Ο Κοκκινοσκέλης είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Σκολοπακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tringa totanus και περιλαμβάνει 6 υποείδη.[3] Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος Tringa totanus totanus, αλλά μπορεί να υπάρχουν και άτομα του ασιατικού υποείδους Tringa totanus ussuriensis κατά τη διαχείμαση.
Κοκκινοσκέλης | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος κοκκινοσκέλης (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
|
||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
|
||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Tringa totanus Linnaeus, 1758 |
||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Tringa totanus craggi |
Ονοματολογία
Η επιστημονική ονομασία του είδους totanus είναι λατινική με ρίζα το επίθετο totus, -a, -um που σημαίνει «όλος, ολοκληρωμένος, συνολικός, ακέραιος» και, την προσθήκη του επιθέματος -anus, αγνώστου λοιπής σημασίας.[4]
Η αγγλική του ονομασία, Common Redshank, καθώς και η ελληνική, παραπέμπουν αμφότερες στο χρώμα των ταρσών του.
Συστηματική Ταξινομική
Παρόλο που ο κοκκινοσκέλης μοιάζει πολύ με τον μαυρότρυγγα, δεν είναι ιδιαίτερα στενός συγγενής του, αλλά περισσότερο συγγενεύει με τον βαλτότρυγγα (Τ. stagnatilis), και τον λασπότρυγγα (Τ. glareola). Οι πρόγονοι του τελευταίου και του κοκκινοσκέλη, φαίνεται να έχουν αποκλίνει γύρω στη Μειόκαινο-Πλειόκαινο Εποχή, περίπου 5-6 εκατομμύρια χρόνια πριν.
Η κατάταξη των πληθυσμών σε κάποια υποείδη εξακολουθεί να είναι αντικείμενο συζήτησης, όπως οι πληθυσμοί στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, που αρχικά είχαν τοποθετηθεί στο υποείδος T. t. bewickii (Ticehurst 1932), αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο T. t. britannica (Matthews 1935). Ωστόσο, κάποιοι άλλοι ερευνητές, θεωρούν ότι τα άτομα των βρεταννικών νησιών, όπως και κάποια άλλα στην περιοχή των Ουραλίων, αποτελούν υβρίδια του υποείδους T. t. ussuriensis.[5]
Γεωγραφική κατανομή
Ο κοκκινοσκέλης έχει εξάπλωση σε όλες τις ηπείρους, πλην της αμερικανικής και, κατά τόπους, αποτελεί κοινό είδος.
Περιοχές αναπαραγωγής
Οι ευρύτερες περιοχές αναπαραγωγής του κοκκινοσκέλη (μόνιμες και καλοκαιρινές), καλύπτουν μεγάλο μέρος της Ευρασίας ανάλογα με το υποείδος.
Στην Ευρώπη απαντά σε όλες, ανεξαιρέτως, τις χώρες εκτός από κάποιες μικρές περιοχές της Σουηδίας, της Φινλανδίας και της Ρωσίας που βρίσκονται αρκετά βόρεια και, από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, όπου φαίνεται να έχει εξαφανιστεί.[1] Σε κάποιες βόρειες χώρες, όπως την Ισλανδία, την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και σε περιοχές που βρέχονται από τη Βόρεια Θάλασσα, απαντά ως επιδημητικό (μόνιμο),[6] ενώ σε κάποιες περιοχές της Κ. Ευρώπης, απαντά μόνον ως μεταναστευτικό πτηνό.
Στην Ασία, τα εκεί υποείδη, αναπαράγονται σε μία ευρύτατη ζώνη με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ, από τα ευρωπαϊκά σύνορα μέχρι την Ιαπωνία. Τα βόρεια σύνορα της ασιατικής επικράτειας περιορίζονται από τη Ν. Σιβηρία και κάτω, μέχρι το ύψος των Ιμαλαΐων, περίπου, και από το κεντρικό Ιράν, μέχρι την κεντρική Κίνα.
Περιοχές διαχείμασης
Ενήλικος κοκκινοσκέλης (μη αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Οι περιοχές διαχείμασης του κοκκινοσκέλη, βρίσκονται τόσο στην Ευρασία, όσο -κυρίως- στην Αφρική και την Αυστραλία. Στις δύο τελευταίες ηπείρους γίνεται η διαχείμαση του μεγαλύτερου όγκου των πληθυσμών του πτηνού.
