Η Κοκκινοκαλιακούδα είναι πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά κυρίως στην κεντρική Ασία, αλλά και σε απομονωμένους πληθυσμούς σε μέρη της Ευρώπης (και στον ελλαδικό χώρο) και της βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pyrrhocorax pyrrhocorax και περιλαμβάνει 8 υποείδη.[1]
Κοκκινοκαλιακούδα | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
|
||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Pyrrhocorax pyrrhocorax {Πυρροκόραξ o κοινός) [i] Linnaeus, 1758 |
||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
Pyrrhocorax pyrrhocorax baileyi |
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Pyrrhocorax pyrrhocorax docilis (S. G. Gmelin, 1774).[1]
Είναι είδος προσαρμοσμένο να ζει σε μεγάλα υψόμετρα, μικρότερα πάντως από εκείνα της συγγενικής κιτρινοκαλιακούδας.
Ονοματολογία
Η ονομασία του γένους είναι σύνθετη ελληνική και προέρχεται από τις επί μέρους λέξεις πυρρός (= αυτός που έχει το χρώμα του πυρός, της φωτιάς) + κόραξ (=ο κόρακας, το κοράκι). Γι’ αυτό ο σωστός συλλαβισμός είναι με δύο και όχι με ένα ρ, διότι η λέξη δεν προέρχεται από το πυρ: πυρρός, -ά, -όν (αρχαιοπρ.) αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, ο ξανθοκόκκινος. [ΕΤΥΜ. αρχ. επίθ. (ήδη μυκ. ανθρωπωνύμια Pu-wo, Pu-wa, Pu-wi-no), που συνδ. με τις λ. πυρ και πυρσός (δωρ.). Σύμφωνα με την πιο ασφαλή ερμηνεία, οι τ. πυρρός και πυρσός προέρχονται από το ουσ. πυρ, αλλά παράγονται από διαφορετικά επιθήματα: πυρρός < *πυρ-Ρός (όπως επιμαρτυρούν οι τ. τής Μυκηναϊκής) < πυρ + επίθημα -Εός (πβ. πολιός < *πολι-Ρός), ενώ πυρσός < πυρ + επίθημα -σός. Η υιοθέτηση κοινού αρχικού τ. *πυρσ-Ρός δεν προσφέρει ικανοποιητικές απαντήσεις].[2]
Η ελληνική λαϊκή ονομασία έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική λέξη κολοιός, αγνώστου λοιπής ετυμολογίας. Η λέξη αυτή αναφέρεται συχνά τόσο στον Αριστοτέλη όσο και στον Αριστοφάνη και πιθανότατα σήμαινε το συγκεκριμένο πουλί (βλ. Κουλτούρα). Από τη λέξη αυτή προήλθε η, μεγεθυντικής σημασίας, λέξη κάλοιακας, η οποία με το επίθημα -ούδα έδωσε τη σημερινή λέξη: ΕΤΥΜ. < κάλοιακας (+ επίθημα -ούδα,πβ. πεταλ-ούδa) < κόλοιακας < αρχ. κολοιός, ίδια σημ. (κατ' αναλογίαν προςτο κόρακας), αγν. ετύμου].[3]
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ορθή γραφή της λέξης είναι καλοιακούδα, διότι η γραφή με το απλό ι στερείται ετυμολογικής βάσης.[3][4]
Η αγγλική ονομασία του είδους chough, είναι προϊόν ονοματοποιίας και οφείλεται στην χαρακτηριστική υψίσυχνη φωνή του πτηνού.[5]
Η ελληνική λαϊκή ονομασία παραπέμπει στο χρώμα του ράμφους -και των ταρσών- του πτηνού.
Συστηματική Ταξινομική
Απολιθώματα του γένους βρίσκονται ήδη από τα τέλη του Πλειόκαινου της Ευρώπης,[6] στη σημερινή Ουγγαρία και Ισπανία. Όπως και η κιτρινοκαλιακούδα, υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της ορνιθοπανίδας της Εποχής των Παγετώνων. Λόγω της επέκτασης των δασών κατά την Ολόκαινο Περίοδο εξαφανίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα εύκρατα γεωγραφικά πλάτη. Η ανάκαμψη άρχισε με την κτηνοτροφία και τη δημιουργία ανοικτών χώρων που προσφέρουν στα πτηνά πηγές διατροφής σε μορφή ξηρού χόρτου. Αρχειακές καταγραφές δείχνουν ότι η κοκκινοκαλιακούδα, στις αρχές του 16ου αιώνα, επεκτεινόταν σε πολύ μεγαλύτερο ευρωπαϊκό χώρο από ό, τι σήμερα. Με την εντατικοποίηση της γεωργίας και της επακόλουθης μείωσης των ζώων βοσκής, κυρίως των προβάτων, κατά τον 19ο αιώνα, εξαφανίστηκε από πολλές θέσεις της «πατρογονικής» ευρωπαϊκής επικράτειας αναπαραγωγής της. Η δίωξη από τον άνθρωπο, συνέβαλε πολύ σε αυτή την εξέλιξη. Έτσι, το είδος εξαφανίστηκε από πολλά μέρη των Άλπεων, τις Βρετανικές Νήσους (μέχρι το 2000, περίπου) και αλλού. Αντίθετα, το είδος παρέμεινε στην Ασία, κυρίως λόγω έλλειψης όχλησης και επειδή η βόσκηση είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένη.
