ART

 

EVENTS

Η Σβαρνίστρα [iii] είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σιττιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tichodroma muraria και περιλαμβάνει 2 υποείδη. [2][3]

Σβαρνίστρα
Κατάσταση διατήρησης
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Σιττίδες (Sittidae) (Vigors, 1825) [iv])
Υποοικογένεια: Τοιχοδρομαδίνες (Tichodromadinae) [1]
Γένος: Τοιχοδρόμη [i] (Tichodroma) Illiger, 1811 F
Είδος: Τ. muraria
Διώνυμο
Tichodroma muraria (Τοιχοδρόμη η τοιχεία) [ii]
(Linnaeus, 1766)
Υποείδη

Tichodroma muraria muraria
Tichodroma muraria nepalensis

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Tichodroma muraria muraria (Linnaeus, 1766). [4]

Η σβαρνίστρα είναι από τα λίγα πουλιά που μπορούν να μετακινούνται με άνεση σε κάθετα βράχια και, μάλιστα, σε σημεία χωρίς εμφανές ανάγλυφο (βλ. Πουλί-αναρριχητής).

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

Σταθερή → [5]

Ονοματολογία

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Tichodroma, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής Τοιχοδρόμη, [6] η οποία παραπέμπει στα ενδιαιτήματα του πτηνού. Η συγκεκριμένη ονομασία έχει ως ετυμολογική βάση την λέξη τοίχος «οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατακόρυφου επιπέδου» [7] -και όχι τείχος «ψηλό, κτιστό οχύρωμα, συνήθως αμυντικής χρήσης. [8] Το β’ συνθετικό –δρόμος < διδράσκω «δραπετεύω» [9] (πρβλ. δρομή «τρέξιμο» < δρομώ «τρέχω, πορεύομαι»), [10] παραπέμπει στην χαρακτηριστική γρήγορη κίνηση του πτηνού στα συγκεκριμένα ενδιαιτήματα (βλ. και Βιότοπος). Παράγωγο του όρου αποτελεί το επίθετο τοίχειος, -α, -ον «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τοίχο». [11]

Η λέξη τοίχος δεν αντιπροσωπεύει μόνον τα τεχνητά, δευτερεύοντα ενδιαιτήματα του πτηνού (λ.χ. ερείπια, παλιές οικοδομές), αλλά και τα πρωτεύοντα οικοσυστήματά του, δηλαδή τις κάθετες ορθοπλαγιές. Αυτό επιβεβαιώνεται από την χρήση της ίδιας λέξης στην σύγχρονη αναρριχητική ορολογία και, μάλιστα, σημαίνει επακριβώς την κατακόρυφη, 90° ορθοπλαγιά, με λίγες εμφανείς σχισμές και, συνήθως, υψηλού βαθμού δυσκολία.

Ο όρος muraria (αρσ. murarius) στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι λατινικός, προέρχεται από το mūrus «τοίχος» [12] και σημαίνει τοίχειος, -α, -ον (βλ. παραπάνω). Επομένως, και τα δύο συνθετικά του διωνύμου του πτηνού έχουν ως ρίζα την λέξη τοίχος.

Η αγγλική ονομασία του πτηνού, wallcreeper «αυτός που αναρριχάται στους τούχους», αποδίδει εύστοχα τις ιδιαίτερες ικανότητες του πτηνού στα ενδιαιτήματά του.

Η ελληνική λαϊκή ονομασία σχετίζεται, όχι με την πρωτογενή ερμηνεία του όρου καθότι, σβαρνίζω, σημαίνει «θρυμματίζω τους βώλους χώματος, βωλοκοπώ», με την χρήση σβάρνας, ενός ειδικού γεωργικού εργαλείου. Στην περίπτωση του πτηνού, η ονομασία σχετίζεται με την δευτερογενή ερμηνεία του ρήματος «περνώ από σειρά θέσεων, αδιακρίτως», εξ ου και η φράση «τούς πήρε σβάρνα όλους στο πέρασμά του». [13] Επομένως, η ονομασία σχετίζεται με την αδιάκοπη κίνηση του πτηνού πάνω στα βράχια που, «τα παίρνει σβάρνα» αναζητώντας την τροφή του.