Στην Ευρασία διαχειμάζει στις μεσογειακές χώρες (Ιβηρική, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία), με τα νότια όρια να φθάνουν μέχρι την Αραβική Θάλασσα (Σοκότρα).
Στην [[Αφρική, οι περιοχές διαχείμασης εκτείνονται από τις μεσογειακές χώρες στα βόρεια, μέχρι την Ανγκόλα στα νότια, και από τις ακτές του Ατλαντικού στα δυτικά, μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα στα ανατολικά.[7]
Μεταναστευτικές οδοί
Οι περισσότεροι πληθυσμοί του κοκκινοσκέλη είναι πλήρως μεταναστευτικοί, με την αποδημία να πραγματοποιείται σε ένα ευρύ μέτωπο, δια ξηράς και κατά μήκος των ακτών, ενώ μερικοί, πολύ βόρειοι πληθυσμοί (Ισλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο παραμένουν μόνιμα κοντά στους τόπους αναπαραγωγής τους (del Hoyo et al. 1996). Η εαρινή μετανάστευση πραγματοποιείται από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο, και η φθινοπωρινή για τους τόπους διαχείμασης, μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου (Hayman et al. 1986).
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τα Σβάλμπαρντ, τον Καναδά, τη Γροιλανδία, τις Σεϋχέλλες, το Κονγκό και τη Νήσο των Χριστουγέννων.[1] Το είδος παρατηρήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και το 2000 στα νησιά Παλάου της Μικρονησίας.[8]
Στην Ελλάδα, ο κοκκινοσκέλης είναι μερικώς μεταναστευτικός, δηλαδή είναι επιδημητικός (μόνιμος) στα βόρεια και κεντρικά της χώρας, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε όλη την επικράτεια κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[9]
Βιότοπος
Νεαρός κοκκινοσκέλης
Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, ο κοκκινοσκέλης απαντά σε παράκτιους αλμυρόβαλτους, ηπειρωτικά υγρά λιβάδια με χαμηλή βλάστηση (del Hoyo et al. 1996) (συμπεριλαμβανομένων και των καλλιεργουμένων αγρών) (Johnsgard 1981), βάλτους με γρασίδι, ελώδεις ερεικώνες (del Hoyo et al. 1996) και ελώδεις τυρφώνες (Johnsgard 1981 ).
Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, μπορεί να συχνάζει σε ηπειρωτικά πλημμυρισμένα λιβάδια (del Hoyo et al. 1996) και τις αμμώδεις όχθες των ποταμών και των λιμνών (Flint et al. 1984), ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα είναι σε μεγάλο βαθμό παράκτιο πτηνό (del Hoyo et al. 1996), καταλαμβάνοντας βραχώδεις, λασπώδεις και αμμώδεις παραλίες, αλμυρόβαλτους, η παλιρροιακές ελώδεις περιοχές, παράκτιες λιμνοθάλασσες με αλμυρό ή γλυκό νερό (del Hoyo et al. 1996), παλιρροιακές εκβολές ποταμών (Johnsgard 1981), αλυκές και αγροκτήματα με αγωγούς λυμάτων (del Hoyo et al. 1996).
Στην Ελλάδα μπορεί να βρεθεί σε τενάγη με αλμυρά και γλυκά νερά, κοντά σε παράκτιες περιοχές και σε εκβολές ποταμών.[9]
Μορφολογία
Ο κοκκινοσκέλης είναι ένα μετρίου μεγέθους καλοβατικό πτηνό, αναγνωρίσιμο κυρίως από τους πορτοκαλοκόκκινους ταρσούς του, αλλά τον χειμώνα μοιάζει πολύ με τον μαυρότρυγγα, με τον οποίο μοιράζεται συχνά τα ίδια ενδιαιτήματα. Από αυτόν ξεχωρίζει -στο έδαφος- κυρίως από το ελαφρά μικρότερο, πορτοκαλοκόκκινο (όχι κόκκινο) ράμφος, που δεν είναι ιδιαίτερα αγκιστρωτό στην άκρη του. Επίσης είναι λίγο μικρότερος σε μέγεθος και, κατά την πτήση, διακρίνεται χαρακτηριστικό λευκό κράσπεδο (wing bar) στις πτέρυγες, το οποίο δεν υπάρχει στον μαυρότρυγγα,[10]. Επίσης, έχει μικρότερους ταρσούς που, τους διατηρεί κατά την πτήση σχετικά κοντά στο υπόλοιπο σώμα.[11] Γενικά, το αναπαραγωγικό του πτέρωμα έχει σκουρότερους χρωματισμούς από το χειμερινό, αλλά η διαφορά αυτή, δεν είναι τόσο έκδηλη όσο στον μαυρότρυγγα.
