Ο Πολεμαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, ένας από τους μεγάλους αετούς του Παλαιού Κόσμου. Απαντάται αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο, η επιστημονική του ονομασία είναι Polemaetus bellicosus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2]
Ενήλικος πολεμαετός φωτογραφημένος στο Μασάι Μάρα της Κένυα
Πολεμαετός | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Polemaetus bellicosus (Πολεμαετός ο πολεμοχαρής) Daudin, 1800 |
Ο πολεμαετός είναι ο μεγαλύτερος αετός της Αφρικής και ο 5ος σε διαστάσεις στον κόσμο (βλ. Βιομετρικά στοιχεία). Οι θηρευτικές του ικανότητες τον τοποθετούν στις κορυφαίες -αν όχι στην κορυφαία- θέσεις των ιπτάμενων θηρευτών, διότι έχει καταγραφεί να κυνηγάει τα βαρύτερα πτηνά και θηλαστικά που είναι δυνατόν να θηρεύονται από ένα πτηνό (βλ. Τροφή, Κυνήγι).
Ονοματολογία
Η λατινική ονομασία του γένους, Polemaetus, έχει ελληνική προέλευση, με προφανή ετυμολογία και σημασία, που αντικατοπτρίζει τις θηρευτικές του δυνατότητες.
Το ίδιο ισχύει και για την επιστημονική ονομασία του είδους, bellicosus «αυτός που αρέσκεται να πολεμά, που αγαπάει να μάχεται», που λειτουργεί ως επιτατικό της ονομασίας του γένους. Άλλωστε, η λαϊκή αγγλική ονομασία του, Martial Eagle, έχει ακριβώς την ίδια σημασία.
Συστηματική Ταξινομική
Το είδος περιγράφηκε από τον Φρανσουά Δοδίν (François Marie Daudin, 1776-1803) ως Falco bellicosus (Νότια Αφρική, 1800).[3] Ο πολεμαετός αποτελεί μονοτυπικό γένος (Polemaetus) και είδος (bellicosus), εντός της οικογενείας των Αετιδών (Accipitridae), δηλαδή δεν περιλαμβάνει περαιτέρω είδη και υποείδη, σε κάθε αντίστοιχη ταξινομική μονάδα.
Νεαρός πολεμαετός, Polemaetus bellicosus
Γεωγραφική κατανομή
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Polemaetus bellicosus (σημ. ο χάρτης είναι ανακριβής σε κάποιες πυκνοδασωμένες περιοχές της Κ. και Δ. Αφρικής, όπου το είδος δεν απαντάται)
Ο πολεμαετός απαντάται αποκλειστικά στην Αφρική, ως επιδημητικό των περιοχών όπου κατανέμεται. Η εξάπλωσή του περιλαμβάνει πολλές περιοχές στην υποσαχάρια Αφρική -κάτω από τις 15 μοίρες γεωγραφικό πλάτος-, όπου η τροφή είναι άφθονη και το περιβάλλον ευνοϊκό. Εξαπλώνεται από τη Σενεγάλη και την Γκάμπια στα δυτικά, μέχρι ανατολικά στην Αιθιοπία και ΒΔ. Σομαλία και νότια προς τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Νότια Αφρική. Σε γενικές γραμμές, είναι σπάνιο ή μη κοινό είδος, αλλά είναι αρκετά κοινό σε ορισμένες περιοχές, ειδικά στη Ζιμπάμπουε.[4] Πιθανότατα, οι πληθυσμοί του έχουν μειωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της επικρατείας του, ειδικά στη Δ. Αφρική,[5] τη Ναμίμπια,[6] τη Νιγηρία [7], την Κένυα [8] και τη Νότια Αφρική.[9]