Συστηματική Ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, αλλά υπό την ονομασία Certhia muraria (Ν. Ευρώπη, 1766). [14] Μεταφέρθηκε στο γένος Tichodroma από τον Γερμανό ζωολόγο Γ. Ίλιγκερ (Johann Karl Wilhelm Illiger, 1775 – 1813).

Μερικές φορές, τοποθετείται στην μονοτυπική οικογένεια Tichodromadidae Swainson, 1827, επειδή διαφέρει σε κάποια μορφολογικά χαρακτηριστικά και ηθολογικά στοιχεία από τις σίττες (τσομπανάκους). Ωστόσο, η συγκεκριμένη ταξινόμηση δεν έχει γίνει ευρέως αποδεκτή και, περαιτέρω μελέτες κρίνονται απαραίτητες. Όμως, οι διαφορές αυτές κρίνονται αρκετές για την τοποθέτηση του γένους στην ξεχωριστή υποοικογένεια Tichodromadinae. [15] [iv]
Γεωγραφική εξάπλωση
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Tichodroma muraria

Το είδος εμφανίζει ευρύ αλλά διακεκομμένο φάσμα κατανομής, λόγω της ορεινής φύσης των ενδιαιτημάτων του, σε επικράτειες του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Ινδομαλαϊκή). Σε όλες τις περιοχές εξάπλωσης απαντά κυρίως ως επιδημητικό πτηνό, σε στενό εύρος γεωγραφικών πλατών.

Στην Ευρώπη, απαντά από την Ισπανία και την Γαλλία στα δυτικά και, διαμέσου της Κορσικής και της Ιταλίας, μέχρι την Ρουμανία και την Ελλάδα στα ανατολικά, με βόριο όριο τις ορεινές περιοχές της Ν. Πολωνίας. Η κατανομή του ακολουθεί τις μεγάλες ευρωπαϊκές οροσειρές, από την Σιέρρα Νεβάδα της Ισπανίας μέχρι την νότια Πίνδο και τις προεκτάσεις της στην Ελλάδα.

Στην Ασία, η κατανομή είναι ευρύτερη και συμπαγέστερη, από την Τρανσκαυκασία και ανατολικότερα, διαμέσου της μεγάλης ορεινής ζώνης της Κ. Ασίας στα νότια του Καζακστάν και των Ιμαλαΐων, μέχρι την απώτατη Α.Κίνα στα ανατολικά. Τα νότια όρια της ασιατικής επικρατείας, λόγω της φύσης των ενδιαιτημάτων του είδους, είναι μόλις στην Β. Ινδία και την Ινδοκίνα. [16]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Tichodroma muraria muraria Ν και Α Ευρώπη, Ν και Α Τουρκία, Τρανσκαυκασία, Β και Δ Ιράν (Όρη Ζάγκρος και Ελμπούρζ) Καθιστικό, μικρές μετακινήσεις στα νότια
2 Tichodroma muraria nepalensis Α Ιράν (Κερμάν, Χοραζάν), Τουρκμενιστάν και Αφγανιστάν, ανατολικά προς Καζακστάν (Τιεν Σαν), Ιμαλάια, Β και Κ Κίνα, Δ Μογγολία Καθιστικό, μικρές μετακινήσεις στα νότια

Πηγές: [17][18][19] (σημ. με έντονα γράμματα το είδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά

Η σβαρνίστρα είναι κυρίως επιδημητικό (καθιστικό) είδος, με τους περισσότερους πληθυσμούς να πραγματοποιούν ταξίδια μικρών αποστάσεων ή υψομετρικές μετακινήσεις. Οι καταγραφές κάποιων ατόμων σε μεγαλύτερες αποστάσεις (μέχρι 100 χλμ.), κατά πάσα πιθανότητα, οφείλονται σε παράσυρσή τους από τις καιρικές συνθήκες (άνεμος, κ.ο.κ.). Πάντως, η φθινοπωρινή μετακίνηση είναι τακτική και, προφανώς, ανεξάρτητη από τις καιρικές συνθήκες, ως επί το πλείστον μεταξύ Οκτωβρίου και Απριλίου. [20]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων από το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο και την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και την Μάλτα, το Μαρόκο, την Αλγερία και την Ιορδανία. [21]

