.
Ο Αείλανθος ο υψηλότατος (Ailanthus altissima), γνωστός και ως βρωμοκαρυδιά, βρωμόδεντρο ή βρωμούσα, είναι φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Σιμαρουβοειδών (Simaroubaceae). Είναι ιθαγενές της βόρειας και κεντρικής Κίνας, της Ταϊβάν και της Βόρειας Κορέας. Αντίθετα από άλλα μέλη του γένους Αείλανθος (Ailanthus), απαντάται σε εύκρατα κλίματα αντί σε τροπικά. Μεγαλώνει γρήγορα και μπορεί να φθάσει το ύψος των 15 μέτρων σε 5 χρόνια. Ωστόσο, έχει μικρή διάρκεια ζωής και σπάνια ζει πάνω από 50 χρόνια.
Ιστορία
Στην Κίνα το δέντρο αυτό έχει μια μακρά και πλούσια ιστορία. Γίνεται αναφορά σ’ αυτό, στο παλαιότερο δείγμα κινέζικου λεξικού και απαριθμείται σε αμέτρητα κινεζικά ιατρικά κείμενα για την υποτιθέμενη ικανότητά του να θεραπεύει ασθένειες που κυμαίνονται από ψυχικές ασθένειες μέχρι αλωπεκία. Οι ρίζες, τα φύλλα και ο φλοιός του δέντρου χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, κυρίως ως στυπτικό, ενώ η ρητίνη του ως θυμίαμα στους Ινδουϊστικούς ναούς. Έχει καλλιεργηθεί σε μεγάλο βαθμό τόσο στην Κίνα όσο και στο εξωτερικό ως φυτό ξενιστής για τον σκώρο (Samia cynthia) που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μεταξιού.
Μεταφορά στις άλλες ηπείρους
Ο αείλανθος μεταφέρθηκε για πρώτη φορά από την Κίνα στην Ευρώπη γύρω στο 1740 και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1784. Ήταν ένα από τα πρώτα δέντρα που μεταφέρθηκαν στην Δύση, σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή τέχνη επηρεαζόταν από τα κινέζικα πρότυπα και θεωρήθηκε αρχικά ως δείγμα για έναν όμορφο κήπο. Παρόλα αυτά, ο ενθουσιασμός υποχώρησε αμέσως όταν οι κηπουροί είδαν ότι έβγαζε συνέχεια παραφυάδες και είχε αποκρουστική οσμή. Παρά το γεγονός αυτό, χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως ένα δέντρο για τους δρόμους των πόλεων κατά ένα μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα. Το 1840 το φυτό ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένο στις Η.Π.Α. ως καλλωπιστικό και ήταν διαθέσιμο από φυτώρια. Στην Ελλάδα ο αείλανθος φυτεύτηκε για πρώτη φορά στον Εθνικό Κήπο (τότε Βασιλικό) από το Βασιλιά Όθωνα.
Έχει εγκλιματιστεί σε πολλά μέρη της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ελβετίας, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (από την Ιταλία και την Ουγγαρία νότια προς τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη) και στις περισσότερες χώρες της λεκάνης της Μεσογείου.
Περιγραφή
Είναι δίοικο φυλλοβόλο δέντρο (υπάρχει δηλαδή αρσενικό και θηλυκό φυτό). Μπορεί να φτάσει τα 27 μέτρα σε ύψος, ενώ ο κορμός του το ένα μέτρο σε διάμετρο, ο οποίος είναι λείος, φαιού χρώματος, ενώ οι νεαροί βλαστοί έχουν καφεκόκκινο χρώμα. Έχει μεγάλα πράσινα σύνθετα φύλλα που ξεπερνούν το ένα μέτρο σε μήκος αποτελούμενα από 11-25 αντίθετα διαταγμένα φυλλάρια. Κάθε φυλλάριο διαθέτει μια, μέχρι μερικές αδενώδεις τρίχες. Στα μέσα Απριλίου (έως τον Ιούλιο στις πιο βόρειες περιοχές), το φυτό αναπτύσσει ταξιανθίες από μικρά άνθη, χρώματος κιτρινοπράσινου ως κοκκινωπό, το καθένα με πέντε πέταλα και σέπαλα. Όλα τα μέρη του φυτού έχουν διακριτική έντονη μυρωδιά που θυμίζει "χαλασμένα" φυστίκια ή κάσιους.
Οικολογία
Ο αείλανθος είναι καιροσκοπικό φυτό που ευδοκιμεί σε πλήρη ήλιο και διαταραγμένες περιοχές. Απλώνεται επιθετικά, τόσο από τους σπόρους του, που η ελαφριά κατασκευή που διαθέτουν, τους επιτρέπει να μεταφέρονται με τον άνεμο σε μεγάλες αποστάσεις, όσο και με μοσχεύματα. Αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς σε σύντομο χρονικό διάστημα ακόμη και σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, ανταγωνίζοντας επιτυχώς τα αυτόχθονα δέντρα. Είναι πολύ ανθεκτικό στην ατμοσφαιρική, χημική και σωματιδιακή ρύπανση, συμπεριλαμβανομένου του διοξειδίου του θείου, το οποίο απορροφά στα φύλλα του. Μπορεί να αντέξει τη σκόνη τσιμέντου, τις αναθυμιάσεις λιθανθρακόπισσας, καθώς και την έκθεση στο όζον. Επιπλέον, υψηλές συγκεντρώσεις υδραργύρου έχουν βρεθεί στους ιστούς του.
Ο αείλανθος έχει χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση περιοχών, πρώην ορυχείων κι έχει αποδειχθεί ότι ανέχεται επίπεδα pH μέχρι 4,1. Μπορεί να αντέξει πολύ χαμηλά επίπεδα φωσφόρου και υψηλά επίπεδα αλατότητας. Βρίσκεται συχνά σε περιοχές όπου λίγα δέντρα μπορούν να επιβιώσουν. Παράγει τοξικές ουσίες (κουασσινοειδή) που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών, ένα φαινόμενο γνωστό ως «αλληλοπάθεια». Η αντοχή του δέντρου στην ξηρασία, οφείλεται στην ικανότητα του να αποθηκεύει αποτελεσματικά το νερό στο ριζικό του σύστημα, το οποίο είναι πολύ επιθετικό και μπορεί να προκαλέσει καταστροφές σε θεμέλια και υπόγειες σωληνώσεις, όπως αποχετεύσεις, σωλήνες ύδρευσης ή καλώδια τηλεφώνου και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Αναφορές
Πράσινος εισβολέας
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License