Ο Τσίφτης είναι είδος ικτίνου [4][5] που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Milvus migrans και περιλαμβάνει 7 (ή 5) υποείδη.[6][7]
Τσίφτης | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
|
||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Milvus migrans Boddaert, 1783 |
||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Milvus migrans aegyptius(?) [2] |
Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος M. m. migrans.[6]
Ονοματολογία
Η λατινική ονομασία milvus, αλλά και η αγγλική ονομασία του γένους kite, φαίνεται ότι σχετίζονται άμεσα, διότι το kite είναι η μετάφραση του λατινικού milvus που σημαίνει «χαρταετός» και, πιθανόν, πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο.
Η λατινική ονομασία του είδους migrans = «μεταναστευτικός», προέρχεται από το ρήμα migrο (=μετακινούμαι, φεύγω από το ένα μέρος για να πάω στο άλλο, αναχωρώ και, κατ’επέκτασιν μεταναστεύω).[8]
Η ελληνική ονομασία τσίφτης, προέρχεται από την αλβανική λέξη qift = «γεράκι».[9]
Συστηματική Ταξινομική
Η Ταξινομική του τσίφτη παραμένει εξαιρετικά προβληματική και χρειάζονται ακόμη πολλά δεδομένα και χρωμοσωμικές αναλύσεις για να υπάρξει συμπέρασμα. Είχαν αρχικά περιγραφεί 12 υποείδη, μετά έγιναν 7 και κατόπιν 5, με την πιθανότητα να μειωθούν περαιτέρω. Το εγκυρότατο σύγγραμμα των Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003, δέχεται την ύπαρξη 7 υποειδών, ενώ η ITIS μόνον 5:
Ο τσίφτης, είναι γνωστό ότι υβριδίζεται επιτυχώς με τον ψαλιδιάρη (Milvus milvus) είτε σε συνθήκες αιχμαλωσίας όπου και τα δύο είδη παραμένουν μαζί, είτε στη φύση στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου και, σπάνια, σε άλλα μέρη.[10] Η ερμηνεία αυτή είναι προβληματική: η ανάλυση μιτοχονδριακού DNA είναι επιρρεπής σε γεγονότα υβριδισμού, ενώ η εξελικτική ιστορία του πληθυσμού στο Πράσινο Ακρωτήριο δεν είναι ακόμη γνωστή , με αποτέλεσμα, η γενετική σχέση των υποειδών να παραμένει συγκεχυμένη. Επειδή η γεωγραφική εγγύτητα, δεν αποτελεί από μόνη της δείκτη γενετικής συγγένειας και η συνολική γενετική ομοιότητα είναι υψηλή,[11] πιθανόν τα άτομα του Πράσινου Ακρωτηρίου να ανήκουν σε ένα υπολειμματικό είδος (relict species).
Πρόσφατες μελέτες DNA δείχνουν ότι τα αφρικανικά υποείδη parasitus και aegyptius διαφέρουν σημαντικά από τα αντίστοιχα του ευρασιατικού κλάδου, και θα πρέπει να θεωρείται ότι αποτελούν ένα ξεχωριστό, αλλοπατρικό είδος, το Μilvus aegyptius.[12]
Υπήρξαν κάποιες προτάσεις, ότι το υποείδος lineatus θα πρέπει να αναβαθμιστεί σε είδος (Μ. lineatus), αλλά αυτή η υπόθεση δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί επαρκώς.[11]
Γεωγραφική κατανομή
Χάρτης εξάπλωσης του Τσίφτη. Πράσινο: Όλο το έτος (επιδημητικός), Πορτοκαλί: καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλέ: Περιοχές διαχείμασης
Ο Τσίφτης, γενικότερα ως είδος, απαντάται σε όλες τις ηπείρους πλήν της Αμερικής και, υπό μία έννοια, αποτελεί το πλέον επιτυχημένο αρπακτικό πτηνό παγκοσμίως. Βέβαια, στις εν λόγω ηπείρους, δεν βρίσκεται παντού, όπως λ.χ. στην Ασία, όπου λείπει από το μεγαλύτερο μέρος της Ινδονησίας ή της Βόρνεο κ.λ.π. Απαντά και στις τέσσερις κατηγορίες μετακίνησης (επιδημητικός, καλοκαιρινός ή διαχειμάζων επισκέπτης και μεταναστευτικός), ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος της επικρατείας του.