Στην Ελλάδα, η σβαρνίστρα απαντά κυρίως ως επιδημητικό πτηνό στην βόρεια και κεντρική χώρα, ενώ τον χειμώνα κατεβαίνει και στα νότια. [22][23] Από την Κρήτη και δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης. [24]

Κάποιες παλαιότερες χειμερινές καταγραφές (Οκτώβριος-Μάρτιος) της σβαρνίστρας, δείχνουν μικρών αποστάσεων ή υψομετρικές μετακινήσεις. Μερικές από αυτές τις αναφορές, περιλαμβάνουν αρκετές περιοχές σε νησιά (Κύθηρα, Ζάκυνθος, Χίος κ.α.), αλλά και απρόσμενες παρατηρήσεις σε πολυσύχναστους χώρους (λ.χ. Μυστράς, Δελφοί, Ναύπλιο), [25] προφανώς λόγω της παρουσίας ερειπίων ή/και τειχών.

Βιότοπος

Η σβαρνίστρα είναι πτηνό εξειδικευμένων οικοσυστημάτων, καθώς φωλιάζει και αναζητεί την τροφή της αποκλειστικά σε απρόσιτες ορεινές βραχώδεις περιοχές, ορθοπλαγιές και, μάλιστα, σε «σπασμένα», παγετωνικά πετρώδη εδάφη, διάσπαρτα με μικρά βράχια και κοτρώνες. Αυτοί οι διάσπαρτοι λίθοι προέρχονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων, από θραύση μεγάλων βράχων, λόγω συστολής και διαστολής του πάγου που εμπεριέχεται στις ρωγμές τους. Επίσης, σε υγρές ή δροσερές θέσεις, κοντά σε καταρράκτες, κοίτες ποταμών (Νεπάλ), [26] στοές, σπήλαια και δολίνες [27]

Οι βιότοποι αναπαραγωγής του είδους βρίσκονται, γενικά, σε μεγάλα υψόμετρα (αλπική ζώνη), σε πετρώματα που περιλαμβάνουν κυρίως ασβεστόλιθους, γνεύσιους και κρυσταλλικούς σχιστόλιθους. Το ύψος της ορθοπλαγιάς δεν αποτελεί σημαντικό κριτήριο, καθώς μπορεί να φωλιάζει σε γκρεμούς ψηλότερους από 1.000 μ., αλλά και σε «τοίχους», με λιγότερο από 40 μ. ύψος. Στην περιοχή της Μεσογείου απαντά σε, σχετικά, υγρά φαράγγια και βραχώδεις περιοχές με διάσπαρτη βλάστηση Juniperus phoenicea και δενδρολίβανου. Οι θέσεις που είναι εκτεθειμένες σε ισχυρούς ανέμους, σπάνια κατοικούνται. Τον χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές μικροτέρου υψομέτρου και απαντά σε πύργους, κάστρα, αρχαιολογικά και μεσαιωνικά μνημεία, ερειπωμένα κτήρια και λατομεία. [28]

Η υψομετρική κατανομή των θέσεων φωλιάσματος στην Ευρώπη, είναι περίπου μεταξύ 400 - 2.500 μ. Στην Ασία, ωστόσο, οι φωλιές βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερα υψόμετρα. Στο Νεπάλ, δεν είναι ασυνήθιστο να φωλιάζει μεταξύ 3.350-4.400 μ., ενώ έχει παρατηρηθεί να κινείται στα 5.000 μ. [29] Παρόλο που είναι καθιστικό είδος, τον χειμώνα «κατεβαίνει» σε θέσεις με ηπιότερο καιρό, ακόμη και αστικές, αρκεί να βρίσκονται σε κάποιο υψόμετρο.