Η κοκκινοκαλιακούδα περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο ως Upupa Pyrrhocorax, στο περίφημο έργο του Systema Naturae το 1758.[7] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, Pyrrhocorax, από τον Άγγλο ορνιθολόγο Marmaduke Tunstall το 1771 στο έργο του Ornithologia Britannica,[8] μαζί με το μοναδικό άλλο μέλος του γένους, την Κιτρινοκαλιακούδα, P. graculus.[9] Οι πιο στενοί συγγενείς τους θεωρείτο παλαιότερα ότι, ήσαν τα κορακοειδή του γένους Corvus, ειδικά οι κάργιες,[10] αλλά οι αναλύσεις DNA του κυτοχρώματος β δείχνουν ότι το γένος Pyrrhocorax, μαζί με το γένος Temnurus, είχαν αποκλίνει νωρίς από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Corvidae.[11]
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Pyrrhocorax pyrrhocorax όπου, από το μοναδικό χρώμα, φαίνεται η τάση του να μένει μόνιμα σε μιά περιοχή (επιδημητικό/ενδημικό)
Τα υποείδη της κοκκινοκαλιακούδας κατανέμονται σε μια σχετικά στενή και κατακερματισμένη ζώνη που μοιάζει πολύ με εκείνην της συγγενικής κιτρινοκαλιακούδας. Συγκεκριμένα, εκτείνεται κατά μήκος των ορέων της νότιας Παλαιαρκτικής, με δυτικότερο όριο την Ιβηρική Χερσόνησο και τη ΒΔ. Αφρική και, ανατολικότερο όριο, την Α. Κίνα και τη Β. Ινδοκίνα.
Στην Ευρώπη, η κατανομή είναι έντονα κατακερματισμένη, με πληθυσμούς απομακρυσμένους μεταξύ τους, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιβηρική, στην Ιταλία και στα Βαλκάνια. Απαντά ακόμη στις δυτικές Άλπεις, αλλά όχι στις ανατολικές.
Η Ασία, αποτελεί την κυριότερη επικράτεια του είδους, με τα εκεί υποείδη να συγκροτούν μια «συμπαγή» δομή, σε ευρεία ζώνη που αρχίζει από τη Μικρά Ασία και φθάνει ανατολικά μέχρι τη Σινική Θάλασσα.
Στην Αφρική, τέλος, απαντά στον μαροκινό Άτλαντα και στην Αλγερία, κυρίως όμως σε δύο -κατ’ άλλους ερευνητές, τέσσερις- απομονωμένους πληθυσμούς στην Αιθιοπία (βλ. Γεωγραφική κατανομή]], που συγκροτούν ενδημικό υποείδος.
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Pyrrhocorax pyrrhocorax baileyi | Υψίπεδα Β και Κ Αιθιοπίας (όρη Σίμιεν και Μπάλε), Αμπούνε Γιοζέφ και Ντιλέντα | Ενδημικό στην περιοχή | Κατανέμεται σε δύο διακριτούς πληθυσμούς που, πιθανόν, να αποτελούν ξεχωριστά υποείδη |
2 | Pyrrhocorax pyrrhocorax barbarus | ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία), Κανάρια (Λα Πάλμα) | Ενδημικό στα νησιά και στην περιοχή | |
3 | Pyrrhocorax pyrrhocorax brachypus | ΒΑ και Α Κίνα | Αμφισβητείται η διάκριση από το 4 | |
4 | Pyrrhocorax pyrrhocorax centralis | ΒΔ Ιμαλάια, βορειοανατολικά προς Αλτάι, Μογγολία, Ν Ρωσία (Μπουρυατία), Ν, Α και ΝΔ Κίνα, Κασμίρ και Λαντάκ | Αμφισβητείται η διάκριση από το 3 | |
5 | Pyrrhocorax pyrrhocorax docilis | Ν Βαλκάνια από Ελλάδα και Κρήτη, ανατολικά προς Τουρκία, Καύκασο, Εγγύς Ανατολή (Λίβανος (?), Β Ισραήλ, Κ Συρία), Β [[Ιράκ, Β Ιράν, Τουρκμενιστάν και Αφγανιστάν | Επιδημητικοί πληθυσμοί | |
6 | Pyrrhocorax pyrrhocorax erythrorhamphos | ΒΑ Πορτογαλία, Ισπανία, ΒΔ και Ν Γαλλία, ΝΔ Ελβετία, Κ Ιταλία, Σαρδηνία, Σικελία | Τοπικές μετακινήσεις εντός της περιοχής | Είναι το κύριο ευρωπαϊκό υποείδος |
7 | Pyrrhocorax pyrrhocorax himalayanus | Ιμαλάια, ανατολικά προς Μπουτάν και ΒΑ Ινδία, Κ και Ν Κίνα | Υβριδίζεται, πιθανότατα, με το 5 στα δυτικά της επικρατείας του | |
8 | Pyrrhocorax pyrrhocorax pyrrhocorax | Β, Δ και Ν Ιρλανδία, Δ Σκωτία, Νήσος Μαν και ΝΔ Αγγλία (Κορνουάλη) | Ενδημικό στα Βρετανικά νησιά | Επανεποίκησε την Κορνουάλη το 2001, μετά από απουσία 50 ετών |
Πηγές:[1][5][9][12][13][14][15][16][17][18][19][20]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
Η κοκκινοκαλιακούδα είναι ένα τυπικό μη-μεταναστευτικό είδος, με υψηλά ποσοστά ενδημισμού. Σε όλες σχεδόν τις περιοχές της επικρατείας της, ζει και αναπαράγεται μόνιμα, καθ’όλη τη διάρκεια του έτους.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, το Γιβραλτάρ, την Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Σλοβακία, την Αίγυπτο και την Κορέα.[21]
Στην Ελλάδα, η κοκκινοκαλιακούδα είναι επιδημητικό είδος, απαντά δηλαδή μόνιμα στις ορεινές περιοχές όλης της χώρας, αλλά είναι περιορισμένο τοπικά και δεν είναι εύκολο να την συναντήσει κάποιος.
