκτο της Γερμανικής γλώσσας, γνωστής ως Γερμανικά Πενσυλβανίας ή Ολλανδικά Πενσυλβανίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η λέξη «Ολλανδικό» ("Dutch"), δεν αναφέρεται στους Ολλανδούς (Nederlanders) ή τους απογόνους τους, αλλά στους Deitsch ή Deutsch (Γερμανούς).
Αυτό που είναι ακόμα μαλακό.
Duppy (πληθυντικός: duppies), είναι μια λέξη προέλευσης από την Καραϊβική που σημαίνει φάντασμα ή πνεύμα. Μεγάλο μέρος της λαογραφίας της Καραϊβικής περιστρέφεται γύρω από τα duppies.[Παρ. Σημ. 9]
Η Αφρικανική Αμερικανική Hoodoo (επίσης γνωστή ως "conjure", "rootworking", "root doctoring" ή "working the root" ["εργασία στη ρίζα"]), είναι μια παραδοσιακή Αφρικανική Αμερικανική λαϊκή πνευματικότητα, η οποία αναπτύχθηκε από μια σειρά πνευματικών παραδόσεων και πεποιθήσεων της Δυτικής Αφρικής.
Magi (/ˈmeɪdʒaɪ/· Λατινικό πληθυντικό: magus), δηλώνει οπαδούς του Ζωροαστρισμού ή Ζωροάστρη. Η παλαιότερη γνωστή χρήση της λέξης Magi είναι στην τρίγλωσση επιγραφή γραμμένη από τον Δαρείο τον Μέγα, που είναι γνωστή ως η Επιγραφή Μπεχιστούν. Αρχαία Περσικά κείμενα, προγενέστερα της Ελληνιστικής περιόδου, αναφέρονται σε ένα Magus ως Zurvanic και πιθανώς ιερέα του Ζωροαστρισμού.
Daemon είναι η Λατινική λέξη για την Αρχαία Ελληνική Δαίμων (δαίμων: «θεός», «θεϊκός», «εξουσία», «μοίρα»), η οποία αναφέρεται στους δαίμονες της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας και μυθολογίας και της ύστερης Ελληνιστικής θρησκείας και φιλοσοφίας.[Παρ. Σημ. 10][Παρ. Σημ. 11]
Η Μισνά ή Μισσνά (mɪʃnə· Εβραϊκά: מִשְׁנָה, «μελέτη δια της επανάληψης"), από το ρήμα shanah (שנה) ή «για τη μελέτη και κριτική", επίσης "δευτερεύουσα", είναι η πρώτη μεγάλη γραπτή σύνταξη των Εβραϊκών προφορικών παραδόσεων γνωστή ως η «Προφορική Τορά" ("Oral Torah").[Παρ. Σημ. 12]
Mishneh Torah (Εβραϊκά: מִשְׁנֵה תּוֹרָה, "Επανάληψη της Τορά»), με τον υπότιτλο Sefer Yad ha-Hazaka (ספר יד החזקה "Βιβλίο της Δυνατής Χειρός"), είναι ένας κώδικας του Εβραϊκού θρησκευτικού νόμου (Halakha) γραμμένος από τον Μαϊμωνίδη (Ραβίνο Moshe ben Maimon, επίσης γνωστό ως RaMbaM ή "Rambam"), έναν από τους διασημότερους ραβίνους της ιστορίας.
Ο χυμός (βοτανική) (Αγγλικά: sap), είναι αυστηρός όρος της επιστήμης της Γενικής Βοτανικής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην Φυσιολογία Φυτών και όχι οπουδήποτε. Συγκεκριμένα, είναι ΜΟΝΟΝ το πρωταρχικό υδατικό διάλυμα που κινείται στα αγγεία του φυτού με πολύπλοκες φυσικοχημικές διεργασίες (ώσμωση, τριχοειδικά φαινόμενα κ.ά.) και χρησιμεύει στην θρέψη του. Οποιοδήποτε υγρό παράγει το φυτό ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ και σε οποιοδήποτε σημείο του (βλαστό, φύλλα, άνθη, κ.ο.κ.), ακόμη και αν προέρχεται από αυτό το διάλυμα, δεν είναι χυμός (βοτανική), με την ΑΥΣΤΗΡΗ βοτανική έννοια (sensu stricto). Επίσης, ο χυμός (βοτανική), δεν πρέπει να συγχέεται με το λατέξ, τη ρητίνη ή το κενοτόπιο (vacuole).[Παρ. Σημ. 13]
Βρυόφυτο από γαμετόφυτα, ερμαφρόδιτο, αμφιφυλόφιλο, όταν και οι δύο αρσενικές και θηλυκές αναπαραγωγικές δομές αναπτύσσονται στο ίδιο άτομο.
Πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 14]
Ένας μίσχος (στη βοτανική) (petiole), είναι ένα στέλεχος που αποδίδει ενιαία λουλούδια στην ταξιανθία. Είναι τα κλαδιά ή τα στελέχη που συνδέουν το κάθε λουλούδι σε μια ταξιανθία, που περιέχει περισσότερα από ένα λουλούδι.[Παρ. Σημ. 15]
Ο φλοιός (cortex) είναι το εξωτερικό στρώμα του στελέχους ή ρίζας ενός φυτού ή το επιφανειακό στρώμα ή «δέρμα» του τμήματος του μη καρποφόρου τμήματος του σώματος ορισμένων λειχήνων.[Παρ. Σημ. 16]
Παραπομπές σημειώσεων
James G. Lochtefeld, Guna, in The Illustrated Encyclopedia of Hinduism: A-M, Vol. 1, Rosen Publishing, ISBN 9780823931798, page 265
Whicher, Ian The Integrity of the Yoga Darśana, 1998 SUNY Press, 110
Feuerstein, Georg The Shambhala Encyclopedia of Yoga, Shambhala Publications, 1997
Shilpa (14 May 2007). «How to make Ghee». Aayi's Recipes. Ανακτήθηκε στις 24 June 2016.
Landis, Denise (2003). All About Ghee New York Times - Food Chain
{{The transcription as Unani is found in 19th-century English language sources: "the Ayurvedic and Unani systems of medicine" "Madhya Pradesh District Gazetteers: Hoshangabad", Gazetteer of India 17 (1827), p. 587.}}
William Dalrymple (1994). City of Djinns: A Year in Delhi. Flamingo, σελ. 269. ISBN 978-0-00-637595-1.
{{Unani Medicine in India: Its Origin and Fundamental Concepts by Hakim Syed Zillur Rahman, History of Science, Philosophy and Culture in Indian Civilization, Vol. IV Part 2 (Medicine and Life Sciences in India), Ed. B. V. Subbarayappa, Centre for Studies in Civilizations, Project of History of Indian Science, Philosophy and Culture, New Delhi, 2001, pp. 298-325}}
[http://www.nlj.org.jm/docs/folklore_duppy.htm Jamaican Folklore
Derived from the Proto-Indo-European root deh, sense 2 (i-' “cut”, “divide”), Robert S. P. Beekes, Etymological Dictionary of Greek Brill:2009, p. 297.
{{daimōn "δαίμων". A Greek–English Lexicon.}}
The same meaning is suggested by the term Deuterosis ("doubling" or "repetition" in Ancient Greek) used in Roman law and Patristic literature. However it is not always clear from the context whether the reference is to the Mishnah or to the Targum, which could be regarded as a "doubling" of the Torah reading.
Aslam Khan (1 January 2001). Plant Anatomy And Physiology. Gyan Publishing House. ISBN 978-81-7835-049-3. Ανακτήθηκε στις 6 April 2013.
The Garden Helper. The Difference Between Annual Plants and Perennial Plants in the Garden. Retrieved on 2008-06-22.
Hickey, M.; King, C. (2001). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press.
What is a lichen?, Australian National Botanical Garden
Παραπομπές
1897 illustration from Franz Eugen Köhler, Köhler's Medizinal-Pflanzen
The Plant List, Ferula assa-foetida L.
Oxford English Dictionary. "asafœtida". Second edition, 1989.
«Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις January 4, 2012. Ανακτήθηκε στις January 7, 2012.
Literature Search Unit (January 2013). Ferula Asafoetida: Stinking Gum. Scientific literature search through SciFinder on Ferula asafetida. Indian Institute of Integrative Medicine.
«I Spice: Asafetida». The Washington Post. 23 April 2010.
Hemla Aggarwal and Nidhi Kotwal. Foods Used as Ethno-medicine in Jammu. Ethno-Med, 3(1): 65–68 (2009)
Beaumont, William: Experiments and Observations on the Gastric Juice and the Physiology of Digestion (McLachlan & Stewart, Edinburgh, 1888), p.15
«What's in your Acifidity Bag?». Ανακτήθηκε στις 16 September 2014.