Στην Ινδία, η πυκνότητα των πληθυσμών του εκεί υποείδους είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ιδίως σε περιοχές με υψηλή συγκέντρωση ανθρώπινου πληθυσμού, διότι εκεί τα πουλιά αποφεύγουν τις πυκνές δασώδεις περιοχές. Μια έρευνα του 1967, στα 150 τετραγωνικά χιλιόμετρα της πόλης του Νέου Δελχί έδωσε, κατ’ εκτίμησιν, 2200 ζεύγη ή περίπου 15 ζεύγη ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.[13][14]
Παρ’όλο που άτομα από την Αυστραλία έχουν φτάσει περιστασιακά στη Νέα Ζηλανδία, όμως, μόνο ένα (1) άτομο παρέμεινε εκεί (σήμερα είναι περίπου 21 ετών).[15]
Μεταναστευτικές οδοί
Οι πληθυσμοί που ζουν στις εύκρατες περιοχές, τείνουν να είναι αποδημητικοί, ενώ εκείνοι των τροπικών και της Αυστραλίας είναι μόνιμοι (επιδημητικοί). Οι πληθυσμοί της Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας κινούνται προς τις τροπικές περιοχές κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Τσίφτης εμφανίζεται μόνο ως περιπλανώμενος κατά τη μετανάστευση. Τα άτομα που ζουν στην Αυστραλία ζουν μία «νομαδική» ζωή με ακανόνιστο κύκλο αναπαραγωγής και χωρίς σταθερή ωοτοκία, ενώ σπανιότατοι περιπλανώμενοι επισκέπτες, έχουν παρατηρηθεί μέχρι και τα νησιά της Χαβάης.
Οι Τσίφτες είναι ταξιδευτές των θερμικών ρευμάτων και, ως εκ τούτου, μετακινούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας και, σχεδόν πάντοτε, σε μεγάλες ομάδες.
Κεφάλι ενήλικου Τσίφτη
Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί διαχειμάζουν νότια της Σαχάρας, φθάνοντας μέχρι τη Νότια Αφρική, αναμιγνυόμενοι με τους τοπικούς μόνιμους πληθυσμούς, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται στη δυτική και κεντρική Αφρική, βόρεια του ισημερινού. Η απόσταση που μπορεί να διανύσουν, σπάνια υπερβαίνει τα 5000 χιλιόμετρα, αλλά μπορεί να είναι σε ορισμένες περιπτώσεις και πάνω από 8000 χιλιόμετρα. Μεμονωμένα άτομα διαχειμάζουν στη νοτιοδυτική και νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς και στη Σικελία. Η Μεσόγειος Θάλασσα διασχίζεται, γενικά, στα στενά του Γιβραλτάρ και, μόνο λίγα άτομα επιλέγουν το στενό σημείο Σικελίας-Τυνησίας, ή τη βαλκανική οδό μέσω των αιγαιοπελαγίτικων νησιών. Ο μεγαλύτερος όγκος των ευρωπαϊκών πληθυσμών μεταναστεύει μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, όταν όμως η καλοκαιρία παρατείνεται στην κεντρική Ευρώπη, ορισμένα άτομα μπορεί να μείνουν στην περιοχή αναπαραγωγής μέχρι και τον Οκτώβριο ή και τον Νοέμβριο. Το γεγονός αυτό θα πρέπει εν μέρει να αποδοθεί και στην ανάμιξη με πληθυσμούς από Ψαλιδιάρηδες. Στην Ελβετία, ωστόσο, το 2003 αναφέρθηκε μια επιτυχημένη διαχείμαση Τσίφτη στην πόλη της Γενεύης.[16]
Η ανοιξιάτικη μετανάστευση ξεκινά στις αρχές Φεβρουαρίου και ακολουθεί, ουσιαστικά, την αντίστροφη πορεία, αλλά οι πληθυσμοί επιλέγουν το πέρασμα Τυνησίας-Σικελίας πιο συχνά. Κατά τη μετανάστευση, ο Τσίφτης έχει μεγαλύτερη τάση να σχηματίζει μεγάλα σμήνη, από άλλα αποδημητικά αρπακτικά, ιδιαίτερα πριν από τα μεγάλα θαλάσσια περάσματα.[17] Στην Ινδία, το εκεί επιδημητικό υποείδος govinda παρουσιάζει μεγάλες εποχιακές συγκεντρώσεις, με τα υψηλότερα ποσοστά από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο, μετά τους μουσώνες και, έχει υποτεθεί ότι πραγματοποιεί τοπικές μετακινήσεις για να αποφύγει την υψηλή βροχόπτωση.[18]