Το είδος αγαπάει ιδιαίτερα τις κάθετες ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές με «καθαρό» βράχο, ιδανικές για αναρρίχηση. Δεν είναι σπάνιο, σε κάποιες περιοχές, να παρατηρείται σε αστικά αναρριχητικά πεδία, μέσου ή μεγάλου υψομέτρου (λ.χ. στο Φόραρλμπεργκ της Γερμανίας).

Στην Ελλάδα, η σβαρνίστρα απαντά το καλοκαίρι πάνω από το όριο των δένδρων (tree limit), σε βραχώδεις ορεινές πλαγιές, ενώ τον χειμώνα κατεβαίνει σε πετρώδεις κοιλάδες και πρόποδες λόφων, ενώ συχνάζει και σε παλαιά κτήρια. [30] Στα βόρεια «κατεβαίνουν» μέχρι τα 500 μ., αλλά ειδικά στην Στερεά και την Πελοπόννησο, οι σβαρνίστρες απαντούν κοντά στις υψηλές κορυφές από τα 1.900 μέχρι τα 2.400 μ. [31] (βλ. και κατάσταση στην Ελλάδα).
Μορφολογία

Παρόλο που η σβαρνίστρα δεν παρατηρείται συχνά, λόγω των ορεινών ενδιαιτημάτων της, ωστόσο, είναι εύκολα αναγνωρίσιμη λόγω κάποιων μορφολογικών της στοιχείων και, κυρίως, λόγω της χαρακτηριστικής της κίνησης πάνω στα βράχια.

Με μέγεθος μεγαλύτερο από τον συγγενικό βραχοτσοπανάκο, η σβαρνίστρα είναι όμορφο πτηνό που ξεχωρίζει από το μακρύ, μυτερό σαν στιλέτο και κυρτό ράμφος, την γκρίζα άνω επιφάνεια του σώματος και την σκουρόμαυρη κάτω επιφάνεια στις περιοχές του λαιμού και του στήθους, στο αναπαραγωγικό πτέρωμα του αρσενικού, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι συγκεκριμένες περιοχές γίνονται λευκωπές. Ωστόσο, το πλέον διακριτό μορφολογικό της στοιχείο είναι οι πτέρυγες, πλατιές και στρογγυλεμένες, με μεγάλες σκουροκόκκινες περιοχές στα καλυπτήρια και την βάση των ερετικών φτερών και καφέμαυρες περιοχές στις άκρες των τελευταίων. Τα πρωτεύοντα ερετικά φέρουν λευκές κηλίδες, μεγάλες προς την άκρη και μικρές προς την βάση τους. Αυτές οι κηλίδες κάνουν έντονη αντίθεση με το υπόλοιπο κόκκινο χρώμα, ενώ όλη η πτέρυγα φαίνεται έντονα στο γκρίζο φόντο των βράχων, αν και μόνον όταν είναι ανοικτή. Η ουρά είναι κοντή και φέρει, επίσης, λευκές κηλίδες στις άκρες των πηδαλιωδών φτερών. Ο οφθαλμός περιβάλλεται από αχνό, λευκό οφθαλμικό δακτύλιο, ενώ τα πόδια είναι σκούρα γκρι με πολύ μακριά νύχια που βοηθούν στην αγκίστρωση στα βράχια.

Τα θηλυκά είναι παρόμοια σε παρουσιαστικό, αλλά έχουν πάντοτε λευκόγκριζη την περιοχή του λαιμού και του στήθους, με μικρή γκριζόμαυρη κηλίδα. [32]
Βιομετρικά στοιχεία

Μήκος σώματος: (15-) 15,5 έως 16,5(-17) εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: 30 εκατοστά
Βάρος: 17 έως 19 γραμμάρια

Πηγές: [33][34][35][36][37][38][39][40][41][42][43][44][45][46]
Τροφή
Αρσενική σβαρνίστρα στο αναπαραγωγικό της πτέρωμα