Σε γενικές γραμμές, αυτά τα πουλιά είναι πιο πολυπληθή σε προστατευόμενες περιοχές όπως τα Εθνικά Πάρκα Κρούγκερ (Kruger) και Γκαλαγκάντι (Kgalagadi) στη Νότια Αφρική, ή το Εθνικό Πάρκο Ετόσα (Etosha) στη Ναμίμπια.[10][11]
Βιότοπος
Ο πολεμαετός είναι είδος που προτιμάει τα αραιά δάση και τις δασικές άκρες, τη δασική σαβάνα και τους εκτεταμένους θαμνότοπους, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 3.000 μέτρα, περίπου, αλλά συνήθως βρίσκεται κάτω από τα 1.500 μέτρα. Δεν βρίσκεται σε πυκνά τροπικά δάση, όπως τα δάση της Γουινέας και του Κονγκό, αλλά χρειάζεται τα δέντρα για να φωλιάζει και να τα χρησιμοποιεί για προφύλαξη ενώ κυνηγάει. Στη Νότια Αφρική, οι εκεί πληθυσμοί έχουν προσαρμοστεί σε πιο ανοιχτά ενδιαιτήματα, όπως τις ημιερημικές περιοχές και την ανοικτή σαβάνα με διάσπαρτα δέντρα, δασώδη υψώματα και, ως πρόσφατη προσαρμογή, γύρω από πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος. Συνήθως φαίνεται να προτιμούν απομονωμένες ή/και προστατευόμενες περιοχές. Ο ζωτικός χώρος μπορεί να ποικίλλει ευρέως σε έκταση, από περιοχές όπου οι φωλιές κατασκευάζονται κάθε 10 χιλιόμετρα -ή και λιγότερο- μεταξύ τους, μέχρι επιφάνεια μεγαλύτερη των 1.000 χμ². Αυτή η διακύμανση οφείλεται σε διαφορές στην διαθεσιμότητα τροφής.[4]
Μορφολογία
Ο πολεμαετός είναι μεγάλου μεγέθους αετός, ο μεγαλύτερος της Αφρικής και από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως (βλ. Βιομετρικά στοιχεία).[12] Το πτέρωμα του ενηλίκου είναι σκούρο μολυβογκρι-καφέ στην άνω επιφάνεια, το κεφάλι και το πάνω μέρος του στήθους, με ελαφρώς ανοικτόχρωμα «τελειώματα» στα φτερά αυτών των περιοχών του σώματος. Η κάτω επιφάνεια είναι λευκή με πολλές, μικρές μαύρες-καφέ κηλίδες. Τα κάτω καλυπτήρια των πτερύγων είναι καφέ, ενώ τα ερετικά φτερά είναι ανοικτόχρωμα με μαύρες ραβδώσεις. Συχνά, όταν τα πουλιά κάθονται στη θέση ποσταρίσματος, οι μακριές πτέρυγες καλύπτουν πλήρως την ουρά.
Οι πολεμαετοί διαθέτουν μικρό λοφίο που, ωστόσο, συχνά δεν είναι εμφανές. Η ουρά είναι σχετικά κοντή, ανοικτόχρωμη και φέρει ραβδώσεις. Το μαυριδερό, γαμψό ράμφος είναι ισχυρότατο, όπως και οι πτερωμένοι ταρσοί. Τα πόδια έχουν γκριζομπλέ χρώμα και είναι εφοδιασμένα με ισχυρότατους γαμψώνυχες. Η ίριδα των οφθαλμών είναι κίτρινη.
Ενήλικος πολεμαετός με τη λεία του
Το θηλυκό είναι συνήθως μεγαλύτερο -κατά 26%- και με περισσότερα στίγματα από το αρσενικό. Τα νεαρά άτομα είναι πιο ανοικτόχρωμα στην άνω επιφάνεια του σώματος, συχνά υπόλευκα στο κεφάλι και το στήθος, και με λιγότερα στίγματα στο κάτω μέρος. Αποκτούν το οριστικό ενήλικο πτέρωμα μετά το 7ο έτος της ζωής τους.
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος: 78 έως 96 εκατοστά.
Άνοιγμα πτερύγων: 188 έως 260 εκατοστά.
Μήκος ταρσού: 9,7 έως 13 εκατοστά.
Μήκος ουράς: 27,2 έως 32 εκατοστά.
Μήκος ράμφους: 5,5 εκατοστά.
Βάρος: 3 έως 6,2 κιλά, κατά μέσον όρο.