Βιότοπος
Η κοκκινοκαλιακούδα είναι ένα τυπικό πτηνό μεγάλου υψομέτρου, αφού ο κύριος οικότοπος του είδους είναι τα ψηλά βουνά. Απαντά μεταξύ 2.000 και 2.500 μέτρων στη Β. Αφρική και, κυρίως, μεταξύ 2.400 και 3.000 μ. στα Ιμαλάια. Σε αυτή την οροσειρά φθάνει μέχρι και τα 6.000 μ. το καλοκαίρι, ενώ έχει καταγραφεί στα 7.950 μ. στο όρος Έβερεστ.[9] Συνήθως, διαχειμάζει χαμηλότερα, στα 1450-2135 μ., στα «αλπικά» λιβάδια.[22] Ωστόσο, δεν φθάνει στα υψόμετρα της συγγενικής της κιτρινοκαλιακούδας,[23] ιδιαίτερα όταν αναπαράγεται, διότι εκείνη εμφανίζει διατροφή καλύτερα προσαρμοσμένη σε μεγαλύτερα υψόμετρα.[24]
Στην Ιρλανδία, την Μεγάλη Βρετανία και την Βρετάνη αναπαράγεται επίσης στις παράκτιες βραχώδεις ακτές, αναζητώντας την τροφή της στις προσκείμενα λιβάδια χαμηλής βλάστησης, 2-4 εκ. ύψους (machair). Στο παρελθόν υπήρξε ακόμη πιο διαδεδομένη στις ακτές, αλλά περιορίστηκε λόγω της απώλειας των εξειδικευμένων της οικοτόπων.[25][26]
Στην Ελλάδα, οι κύριοι οικότοποι περιλαμβάνουν γκρεμούς και πλαγιές απότομων βράχων, σε απρόσιτες ορεινές θέσεις,[27] σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 1.000 μέχρι 2.300 μ., σχεδόν αποκλειστικά στους υψηλότερους ορεινούς όγκους της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης (Handrinos & Akriotis 1997, Delestrade 1998, Ξηρουχάκης & Δρετάκης 2006). Τον χειμώνα παρατηρείται και σε χαμηλότερο υψόμετρο (μέχρι τα 400 μ.), ακόμη και κοντά σε καλλιέργειες, ειδικά σε περιόδους έντονης κακοκαιρίας. Ο βιότοπος τροφοληψίας της περιλαμβάνει βραχώδεις εκτάσεις με χέρσα χωράφια, αλπικά λιβάδια με απότομα διάσπαρτα βράχια, οροπέδια και ορεινούς βοσκότοπους με αραιή φυτοκάλυψη.[28]
Μορφολογία
Ενήλικη κοκκινοκαλιακούδα (υποείδος P. p. himalayanus)
Η κοκκινοκαλιακούδα, γενικά, είναι ένα μέσου μεγέθους κορακοειδές που, μπορεί να μην είναι εύκολο να παρατηρηθεί, λόγω του απρόσιτου των βιοτόπων της, αλλά είναι από τα ευκολότερα πτηνά, στην αναγνώριση πεδίου, δεδομένου ότι είναι το μοναδικό κορακοειδές με καρμινοκόκκινο ράμφος και κοκκινωπά κάτω άκρα (ταρσοί και πόδια). Ωστόσο, από κάποια απόσταση, επειδή δεν διακρίνονται αυτά τα χαρακτηριστικά, μοιάζει με την κιτρινοκαλιακούδα, ενώ σε σχέση με το κοράκι είναι σημαντικά μικρότερη σε μέγεθος. Κατά την πτήση, είναι διακριτές οι σχετικά τετραγωνισμένες πτέρυγες και η, επίσης, τετραγωνισμένη ουρά της. Όταν οι πτέρυγες είναι κλειστές, τα πρωτεύοντα ερετικά φθάνουν σχεδόν εκεί όπου τελειώνει η ουρά (στην κιτρινοκαλιακούδα, η ουρά προεξέχει σαφώς σε σχέση με τα πρωτεύοντα).[29]
Χαρακτηρίζεται από το κόκκινο, μυτερό και αρκετά καμπυλωτό ράμφος της, αρκετά μεγαλύτερο και κυρτότερο σε σύγκριση με εκείνο της κιτρινοκαλιακούδας (P. graculus). Στη βάση του ράμφους υπάρχουν πολλές, κοντές σμήριγγες, οι οποίες μόλις που καλύπτουν τα ρουθούνια. Επίσης, κατά την πτήση, τα πρωτεύοντα ερετικά πτερά φαίνονται να εξέχουν από την πτέρυγα περισσότερο. Το πτέρωμά της είναι στιλπνό μαύρο με κάποια ελαφρά, ιριδίζουσα πρασινωπή απόχρωση, ενώ κάποια υποείδη διαθέτουν απαλή μπλε απόχρωση στα φτερά τους. Με το πέρασμα του χρόνου το πτέρωμα χάνει τη στιλπνότητά του, έως ότου ακολουθήσει η επόμενη έκδυση (moult). Η ίριδα είναι σκούρα καφεκόκκινη και τα νύχια μαύρα.
