Ο Ποταμοσφυριχτής είναι παρυδάτιο πτηνό της οικογενείας των Χαραδριιδών, ένα από τα είδη χαραδριών που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Charadrius dubius και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[2]
Ποταμοσφυριχτής | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
|
||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Charadrius dubius [i] Scopoli, 1786 |
||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Charadrius dubius curonicus |
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Charadrius dubius curonicus (J. F. Gmelin, 1789).[2]
Ονοματολογία
Η νεολατινική επιστημονική ονομασία του γένους Charadrius προέρχεται από την ελληνική λέξη χαράδρα και θεωρείται ως εκ τούτου αντιδάνεια: ΕΤΥΜΟΛ. χαραδριός < χαράδρα + επίθημα, -ιός, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. αιγυπ-ιός, ερωδ-ιός).[3] Η αναφορά στο πτηνό γίνεται περισσότερο κατανοητή, από την ετυμολογία της λέξης χαράδρα: ΕΤΥΜΟΛ. χαράδρα < χέραδος «πέτρα, χαλίκι», που παραπέμπει σε ένα από τα αγαπημένα ενδιαιτήματα των χαραδριών, τα πετρώδη ή χαλικώδη εδάφη κοντά στο νερό.[3]
Για την ονομασία του είδους dubius, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα κάποια ικανοποιητική μετάφραση που να έγινε ευρέως αποδεκτή, πιθανώς λόγω των διαφορετικών σημασιών της λατινικής λέξης, μερικές από τις οποίες είναι:
αυτός που πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δύο κατευθύνσεις, που πελαγοδρομεί
αυτός που διχάζεται, αμφιβάλλει, διχογνωμεί, ο αναποφάσιστος, ο αμφίβολος
(για καταστάσεις) αυτός που είναι επισφαλής, επικίνδυνος, κρίσιμος
(μετεωρολ.) μεταβλητός, ασταθής [4]
Η ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους, ποταμοσφυριχτής, σχετίζεται αφ’ ενός με τα ποτάμια ενδιαιτήματα του πτηνού, αφ’ ετέρου με τη χαρακτηριστική σφυριχτή φωνή του.
Συστηματική Ταξινομική
Ο ποταμοσφυριχτής περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Σκόπολι, στη Λουζόν των Φιλιππίνων το 1786, με την τωρινή επιστημονική του ονομασία.[5]
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
Ανεξάρτητα από το υποείδος, ο ποταμοσφυριχτής αναπαράγεται σε όλη την Παλαιαρκτική οικοζώνη, με τα δυτικά όρια στις ακτές του Ατλαντικού και τα ανατολικά στις ακτές του Ειρηνικού, τα βόρεια στη ΒΚ Σκανδιναβία και τη ΒΚ Σιβηρία και τα νότια στην Ινδική υποήπειρο και τις ΝΑ ακτές της Νέας Γουινέας και των νησιών του Αρχιπελάγους Βίσμαρκ.
Περιοχές αναπαραγωγής
Στην Ευρώπη αναπαράγεται σε όλες σχεδόν τις χώρες, πλην Ισλανδίας και Ιρλανδίας, με κάποιους μόνιμους, επιδημητικούς -όλο το έτος- θύλακες στην Ν. Ιβηρική Χερσόνησο και τις Βαλεαρίδες.
Στην Αφρική αναπαράγεται στο ΒΔ τμήμα της ηπείρου (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία), με αρκετούς επιδημητικούς θύλακες σ’ αυτές τις χώρες, αλλά και στα Κανάρια νησιά.
Στην Ασία, αναπαράγεται σε μια ευρύτατη ζώνη που ξεκινάει από τα παράλια της Μικράς Ασίας -με μόνιμους θύλακες στην περιοχή του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων- και ανατολικά προς τη Μέση Ανατολή, την Κ. Ασία, την Ινδική υποήπειρο, την Κίνα, την Ινδοκίνα και τις Φιλιππίνες, για να φθάσει μέχρι τις βόρειες ακτές της Αυστραλίας, στη Νέα Γουινέα και στα νησιά του Ειρηνικού, στο Αρχιπέλαγος Βίσμαρκ. Προς βορράν η ασιατική ζώνη αναπαραγωγής φθάνει στην Κ. Σιβηρία και στην Ιαπωνία. Κατ’ ουσίαν, μόνον το Κ. Ιράν και οι περιοχές βόρεια των Ιμαλαΐων μέχρι τη Ν. Μογγολία δεν συμπεριλαμβάνονται στην ευρεία αυτή ζώνη.