Πηγές: (Kemp, Ferguson-Lees &Christie)
Τροφή
Η διατροφή του πολεμαετού ποικίλλει σε πολύ μεγάλο βαθμό, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα και υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από την συγκυρία (opportunist hunter). Είναι από τους σαρκοφάγους θηρευτές με ευρύτατη γκάμα χερσαίων ζώων και, παρόλο που υστερεί σε επιθετικότητα από τον στεφαναετό, καταγράφεται να κυνηγάει τα βαρύτερα θηράματα, για πτηνό. Μια μελέτη στο Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ, έδειξε ότι το 45% της διατροφής του αποτελείται από πτηνά. Βέβαια, συμπεριλαμβάνονται και ερπετά, ειδικά οι μεγάλες σαύρες της Οικογένειας Varanidae (monitor lizzards) και φίδια -τα περισσότερα από αυτά πολύ δηλητηριώδη-, όπως η κόμπρα του Ακρωτηρίου (Naja nivea), το μπούμσλανγκ (Dispholidus typus), διάφορες οχιές, τα πράσινα και τα μικρά μαύρα μάμπας (Dendroaspis spp. ) και οι αφρικανικοί πύθωνες των βράχων (Python sebae), που στο σύνολό τους, φθάνουν το 38% της διατροφής. Το υπόλοιπο 17% αποτελείται από θηλαστικά.
Μεταξύ των πτηνών, οι πολεμαετοί επιλέγουν συχνά τα μεσαίου μεγέθους είδη που τριγυρίζουν στο έδαφος, όπως οι φραγκολίνοι, οι φραγκόκοτες ή οι ωτίδες. Ωστόσο, μπορεί να επιτίθενται και στα νεαρά άτομα πολύ μεγαλύτερων ειδών, όπως είναι η στρουθοκάμηλος, διάφοροι πελαργοί, ερωδιοί και υδρόβια πουλιά. Ακόμη, στα θηράματα περιλαμβάνονται βούκεροι, κελέες και αιγυπτιακές χήνες. Σε μία (1) αετοφωλιά, βρέθηκαν τα λείψανα από 6 αφρικανικούς μπούφους (Bubo africanus).[4]
Ο πολεμαετός είναι από τους λίγους ιπτάμενους θηρευτές της Ωτίδας του Κόρι (Ardeotis kori) που, με βάρος που φθάνει σε κάποιες περιπτώσεις τα 18 κιλά, είναι ίσως το βαρύτερο αρτίγονο πτηνό -ενν. με ικανότητα πτήσης-.[4]
Μεταξύ των θηλαστικών, λαγοί, ύρακες, μανγκούστες, σκίουροι, αρουραίοι, γενέτες, αλεπούδες, μπαμπουίνοι και άλλοι πίθηκοι, φακόχοιροι, ιμπάλας και άλλες μικρές αντιλόπες, αποτελούν κύρια θηράματα. Ακόμη και επίγειοι δεινοί θηρευτές, όπως το καρακάλ, το σερβάλ και το αφρικανικό τσακάλι, έχουν πέσει θύματα του πολεμαετού.
Στα θηλαστικά που θηρεύει ο πολεμαετός, έχουν καταγραφεί και τα Ντάουκερ (Cephalophinae), αντιλόπες που φθάνουν τα 38 κιλά σε βάρος. Αυτά τα θηράματα είναι, πιθανότατα, οι βαρύτεροι ζωντανοί οργανισμοί που θανατώνονται από οποιοδήποτε αρπακτικό πτηνό -ημερόβιο ή νυκτόβιο- παγκοσμίως.