Τα δύο φύλα είναι παρόμοια, με τα θηλυκά λίγο μικρότερα σε μέγεθος, αλλά αυτό είναι δυσδιάκριτο από απόσταση. Οι ενήλικες μπορούν να ξεχωρίσουν με παρατήρηση στο χέρι (sic), από το μήκος πτέρυγας, ταρσού και ράμφους, σε ακραίες μετρήσεις. Για παράδειγμα, το ράμφος των αρσενικών ατόμων είναι γύρω στα 65 χιλιοστά, ενώ των θηλυκών, γύρω στα 50 χιλιοστά. Ωστόσο, αυτό είναι αδύνατον να διαπιστωθεί στην παρατήρηση πεδίου.[30]
Τα νεαρά άτομα έχει λιγότερο στιλπνό πτέρωμα από τους ενήλικες, ενώ διαθέτουν σημαντικά μικρότερο κίτρινο ράμφος -που σταδιακά γίνεται πορτοκαλί- [31] και ροζ πόδια μέχρι το 1ο τους φθινόπωρο.[9] Επίσης, η ίριδα των οφθαλμών είναι κατάμαυρη και τα νύχια των ποδιών σκούρα καφέ.[30][32]
Σχηματική σύγκριση των δύο ειδών καλιακούδας, με την κοκκινοκαλιακούδα αριστερά
Υπάρχει η θεωρία ότι το μέγεθος των υποειδών αυξάνεται, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ακολουθώντας τον Κανόνα του Μπέργκμαν, που υποστηρίζει ότι το μέγεθος αυξάνεται παράλληλα με το υψόμετρο και τη μείωση της θερμοκρασίας (τα ασιατικά υποείδη ζουν σε υψηλότερες και ψυχρότερες περιοχές).[9][23] Ωστόσο, οι επί μέρους μετρήσεις δίνουν, κάποιες φορές, μια διαφορετική εικόνα. Για παράδειγμα, αν και οι κινεζικοί πληθυσμοί είναι κατά μέσο όρο μεγαλύτεροι σε μέγεθος από τους ευρωπαϊκούς, έχουν εν τούτοις κοντύτερα πόδια και ράμφος.[33][34] (Πηγές:[22][35][36][37][38][27][39][29][31][30][40])
Βιομετρικά στοιχεία
Γενικά
Μήκος σώματος: (37-)38 έως 40(-41) εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: 68-90 εκατοστά
Μήκος ράμφους: 5-7 εκατοστά
Μήκος ουράς: 13-17,5 εκατοστά
Μήκος ταρσού: 5-6 εκατοστά
Βάρος: (220-) 280 έως 360 (-390) γραμμάρια (τα αρσενικά είναι ογκωδέστερα και βαρύτερα από τα θηλυκά)
Υποείδος | Άνοιγμα πτέρυγας | Μήκος ταρσού | Μήκος ουράς | Μήκος ράμφους | Βάρος | |
---|---|---|---|---|---|---|
1 | ♂ 310-332 | 59 | ♂ 145-155 | 64-70 | ||
2 | ♂ 286-310, ♀ 272-281 | ♂ 54-56, ♀52-54 | ♂ 135-252, ♀ 128-139 | ♂ 58-63, ♀55-58 | ||
3 | ♂ 304-311 | ♂ 51-54 | ♂ 164-166 | ♂ 49-51 | ♀ 238-253 | |
4 | ♂ 293-322 | ♂ 47-52 | ♂ 151-175 | ♂ 51-58 | ♂ 230-290 ♀ 219-287 | |
5 | ♂ 299-325, ♀ 284-295 | ♂ 55-60, ♀ 51-54 | ♂ 140-166 , ♀ 141-150 | ♂ 53-59, ♀ 47-54 | ♂ 314-375 ♀ 253-300 | |
6 | ♂ 282-315, ♀ 289-294 | ♂ 54-60, ♀ 48-56 | ♂ 135-158 , ♀ 137-141 | ♂ 55-63, ♀ 48-56 | ♂ 340-360 ♀ 293-320 | |
7 | ♂ 317-336, ♀ 280-332 | ♂ 59-63 | ♂ 151-163 | ♂ 59-66 | ♂ 450 ♀ 349-385 | |
8 | ♂ 268-293, ♀ 245-293 | ♂ 49-56, ♀ 48-54 | ♂ 120-141 , ♀ 125-140 | ♂ 51-59, ♀ 50-53 | ♂ 335-380 ♀ 285-325 |
(Για τα Υποείδη, βλ. Γεωγραφική κατανομή, το Μήκος σε χιλιοστά, το Βάρος σε γραμμάρια Πηγή: Cramp & Perrins 1994, pp. 105–120)
Τροφή
Πορτρέτο ενήλικης κοκκινοκαλιακούδας
Η κοκκινοκαλιακούδα θα μπορούσε να καταταγεί στα παμφάγα κορακοειδή με, τόσο ζωϊκή, όσο και φυτική ύλη στο διαιτολόγιό της. Η φυσιολογία του στομαχιού της δείχνει ότι ανήκει στους οργανισμούς που καταναλώνουν μάλλον μαλακή, πλούσια σε υγρά, τροφή. Η λεία του είδους αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από έντομα, αράχνες, σαλιγκάρια, σκουλήκια [31] και άλλα ασπόνδυλα που λαμβάνονται από το έδαφος, με τα μυρμήγκια, ίσως, το πιο σημαντικό θήραμα.[9] Οι κοκκινοκαλιακούδες του υποείδους της Κ. Ασίας P. p. centralis συνηθίζουν να ανεβαίνουν στη ράχη των άγριων ή οικόσιτων θηλαστικών και να τρέφονται με παράσιτα.[41] Αν και τα ασπόνδυλα αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους, μπορούν να τραφούν και με φυτικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων πεσμένων σπερμάτων από δημητριακά, ιδιαίτερα με την έλευση του φθινοπώρου. Μάλιστα, στα Ιμαλάια έχει αναφερθεί ότι προκαλούν ζημιές στις καλλιέργειες κριθαριού διαρρηγνύοντας τους καρπούς για να πάρουν τα σπέρματα.[9] Στις ακτές, συνηθίζουν να αρπάζουν τα αβγά από τις φωλιές των πουλιών που φωλιάζουν στην περιοχή.[37] Τέλος, αντίθετα με την κιτρινοκαλιακούδα, δεν δέχονται ανθρώπινη «τεχνητή» τροφή, όπως ψωμιά, γλυκά κ.λ.π.[42]
Τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα αναζήτησης τροφής είναι εκείνα με χαμηλή βλάστηση, που δημιουργούνται από τη βόσκηση, π.χ. από τα πρόβατα και τα κουνέλια, οι αριθμοί των οποίων συνδέονται με την αναπαραγωγική επιτυχία του είδους. Μπορεί, επίσης, να προκύψουν κατάλληλες περιοχές σίτισης, εκεί όπου η ανάπτυξη των φυτών παρεμποδίζεται από την έκθεση σε ρεύματα ανέμου κορεσμένα με αλάτι, ή σε φτωχά εδάφη.[43][44]
Η κοκκινοκαλιακούδα χρησιμοποιεί το μεγάλο, καμπυλωτό ράμφος της για να συλλάβει μυρμήγκια, σκαθάρια και μύγες από την επιφάνεια, ή για να σκάψει για προνύμφες και άλλα ασπόνδυλα. Το τυπικό βάθος που ψάχνει είναι στα 2-3 εκατοστά, που σημαίνει ότι σιτίζεται σε εδάφη με λεπτή επιφάνεια και στα βάθη όπου διαβιούν πολλά ασπόνδυλα, είναι όμως ικανή να διατρυπήσει το έδαφος ακόμη και σε βάθος 10-20 εκ., εάν παραστεί ανάγκη.[45][46] Επίσης, θα αναζητήσει στιγμιαία τη λεία της σε δένδρα ή θάμνους, μόνον όταν δεν βρίσκει αλλού τροφή. Πίνει νερό πολύ συχνά, ιδιαίτερα όταν καταναλώνει σκληρή ή κολλώδη λεία.