Βιότοπος
Τσίφτης στον τυπικό του βιότοπο
Ο Τσίφτης είναι ένα αρπακτικό εξαρτημένο από τη γειτονική παρουσία υδάτινων οικοσυστημάτων, κυρίως δασωμένων παραλιμνίων ή πλημμυρισμένων περιοχών, ή συχνάζει σε δενδροστοιχίες κατά μήκος ποταμών με αργή ροή, κυρίως στα άτομα του ευρωπαϊκού υποείδους, στο βόρειο τμήμα της Παλαιαρκτικής επικράτειας. Ωστόσο, σε ορισμένες περιοχές, ο Τσίφτης μπορεί να βρεθεί και μακριά από το νερό, σε εντελώς ξηρές περιοχές, εφόσον υπάρχουν δένδρα και επαρκής παροχή πιθανών θηραμάτων. Στα άλλα υποείδη, η προτίμηση στο νερό φαίνεται να είναι σημαντικά λιγότερη ή και καθόλου ορατή. Μόνον η διαθέσιμη τροφή και οι κατάλληλες συνθήκες αναπαραγωγής φαίνεται να είναι καθοριστικές, οπότε ποικίλλουν και οι οικότοποι: από μαγκρόβια έλη στις εκβολές των ποταμών μέχρι και οικοσυστήματα σε μεγάλο υψόμετρο, όπως ξηρές ορεινές στέπες στα Αλτάι. Οι πληθυσμοί στην Αφρική, δείχνουν μια στενή σχέση με τις τροφικές οικολογικές συνήθειες των ανθρώπων, και εγκαθίστανται στην άκρη των πόλεων, μαζί με άλλους «καθαριστές» (scavengers), όπως ο γύπας Νεκροσύρτης (Necrosyrtes monachus), χρήστες των ανθρωπίνων αποβλήτων. Μεγάλη ποικιλία οικοτόπων τέλος, μεταξύ άλλων και απομακρυσμένες περιοχές ερήμων, περιλαμβάνονται στις προτιμήσεις του αυστραλιανού υποείδους.
Μορφολογία
Ο Τσίφτης είναι ένα, μετρίου μεγέθους, κομψό αρπακτικό που χαρακτηρίζεται από το γενικότερο σκούρο καφέ φτέρωμα και τη διχαλωτή ουρά του (λιγότερο διχαλωτή από τον Ψαλιδιάρη). Το κεφάλι, ο λαιμός και ο τράχηλος είναι αρκετά πιο ανοιχτόχρωμα, όχι όμως τόσο όσο στον Ψαλιδιάρη.
Οι πτέρυγές του είναι αρκετά μακριές σε σχέση με το μέγεθός του, γκρι-καφέ στην άνω επιφάνεια με την κάτω επιφάνεια να φέρει πιο ανοιχτόχρωμες περιοχές (όχι«λευκά μπαλώματα»)και, μαυριδερά -σχεδόν μαύρα- άκρα στα πρωτευόντων ερετικά φτερά. Στην πτήση και σε μετωπιαία όψη, φαίνεται να σχηματίζουν ένα ελαφρό δίεδρο προς τα κάτω.
Ενήλικος Τσίφτης σε πτήση (κοιλιακή όψη)
Το κήρωμα και και η κάτω γνάθος, είναι κίτρινα, η άνω γνάθος (ραμφοθήκη) είναι μαύρη, ενώ τα πόδια είναι κίτρινα και οι γαμψώνυχες μαύροι.
Συχνά γυροπετάει (soaring), ενώ η κίνησή του στον αέρα θυμίζει χαρταετό, εξ ου και η αγγλική ονομασία του γένους Kite.
Τα νεαρά άτομα είναι έχουν πιο ανοιχτόχρωμο κεφάλι και στήθος. Η ίριδα είναι καφέ και τα νύχια είναι γκρίζα. Αποκτούν το φτέρωμα των ενηλίκων μετά τα 5-6 χρόνια ζωής τους.
Είναι μικρότερος από τον συγγενικό του Ψαλιδιάρη, ενώ, εκτός από μια μικρή διαφορά βάρους (17%), τα φύλα είναι παρόμοια.
Μήκος σώματος: (46-) 51 έως 56 (-66) εκατοστά.
Άνοιγμα πτερύγων: (112-) 114 έως 117 (-153) εκατοστά.
Βάρος: Αρσενικό 500 έως 620 γραμμάρια, θηλυκό 850 έως 950 γραμμάρια, κατά μέσον όρο.