Περιοχές διαχείμασης
Οι κατά τόπους αναπαραγωγικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν στις νότιες περιοχές της επικρατείας τους, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος και το αντίστοιχο υποείδος. Οι μεγάλες περιοχές διαχείμασης είναι κυρίως στην Κ. Αφρική, σε όλη τη ζώνη εκατέρωθεν του ισημερινού και όχι πολύ μακριά από αυτόν, μέχρι το Α. Ζαΐρ και την Τανζανία]]. Επίσης, σε θύλακες στη ΒΑ Αφρική και στην Αραβική Χερσόνησο. Άλλες, μεγάλες περιοχές διαχείμασης, βρίσκονται στην Ινδονησία και στη ΝΑ Κίνα.
Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Charadrius dubius curonicus Ευρώπη, Β Αφρική, Ασία (εκτός από ΝΚ και ΝΑ) Αφρική (από τη Σενεγάλη μέχρι τη Σομαλία, βόρεια μέχρι το Μάλι τη λίμνη Τσαντ , την περιοχή του Χαρτούμ στο Σουδάν, Περσικός κόλπος, Σαουδική Αραβία και Ν Ασία μέχρι την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες Αποκλειστικά μεταναστευτικό είδος, εκτός από κάποιους μικρούς επιδημητικούς πληθυσμούς στη ΒΔ Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Οι ανατολικοί ασιατικοί πληθυσμοί αναμιγνύονται με το 3 κατά τη μετανάστευση
2 Charadrius dubius dubius Φιλιππίνες, ανατολικά προς Νέα Γουινέα και το Αρχιπέλαγος του Βίσμαρκ ΝΑ Ασία ανατολικά προς Αυστραλασία Καθιστικοί ως επί το πλείστον πληθυσμοί με τοπικές μετακινήσεις
3 Charadrius dubius jerdoni Ινδία, ανατολικά προς Ν Κίνα και Ινδοκίνα Καθιστικοί ως επί το πλείστον πληθυσμοί με τοπικές μετακινήσεις. Υπάρχει ανάμιξη με τους ασιατικούς πληθυσμούς του 1 κατά τη μετανάστευση
Πηγές:[2][5][6][7][8]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτικές οδοί
Ο ποταμοσφυριχτής είναι τόσο μεταναστευτικό όσο και επιδημητικό είδος, ανάλογα με το υποείδος. Έτσι, οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του υποείδους C. d. curonicus έρχονται τα καλοκαίρια για να αναπαραχθούν στο μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου, ενώ διαχειμάζουν στην Αφρική και τη Ν. Ασία. Αντίθετα, οι πληθυσμοί των δύο άλλων υποειδών παραμένουν μόνιμα στις επικράτειές τους και μετακινούνται μόνον τοπικά (βλ. Πίνακα).
Συγκεκριμένα, οι πληθυσμοί της Ευρώπης και της Β. Αφρικής διασχίζουν την έρημο της Σαχάρας ανάμεσα στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Σεπτεμβρίου (αφήνοντας τα εδάφη αναπαραγωγής από τον Ιούνιο έως τα μέσα Ιουλίου) για να φθάσουν στην τροπική Αφρική, από τα τέλη Αυγούστου και μετά (del Hoyo et al. 1996). Η επιστροφή των πληθυσμών στους τόπους αναπαραγωγής, αρχίζει από τα τέλη Φεβρουαρίου, με κάποια σμήνη να καταφθάνουν στο Ηνωμένο βασίλειο τη 2η εβδομάδα του Μαρτίου. Η κυρίως επάνοδος των περισσοτέρων ατόμων, όμως, πραγματοποιείται τον Απρίλιο μέχρι τις αρχές Μαΐου, ή λίγο αργότερα στη Β Ρωσία.
Στη Δ. Ευρώπη, τα φθινοπωρινά περάσματα πραγματοποιούνται μέσω «διαδρόμου» μεταξύ Πορτογαλίας και Ιταλίας, οπότε αποφεύγεται ο Ατλαντικός Ωκεανός. Μερικά μόνον άτομα μεταναστεύουν ακολουθώντας την οδό πάνω από τη Γαλλία και φθάνουν στη Μεσόγειο μεταξύ Α, Ισπανίας και Ιταλίας, με τελικό προορισμό το Μαχρέμπ. Οι Φιννοσκανδιναβικοί πληθυσμοί ακολουθούν ΝΑ κατεύθυνση μέσω Ρωσίας προς τον Εύξεινο Πόντο και τη Μέση Ανατολή και, διαχειμάζουν στις υποτροπικές περιοχές της Σαχάρας ή στην Ινδία, ενώ επιστρέφουν από μια πιο ευθεία οδό.[9]
Οι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί της Σιβηρίας και άλλων ασιατικών περιοχών μεταναστεύουν στη ΝΑ. Ασία και την Ινδία (κατά την επιστροφή περνούν από την Ιαπωνία) (del Hoyo et al. 1996). Κάποιοι πληθυσμοί στη ΝΑ Ασία, την Ινδία, τη Νέα Γουινέα και τις Φιλιππίνες δεν μεταναστεύουν, αλλά είναι επιδημητικοί ή μετακινούνται τοπικά ανάλογα με τη στάθμη των υδάτων (del Hoyo et al. 1996).