[4]
Φυσικά, τέτοια υπερμεγέθη θηράματα, δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν στη φωλιά, γι’ αυτό και ο αετός, μετά την θανάτωση, επιστρέφει συνεχώς για να τρώει ή να μεταφέρει το θήραμα κομματιαστά. Πάντως, η συνήθης λεία ζυγίζει λιγότερο από 5 κιλά. Οι πολεμαετοί μπορούν να επιτεθούν και σε κατοικίδια ζώα, συμπεριλαμβανομένων των πουλερικών, αρνιών και μικρών κατσικιών, αλλά αυτά δεν αποτελούν μεγάλο μέρος της διατροφής τους.[13]
Κυνήγι
Ο πολεμαετός είναι από ισχυρότερα ημερόβια αρπακτικά πτηνά και το δεύτερο σε ισχύ μεταξύ των αφρικανικών, μετά τον στεφαναετό. Φυσικά βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας των ενδιαιτημάτων του και, πρακτικά, τα υγιή ενήλικα άτομα δεν έχουν φυσικούς θηρευτές. Παρά το γεγονός ότι οι επικράτειες των πολεμαετών και των στεφαναετών περιστασιακά συμπίπτουν μεταξύ τους, τα δύο είδη έχουν διαφορετικές προτιμήσεις ενδιαιτημάτων, με τους στεφαναετούς να συχνάζουν σε πυκνότερα σημεία του δάσους, σε αντίθεση με την δασική σαβάνα που προτιμάται από τους πολεμαετούς, οπότε δεν βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό.[14]
Οι πολεμαετοί διαθέτουν εξαιρετική όραση, με οπτική οξύτητα 3,0 έως 3,6 φορές εκείνης του ανθρώπου. Λόγω αυτής της ιδιότητας, μπορούν να εντοπίζουν πιθανά θηράματα από πολύ μεγάλη απόσταση (3-5 χιλιόμετρα μακριά).[15] Ο πολεμαετός κυνηγάει ως επί το πλείστον εν πτήσει, κάνοντας κύκλους ψηλά πάνω από το έδαφος και επιτιθέμενος αιφνιδιαστικά στη λεία. Μπορεί, επίσης, να κυνηγάει απο υψηλή θέση ποσταρίσματος (perch), ή κρυμμένος στη βλάστηση, ιδιαίτερα κοντά σε νερόλακκους. Ασυνήθιστο για ένα πουλί του μεγέθους του, είναι το γεγονός ότι μπορεί να αιωρείται (hovering), ενώ κυνηγάει. Συνήθως τα πουλιά σκοτώνονται στο έδαφος ή στα δέντρα, αλλά υπάρχουν καταγραφές για θανάτωση εν πτήσει.[4]
Πτήση
Οι πολεμαετοί περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους, γυροπετώντας (soaring) σε μεγάλα ύψη πάνω από το έδαφος (γενικά είναι αόρατοι με γυμνό μάτι). Με τις μεγάλες τους πτέρυγες, είναι εξαιρετικοί αεροπόροι, αν και υστερούν σε ελιγμούς πράγμα που εξηγεί, εν μέρει, γιατί αποφεύγουν τα πυκνά δάση.
Φωνή
Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
Η φωλιά του πολεμαετού με το θηλυκό
Οι πολεμαετοί μπορούν να αναπαράγονται σε διαφορετικούς μήνες, ανάλογα με την περιοχή στην οποία ζουν. Έτσι, ή εποχή ζευγαρώματος είναι από το Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο στη Σενεγάλη, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο στο Σουδάν, από τον Αύγουστο μέχρι τον ερχόμενο Ιούλιο στη ΒΑ. Αφρική και, σχεδόν κάθε μήνα στην Α. Αφρική, αν και, ως επί το πλείστον τον Απρίλιο-Μάιο. Οι πολεμαετοί είναι μονογαμικά πτηνά και, πιθανότατα, ζευγαρώνουν εφ’ όρου ζωής.[16] Δεν φαίνεται να έχουν κάποια ξεχωριστά τελετουργικά ερωτοτροπίας, εκτός από κάποιες πτήσεις σε κύκλους που επιτελούν τα αρσενικά. Σπάνια, συμμετέχουν και τα θηλυκά, εμπλέκοντας τους γαμψώνυχές τους με τα αρσενικά.[4]