Κυνήγι και Ηθολογία
Σύγκριση της ουράς Τσίφτη (αριστερά) και Ψαλιδιάρη
Ο Τσίφτης είναι ένα καθαρά ημερόβιο αρπακτικό. Οι πρώτες πτήσεις για θηράματα αρχίζουν λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου και, συνήθως πριν από το ηλιοβασίλεμα βρίσκεται ήδη στις περιοχές κουρνιάσματος. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις αφθονίας τροφής, για παράδειγμα στη μαζική εμφάνιση της μηλολόνθης, παραμένει ενεργός μέχρι το τέλος του λυκόφωτος. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, το θηλυκό μένει στη φωλιά και το αρσενικό περιφέρεται στην περιοχή, αλλά εκτός αυτής της περιόδου απαντάται σε δέντρα, όπου μπορούν να συγκεντρωθούν έως και αρκετές εκατοντάδες πουλιά. Πολλές φορές, μάλιστα, πριν το κούρνιασμα περιφέρεται κατά μεγάλες ομάδες στην γύρω περιοχή.[19] Είναι εξαιρετικά κοινωνικός, όχι ιδιαίτερα εδαφικός και, τείνει να υπερασπίζεται μόνο το άμεσο περιβάλλον του.
Οι Τσίφτες απαντώνται συχνά να γυροπετάνε (soaring) στα θερμικά ρεύματα καθώς ψάχνουν για τροφή, αλλάζοντας κατευθύνσεις εύκολα. Από εκεί μπορούν να «καταδύονται» με τα πόδια τους προτεταμένα για να αρπάξουν μικρά θηράματα, ψάρια, αλλά και οικιακά απορρίμματα, σφάγια και θνησιμαία. Είναι κυνηγοί οπορτουνιστές και συχνά συλλαμβάνουν πουλιά, νυχτερίδες και τρωκτικά.[20] Η σύλληψη θηραμάτων κατόπιν καταδίωξης είναι αρκετά σπάνια, αλλά συμβαίνει.
Οι πληθυσμοί της Ευρώπης και της κεντρικής και βόρειας Ασίας συμπεριφέρονται αρκετά επιφυλακτικά προς τους ανθρώπους κρατώντας κάποια απόσταση από αυτόν. Όμως, στη νότια Ασία και την Αφρική, οι εκεί πληθυσμοί είναι στενά συνδεδεμένοι με την τροφή που δυνητικά μπορεί να παρέχουν οι άνθρωποι και, όπου δεν διώκονται, μείωσαν τις αποστάσεις μόλις στα λίγα μέτρα και, κουρνιάζουν ή φωλιάζουν στο άμεσο ανθρώπινο περιβάλλον. Διάφορες ιστορικές πηγές μιλούσαν για αρπακτικά και μέσα στις ευρωπαϊκές πόλεις, που πιθανόν να ήσαν Τσίφτες,αλλά σήμερα, υπάρχει μόνο μια αποικία στην Κωνσταντινούπολη.
Τα υποείδη parasitus και govinda έχουν εξοικειωθεί τόσο πολύ στην ανθρώπινη παρουσία που, φθάνουν σε όρια «πρωτόγνωρα» για αρπακτικό πτηνό. Έχουν παρατηρηθεί να «επιτίθενται» σε βάρκες ψαρέματος για να κλέψουν ψάρια ή στους πάγκους των λαϊκών αγορών για να αρπάξουν το εμπόρευμα. Τέλος, δεν είναι σπάνιο να προσπαθούν να «κλέψουν» την τροφή κάποιου που τρώει, όπως σάντουιτς ή ψητό κρέας, μιμούμενοι κάποια πρωτεύοντα θηλαστικά.[13][19]
Τροφή
Η επιλογή του θηράματος εξαρτάται από το φυσικό περιβάλλον του εκάστοτε υποείδους. Οι πληθυσμοί κοντά σε νερό επιλέγουν κυρίως μικρά ζώα και ψάρια, ειδικά στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όπου τα ψάρια μπορούν να φθάσουν στο 80% του συνολικού βάρους τροφής, ενώ το υπόλοιπο συμπληρώνουν μικρά πτηνά και θηλαστικά. Κάποιες φορές ψαρεύει όπως ο Ψαραετός [21]
Μηλολόνθη (Melolontha sp.) από τα αγαπημένα εδέσματα του Τσίφτη
Σε ξηρές περιοχές στρέφεται σε πουλιά, ερπετά, αμφίβια και μικρά θηλαστικά όπως σκαντζόχοιρους. Τα περιστέρια (Columbidae) και τα κορακοειδή (Corvidae) σε ξηρά ενδιαιτήματα μπορούν να αποτελέσουν ένα μεγάλο μερίδιο της λείας, αλλά και μεγάλα έντομα (μηλολόνθες), γαιοσκώληκες και σαλιγκάρια. Φυτική τροφή συμπεριλαμβάνεται κατά τη διάρκεια της κατανάλωσης των ανθρώπινων αποβλήτων. Στη δυτική και κεντρική Αφρική, οι εκεί διαχειμάζοντες Τσίφτες μπορεί να στραφούν ακόμη και στους καρπούς του φοινικοειδούς ααβόρα (Elaeis guineensis). Τέλος, έχουν παρατηρηθεί να ακολουθούν τα σμήνη των ακρίδων κατά τη μετανάστευσή τους.