Η σβαρνίστρα τρέφεται αποκλειστικά με ασπόνδυλα. Η σύνθεση του διαιτολογίου δεν έχει διερευνηθεί πλήρως, αλλά αποτελείται κυρίως από μικρά έως μεσαίου μεγέθους έντομα, αράχνες και φαλάγγια. Η λεία συλλαμβάνεται μέσω του λεπτού ράμφους από τις ρωγμές των βράχων ή από το έδαφος. Οι συνεχείς κινήσεις των πτερύγων που χαρακτηρίζουν το πτηνό, προφανώς σκοπεύουν στον αιφνιδιασμό του θηράματός και την έξοδό του από την σχισμή. Η μέθοδος των σύντομων πτήσεων, όπως κάνουν οι μυγοχάφτες, για κάποια ιπτάμενα έντομα, συχνά, δεν φαίνεται να έχουν επιτυχία. Πολλές φορές, οι σβαρνίστρες αναποδογυρίζουν μικρές πέτρες για να αποκαλύψουν την λεία τους. Τα μικρά και μαλακά έντομα «λογχίζονται» απ’ ευθείας με την μακριά και μυτερή γλώσσα τους, ενώ τα μεγαλύτερα και σκληρότερα θρυμματίζονται με το ράμφος πριν καταναλωθούν. Όταν πίνουν, οι σβαρνίστρες προτιμούν την ενστάλαξη νερού κατ’ ευθείαν στο στόμα, από κάποια πηγή νερού που βρίσκεται ψηλότερα από το σώμα τους.
Ηθολογία

Οι σβαρνίστρες είναι εδαφικά πτηνά ολόκληρο το έτος, καθώς υπερασπίζονται τόσο τον ζωτικό τους χώρο στις φωλιές αλλά και τον χειμώνα, με την εδαφική επιθετικότητα των δύο φύλων να αυξάνει κατά τους χειμερινούς μήνες. Μερικά είδη πτηνών, όπως ο καρβουνιάρης, συνήθως, γίνονται ανεκτά, όχι όμως και άτομα του ιδίου είδους. Οι εναέριες μάχες που επακολουθούν μπορεί να είναι βίαιες και να προκληθεί σοβαρός τραυματισμός.

Είναι ημερόβια πουλιά και αφήνουν τις θέσεις κουρνιάσματος νωρίς το πρωί, αναζητώντας την τροφή τους μέχρι το ηλιοβασίλεμα, αλλά τον χειμώνα, η δραστηριότητα αρχίζει πολύ αργότερα και λήγει νωρίτερα. Η ενεργός φάση αναζήτησης τροφής διακόπτεται συχνά για ανάπαυση και περιποίηση (preening), αλλά μόνο για σύντομα διαστήματα. Οι σβαρνίστρες κάνουν, συχνά, ηλιοθεραπεία με απλωμένη την ουρά και τις πτέρυγες, σε ένα γείσο βράχου, εκτεθειμένο στον ήλιο. Επίσης, κάνουν αμμόλουτρα ή και μπάνιο σε μικρά ρυάκια, δραστηριότητες σημαντικές για την προσωπική υγιεινή τους. Στην εμφάνιση αρπακτικών πτηνών, η σβαρνίστρα αντιδρά, συνήθως, με πλήρη ακινησία (freezing) έτσι, ώστε να μην ξεχωρίζει πάνω στα βράχια.
Πουλί-αναρριχητής

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ηθολογίας της σβαρνίστρας είναι η ικανότητα κίνησης στον βράχο. Όπως προαναφέρθηκε, αγαπάει ιδιαίτερα τις κάθετες ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές με «καθαρό» βράχο, ιδανικές για αναρρίχηση, γι’ αυτό άλλωστε απαντά και σε αναρριχητικά πεδία. Μάλιστα, η χαρακτηριστική κίνηση, «πάνω-κάτω» στο μέτωπο του βράχου, διαφοροποιεί την σβαρνίστρα από άλλα είδη που ζουν σε παρόμοια ενδιαιτήματα, όπως ο γαλαζοκότσυφας ή ο βραχοτσοπανάκος, δεδομένου ότι οι τελευταίοι μετακινούνται σε εύκολα, σχετικά επίπεδα σημεία ή σε προεξοχές. Αντίθετα, η σβαρνίστρα κινείται στο κάθετο, χωρίς εμφανές ανάγλυφο, «γλυμμένο» μέρος του βράχου, χρησιμοποιώντας τεχνικές των αναρριχητών. Συνήθως ανοίγει τα πόδια πολύ έτσι, ώστε να μετακινεί το κέντρο βάρους του σώματος προς τον βράχο, ενώ η ουρά δεν χρησιμοποιείται τόσο για στήριξη, αντίθετα με τα μακριά νύχια που εκμεταλλεύονται το ανάγλυφο. Όταν χρειαστεί να κάνει μεγαλύτερα πηδήματα από πατάρι σε πατάρι, τότε χρησιμοποιεί και τις πτέρυγες για στήριξη, που τις ανοίγει διάπλατα.
Πτήση