Όταν τα δύο είδη καλιακούδας εμφανίζονται μαζί, υπάρχει μόνο περιορισμένος ανταγωνισμός για τροφή. Ιταλική μελέτη έδειξε ότι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η διατροφή για την κοκκινοκαλιακούδα ήταν σχεδόν αποκλειστικά βολβοί γκάγκεας (Gagea sp.), ενώ η κιτρινοκαλιακούδα στρεφόταν σε βατόμουρα και καρπούς τριανταφυλλιάς. Επίσης, τον Ιούνιο, οι κοκκινοκαλιακούδες τρέφονται με προνύμφες Λεπιδοπτέρων, ενώ οι κιτρινοκαλιακούδες με νύμφες Τιπουλίδων. Αργότερα, μέσα στο καλοκαίρι, οι κιτρινοκαλιακούδες καταναλώνουν κυρίως ακρίδες, ενώ οι κοκκινοκαλιακούδες, νύμφες Τιπουλίδων, προνύμφες Διπτέρων και σκαθάρια.[24]
Τόσο η κοκκινοκαλιακούδα όσο και η κιτρινοκαλιακούδα, έχουν τη συνήθεια να «αποταμιεύουν» τροφή, κρύβοντάς την σε ρωγμές ή σχισμές και καλύπτοντας το άνοιγμα με χαλίκια ή βότσαλα.[47]
Πτήση
Η πτήση της κοκκινοκαλιακούδας είναι ισχυρή αλλά ταυτόχρονα ντελικάτη,[38], κατά την οποία διακρίνονται τα πρωτεύοντα ερετικά να εξέχουν από την πτέρυγα και να διαχωρίζονται καλά μεταξύ τους (λιγότερο διαχωρισμένα στην κιτρινοκαλιακούδα), ενώ και η ουρά εμφανίζεται σχετικά κοντή (σχέση μήκους/πλάτους, σχεδόν 1:1). Πολύ συχνά γυροπετάει (soaring).[38][39]
Κοκκινοκαλιακούδα εν πτήσει
Η κοκκινοκαλιακούδα φημίζεται για τις εναέριες «καταδύσεις» και τους επιδέξιους ελιγμούς της που, πολλές φορές, συνοδεύονται από ακροβατικές κινήσεις. Έχει την ικανότητα να εκτελεί κάθετη εφόρμηση μέχρι 100 χλμ/ώρα, με διπλωμένες τις πτέρυγες, ή ανάποδη πτήση με περιστροφή του σώματος γύρω από τον εαυτό της και άρθρωση χαρακτηριστικής στριγγής κραυγής. Επίσης, είναι από τα λίγα πτηνά που μπορούν να κερδίζουν ύψος εντελώς κάθετα προς την επιφάνεια του εδάφους. Τα ακροβατικά αυτά έχουν, πολύ εύστοχα, παρομοιαστεί με εκείνα που εκτελούν οι πιλότοι των παλαιών διπλάνων.[29]
Ηθολογία
Γενικά, η κοκκινοκαλιακούδα θεωρείται αρκετά προσιτή και δεν φαίνεται ιδιαίτερα δειλό πτηνό, ενώ είναι κοινωνικό είδος σχηματίζοντας μικρές αγέλες,[27] εκτός από την περίοδο αναπαραγωγής.[29] Αυτό μπορεί να συμβεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αλλά κυρίως στην Ευρώπη το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, όταν τα νεαρά πτηνά ενταχθούν στο κοπάδι. Ωστόσο, στο Νεπάλ και στην ευρύτερη περιοχή των Ιμαλαΐων, μπορεί να σχηματίζει κοπάδια που αριθμούν εκατοντάδες άτομα.[22] Συχνά, κινεί νευρικά τις πτέρυγες και την ουρά της, όταν αρθρώνει διάφορα καλέσματα εν στάσει. Αντίθετα με άλλα κορακοειδή, δεν ανεβαίνει σχεδόν ποτέ σε δένδρα ή θάμνους, προτιμώντας το έδαφος, όπου είναι πολύ «νευρική» και κινητική, μετακινούμενη με βάδισμα, τρέξιμο ή μικρά τριπλά άλματα.[39][48]
Φωνή
Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
Φώλιασμα
Οι κοκκινοκαλιακούδες είναι σε θέση να αναπαράγονται από την ηλικία των τριών ετών αν και η ηλικία της πρώτης αναπαραγωγής είναι μεγαλύτερη στους μεγάλους πληθυσμούς.[49] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ κάθε χρόνο, από τα τέλη Απριλίου μέχρι τις αρχές Μαΐου, αλλά κάποιες φορές υπάρχει και δεύτερη ωοτοκία, μόνον όμως σε περίπτωση που χαθεί η πρώτη.[50] Τα ζευγάρια εμφανίζουν ισχυρό δεσμό, από τη στιγμή που είναι επιτυχής η πρώτη ωοτοκία.[51] Φωλιάζει μοναχικά, αλλά μπορεί να σχηματίζει μικρές αποικίες, μερικές φορές μαζί με την κιτρινοκαλιακούδα, ιδιαίτερα όταν οι καλές θέσεις είναι περιορισμένες.[29]