Στην Ισπανία επιτίθεται στα μικρά των υδρόβιων πτηνών, ειδικά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, για να ταΐσει τους δικούς του νεοσσούς, αλλά έχει παρατηρηθεί να επιτίθεται και στις φωλιές άλλων Τσιφτών.[22] Επίσης, μπορεί να παρενοχλεί άλλα πουλιά, κυρίως γλάρους, ερωδιούς ή πελαργούς για να τους κλέψει τη λεία, ακόμη και αν χρειαστεί να την εξεμέσουν.
Γενικά, πρόκειται πιθανότατα για το πιο επιτυχημένο αρπακτικό στον κόσμο από οικολογική άποψη, αφού είναι κυριολεκτικά παμφάγο, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα να σκοτώσει μεγάλα θηράματα.[23]
Οι Τσίφτες προσελκύονται από τον καπνό και τις πυρκαγιές, όπου αναζητούν τυχόν διαφεύγοντα θηράματα.[24] Αυτή η συμπεριφορά, οδήγησε τους Αυστραλιανούς αβορίγινες να πιστεύουν ότι οι Τσίφτες προκαλούν εξάπλωση των πυρκαγιών μαζεύοντας πυρωμένα κλαδιά και ρίχνοντάς τα πάνω σε ξερά χόρτα.[25]
Αναπαραγωγή
Νεαροί Τσίφτες στη φωλιά τους
Η εποχή αναπαραγωγής του Τσίφτη εξαρτάται από το υποείδος και, άρα, από τη γεωγραφική περιοχή φωλιάσματος. Έτσι, στην Ινδία ξεκινάει το χειμώνα, ώστε τα μικρά πουλιά να γεννηθούν πριν από τις μουσώνες. Οι φωλιές είναι πρόχειρες πλατφόρμες από κλαδιά και κουρέλια τοποθετημένες πάνω σε δένδρα και μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν κατά τα επόμενα έτη. Στην Ευρώπη τα πουλιά φωλιάζουν αρκετά αργά, από τον Απρίλιο και μετά. Στις ιταλικές Άλπεις τείνουν να χτίζουν τη φωλιά τους κοντά στο νερό, σε απότομους γκρεμούς ή ψηλά δέντρα.[26] Στον μαροκινό Άτλαντα και στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, οι φωλιές τείνουν να κατασκευάζονται σε κάθετα βράχια, ενώ γενικότερα στην Αφρική, χρησιμοποιούνται και πολλά κτήρια. O προσανατολισμός της φωλιάς σχετίζεται με τον άνεμο και τις βροχοπτώσεις.[27] Οι φωλιές μπορεί μερικές φορές να είναι «διακοσμημένες» με φωτεινά υλικά, όπως πλαστικά λευκού χρώματος και, μια μελέτη στην Ισπανία δείχνει ότι μπορεί αυτό να παίζει κάποιο ρόλο, ως σημάδι για να κρατήσει μακριά τους άλλους Τσίφτες.[28]
Στην Ελλάδα, το φώλιασμα ξεκινάει από τα τέλη Απριλίου, σε δένδρα κοντά στο νερό, ενώ η γέννα πραγματοποιείται στα μέσα Μαΐου. Συνήθως, χρησιμοποιούνται παλαιότερες φωλιές από κορακοειδή, πελαργούς, ερωδιούς κ.α., που τις μεγαλώνουν τοποθετώντας επιπρόσθετα υλικά, μεταξύ των οποίων και σκουπίδια (κουρέλια, χαρτιά, κονσερβοκούτια, κ.ο.κ.).[23] Όπως συμβαίνει και με τον Ψαλιδιάρη, η χρήση ακατάλληλων υλικών, οδηγεί αρκετές φορές σε ελλιπή αερισμό του εσωτερικού της φωλιάς με καταστροφικές συνέπειες για τους νεοσσούς.
Μετά την επιλογή συντρόφου, το αρσενικό δένεται στενά με το θηλυκό,αλλά κάποια αφύλαχτα θηλυκά μπορεί, συχνά,να προσεγγιστούν από άλλα αρσενικά, και τα επιπλέον ζευγαρώματα είναι συνηθισμένα. Γι’αυτό, πολλές φορές, τα αρσενικά που επιστρέφουν από κάποια αναζήτησης τροφή συνευρίσκονται επανειλημμένα με το ήδη γονιμοποιημένο θηλυκό, καθώς αυτό αυξάνει τις πιθανότητες γονιμοποίησης από το συγκεκριμένο αρσενικό και, όχι από κάποιο διαφορετικό.[29] Τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό λαμβάνουν μέρος στην κατασκευή της φωλιάς.