Κατά την διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, τα κατά τα άλλα σιωπηλά πουλιά, συνήθως αρθρώνουν δυνατές κραυγές. Οι φωλιές κατασκευάζονται σε μεγάλα δέντρα, συχνά τοποθετώντας τις στην κύρια διακλάδωση ενός δένδρου, 6-20 μέτρα από το έδαφος, αν και έχουν καταγραφεί φωλιές από 5-70 μέτρα, στην κορυφή των θόλων των δένδρων. Συχνά, τα δέντρα που χρησιμοποιούνται βρίσκονται στις πλευρές γκρεμών, σε κορυφογραμμές, σε μία κοιλάδα ή στην κορυφή ενός λόφου, ενώ μία (1) φωλιά είχε βρεθεί μέσα σε σπηλιά. Στο Καρού (Karoo) της Νότιας Αφρικής, έχουν επίσης φωλιάσει σε πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος.[17] Η φωλιά είναι μια μεγάλη κατασκευή από κλαδιά. Κατά το πρώτο έτος της κατασκευής, η φωλιά έχει 1,2-1,5 μ. διάμετρο και 0,6 μ. βάθος. Μετά από τακτική χρήση επί πολλά έτη, οι φωλιές μπορούν να ξεπεράσουν τα 2 μ. σε διάμετρο και βάθος. Οι πολεμαετοί έχουν αργό ρυθμό αναπαραγωγής, συνήθως ένα (1) αυγό (σπάνια δύο) κάθε δύο χρόνια. Το αυγό ζυγίζει 190 γραμμάρια, επωάζεται από το θηλυκό για 45 έως 53 ημέρες -αν και έχουν παρατηρηθεί και αρσενικά να επωάζουν-.
Ο νεοσσός είναι πολύ αδύναμος στην αρχή, αλλά γίνεται όλο και πιο δραστήριος μετά από, περίπου, 20 ημέρες. Στις 32 ημέρες τα πρώτα φτερά εμφανίζονται και έχουν καλύψει πλήρως το πουλί σε 70 ημέρες. Τροφοδοτείται μέχρι να γίνει 60 ημερών και καλά πτερωμένος, οπότε αρχίζει να τεμαχίζει μόνος την τροφή του. Κατά την αρχική περίοδο πτέρωσης (fledging), το θηλυκό παραμένει κοντά ή μέσα στην φωλιά, ενώ το αρσενικό εφοδιάζει με τροφή. Το θηλυκό παραμένει στην περιοχή και παραλαμβάνει την λεία από το αρσενικό για περίπου 50 ημέρες. Μετά, κυνηγάει η ίδια, ή φέρνει το θήραμα στη φωλιά, με το αρσενικό να εμφανίζεται σπάνια. Ο νεοσσός επιτηρείται στενά και σιτίζεται στις πρώτες ημέρες του, αλλά μετά από 14 ημέρες το θηλυκό δεν τον ταΐζει, εκτός από τη νύχτα. Το νεαρό πουλί, μετά την πρώτη πτήση του (σε περίπου 100 ημέρες), μπορεί να επιστρέψει στη φωλιά για μερικές ημέρες, και στη συνέχεια απομακρύνεται από αυτήν. Ωστόσο, παραμένει χαλαρά συνδεδεμένο με την τοποθεσία της φωλιάς για κάποιο χρονικό διάστημα, και μπορεί να μείνει κοντά σε αυτήν μέχρι και έξι μήνες.[18] Λόγω αυτής της μακράς περιόδου εξάρτησης, τα πουλιά συνήθως ζευγαρώνουν μόνον ανά μη τακτά χρονικά διαστήματα.
Απειλές
Το είδος υποφέρει από άμεση δίωξη (πυροβολισμούς και παγίδες) και έμμεση δηλητηρίαση, κυρίως από τους αγρότες, με αυτές τις δύο απειλές να αποτελούν τις σημαντικότερες αιτίες των απωλειών. Επίσης, άλλοι κίνδυνοι είναι οι πνιγμοί σε δεξαμενές με κάθετα, γλιστερά τοιχώματα, η ηλεκτροπληξία σε γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και η αλλοίωση και η υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του.[19] Οι δηλητηριάσεις γίνονται σε μεγάλο βαθμό από αγρότες με κατοχή πολλών στρεμμάτων γης, αλλά είναι επίσης πρόβλημα στις περιοχές των φυλών που κατέχουν μικρές εκτάσεις. Η αποψίλωση των δασών μπορεί να έχει μικρότερες επιπτώσεις στο είδος από ό, τι στους άλλους μεγάλους αετούς, καθώς μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη χρήση τεχνητών κατασκευών για φώλιασμα.