Τα ταξίδια πραγματοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της νύκτας και περιλαμβάνουν πολλές στάσεις αλλά, πολλά διανυόμενα χιλιόμετρα καθημερινά. Μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση γεωεντοπιστών (geolocators), έδειξαν μέση διανυόμενη απόσταση 189 και 209 χιλιόμετρα την ημέρα, για την φθινοπωρινή και την εαρινή μετανάστευση, αντίστοιχα.[9]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ιρλανδία, τις Σεϋχέλλες, τη Ρουάντα και τη Ζάμπια, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ.[1][6][8]
Στην Ελλάδα, ο ποταμοσφυριχτής απαντά ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο πτηνό, αλλά και ως διαβατικός επισκέπτης κατά τις δύο μεταναστεύσεις.[10]
Βιότοπος
Ενήλικος ποταμοσφυριχτής στην αναπαραγωγική εποχή
Περίοδος αναπαραγωγής
Κατά την αναπαραγωγική περίοδο το είδος δείχνει μια προτίμηση στις γυμνές ή με αραιή βλάστηση αμμώδεις και βοτσαλωτές ακτές, σε ρηχές κοιλότητες με γλυκό νερό, λίμνες ή ποταμούς αργής ροής (Johnsgard 1981, Cramp & Simmons 1983, del Hoyo et al. 1996, Grimmett et al. 1998). Επίσης συμπεριλαμβάνονται οι ποταμονησίδες, οι ξερές ή πετρώδεις κοίτες των ποταμών, η άμμος, τα πλατώματα με βότσαλα ή λάσπη (Johnsgard 1981, del Hoyo et al. 1996), τα ξηρά wadis -«χείμαρροι περιστασιακής υδρορροής»- στη Μέση Ανατολή και τα κοιλώματα μεταξύ των θινών (Cramp & Simmons 1983). Μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει προσωρινά τεχνητά ενδιαιτήματα, όπως λατομεία παρασκευής χαλικιών (Ratcliffe 1974, Cramp & Simmons 1983, del Hoyo et al. 1996), αποχετευτικά έργα, εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εκτάσεις (Cramp & Simmons 1983, del Hoyo et al. 1996), αλλά και σκουπιδότοπους (Cramp & Simmons 1983, Hayman et al. 1986). Επίσης, μπορεί να συχνάζει σε ανοικτή καλλιεργήσιμη γη με αργιλώδες έδαφος σε εξαιρετικές περιπτώσεις (Johnsgard, 1981), όπως λ.χ. οι επιδημητικοί πληθυσμοί στην Ινδία σε υγρή λιβάδια και ορυζώνες) (Grimmett et al. 1998).
Γενικά, το είδος προτιμά πεδινά ενδιαιτήματα και, σπάνια βρίσκεται πάνω από τα 800 μέτρα στην Ευρώπη (Cramp & Simmons 1983, del Hoyo et al. 1996), αλλά εκεί όπου οι όχθες και οι ξερές κοίτες ποταμών ή οι ποταμονησίδες προσφέρουν κατάλληλο βιότοπο, ανεβαίνει περαιτέρω προς τα ανάντη, φθάνοντας μέχρι τα 2000 μέτρα στο Αφγανιστάν, π.χ. στα βουνά του Κασμίρ, όπου εμφανίζεται κατά μήκος των βοτσαλωτών οχθών των ορμητικά ορεινών χειμάρρων (Johnsgard 1981), ή και ακόμη υψηλότερα στην ανατολική Παλαιαρκτική (Cramp & Simmons 1983) (στο Νεπάλ απαντά φυσιολογικά κάτω από τα 1500 μέτρα, αλλά έχει βρεθεί και στα 2745 μέτρα <Grimmett et al, p. 108</ref>). Το είδος αποφεύγει γενικά το τραχύ ή «σπασμένο» έδαφος, τα δάση, τις καλλιεργημένες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια, την υψηλή και πυκνή βλάστηση, συμπεριλαμβανομένων των παρυφών των εσωτερικών υδάτων που έχουν πυκνή φυτική κάλυψη (Cramp & Simmons 1983). Τέλος, πολύ σπάνια βρίσκεται στις θαλάσσιες ακτές, αν και μπορεί να επισκεφθεί κατά καιρούς ηπειρωτικούς νερόλακκους αλμυρού νερού ή αλμυρά πλατώματα, παλιρροιακές περιοχές στην παραλία, ελώδεις περιοχές, η παλιρροιακούς κολπίσκους, υφάλμυρες εκβολές ποταμών και λιμνοθάλασσες (λ.χ. στην Ινδία) (Cramp & Simmons 1983, del Hoyo et al. 1996, Grimmett et al. 1998).