Η γέννα αποτελείται από 2 ή 3 (σπανίως 1-5) αυγά που εναποτίθενται σε διαστήματα 2 έως 3 ημερών, μεταξύ τους. Η επώαση γίνεται ως επί το πλείστον από το θηλυκό, ξεκινώντας από το πρώτο αυγό και διαρκεί 25-38 (συνήθως 32-34) ημέρες. Μετά την εκκόλαψη, η παροχή τροφής γίνεται από το αρσενικό, ενώ το θηλυκό μένει στη φωλιά και αναλαμβάνει τη σίτιση και τη φροντίδα των νεοσσών. Το φτέρωμα βγαίνει στις 30 ημέρες και σιτίζονται μόνοι τους στις 35 ημέρες. Στις 40 ημέρες βγαίνουν έξω από τη φωλιά και, το πρώτο πέταγμα πραγματοποιείται στις 42 ημέρες, περίπου.[30] Οι νεοσσοί του πληθυσμού της Ινδίας τείνουν να μείνουν στη φωλιά για σχεδόν δύο μήνες.[31] Οι νεοσσοί εκκολάπτονται αργότερα στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, ενώ φαίνεται να πετάνε γρηγορότερα. Η φροντίδα των νεοσσών από τους γονείς φαίνεται να έχει την τάση να μειώνεται, ανάλογα με την ανάγκη των γονιών να μεταναστεύσουν.[32][33] Τα αδέλφια δείχνουν επιθετικότητα το ένα προς το άλλο, ενώ συχνά το ασθενέστερο μπορεί να θανατωθεί, αλλά οι γονείς τείνουν να σιτίζουν, κατά προτίμηση, τα μικρότερα πουλάκια σε πειράματα με αλλαγμένες φωλιές.[34] Τα νεαρά πουλιά είναι σε θέση να αναπαραχθούν μετά το δεύτερο έτος της ηλικίας τους.[31]
Ενήλικος Τσίφτης (κοιλιακή όψη)
Παράγοντες θνησιμότητας
Οι κίνδυνοι για τον Τσίφτη είναι συνάρτηση των επί μέρους υποειδών και άρα της περιοχής όπου ζούν και αναπαράγονται. Στην Ιαπωνία βρέθηκαν άτομα να έχουν συσσωρεύσει σχεδόν το 70% του υδραργύρου από μολυσμένη τροφή.[35] Λόγω της συνήθειας που έχουν να κουρνιάζουν σε ηλεκτρικά καλώδια, πέφτουν συχνά θύματα ηλεκτροπληξίας,[36][37] ενώ, επίσης λόγω της συνήθειάς τους να εφορμούν στους αυτοκινητοδρόμους για να συλλέξουν νεκρά τρωκτικά ή άλλη λεία, οδηγούνται σε συγκρούσεις με οχήματα.[38] Περιπτώσεις μαζικής δηλητηρίασης ως αποτέλεσμα της διατροφής με δηλητηριασμένα τρωκτικά σε γεωργικές εκτάσεις, έχουν επίσης σημειωθεί.[39] Τέλος, όπως τα περισσότερα είδη πτηνών, έχουν παράσιτα, όπως τρηματώδη,[40] και κάποια άλλα που μεταδίδονται με τα ψάρια.[41][42]
Κατάσταση πληθυσμού
Σύμφωνα με την Κόκκινη Λίστα της IUCN, το 2012 ο Τσίφτης είναι είδος ενταγμένο στην κατηγορία LC (= ελαχίστης ανησυχίας), διότι πληρούνται οι όροι, τόσο του εύρους κατανομής, όσο και των πληθυσμιακών κριτηρίων, με την Ευρώπη να καλύπτει το 5-24% του παγκόσμιου πληθυσμού.[43]
Νεαρός Τσίφτης
Στην Ελλάδα, έρχεται για να φωλιάσει -κυρίως στη βόρεια χώρα και σε περιορισμένους αριθμούς- από τα μέσα Απριλίου,ενώ φεύγει από το Σεπτέμβριο για την Αφρική. Οι πληθυσμοί βαίνουν συνεχώς μειούμενοι.[23]. Το είδος είναι επίσης χειμερινός επισκέπτης στη χώρα μας, κυρίως στους μεγάλους υγρότοπους της βόρειας Ελλάδας, όπως π.χ. το Δέλτα Έβρου (30-40 άτομα κάθε χειμώνα), τη λίμνη Κερκίνη κ.α. Πιο διαδεδομένο κατά τη (φθινοπωρινή κυρίως) μετανάστευση, οπότε μικρά σμήνη ή μεμονωμένα άτομα απαντώνται νότια στη Ν.Δ. Πελοπόννησο, στην Κρήτη κ.α. (Χανδρινός 1992, Handrinos & Akriotis 1997). Τρία άτομα δακτυλιωμένα στη Γερμανία βρέθηκαν στη Λακωνία, στα Κύθηρα και στον Πύργο Ηλείας (Ακριώτης & Χανδρινός 2004). Ποσοστό του πληθυσμού του είδους που βρίσκεται στην Ελλάδα: <1% του ευρωπαϊκού.[44].