Οι ταρσοί έχουν πορτοκαλοκόκκινο χρώμα και, η λευκή, σχήματος ‘V’ περιοχή στο ουροπύγιο επεκτείνεται αρκετά ψηλά προς τη ράχη. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το πτέρωμά του αποκτά ένα πολύ ομοιόμορφο γκρίζο χρώμα με διάσπαρτες κηλίδες και ραβδώσεις.[10] Η ίριδα είναι καστανόμαυρη και υπάρχει λευκός δακτύλιος που περιβάλλει τον οφθαλμό.
Το κύριο χαρακτηριστικό των νεαρών ατόμων είναι τα κιτρινωπά πόδια, που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη αναγνώριση του πτηνού, όταν βρίσκεται μαζί μέ άλλα καλοβατικά.
Ενήλικος κοκκινοσκέλης εν πτήσει (ραχιαία όψη), με ευδιάκριτη τη λευκή μπάρα στις πτέρυγες και το λευκό ουροπύγιο
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος: (22-)28 έως 29(-30) εκατοστά.
Βάρος: αρσενικό 85-140 γραμμάρια, θηλυκό 110-155 γραμμάρια.[12]
Ηθολογία
Έξω από την περίοδο αναπαραγωγής το είδος αναζητεί την τροφή του μεμονωμένα, σε μικρές ομάδες (del Hoyo et al. 1996), ή περιστασιακά σε μεγάλα σμήνη μέχρι και 1000 άτομα (Snow και Perrins 1998), ειδικά στις περιοχές κουρνιάσματος (Hayman et al. 1986) ή όταν αναζητά ψάρια (del Hoyo et al. 1996).
Όταν στέκεται στο έδαφος, διακρίνεται από τη «νευρική» συμπεριφορά του και το χαρακτηριστικό κούνημα της ουράς πάνω-κάτω (bobbing), ενώ όταν ενοχληθεί, κουνάει νευρικά και το κεφάλι του.[13] Είναι έντονα θορυβώδης, από τους πλέον θορυβώδεις χαραδριούς [12] και αντιδρά έντονα στην παραμικρή όχληση, με φωνές και πετάγματα.
Τροφή
Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, η διατροφή του αποτελείται από έντομα, αράχνες και δακτυλιοσκώληκες (del Hoyo et al. 1996). Κατά τη διάρκεια της μη-αναπαραγωγικής περιόδου συλλαμβάνει τα παραπάνω (del Hoyo et al. 1996), καθώς και μαλάκια, καρκινοειδή (ειδικά τα αμφίποδα, όπως Corophium spp.) (Del Hoyo et al. 1996) και περιστασιακά μικρά ψάρια και γυρίνους (del Hoyo et al. 1996). Η αναζήτηση της τροφής γίνεται κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Αναπαραγωγή
Ενήλικος κοκκινοσκέλης (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Ο κοκκινοσκέλης αναπαράγεται από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο (Hayman et al. 1986) σε μοναχικά ζευγάρια ή σε χαλαρές αποικίες (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996), συνήθως λιγότερα από 10 ζευγάρια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, αλλά, έχουν παρατηρηθεί μέχρι και 100-300 ζευγάρια ανά τ.χμ. στις ακτές (del Hoyo et al. 1996).
Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό (Harrison) σε ανοικτές περιοχές, απ’ευθείας πάνω στο έδαφος, πάντοτε ανάμεσα σε βλάστηση (Flint et al. 1984), ή σε ψηλό γρασίδι, (del Hoyo et al. 1996) και, καλά κρυμμένη, σχεδόν ποτέ εκτεθειμένη.[14] Είναι μία απλή κοιλότητα επιστρωμένη με παρακείμενο φυτικό υλικό, που μεταφέρεται και τακτοποιείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτει τη φωλιά.[14]
Η γέννα πραγματοποιείται εφάπαξ και αποτελείται από 4, μερικές φορές 3, σπανίως 5 αβγά, τα οποία έχουν διαστάσεις 42-48 × 29-33 χιλιοστά[15]. Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται και από τους δύο γονείς και, έχει διάρκεια 23-24 ημέρες.[12][16].
Μετά την εκκόλαψη, και οι δύο γονείς φροντίζουν για την ανατροφή των νεοσσών. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, εγκαταλείπουν δηλαδή τη φωλιά πολύ γρήγορα, ακολουθούν τους γονείς τους και τρέφονται μόνοι τους. Στις 25-31 ημέρες, κάποια θηλυκά αναχωρούν για τους τόπους διαχείμασης, ενώ το αρσενικό μένει κοντά για επιτήρηση.[12].
Στην Ελλάδα, ο κοκκινοσκέλης μπορεί να απαντά σέ όλες τις μορφές μετακίνησης (μόνιμος, καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, χειμερινός ή μεταναστευτικός), αναπαράγεται κυρίως στη βόρεια επικράτεια της χώρας (Όντρια), αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της, συνήθως ξεχειμωνιάζει ή είναι διαβατικός κατά τις μεταναστεύσεις.
Κατάσταση πληθυσμού
Ενήλικος κοκκινοσκέλης (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Γενικά, οι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί του κοκκινοσκέλη, βρίσκονται σε καλή κατάσταση, γι'αυτό, η IUCN, έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, αλλά με τάση άγνωστη, καθώς ορισμένοι πληθυσμοί μειώνονται, ενώ άλλοι είναι σταθεροί, αυξητικοί ή έχουν άγνωστη τάση (Wetlands International 2006). Στην Ευρώπη, οι τάσεις από το 1980 δείχνουν ότι οι πληθυσμοί έχουν υποστεί μια μέτρια μείωση (<0,01%), με βάση τα προσωρινά στοιχεία για 21 χώρες από το Πανευρωπαϊκο Πρόγραμμα Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών (EBCC / RSPB / BirdLife / Στατιστική Ολλανδίας Π. Voříšek in litt. 2008) [1]
Απειλές
Το είδος απειλείται από την απώλεια των οικοτόπων αναπαραγωγής και διαχείμασης μέσω της εντατικοποίησης της γεωργίας, της αποξήρανσης των υγροτόπων, του ελέγχου των πλημμυρών, αλλά και την αποδάσωση, τα εγγειοβελτιωτικά έργα και τη βιομηχανική ανάπτυξη (del Hoyo et al. 1996), την επέκταση των αγρωστωδών ζιζανίων (Spartina spp.) στους λασπότοπους (Evans 1986, del Hoyo et al. 1996), την εκκαθάριση των λιβαδιών στις παρυφές τους (del Hoyo et al. 1996), (π.χ. αποχέτευση, ανόργανα λιπάσματα, εκ νέου σπορά) (Baines 1988), την παράκτια κατασκευή φραγμάτων (Burton 2006) και την βαριά βόσκηση (π.χ. στα αλίπεδα) (Norris et al. 1998). Το είδος απειλείται, επίσης, από διαταραχές στις παλιρροιακές περιοχές από τα κατασκευαστικά έργα (UK) (Burton et al. 2002a) και την όχληση στα μονοπάτια πεζοπορίας (Burton et al. 2002b).
Είναι επίσης ευάλωτο στο ισχυρό ψύχος στις δυτικοευρωπαϊκές περιοχές διαχείμασής του (del Hoyo et al. 1996), ενώ υποφέρει από τη θήρευση των φωλιών του από εισηγμένους θηρευτές (π.χ. τον ευρωπαϊκό σκαντζόχοιρο Erinaceus europaeus) σε κάποια νησιά (Jackson 2001). Το είδος είναι επίσης ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών, ώστε να μπορεί να απειλείται από τις μελλοντικές εστίες του ιού (Melveille και Shortridge 2006).