Η ογκώδης φωλιά αποτελείται από ρίζες και βλαστούς από ρείκια, αγκαθωτά ψυχανθή (Ulex sp. ) ή άλλα φυτά και είναι επενδεδυμένη με μαλλί ή τρίχες.[23] Στην Κ. Ασία, μάλιστα, οι τρίχες μπορούν να αποκόπτονται από το τρίχωμα των οικόσιτων θηλαστικών, όπως του Hemitragus jemlahicus.[41] Η φωλιά είναι κατασκευασμένη σε μια σπηλιά ή σχισμή, σε βράχο ή ορθοπλαγιά, μερικές φορές σε λαγούμια άλλων ζώων, σε ορεινές τοποθεσίες αλλά και κοντά στην ακτή, ανάλογα με τον οικότοπο του πτηνού.[23][50] Εάν το πέτρωμα είναι μαλακός ψαμμίτης, τα πουλιά μπορούν να σκάβουν τρύπες σχεδόν μέχρι ένα (1) μέτρο βάθος.[52] Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν παλαιά κτήρια, ενώ τα μοναστήρια στο Θιβέτ αποτελούν πολλές φορές χώρους φωλιάσματος, όπως και σύγχρονα κτήρια στις πόλεις της Μογγολίας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Ουλάν Μπατόρ.[9] Δυνατόν να χρησιμοποιούνται και άλλες «τεχνητές» θέσεις, όπως λατομεία και ορυχεία, όπου αυτά είναι διαθέσιμα.[53] Η φωλιά κατασκευάζεται και από τους δύο εταίρους, σε 2-4 εβδομάδες.[50]
Ωοτοκία
Νεαρές κοκκινοκαλιακούδες
Η γέννα αποτελείται συνήθως από 3-4 αβγά (σπανίως 2 ή μέχρι 7),[54] διαμέτρου 40,6Χ28,7 χιλιοστών και βάρους 15,7 γραμμαρίων, περίπου, εκ των οποίων το 6% είναι κέλυφος.[54][55] Το μέγεθος των αβγών είναι ανεξάρτητο από το μέγεθος της ωοτοκίας και την θέση της φωλιάς, αλλά μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των διαφορετικών θηλυκών.[56]
Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του 1ου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό την εφοδιάζει με τροφή, διαρκεί δε 17-23 ημέρες -συνήθως 18 με 19- , περίπου.[37][54] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται δηλαδή ανήμποροι και χρειάζονται για καιρό την προστασία των γονέων τους, σε αντίθεση με εκείνους της κιτρινοκαλιακούδας, που διαθέτουν ήδη ένα πυκνό κάλυμμα από υποτυπώδεις τρίχες.[57] Τη σίτισή τους αναλαμβάνει το θηλυκό για 2-3 εβδομάδες, με τροφή που φέρνει το αρσενικό. Αφήνουν τη φωλιά στις 38 ημέρες, περίπου, αλλά παραμένουν κοντά στους γονείς του για 3-4 εβδομάδες ακόμη.[54]
Τα νεαρά άτομα επιζούν σε ποσοστό 43% μέχρι το 1ο έτος ζωής τους, και ο ετήσιος ρυθμός επιβίωσης των ενηλίκων είναι περίπου 80%. Η μέση διάρκεια ζωής κυμαίνεται, περίπου, στα 7 χρόνια,[58] αν και έχει καταγραφεί ηλικία 17 ετών.[45] Η θερμοκρασία και η βροχόπτωση κατά τους μήνες που προηγούνται της αναπαραγωγής, φαίνεται να σχετίζονται με τον αριθμό των νεοσσών που αποκτούν το πρώτο πτέρωμα κάθε χρόνο, καθώς και με το ποσοστό επιβίωσής τους. Οι νεοσσοί που αναπτύσσουν το πρώτο πτέρωμα υπό καλές συνθήκες, είναι πιο πιθανό να επιβιώσουν μέχρι την ηλικία αναπαραγωγής και, έχουν μπροστά τους περισσότερα έτη για να αναπαραχθούν, σε σχέση με εκείνους που ανέπτυξαν το πρώτο πτέρωμα υπό κακές συνθήκες.[49]
Στην Β. Ισπανία, οι κοκκινοκαλιακούδες προτιμούν να φωλιάζουν κοντά στις αποικίες των κιρκινεζιών. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι, τα συγκεκριμένα γεράκια είναι καλύτερα στην ανίχνευση ενός πιθανού θηρευτή και πιο ικανά στην άμυνα από τις κοκκινοκαλιακούδες. Ως αποτέλεσμα, η αναπαραγωγική επιτυχία τους βρέθηκε να είναι πολύ υψηλότερη από εκείνη στις φωλιές που ήταν κτισμένες αλλού (16% αστοχία αναπαραγωγής κοντά στα γεράκια, 65% αλλού).