Μη αναπαραγωγική περίοδος
Στις αφρικανικές περιοχές διαχείμασής του, ο ποταμοσφυριχτής συχνάζει σε εκτεταμένες αμμώδεις και λασπώδεις όχθες ποταμών και λιμνών (Johnsgard 1981), σε εναπομείναντες λάκκους από τα νερά των πλημμυρών, σε περιοχές με χαμηλό γρασίδι στεγνού εδάφους γύρω από χωριά ή κοντά σε νερό, αεροδρόμια και βοσκότοπους (Urban et al. 1986, Hockey et al. 2005). Απαντά λιγότερο συχνά στις παράκτιες περιοχές, όπως αλυκές, εκβολές ποταμών, ρυάκια ή λάκκους με βρόχινο νερό σε ξηρά και αλμυρά πλατώματα που συνορεύουν με μανγκρόβια δάση (Urban et al. 1986). Προτιμά επίσης πεδινά ενδιαιτήματα κατά τη διάρκεια του χειμώνα και, σπάνια απαντάται πάνω από τα 800 μέτρα (Hockey et al. 2005).
Στην Ελλάδα, ο ποταμοσφυριχτής απαντά σε πεδιάδες, παραλίμνιες και παραθαλέσσιες περιοχές, λιμνοθάλασσες και τενάγη.[10]
Μορφολογία
Ενήλικος ποταμοσφυριχτής κατά τη μη αναπαραγωγική περίοδο
Ο ποταμοσφυριχτής είναι ο μικρότερος ευρωπαϊκός χαραδριός του γένους του. Έχει πολύ χαρακτηριστικούς χρωματισμούς, ιδιαίτερα στην περιοχή του κεφαλιού, αλλά παρουσιάζει κάποια ποικιλομορφία μεταξύ των εποχών, ωστόσο όχι αρκετή για να μπορούν να οριοθετηθούν δύο ξεχωριστά πτερώματα. Επίσης, τα θηλυκά μπορεί να διαφέρουν από τα αρσενικά σε κάποιες λεπτομέρειες, αλλά δεν δικαιολογείται φυλετικός διμορφισμός. Είναι δύσκολο να διαχωριστούν τα φύλα μεταξύ τους όταν υπάρχει μόνο το αρσενικό ή το θηλυκό, αλλά παρουσία και των δύο, τότε μπορεί κάποιος παρατηρητής να πει ποιο είναι ποιο. Η μορφή και οι χρωματισμοί του πτερώματος μπορεί να κλιμακώνονται σταδιακά, από το στάδιο του νεαρού ατόμου (juvenile), προς την αλλαγή (moult) του πρώτου έτους, του δεύτερου έτους και του ενηλίκου (adult), κάνοντας αρκετά δύσκολη την αναγνώριση του πτηνού στα ενδιάμεσα στάδια.
Το κεφάλι του ποταμοσφυριχτή είναι το πιο διακριτό σημείο του σώματός του. Το στέμμα έχει σταχτί-καφέ χρώμα της «άμμου» και ο λαιμός περιβάλλεται από μία λευκή κυκλική λωρίδα, εν είδει «κολλάρου». Οι οφθαλμοί είναι μαύροι και περιβάλλονται από χαρακτηριστικό κίτρινο δακτύλιο, ένα από τα κυριότερα διαγνωστικά στοιχεία του πτηνού. Η περιοχή γύρω από τον οφθαλμικό δακτύλιο είναι μαύρη και έρχεται να σχηματίσει ένα είδος «μάσκας» στο πρόσωπο. Πάνω από αυτή τη μαύρη «μάσκα» υπάρχει λευκή λωρίδα που τη διαχωρίζει από την καφετί κορυφή του κεφαλιού. Το στήθος είναι λευκό, αλλά στο πάνω μέρος του προς το λαιμό υπάρχει πλατιά μελανή περιοχή, η οποία στενεύει προς την περιοχή των ώμων και, εκτείνεται περιφερικά μέχρι τον τράχηλο. Η κάτω επιφάνεια του σώματος και των πτερύγων είναι εξ ολοκλήρου λευκή. Οι ράχες όλων των πρωτευόντων ερετικών φτερών, πλην του πρώτου, είναι σκοτεινόχρωμες χωρίς λευκό, που έχει ως αποτέλεσμα να μη φαίνεται κάποια λευκή «μπάρα» στις πτέρυγες, κατά την πτήση.