Οι πλατιές και στρογγυλεμένες πτέρυγες, βοηθούν την σβαρνίστρα να εκτελεί εξαιρετικά επιδέξιους ελιγμούς, σαν της πεταλούδας (butterfly-like), καθώς και να κερδίζει ύψος πολύ γρήγορα, εκμεταλλευόμενη τα θερμικά, ανοδικά ρεύματα που σχηματίζονται κατά μήκος των ορθοπλαγιών. Αλλά και η κάθοδος επιτελείται εκπληκτικά γρήγορα, με σφιχτά διπλωμένες τις πτέρυγες, ενώ λίγο πριν την προσγείωση εκτελεί διαδικασία πέδησης με εκπέταση των πτερύγων και της ουράς. Η κάθοδος αυτή, ιδιαίτερα όταν φέρνει λεία στην φωλιά, έχει περιγραφεί χαρακτηριστικά, ως «πτώση με αλεξίπτωτο» (sic).
Φωνή

Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)

Αναπαραγωγή

Η αναπαραγωγή του είδους δεν έχει μελετηθεί καλά, λόγω της δυκολίας παρακολούθησης του πτηνού, στους ορεινούς οικοτόπους του. Πιθανώς, ωριμάζει σεξουαλικά από το τέλος του 1ου έτους της ζωής του και, μάλλον, είναι μονογαμικό είδος, με τα ζευγάρια να σχηματίζονται, ήδη, από τον χειμώνα. Η περίοδος φωλιάσματος, συνήθως, ξεκινάει στα μέσα Μαρτίου, αλλά μπορεί να παραταθεί μέχρι τα μέσα Ιουνίου στις περιοχές μεγάλου υψομέτρου (μέχρι τον Ιούλιο στα Ιμαλάια). Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική σεζόν. [47]

Στις περιοχές φωλιάσματος (βλ. Βιότοπος) η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό -το αρσενικό πιθανόν να συμμετέχει- σε μια κοιλότητα, σχισμή ή σπηλιά και, συχνά, είναι βαθιά κρυμμένη, μέχρι μισό μέτρο από την είσοδο της σχισμής. Αυτό γίνεται για να προστατευθεί από τα αρπακτικά που συχνάζουν στην περιοχή, κυρίως από τις νυφίτσες και τα κουνάβια. Έχει σχήμα κυπέλου και κατασκευάζεται από βρύα, λειχήνες και ρίζες, [48] ενώ επιστρώνεται με φτερά, τρίχες και μαλλί προβάτου εάν είναι διαθέσιμο. Επειδή είναι προσεγμένη κατασκευή μπορεί να χρειαστούν 10-20 ημέρες για την αποπεράτωσή της.

Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 (-5) υποελλειπτικά και μυτερά αβγά, διαστάσεων 20,9 Χ 14,6 χιλιοστών. [49] Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του προτελευταίου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 18 έως 19 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 21 με 26 ημέρες, περίπου. [50][51]
Κατάσταση πληθυσμού

Το είδος, λόγω των λίγων κινδύνων που αντιμετωπίζει, χάριν του απόμακρου των ενδιαιτημάτων του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. [52][53]
Κατάσταση στην Ελλάδα

Λόγω της φύσης των ενδιαιτημάτων της, η σβαρνίστρα φωλιάζει μόνον σποραδικά σε τμήματα της ηπειρωτικής επικράτειας, ακολουθώντας την ραχοκοκκαλιά της Πίνδου, μέχρι τον Παρνασσό στην Στερεά Ελλάδα, στον Χελμό και τον Ταϋγετο στην Πελοπόννησο και στον Όλυμπο. Μάλιστα, ο Ταϋγετος αποτελεί το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης του είδους σε όλη την Δ. Παλαιαρκτική οικοζώνη. [54]

Πάντως, για την Ελλάδα τα στοιχεία παραμένουν ελλιπή (ΝΕ). [55]
Άλλες ονομασίες

Στον ελλαδικό χώρο ο Σβαρνίστρα απαντά και με τις ονομασίες: Κοκκινοτσοπανάκος, Τοιχοδρόμος (ΕΟΕ) [56] και Βραχοβάτης (Κύπρος). [57]
Σημειώσεις

i. ^ Για την ονομασία του γένους βλ. Ονοματολογία

ii. ^ Οι όροι τοίχειος, τοιχεία, τοίχειον υπάρχουν στην ελληνική βιβλιογραφία (βλ. και Ονοματολογία) [58]

iii. ^ Για την προτίμηση της συγκεκριμένης ονομασίας, βλ. ονοματολογία

iv. ^ Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (3th ed.) ταξινομική. Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)
Παραπομπές

Howard and Moore, p. 647
Howard and Moore, p. 647
http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=563471
Howard and Moore, p. 647
http://www.iucnredlist.org/details/full/22711234/0
ΠΛΜ, 57:286, 492
ΠΛΜ, 57:493
ΠΛΜ, 57:286, 437
ΠΛΜ, 21:429
ΠΛΜ, 21:460
ΠΛΜ, 57:492
Valpy, p. 476
ΠΛΜ, 53:464
http://www.hbw.com/species/wallcreeper-tichodroma-muraria
Howard and Moore, p. 647
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22711234
Howard and Moore, p. 647
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22711234
http://ibc.lynxeds.com/species/wallcreeper-tichodroma-muraria
planetofbirs.com
http://www.iucnredlist.org/details/full/22711234/0
Όντρια (Ι), σ. 181
Κόκκινο Βιβλίο, σ. 161
Σφήκας, σ. 88
Handrinos & Akriotis, p. 273
Grimmet et al, p. 196
planetofbirs.com
Bruun, p. 274
Grimmet et al, p. 196
Όντρια (Ι), σ. 181
Handrinos & Akriotis, p. 273
Mullarney et al, p. 350-1
Grimmet et al, p. 196
Harrison & Greensmith, p. 322
Flegg, p. 210
Heinzel et al, p. 314
Perrins, p. 182
Bruun, p. 274
Όντρια, σ. 181
Scott & Forrest, p. 170
Singer, p. 327
Mullarney et al, p. 350-1
http://www.ibercajalav.net
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
http://ibc.lynxeds.com/species/mallard-anas-platyrhynchos
planetofbirds.com
Harrison, p. 289
Harrison, p. 289
Harrison, p. 289
Harrison, p. 289
Perrins, p. 182
http://www.iucnredlist.org/details/full/22711234/0
birdlife.org
Handrinos & Akriotis, p. 273
Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 341
Απαλοδήμος, σ. 50
http://avibase.bsc-eoc.org/

ΠΛΜ, 57:492

Βιβλιογραφία

Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές

BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Burnie, David (2001). Animal: The Definitive Visual Guide to the World's Wildlife. London: Dorling Kindersley. p. 342. ISBN 9780789477644.
Clements, J.F.; Schulenberg, S.; Iliff, M.J.; Sullivan, B.L.; Wood, C.L.; Roberson, D. (2012). The Clements Checklist. Cornell Lab of Ornithology. Retrieved July 2015.
del Hoyo, Josep, Elliott, Andrew; Sargatal, Jordi; Christie, David A (eds.). Sittidae. Handbook of the Birds of the World Alive. Lynx Edicions.
IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

 HellenicaWorld News