Θηρευτές
Οι κυριότεροι φυσικοί θηρευτές της κοκκινοκαλιακούδας είναι ο πετρίτης, ο χρυσαετός και ο μπούφος, ενώ την φωλιά της λεηλατεί συχνά το κοράκι.[59]</ref>"Release Update December 2003" (PDF). Operation Chough. Retrieved June 2014</ref>[60][61] Επίσης, η κοκκινοκαλιακούδα αποτελεί ένα από τα είδη-ξενιστές πάνω στα οποία παρασιτεί ο κισσόκουκος (Clamator glandarius).[62]
Πολλά άτομα μπορούν επίσης να φέρουν ακάρεα, αλλά μια μελέτη που έγινε για το άκαρι Gabucinia delibata, που παρασιτεί στο πτέρωμα των νεαρών πτηνών, λίγους μήνες μετά την ανάπτυξη του πρώτου φτερώματος όταν ενταχθούν στις αποικίες, έδειξε ότι το συγκεκριμένο παράσιτο βελτιώνει στην πραγματικότητα την σωματική κατάσταση του ξενιστή του. Είναι πιθανό ότι τα ακάρεα ενισχύουν την φυσιολογική υγιεινή του πτερώματος αποτρέποντας την ανάπτυξη παθογόνων παραγόντων.[44] Ταυτόχρονα ενισχύει τα άλλα «μέτρα προστασίας» του πτερώματος, όπως είναι η ηλιοθεραπεία και η τριβή του πτερώματος με μυρμήκια (sic!), των οποίων το –τοξικό- μυρμηκικό οξύ θανατώνει τους παθογόνους μικροοργανισμούς.[9]
Κατάσταση πληθυσμού
Tο είδος, συνολικά, δεν θεωρείται ότι προσεγγίζει τα κατώτατα όρια του κριτηρίου μείωσης για τον παγκόσμιο πληθυσμό της IUCN Red List (δηλαδή, μείωση κατά περισσότερο από 30%, μέσα σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές), και ως εκ τούτου αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[21]
Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές επικράτειες έχουν μειωθεί και κατακερματιστεί λόγω της απωλείας των παραδοσιακών μεθόδων κτηνοτροφίας, της δίωξης και, ίσως, όχλησης στην αναπαραγωγή και το φώλιασμα, αν και οι αριθμοί στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ιρλανδία μπορεί τώρα να έχουν σταθεροποιηθεί.[23] Από τους άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς μόνο στην Ισπανία το είδος εξακολουθεί να είναι διαδεδομένο. Στις άλλες περιοχές αναπαραγωγής οι επικράτειες είναι αποσπασματικές και μεμονωμένες, γι’ αυτό και το είδος έχει χαρακτηριστεί ως Ευάλωτο (VU) στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η κοκκινοκαλιακούδα αποτελεί το αντικείμενο πολλών προγραμμάτων διατήρησης και προστασίας.
Μια μικρή ομάδα από άγριες κοκκινοκαλιακούδες έφτασε από την ηπειρωτική Ευρώπη στην Κορνουάλη, το 2001 και, μάλιστα, φώλιασε μέσα στο επόμενο έτος. Αυτή ήταν η πρώτη καταγραφή αναπαραγωγής του είδους στη Βρετανία, από το 1947, και μια σταδιακή αύξηση του πληθυσμού έχει παρατηρηθεί έκτοτε, κάθε επόμενο έτος.[63]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα.[64]
Κουλτούρα
Το οικόσημο του Τόμας Μπέκετ με τις κοκκινοκαλιακούδες
Το πτηνό αναφέρεται ήδη στον Αριστοτέλη και τον Αριστοφάνη με γλαφυρό τρόπο, που σημαίνει ότι ήταν πολύ γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, και το χρησιμοποιούσαν ως βασικό θέμα για τα γνωμικά και τις παροιμίες τους. Βέβαια, δεν είναι καθορισμένο ποιο από τα δύο είδη εννοούσαν στις αναφορές τους, αυτό όμως, έχει μικρή σημασία διότι μοιάζουν μεταξύ τους.
«Κολοιός ποτί κολοιόν» (Αριστοτέλης), για εκείνους που συναναστρέφονται τους ομοίους τους.
«Πολλοί...σφε κατακρώζουσι κολοιοί» (Αριστοφάνης), για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες.
«Κολοιός αλλοτρίοις πτεροίς αγάλλεται» (Αριστοφάνης), γι’ αυτούς που πετούν με ξένα φτερά.[65]
Στην ελληνική μυθολογία, η κοκκινοκαλιακούδα, επίσης γνωστή ως «κοράκι της θάλασσας», θεωρείτο ιερό πτηνό του Κρόνου και κατοίκησε στο «ευλογημένο νησί» της Καλυψούς.[66]
Αλλά και σήμερα είναι πολύ γνωστή η παροιμία «Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα», που χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγραφεί μία δύσκολη ή κακή κατάσταση.[3]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κοκκινοκαλιακούδα συνδέεται από τα αρχαία χρόνια με την Κορνουάλη, και εμφανίζεται στον θυρεό της.[67] Σύμφωνα με τον μύθο, ο Βασιλιάς Αρθούρος δεν πέθανε μετά την τελευταία του μάχη, αλλά η ψυχή του «μετανάστευσε» στο σώμα μιας κοκκινοκαλιακούδας και, το κόκκινο χρώμα του ράμφους και των ποδιών του πτηνού, προέρχονται από το αίμα αυτής της τελευταίας μάχης.[68] Γι’ αυτό, ήταν γρουσουζιά να σκοτώνει κάποιος μια κοκκινοκαλιακούδα,[66] ενώ η παράδοση υποστηρίζει, επίσης, ότι μετά την τελευταία αναχώρηση από την Κορνουάλη, τότε η επιστροφή της, θα σηματοδοτήσει την επιστροφή του Βασιλιά Αρθούρου.[69]
Στην εραλδική, απεικονίζεται στο οικόσημο του Τόμας Μπέκετ (Thomas Becket), Αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι, αλλά και την πόλη του Κάντερμπερι, λόγω της σύνδεσής του με αυτόν.[70]
Άλλες ονομασίες
Στον ελλαδικό χώρο η Κοκκινοκαλιακούδα απαντά και με την ονομασία Κορωνοπούλι (Ταΰγετος) [71] Άλλες λόγιες ονομασίες είναι: Πυρροκόραξ ο ερυθρόραμφος, Πυρροκόραξ ο γνήσιος, Κορώνη η ειναλία [71]
Σημειώσεις
i. ^ Η λόγια ονομασία του είδους «ερυθρόραμφος» [71] είναι τεχνητή και δεν αντιστοιχεί στην λατινική «pyrrhocorax», ωστόσο χρησιμοποιείται κατ’ αντιστοιχίαν της απόδοσης «κιτρινόραμφος», για τη συγγενική κιτρινοκαλιακούδα (βλ. Ονοματολογία)
Παραπομπές
Howard and Moore, p. 512
Μπαμπινιώτης, σ. 1522
Μπαμπινιώτης, σ. 820
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 34, σ. 467
http://www.cornwall.gov.uk/environment-and-planning/countryside/wildlife/the-cornish-chough/?page=14166
Finlayson
(Latin) Linnaeus, C. (1766). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio duodecima. Holmiae. (Laurentii Salvii). p. 158.