Η ράχη, οι πτέρυγες, το ουροπύγιο και η ουρά έχουν το χρώμα της κορυφής του κεφαλιού, είναι δηλαδή σταχτί-καφέ, αλλά υπάρχουν λευκές περιοχές, ιδιαίτερα στο ουροπύγιο και τα ακραία πηδαλιώδη φτερά. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι σαρκόχρωμα, τα νύχια μαύρα, ενώ το ράμφος είναι μικρό και σταχτόμαυρο και, φέρει στη βάση του σαρκόχρωμη περιοχή.
Την άνοιξη, το θηλυκό έχει περισσότερο καφέ στο στήθος και στη μαύρη περιοχή του κεφαλιού, απ’ ό, τι το αρσενικό, αλλά αυτό το στοιχείο δεν υπάρχει σε όλα τα άτομα και είναι δύσκολο να φανεί από απόσταση. Επίσης, σε όλες τις εποχές, ο κίτρινος οφθαλμικός δακτύλιος δεν είναι τόσο έντονος όσο στο αρσενικό.
Τα νεαρά άτομα δεν έχουν καθόλου μαύρο στο κεφάλι, ενώ το «κολλάρο» στο λαιμό είναι καφετί και ανολοκλήρωτο. Η πάνω επιφάνεια του σώματος είναι αμμόχρωμη και τα καλυπτήρια των πτερύγων τους έχουν ανοικτόχρωμα άκρα, ενώ τα κεντρικά πηδαλιώδη έχουν μπεζ άκρα. Ο οφθαλμικός δακτύλιος έχει πιο αχνό, ανοικτοκίτρινο χρώμα.
(Πηγές:[6][10][11][12][13][14][15][16])
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος: 15 έως 17 (-18) εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: 34-45 εκατοστά
Μήκος εκάστης πτέρυγας: Αρσενικό 11,3-12,7 εκατοστά (στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε δείγμα 23 ατόμων) Θηλυκό 11,2-12,5 εκατοστά (στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε δείγμα 32 ατόμων) [17]
Βάρος: Αρσενικό 33,6-42 γραμμάρια (στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε δείγμα 21 ατόμων) Θηλυκό 30-45 γραμμάρια (στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε δείγμα 31 ατόμων) [17]
Τροφή
Ο ποταμοσφυριχτής είναι, σχεδόν αποκλειστικά, σαρκοβόρο πτηνό, με τη διατροφή του να αποτελείται κυρίως από έντομα όπως σκαθάρια, μύγες (κυρίως προνύμφες και νύμφες), μυρμήγκια, κοριούς, προνύμφες από λιβελούλες, γρύλους και προνύμφες λεπιδοπτέρων, καθώς και αράχνες, γαρίδες του γλυκού νερού και άλλα μικρά καρκινοειδή, μύδια, σκώληκες και σαλιγκάρια (Johnsgard 1981, Cramp & Simmons 1983, Urban et al. 1986, del Hoyo et al. 1996). Φυτικό υλικό όπως σπέρματα αγρωστωδών, βούρλα και διάφορες πόες Polygonum sp. και Compositae τρώγονται σπάνια και, είναι πιθανό να προσλαμβάνονται παρεμπιπτόντως, μαζί με το ζωικό υλικό (Cramp & Simmons 1983).