Για την Ελλάδα τα στοιχεία είναι ελλιπή και, δεν είναι γνωστό εάν απειλείται άμεσα.
Πληροφορίες Διαχείρισης
Οι βέλτιστες συνθήκες αναπαραγωγής για το [[]είδος]], μπορεί να παρέχονται με τη δημιουργία ενός μωσαϊκού από απλημμύριστους (unflooded) λειμώνες, πλημμυρισμένες -το χειμώνα- χορτολιβαδικές εκτάσεις και ρηχούς νερόλακκους (Ausden et al. 2002). Αυτές οι χειμωνιάτικες πλημμύρες των χορτολιβαδικών εκτάσεων είναι επωφελείς, δεδομένου ότι βοηθούν στην διατήρηση της βλάστησης σε μικρό ύψος, ενώ δημιουργούν τεχνητές «πισίνες» που παρέχουν μια πηγή τροφής (υδρόβια ασπόνδυλα) την άνοιξη (Ausden et al. 2002, Olsen και Schmidt 2004). Τέτοιες ρηχές «πισίνες» στα παράκτια έλη βόσκησης θα πρέπει να διατηρούνται μέχρι το τέλος Ιουνίου (Ausden et al. 2003). Μικρής έκτασης βόσκηση των αλμυρόβαλτων (περίπου μία (1) αγελάδα ανά εκτάριο), δεν φαίνεται να επηρεάζει το είδος και μπορεί ακόμη και να είναι επωφελής για τους πληθυσμούς αναπαραγωγής (Norris et al. 1997, Ausden et al. 2005), αν και τα βοοειδή δεν πρέπει να βρίσκονται εκεί προς το τέλος της περιόδου ωοτοκίας (π.χ. τέλη Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου), για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος καταπάτησης της φωλιάς (Norris et al. 1997). Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η υπερβολική βόσκηση μπορεί να είναι επιβλαβής (Evans 1986). Το είδος, είναι γνωστό ότι, έχει δείξει αυξανόμενη επιτυχία εκκόλαψης όταν τα διάφορα αρπακτικά έχουν αποκλειστεί, με την ανέγερση προστατευτικών φρακτών γύρω από τις περιοχές ωοτοκίας (Jackson 2001) και, στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν ενδείξεις ότι η καταστροφή των αγρωστωδών ζιζανίων (Spartina spp.), χρησιμοποιώντας κάποιο ζιζανιοκτόνο, είναι ευεργετική για το πτηνό (Evans 1986).
Άλλες ονομασίες
Στον ελλαδικό χώρο, ο Κοκκινοσκέλης απαντάται και με τις ονομασίες Κοκκινοπόδης (τρύγγας), Μάρτυρος (Ακαρνανία), Κόκκινο Γαϊταρίφι, Νεροπούλα [17] και Κοκκινοποδαρότρυγγας.[18]
Σημειώσεις
i. ^ Περιλαμβάνει και το Tringa totanus meinertzhageni [19]
ii. ^ Περιλαμβάνει και το Tringa totanus britannica [20]
Παραπομπές
BirdLife International (2013). Tringa totanus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 28 Μαρτίου 2014.
Howard and Moore, p. 140
Howard and Moore, p. 141
http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=totanus
Delany et al
Bauer et al
BirdLife International and NatureServe (2013). «Tringa totanus: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2014.
Wiles et al. (2006)
Όντρια, σ. 108
Bruun, p. 124
Heinzel et al, p. 158
Perrins, p. 120
Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, σ. 149
Harrison, p. 153
«Breeding biology of Redshanks».
Harrison, p. 154
Απαλοδήμος, σ. 55
Όντρια, σ. 107
Howard and Moore, p. 141, note 6
Howard and Moore, p. 141, note 5
Πηγές
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 58 , λήμμα «Τρύγγας»
Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
Simon Delany, Derek Scott, Tim Dodman, David Stroud (Hrsg.): An Atlas of Wader Populations in Africa and Western Eurasia. Wetlands International, Wageningen 2009, ISBN 978-90-5882-047-1, S. 316.
Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg.): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel. Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2, S. 500.