Μεγάλοι πληθυσμοί θηλαστικών στην Δ. Αφρική απειλούνται ιδιαίτερα και ο κίνδυνος είναι πιθανό να αυξηθεί στο μέλλον, καθώς ο ανθρώπινος πληθυσμός συνεχίσει να αυξάνεται.[20] Η μείωση αυτή, αφ’ ενός μειώνει τα φυσικά θηράματα των πολεμαετών, αφ’ ετέρου μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των οικιακών ζώων και της θήρευσης από τους αετούς που, με τη σειρά της, να οδηγήσει σε αυξημένες διώξεις από τους αγρότες. Σε ορισμένες περιοχές ενδέχεται να θανατώνονται πτηνά για χρήση στην παραδοσιακή ιατρική, με μέρη τους σώματός τους να πωλούνται στις αγορές του Γιοχάνεσμπουργκ.[21]
Η πλειονότητα των προστατευόμενων περιοχών στην Κένυα, περιλαμβάνει εδάφη πολύ μικρά για να διατηρηθεί κάποιο ζεύγος πολεμαετών, διότι τα πουλιά απαιτούν μεγάλες εκτάσεις,[22] που σημαίνει ότι τα πουλιά που φωλιάζουν σε προστατευόμενες περιοχές, σε γενικές γραμμές θα αναζητούν την τροφή τους πολύ έξω από αυτές, κάτι που θα τα καθιστά πιο ευάλωτα σε διώξεις. Στη Νότια Αφρική οι μεγαλύτερες μειώσεις πληθυσμών παρατηρήθηκαν σε περιοχές με τη μεγαλύτερη αύξηση της θερμοκρασίας και σε περιοχές με υψηλή πυκνότητα γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας, πιθανόν λόγω συγκρούσεων με τα δίκτυα ή/και από ηλεκτροπληξία. Στο Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ, οι υψηλές πυκνότητες των πληθυσμών ελεφάντων σχετίζονται με μειώσεις στους πολεμαετούς, πιθανώς ως αποτέλεσμα της μείωσης στις φωλιές τους ή αλλαγές στην ποιότητα των ενδιαιτημάτων τους.[23]
Κατάσταση πληθυσμού
Ο παγκόσμιος πληθυσμός δεν έχει ποσοτικοποιηθεί, αλλά μάλλον εκτιμάται σε κάποιες «δεκάδες χιλιάδες»,[24] ενώ ο πληθυσμός της Νότιας Αφρικής πιστεύεται ότι δεν είναι μεγαλύτερος από 600 ζεύγη.[25]
Οι πληθυσμοί του πολεμαετού έχουν μειωθεί αισθητά κατά την τελευταία δεκαετία, γι’ αυτό και η IUCN έχει κατατάξει το είδος στα Τρωτά (Vulnerable), από Σχεδόν Απειλούμενο (Nearly Threatened), που ήταν μέχρι το 2012.[26]
Μέτρα διαχείρισης
Ήδη στη Νότια Αφρική, τρέχει ένα πρόγραμμα αποζημίωσης των αγροτών για τις απώλειες που υπέστησαν από τους αετούς. Οι προτεινόμενες δράσεις περιλαμβάνουν προγράμματα που συνδυάζουν εκστρατείες ευαισθητοποίησης και αποζημίωσης των γεωργών, σε όλες τις επικράτειες του είδους. Επίσης, εκπονούνται η εγκατάσταση συσκευών αποτροπής ηλεκτροπληξίας στους πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος, η εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση για την μείωση στη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και η διενέργεια τακτικής παρακολούθησης του πληθυσμού των πολεμαετών σε όλο το εύρος κατανομής τους.[26]
Παραπομπές
Thiollay, 1994
Howard and Moore, p. 113
http://www.hbw.com/species/martial-eagle-polemaetus-bellicosus
Ferguson-Lees & Christie
Thiollay & Rainey in litt. 2013
Brown, in litt. 2009
P. Hall in litt. 2009
S. Thomsett in litt. 2013
R. van Eeden in litt. 2013
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22696116
BirdLife International
Kemp
Regional variation in the diet of martial eagles in the Cape Province, South Africa. Boshoff, AF; Palmer, NG; Avery, G. (1990)
African Raptor Interview
Shlaer
Burton & Burton, 2002
Electric eagles of the Karoo, Koos De Goede and Andrew Jenkins(2001)
planetofbirds.com
Global Raptor Information Network, 2009
H. Rainey in litt., 2013
R. Coetzee in litt., 2013)
S. Thomsett in litt., 2013
R. van Eeden in litt., 2013
Ferguson-Lees & Christie, 200
Barnes, 2000
http://www.iucnredlist.org/details/22696116/0
Βιβλιογραφία
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
Wikispecies logo
Τα Βικιείδη έχουν πληροφορίες για το θέμα:
Polemaetus bellicosus
Commons logo
Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Πολεμαετός
Allan, D. 1996. Pho¬to¬graphic Guide to Birds of South¬ern, Cen¬tral, and East Africa. Cape Town, South Africa: Struik Pub¬lish¬ers.