Τα θηράματα συλλέγονται από την επιφάνεια του εδάφους ή λίγο κάτω από αυτήν σε πολύ μικρό βάθος και, σχεδόν πάντοτε το έδαφος είναι είτε υγρό, είτε νοτισμένο.[6]
Ποταμοσφυριχτής εν πτήσει
Πτήση
Κατά την πτήση, οι ποταμοσφυριχτές δεν εμφανίζουν κάποια λευκή «μπάρα» στις πτέρυγες, ή εάν υπάρχει, είναι πολύ δυσδιάκριτη.[12][18]
Φωνή
Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Ηθολογία
Ο ποταμοσφυριχτής είναι κυρίως μοναχικό πτηνό σε όλη τη μη αναπαραγωγική περίοδο, ενώ και κατά τη μετανάστευση, σχηματίζει ζευγάρια [19] ή μικρά σμήνη που συνήθως δεν υπερβαίνουν τα 10 άτομα (Cramp & Simmons 1983, Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996). Πάντως κατά την διάρκεια του φθινοπώρου έχουν παρατηρηθεί μέχρι και 50 άτομα να συναθροίζονται σε συγκεκριμένα σημεία.[6] Οι διάφορες σχηματιζόμενες χαλαρές ομάδες βρίσκονται σε απόσταση 7-200 μέτρων μεταξύ τους (del Hoyo et al. 1996).
Η κίνησή του είναι η τυπική ενός χαραδριού του γένους του, τρέχει δηλαδή πολύ γρήγορα με μικρά βήματα, σταματάει απότομα για να τραφεί και, ενίοτε κουνάει το κεφάλι του (bobbing) ή στέκεται στο ένα πόδι.[18][20]
Αναπαραγωγή
Οι ποταμοσφυριχτές αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα, ήδη από το 1ο έτος της ζωής τους, αλλά συνήθως αναπαράγονται μετά το 2ο.[6] Στις περιοχές όπου αναπαράγονται (βλ. Βιότοπος), φωλιάζουν σε χαλαρή ή ξερή άμμο, ή σε μικρά βραχάκια που περιβάλλονται από άμμο ή λασπώδες έδαφος (Johnsgard 1981, Urban et al. 1986), κάποιες φορές ανάμεσα σε διάσπαρτη βλάστηση (del Hoyo et al. 1996, Grimmett et al. 1998) πάντοτε σε γειτνίαση με το νερό και, συχνά σε μικρές νησίδες ή σε παρακείμενη αγροτική γη (Hayman et al. 1986).
Τα αρσενικά καταφθάνουν στα εδάφη αναπαραγωγής πρώτα, 1-3 εβδομάδες νωρίτερα από τα θηλυκά, ενώ λίγα μόνον άτομα έχουν ήδη σχηματίσει ζευγάρια. Οι εταίροι υπερασπίζονται έντονα τον ζωτικό τους χώρο, μέχρι και σε 30 μέτρα απόσταση από τα γειτονικά ζευγάρια. Είναι συνήθως πολύ θορυβώδεις κατά το φώλιασμα, αλλά μετά την ωοτοκία ησυχάζουν και πάλι.[6] Της σύζευξης, προηγείται χαρακτηριστικό τελετουργικό ερωτοτροπίας, με το θηλυκό να προσεγγίζει τη θέση της φωλιάς και το αρσενικό να στρίβει το σώμα του με την ουρά ανυψωμένη και ανοιγμένη. Κατόπιν, το θηλυκό μπαίνει στη φωλιά περνώντας κάτω από την ουρά του αρσενικού. Μετά τη σύζευξη το ζευγάρι χωρίζεται πρόσκαιρα με μία χαρακτηριστική μικρή αερολίσθηση (gliding).[21]
Η αναπαραγωγική περίοδος είναι από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, αλλά στις περιοχές της Β. Αφρικής, μπορεί να ξεκινήσει ήδη από τον Μάρτιο (del Hoyo et al. 1996). Στις νότιες επικράτειες υπάρχει διπλή ωοτοκία, ενώ στις βόρειες μόνο μία (1).[22]
Η φωλιά είναι μια απλή κοιλότητα στο έδαφος και επιστρώνεται με λιγοστό φυτικό υλικό ή μικρές πέτρες, αλλά μπορεί και τίποτε από αυτά. Κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας, το αρσενικό δημιουργεί με το σώμα του διάφορα ρηχά «κανάλια», από τα οποία το θηλυκό στη συνέχεια επιλέγει κάποιο ως φωλιά. Παρόλο που η φωλιά είναι σχετικά εκτεθειμένη, είναι δύκολο να εντοπιστεί η θέση της.[23]
Η γέννα αποτελείται από 4, σπανίως 3 και σπανιότατα 5 αβγά, διαστάσεων 29,8×22,1 χιλιοστών και βάρους 6,6 γραμμαρίων.[17][22] Εναποτίθενται μέρα παρά μέρα και, η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου ή του πρότελευταίου αβγού, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί 24-26 ημέρες.