Lee, Chia-Lin; Chiang, Lien-Chai; Cheng, Li-Hung; Liaw, Chih-Chuang; Abd El-Razek, Mohamed H.; Chang, Fang-Rong; Wu, Yang-Chang (August 2009). «Influenza A (H1N1) Antiviral and Cytotoxic Agents from Ferula assa-foetida». Journal of Natural Products 72 (xx): 1568–72. doi:10.1021/np900158f. PMID 19691312.
Ancient Chinese Remedy May Work for Flu http://www.livescience.com/health/090910-flu-remedy.html
Mahendra, Poonam; Bisht, Shadhra (2012). «Ferula asafoetida: Traditional uses and pharmacological activity». Pharmacognosy Review 6 (12): 141–146. doi:10.4103/0973-7847.99948. PMID 23055640.
Srinivasan, K (2005). «Role of Spices Beyond Food Flavoring: Nutraceuticals with Multiple Health Effects». Food Reviews International 21 (2): 167–188. doi:10.1081/fri-200051872.
John M. Riddle 1992. Contraception and abortion from the ancient world to the Renaissance. Harvard University Press p. 28 and references therein.
Traditional Systems of Medicine. Abdin, M Z, Abdin, Y P Abrol. Published 2006 Alpha Science Int'l Ltd. ISBN 81-7319-707-5
p. 74, The Ayurvedic Cookbook by Amadea Morningstar with Urmila Desai, Lotus Light, 1991. ISBN 978-0-914955-06-1.
U.S. Patent No. 306, 896 Mixture for Fish-Baits. Inventor - Carol F. Bates of Hughes Springs, Texas. Ingredients are asafoetida, oil of anise, and honey (lines 12-13).
MacGregor Mathers, Samuel Liddell, επιμ. (1889). «VII». The Key of Solomon (Clavicula Salomonis). London: George Redway. «Then he shall kindle a fire with dry rue, upon which he shall put powdered assafoetida, and other things of evil odour; after which let him put the aforesaid names, written on parchment or virgin paper, upon the fire, saying: [...] —»
Dangerous Tastes: The Story of Spices. Andrew Dalby. 2000. University of California Press. Spices/ History. 184 pages. ISBN 0-520-23674-2
m. Avodah Zarah ch. 1; m. Shabbat ch. 20; et al.
Mishneh Torah, Laws of Opinions (Hilchot Deot) 4:8.
Avicenna (1999). The Canon of Medicine (al-Qānūn fī'l-ṭibb), vol. 1. Laleh Bakhtiar (ed.), Oskar Cameron Gruner (trans.), Mazhar H. Shah (trans.). Great Books of the Islamic World. ISBN 978-1-871031-67-6
Abstract from Medicinal Plants of the World, Volume 3, Chemical Constituents, Traditional and Modern Medicinal Uses. Humana Press. ISBN 978-1-58829-129-5 (Print) 978-1-59259-887-8 (Online). DOI 10.1007/978-1-59259-887-8_6. Ivan A. Ross. http://www.springerlink.com/content/k358h1m6251u5053/
Handbook of Indices of Food Quality and Authenticity. Rekha S. Singhal, Pushpa R. Kulkarni. 1997, Woodhead Publishing, Food industry and trade ISBN 1-85573-299-8. More information about the composition, p. 395.
Pashto-English Dictionary
Asafoetida: die geur is des duivels! Vegatopia (in Dutch), Retrieved 8 December 2011. This used as source the book World Food Café: global vegetarian cooking by Chris and Carolyn Caldicott, 1999, ISBN 978-1-57959-060-4
Thomas Carlyle's well-known 19th century novel Sartor Resartus concerns a German philosopher named Teufelsdröckh.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
(Αγγλικά) Gernot Katzer's Spice Pages, Botany, etymology, uses—detailed
(Αγγλικά) All Foods Natural, additional facts, sample recipe using in place of garlic
(Αγγλικά) Sally's Place, Additional information from Ammini Ramachandran
(Αγγλικά) Saudi Aramco World article on the history of asafoetida.
(Αγγλικά) Caldecott, Todd (2006). Ayurveda: The Divine Science of Life. Elsevier/Mosby. ISBN 0-7234-3410-7. Contains a detailed monograph on Ferula foetida, F. narthex, F. rubricaulis (Hing; Devil's Dung; Asafoetida) as well as a discussion of health benefits and usage in clinical practice. Available online at http://web.archive.org/web/20110605012214/http://www.toddcaldecott.com:80/index.php/herbs/learning-herbs/358-hingu
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License