Barnes, K. N. 2000. The Eskom Red Data Book of birds of South Africa, Lesotho and Swaziland. BirdLife South Africa, Johannesburg.
Boshoff, A., N. Plamer, G. Avery. 1990. Re¬gional vari¬a¬tion in the diet of Mar¬tial Ea-gles in the Cape Province, South Africa. South African Jour¬nal of Wildlife Re¬search, 20/2: 57.
Brown, L. 1966. Ob¬ser¬va¬tions on some Kenya Ea¬gles. Ibis, 108/4: 531.
Bur¬ton, M., R. Bur¬ton. 2002. Mar¬tial Eagle. Pp. 1586 in P Bern¬abeo, ed. In¬ter¬na-tional Wildlife En¬cy¬clo¬pe¬dia, Vol. 12, 3 Edi¬tion. Tar¬ry¬town, New York: Mar¬shall Cavendish Cor¬po¬ra¬tion.
de Goede, K., A. Jenk¬ins. 2001. Elec¬tric Ea¬gles of the Karoo. Africa—Birds & Bird-ing, 6/4: 62.
Fer¬gu¬son-Lees, J., D. Christie. 2001. Rap¬tors of the World. New York, New York: Houghton Mif¬flin Com¬pany.
Global Raptor Information Network. 2009. Species account: Martial Eagle Polemaetus bellicosus. Available at: #http://www.globalraptors.org/grin/SpeciesResults.asp?specID=8313#.
IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at: http://www.iucnredlist.org.
Kemp, A. C. (1994). Martial Eagle (Polemaetus bellicosus). pp. 200–201 in: del Hoyo, Elliott & Sargatal. eds. (1994). Handbook of the Birds of the World, vol. 2. ISBN 84-87334-15-6
Machange, R., A. Jenk¬ins, R. Navarro. 2005. Ea¬gles as in¬di¬ca¬tors of ecosys¬tem health: Is the dis¬tri¬b¬u¬tion of Mar¬tial Ea¬gles in the Karoo, South Africa, in¬flu¬enced by vari¬a¬tions in land-use and range¬land qualilty?. Jour¬nal of Arid En¬vi¬ron¬ments, 63/1: 223.
Shlaer, Robert (1972-05-26). "An Eagle's Eye: Quality of the Retinal Image". Science 176 (4037): 920–922. doi:10.1126/science.176.4037.920. PMID 5033635. Retrieved 2012-04-16.
Sim¬mons, R., C. Brown. 2006. Birds to Watch in Nam¬bia: red, rare, and en¬demic species. Wind¬hoek, Namibia: Na¬tional Bio¬di¬ver¬sity Pro¬gramme.
Thi¬ol¬lay, J. 1994. Mar¬tial Eagle. Pp. 225 in J del Hoyo, A El¬liot, J Sar¬gatal, eds. Hand-book of the Birds of the World, Vol. 2, 1 Edi¬tion. Barcelona, Spain: Lynx Edi¬cions.
Thiollay, J.-M. 2006. The decline of raptors in West Africa: long-term assessment and the role of protected areas. Ibis 148: 240-254
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Martial eagle της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License