Σε περίπτωση κινδύνου, οι γονείς προσπαθούν να παραπλανήσουν τον εχθρό προσποιούμενα ότι έχουν «πληγωμένη φτερούγα», προσελκύοντάς τον προς το μέρος τους και, τον απομακρύνουν σταδιακά από τη φωλιά.[24]
Νεοσσός ποταμοσφυριχτή
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, μπορούν δηλαδή να εγκαταλείψουν τη φωλιά αμέσως μόλις στεγνώσει το υποτυπώδες πτέρωμά τους. Δεν φαίνεται, μάλιστα, να δέχονται τροφή κατά το πρώτο 24ωρο, ενώ στον παραμικρό κίνδυνο έχουν την τάση να ακινητοποιούνται στο έδαφος, συμπεριφορά που υιοθετείται και στην ενήλικη ζωή τους.[25] Επιτηρούνται και από τους δύο γονείς, αποκτούν το πρώτο κανονικό πτέρωμα στις 25-27 ημέρες,[21] ανεξαρτητοποιούνται δε στις 21-24 ημέρες, περίπου.
Στην Ελλάδα, ο ποταμοσφυριχτής έρχεται την άνοιξη για να αναπαραχθεί (Απρίλιο με Οκτώβριο), κυρίως στη βόρεια και κεντρική χώρα, αλλά απαντά και ως διαβατικό σε όλη την επικράτεια.[10][26]
Απειλές
Το είδος απειλείται κυρίως από την υποβάθμιση και την απώλεια των προτιμωμένων ενδιαιτημάτων του (del Hoyo et al. 1996, Barter 2002). Πολλές από τις θέσεις αναπαραγωγής του είδους, έχουν επίσης διαταραχθεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες αναψυχής (del Hoyo et al. 1996). Η αυξημένη ρύθμιση των πλημμυρών και, η ρύπανση από πετρέλαιο και πίσσα στις ακτές της Μεσογείου και του Ιορδάνη ποταμού, έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των χώρων αναπαραγωγής στις περιοχές αυτές (del Hoyo et al. 1996). Στην Κίνα και τη Νότια Κορέα, οι σημαντικοί σταθμοί ανάπαυλας κατά τη μετανάστευση, γύρω από την ακτή της Κίτρινης Θάλασσας, χάνονται μέσω έργων ανάκτησης της γης από τη θάλασσα ή υποβαθμίζονται ως αποτέλεσμα της μειωμένης ροής των ποταμών (από την υδροληψία), της αυξημένης ρύπανσης, της συγκομιδής της βενθικής πανίδας και της μείωσης της ποσότητας των ιζημάτων που μεταφέρονται στην περιοχή από τούς ποταμούς Κίτρινο και Γιανκτσέ (Barter 2002, 2006). Το είδος, μπορεί επίσης να είναι επιρρεπές σε εξάρσεις της αλλαντίασης των πτηνών (Hubalek et al. 2005), και είναι δυνατόν να εκτεθεί σε κίνδυνο από τη συνεχιζόμενη χρήση DDT στη νότια Ινδία (Tanabe et al. 1998).
Μέτρα διαχείρισης
Στο Νόρφοκ (Norfolk)της Αγγλίας, δοκιμάστηκαν με επιτυχία κλωβοί προστασίας οι οποίοι τοποθετήθηκαν πάνω στις κοιλότητες της φωλιάς, για να αποτρέψουν τη λεηλασία της από τα αρπακτικά. Τα αποτελέσματα έδειξαν αύξηση στο αναπαραγωγικό ποσοστό των πτηνών σε κάθε περίπτωση.[27]
Κατάσταση πληθυσμού
Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί των ποταμοσφυριχτών μειώθηκαν σημαντικά στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα. Υπεύθυνη για αυτό, ήταν κυρίως η αλλαγή του κλίματος, με τα πολλά, πολύ βροχερά καλοκαίρια που μείωσαν τα πιθανά φωλιάσματα, λόγω της αύξησης της στάθμης των υδάτων. Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, άρχισαν να επαναυξάνονται οι πληθυσμοί, χάρη κυρίως σε μια σειρά από ξηρά καλοκαίρια.
Οι ευρωπαϊκές χώρες που διαθέτουν πάνω από 5.000 ζευγάρια αναπαραγωγής είναι η Ρωσία (ευρωπαϊκό τμήμα), η Λευκορωσία, η Ουκρανία, η Γαλλία και η Γερμανία, με την τελευταία να έχει τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην κεντρική Ευρώπη και, όπου μάλιστα, ήταν Πτηνό του Έτους για το 1993.[28] Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.