Έτσι, αντίθετα με την καλή κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού, ειδικά στην Ελλάδα κατατάσσεται στα Κινδυνεύοντα (Endangered E1) είδη.[45]. Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι φαίνεται να είναι οι εκχερσώσεις των παρυδάτιων και άλλων δασών, οι συνεχιζόμενες επεμβάσεις στους υγρότοπους και το κυνήγι.
Το είδος είναι ιδιαίτερα προστατευόμενο (Παρ. 1, απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ). Είναι αναγκαία η πλήρης καταγραφή του αναπαραγομένου πληθυσμού και η λήψη μέτρων για το κυνήγι.[46]. Τοπικά ωφελείται ως ένα βαθμό και από τις ταΐστρες για αρπακτικά πουλιά, όπως αυτή στο Ε.Π. Δαδιάς ή στα Μετέωρα.[44].
Άλλες ονομασίες
Ο Τσίφτης απαντάται στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Ικτίνος , Άρπη.[47]
Παραπομπές
Thiollay, 1994
περιλαμβάνει και το arabicus
περιλαμβάνει και το tenebrosus
Όντρια, σ. 77
Κιόρτσης
Howard and Moore, p. 100
ITIS
http://artflx.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.11:1611.lewisandshort
Μπαμπινιώτης, σ. 1812
Sabine Hille and Jean-marc Thiollay (2000)
Schreiber et al
Johnson et al
Whistler
Galushin V M
Wingspan Birds of Prey Trust". Wingspan Birds of Prey Trust. 2012-10-25. Retrieved 22 January 2013
M. Schweizer
Agostini N & A Duchi
Mahabal, Anil and Bastawade, DB
Ali, S & S D Ripley
Narayanan
Bruun, p. 82
Veiga, J. P. and Hiraldo, F.
Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 66
Hollands
Chisholm
Sergio et al (2003)
Viñuela J & C Sunyer
Sergio et al (2011)
Koga, K. and Shiraishi, S.
Harrison, p. 95
Desai,JH; Malhotra, AK
Bustamante J. & Hiraldo F.
Bustamante (1994)
Viñuela, Javier (1999)
Honda et al (2011)
Ferrer et al (2011)
Janss, GFE (2000)
Cooper
Mendelssohn, H; Paz, U (1977)
Karyakarte
Seo et al (2011)
Lal
IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
http://www.katakali.net/drupal/?q=el/node/297/
Κόκκινο Βιβλίο, σ. 176
Κόκκινο Βιβλίο, σ. 177
Απαλοδήμος, σ. 34
Πηγές
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Β. Κιόρτσης, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 29 , λήμμα «Ικτίνος»
Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
Agostini N & A Duchi (1994). "Water-crossing behavior of Black Kites (Milvus migrans) during migration". Bird Behaviour 10: 45–48. doi:10.3727/015613894791748935.
Ali, S & S D Ripley (1978). Handbook of the birds of India and Pakistan 1 (2 ed.). Oxford University Press. pp. 226–230. ISBN 0-19-562063-1.
Bustamante J. & Hiraldo F. (1989). "Post-fledging dependence period and maturation of flight skills in the Black Kite Milvus migrans". Bird Study 56 (3): 199–204. doi:10.1080/00063658909477025.
Bustamante, J (1994). "Family break-up in Black and Red Kites Milvus migrans and Milvus milvus:is time of independence an offspring decision". Ibis 136 (2): 176–184. doi:10.1111/j.1474-919X.1994.tb01082.x.
Chisholm AH (1971). "The use by birds of tools and playthings". Vict. Nat. 88: 180–188.
Cooper JE (1973). "Post-mortem findings in East African birds of prey". J. Wildlife Diseases 9 (4): 368–375.