Pereira, Sérgio Luiz & Baker, Alan J. (2005): Multiple Gene Evidence for Parallel Evolution and Retention of Ancestral Morphological States in the Shanks (Charadriiformes: Scolopacidae). Condor 107(3): 514–526. DOI:10.1650/0010-5422(2005)107[0514:MGEFPE]2.0.CO;2 PDF fulltext
Wiles, Gary J.; Johnson, Nathan C.; de Cruz, Justine B.; Dutson, Guy; Camacho, Vicente A.; Kepler, Angela Kay; Vice, Daniel S.; Garrett, Kimball L.; Kessler, Curt C. & Pratt, H. Douglas (2004): New and Noteworthy Bird Records for Micronesia, 1986–2003. Micronesica 37(1): 69-96. HTML abstract
Flint, V. E.; Boehme, R. L.; Kostin, Y. V.; Kuznetsov, A. A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
Johnsgard, P. A. 1981. The plovers, sandpipers and snipes of the world. University of Nebraska Press, Lincoln, U.S.A. and London.
Hayman, P.; Marchant, J.; Prater, A. J. 1986. Shorebirds. Croom Helm, London.
Baines, D. 1988. The effects of improvement of upland grassland on the distribution and density of breeding wading birds (Charadriiformes) in northern England. Biological Conservation 45: 221-236.
del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
Robson, B.; Allcorn, R. I. 2006. Rush cutting to create nesting patches for lapwings Vanellus vanellus and other waders, Lower Lough Erne RSPB reserve, County Fermanagh, Northern Ireland. Conservation Evidence 3: 81-83.
Ausden, M.; Badley, J.; James, L. 2005. The effect of introducing cattle grazing to saltmarsh on densities of breeding redshank Tringa totanus at Frampton Marsh RSPB Reserve, Lincolnshire, England. Conservation Evidence 2: 57-59.
Ausden, M.; Rowlands, A.; Sutherland, W. J.; James, R. 2003. Diet of breeding Lapwing Vanellus vanellus and Redshank Tringa totanus on coastal grazing marsh and implications for habitat management. Bird Study 50: 285-293.
Burton, N. H. K. 2006. The impact of the Cardiff Bay barrage on wintering waterbirds. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), aterbirds around the world, pp. 805. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
Burton, N. H. K.; Rehfisch, M. M.; Clark, N. A. 2002. Impacts of Disturbance from Construction Work on the Densities and Feeding Behavior of Waterbirds using the Intertidal Mudflats of Cardiff Bay, UK. Environmental Management 30(6): 865-871.
Burton, N. H. K.; Armitage, M. J. S.; Musgrove, A. J.; Rehfisch, M. M. 2002. Impacts of Man-Made landscape Features on Numbers of Estuarine Waterbirds at Low Tide. Environmental Management 30(6): 857-864.
Evans, P. R. 1986. Use of the Herbicide 'Dalapon' for Control of Spartina Encroaching on Intertidal Mudflats: Beneficial Effects on Shorebirds. Colonial Waterbirds 9(1): 171-175.
Jackson, D. B. 2001. Experimental Removal of Introduced Hedgehogs Improves Wader Nest Success in the Western Isles, Scotland. Journal of Applied Ecology 38(4): 802-812.
Norris, K.; Cook, T.; O'Dowd, B.; Durdin, C. 1997. The Density of Redshank Tringa totanus Breeding on the Salt-Marshes of the Wash in Relation to Habitat and Its Grazing Management. Journal of Applied Ecology 34(4): 999-1013.
Norris, K.; Brindley, E.; Cook, T.; Babbs, S.; Forster Brown, C.; Yaxley, R. 1998. Is the density of Redshank Tringa totanus nesting on saltmarshes in Great Britain declining due to changes in grazing management? Journal of Applied Ecology 35(5): 621-634.
Olsen, H.; Schmidt, N. M. 2004. Impacts of wet grassland management and winter severity on wader breeding numbers in eastern Denmark. Basic and Applied Ecology 5: 203-210.
Squires, R.; Allcorn, R. I. 2006. The effect of chisel ploughing to create nesting habitat for breeding lapwings Vanellus vanellus at Ynys-Hir RSPB reserve, Powys, Wales. Conservation
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License