Η IUCN κατατάσσει το είδος ως «Ελαχίστης Ανησυχίας» (LC)[1], αλλά στις επί μέρους λίστες πολλών χωρών το είδος φαίνεται να απειλείται.[28]
Άλλες ονομασίες
Στον ελλαδικό χώρο o Ποταμοσφυριχτής απαντά και με τις ονομασίες Ποταμοχαραδριός [10] και Σφυριχτής.[16]
Σημειώσεις
i. ^ Άλλες λόγιες ονομασίες είναι Χαραδριός ο μικρός ή Αιγιαλίτης ο μικρός [29]
ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και το Charadrius dubius papuanus [30]
Παραπομπές
BirdLife International (2012). Charadrius dubius στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
Howard and Moore, p. 135
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 60, σ. 547
http://en.wiktionary.org/wiki/dubius
http://ibc.lynxeds.com/species/little-ringed-plover-charadrius-dubius
Colston & Burton, p. 39
BirdLife International and NatureServe (2012). «Charadrius dubius: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014.
http://www.birdlife.org/datazone/speciesfactsheet.php?id=3119
http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/00063657.2013.843635
Όντρια, σ. 117
Heinzel et al, p. 138
Bruun, p. 114
Perrins, p. 186
Scott & Forrest, p.88
http://www.ibercajalav.net/img/168_LittleRingedPloverCdubius.pdf
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob4690.htm
Avon & Tilford, p. 34
Flegg, p. 110
http://www.ebepe.com/html/redshank.html
Colston & Burton
Harrison, p. 141
Singer, p. 172
http://www.birdsofbritain.co.uk/bird-guide/l-r-plover.asp
Harrison, p. 140-1
Κόκκινο Βιβλίο, σ. 154
Gulickx & Kemp
http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp3119.pdf
Απαλοδήμος, σ. 64
Howard and Moore, p. 135, footnote 6
Βιβλιογραφία
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Heather, Barrie & Hugh Robertson (2005). The Field Guide to the Birds of New Zealand. Penguin Group. ISBN 978-0-14-302040-0
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
Barter, M. 2002. Shorebirds of the Yellow Sea. Wetlands International, Canberra, Australia.
Barter, M. A. 2006. The Yellow Sea - a vitally important staging region for migratory shorebirds. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 663–667. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2
Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Peter Colston, Philip Burton: Limicolen – Alle europäischen Wattvogel-Arten, Bestimmungsmerkmale, Flugbilder, Biologie, Verbreitung. BLV Verlagsgesellschaft, München 1989, ISBN 3-405-13647-4
Cramp, S.; Simmons, K. E. L. 1983. Handbook of the birds of Europe, the Middle East and Africa. The birds of the western Palearctic vol. III: waders to gulls. Oxford University Press, Oxford.
Simon Delany, Derek Scott, Tim Dodman, David Stroud (Hrsg): An Atlas of Wader Populations in Afrika and Western Eurasia. Wetlands International, Wageningen 2009, ISBN 978-90-5882-047-1
Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
Grimmett, R.; Inskipp, C.; Inskipp, T. 1998. Birds of the Indian Subcontinent. Christopher Helm, London.
Gulickx M.M.C. & Kemp J.B., «Provision of nest cages to reduce little ringed plover Charadrius dubius nest predation at Welney, Norfolk, England»
Hayman, P.; Marchant, J.; Prater, A. J. 1986. Shorebirds. Croom Helm, London.
Hockey, P. A. R.; Dean, W. R. J.; Ryan, P. G. 2005. Roberts birds of southern Africa. Trustees of the John Voelcker Bird Book Fund, Cape Town, South Africa.
del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
Hubalek, Z., Skorpikova, V.; Horal, D. 2005. Avian botulism at a sugar beet processing plant in South Moravia (Czech Republic). Vetinarni Medicina 50(10): 443-445.
Johnsgard, P. A. 1981. The plovers, sandpipers and snipes of the world. University of Nebraska Press, Lincoln, U.S.A. and London.
Ratcliffe, D. A. 1974. Ecological Effects of Mineral Exploitation in the United Kingdom and their Significance to Nature Conservation. Proceedings of the Royal Society of London Series A 339(1618): 355-372.
Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Orni
Tanabe, S.; Senthilkumar, K.; Kannan, K.; Subramanian, A. N. 1998. Accumulation features of polychlorinated biphenyls and organochloride pesticides in resident and migratory birds from south India. Archives of Environmental Contamination and Toxicology 34(3): 387-397.
Urban, E. K.; Fry, C. H.; Keith, S. 1986. The birds of Africa vol. II. Academic Press, London.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License