Desai,JH; Malhotra, AK (1979). "Breeding biology of the Pariah Kite Milvus migrans at Delhi Zoological Park". Ibis 121 (3): 320–325. doi:10.1111/j.1474-919X.1979.tb06849.x.
Ferrer, Miguel; Manuel de la Riva and Javier Castroviejo (1991). "Electrocution of Raptors on Power Lines in Southwestern Spain". Journal of Field Ornithology 62 (2): 181–190. JSTOR 4513623.
Galushin V M (1971). "A huge urban population of birds of prey in Delhi, India". Ibis 113: 552.
Hollands, David (1984). Eagles, hawks, and falcons of Australia. Nelson. ISBN 0-17-006411-5.
Honda, K; T Nasu & R Tatsukawa (1986). "Seasonal changes in mercury accumulation in the black-eared kite, Milvus migrans lineatus". Environmental Pollution Series A, Ecological and Biological 42 (4): 325–334. doi:10.1016/0143-1471(86)90016-4.
Janss, GFE (2000). "Avian mortality from power lines: a morphologic approach of a species-specific mortality". Biological Conservation 95 (3): 353–359. doi:10.1016/S0006-3207(00)00021-5.
Karyakarte PP (1970). "A new species of Echinochasmus (Trematoda: Echinostomatidae) from the kite, Milvus migrans (Boddaert), in India". Rivista di Parassitologia 31 (2): 113–6. PMID 5529542
Koga, K. and Shiraishi, S. (1994). "Copulation behaviour of the Black Kite Milvus migrans in Nagasaki Peninsula". Bird Study 41 (1): 29–36. doi:10.1080/00063659409477194.
Lal, Makund Behari (1939). "Studies in Helminthology-Trematode parasites of birds". Proceedings of the Indian Academy of Sciences. Section B 10 (2): 111–200.
Mahabal, Anil and Bastawade, DB (1985). "Population ecology and communal roosting behaviour of pariah kite Milvus migrans govinda in Pune (Maharashtra)". J. Bombay. Nat. Hist. Soc. 82 (2): 337–346.
Mendelssohn, H; Paz, U (1977). "Mass mortality of birds of prey caused by Azodrin, an organophosphorus insecticide". Biological Conservation 11 (3): 163. doi:10.1016/0006-3207(77)90001-5.
Narayanan, E (1989). "Pariah Kite Milvus migrans capturing Whitebreasted Kingfisher Halcyon smyrnensis". J. Bombay Nat. Hist. Soc. 86 (3): 445
M. Schweizer: Seltene Vogelarten und ungewöhnliche Vogelbeobachtungen in der Schweiz im Jahre 2002. 12. Bericht der Schweizerischen Avifaunistischen Kommission. In: Ornithol. Beob. 100, S. 293–314, 2003
Seo M;Guk SM; Chai JY;Sim S; Sohn WM (2008). "Holostephanus metorchis (Digenea: Cyathocotylidae) from Chicks Experimentally Infected with Metacercariae from a Fish, Pseudorasbora parva, in the Republic of Korea". The Korean Journal of Parasitology 46 (2): 83–6. doi:10.3347/kjp.2008.46.2.83. PMC 2532613. PMID 18552543.
Sergio, Fabrizio; Paolo Pedrini and Luigi Marchesi (2003). "Adaptive selection of foraging and nesting habitat by black kites (Milvus migrans) and its implications for conservation: a multi-scale approach". Biological Conservation 112 (3): 351–362. doi:10.1016/S0006-3207(02)00332-4.
Sergio, F.; Blas, J.; Blanco, G.; Tanferna, A.; Lopez, L.; Lemus, J. A.; Hiraldo, F. (2011). "Raptor Nest Decorations Are a Reliable Threat Against Conspecifics". Science 331 (6015): 327–330. doi:10.1126/science.1199422. PMID 21252345.
Veiga, J. P. and Hiraldo, F. (1990). "Food habits and the survival and growth of nestlings in two sympatric kites (Milvus milvus and Milvus migrans)". Holarct. Ecol. 13: 62–71.
Viñuela, Javier (1999). "Sibling aggression, hatching asynchrony, and nestling mortality in the black kite ( Milvus migrans )". Behavioral Ecology and Sociobiology 45 (1): 33–45. doi:10.1007/s002650050537.
Viñuela J & C Sunyer (1992). "Nest orientation and hatching success of Black Kites Milvus migrans in Spain". Ibis 134 (4): 340–345. doi:10.1111/j.1474-919X.1992.tb08013.x.
Whistler, Hugh (1949). Popular handbook of Indian birds (4 ed.). Gurney and Jackson, London. pp. 371–373. ISBN 1-4067-4576-6.
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Black Kite της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Schwarzmilan της Γερμανικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License