(Latin) Tunstall, M. (1771). Ornithologia Britannica: seu Avium omnium Britannicarum tam terrestrium, quam aquaticarum catalogus, sermone Latino, Anglico et Gallico redditus. London, J. Dixwell. p. 2.
Madge & Burn
Goodwin & Gillmor
Ericson et al
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22705916
http://ibc.lynxeds.com/species/red-billed-chough-pyrrhocorax-pyrrhocorax
Vieillot
Vaurie
Rand & Vaurie
Gmelin
Gould
Stresemann
Swinhoe
http://www.iucnredlist.org/details/22705916/0
Grimmett et al, p. 160
Snow & Perrins
Rolando & Laiolo
http://www.rspb.org.uk/wildlife/birdguide/name/c/chough/
http://www.rspb.org.uk/ourwork/projects/details/223656-cornwall-chough-project
Όντρια, σ. 154
http://www.poulia.info/2011/10/blog-post_5094.html
Mullarney et al, p. 334
http://www.ibercajalav.net
Singer, p. 340
Glutz von Blotzheim & Bauer
Laiolo et al
Cramp & Perrins 1994, S. 105.
Flegg, p. 216
Heinzel et al, p. 322
Perrins, p. 188
Bruun, p. 216
Scott & Forrest, p. 160
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
Baietto et al
Glutz von Blotzheim & Bauer, p. 1649–1650
Mccanch
Blanco et al
Roberts
Morris, Rev. Francis Orpen (1862). A history of British birds, volume 2. London, Groombridge and Sons. p. 29
Wall
Glutz von Blotzheim & Bauer, p. 1642–1643
Reid et al
Harrison, p. 316
Roberts (1985)
Ali & Ripley
"Chough Pyrrhocorax pyrrhocorax (breeding)" (PDF). Joint Nature Conservation Committee. Retrieved June 2014
Harrison, p. 317
http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob15590.htm
Stillman et al
Starck & Ricklefs
Chough Pyrrhocorax pyrrhocorax [Linnaeus, 1758]". BTOWeb BirdFacts. British Trust for Ornithology. Retrieved June, 2014
"A year in the life of Choughs". Birdwatch Ireland. Retrieved June 2014
Rolando et al
Blanco & Tella
Soler et al
"Cornwall Chough Project". Projects. Royal Society for the Protection of Birds. Retrieved June 2014
http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp5755.pdf
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 34, σ. 468
de Vries
"The Cornish Chough". Cornwall Council. Retrieved June 2014
Newlyn, Lucy; Wilkinson, Lucy (illustrator) (2005). Chatter of Choughs: An Anthology Celebrating the Return of Cornwall's Legendary Bird. Hypatia Publications. p. 31. ISBN 1-872229-49-2.
Carrell, Severin (27 January 2002). "Cornish chuffed at the return of the chough". The Independent. Retrieved June 2014
"The City Arms of Canterbury". Canterbury City Council. Retrieved June 2014
Απαλοδήμος, σ. 35
Βιβλιογραφία
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
Ali, Salim; Ripley, S Dillon (1986). Handbook of the birds of India and Pakistan 5 (2 ed.). Oxford University Press. pp. 239–242. ISBN 0-19-562063-1. Cite uses deprecated parameters (help)
Baietto, Marco; Masin, Simone; Vaghi, Serena; Padoa-Schioppa, Emilio (2007). "Observation of Red-Billed Chough (Pyrrhocorax pyrrhocorax) Removing Fur from Himalayan Tahr (Hemitragus jemlahicus)" (PDF). Research Journal of Biological Sciences 2 (1): 89–90. Cite uses deprecated parameters (help)
BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
Blanco, Guillermo; Tella, José Luis; Torre, Ignacio (July 1998). "Traditional farming and key foraging habitats for chough Pyrrhocorax pyrrhocorax conservation in a Spanish pseudosteppe landscape". Journal of Applied Ecology 35 (23): 232–239. doi:10.1046/j.1365-2664.1998.00296.x. JSTOR 2405122.
Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Cramp, Stanley, Christopher M. Perrins: Handbook of the Birds of Europe, the Middle East, and North Africa. The Birds of the Western Palearctic. Volume VIII: Crows to Finches. Oxford University Press, Hong Kong 1994, ISBN 0-19-854679-3.
de Vries, Ad (1976). Dictionary of Symbols and Imagery. Amsterdam: North-Holland Publishing Company. p. 97. ISBN 0-7204-8021-3
Finlayson Clive: Avian Survivors. The History and Biogeography of Palaearctic Birds. T & AD Poyser, London 2011. ISBN 978-0-7136-8865-8
Glutz von Blotzheim, Urs N, K. M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Band 13/III: Passeriformes (4. Teil). AULA-Verlag, Wiesbaden 1993, ISBN 3-89104-460-7.
Gmelin, Johann Friedrich (1774). Reise durch Russland (in German). volume 3, 365.
Gould, John (1862). "Two new species of hummingbird, a new Fregilus from the Himalayas and a new species of Prion". Proceedings of the Zoological Society of London: 125
IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2014).
Madge, Steve; Burn, Hilary (1994). Crows and jays: a guide to the crows, jays and magpies of the world. A&C Black. pp. 133–5. ISBN 0-7136-3999-7. Cite uses deprecated parameters (help)
Mccanch, Norman (November 2000). "The relationship between Red-Billed Chough Pyrrhocorax pyrrhocorax (L) breeding populations and grazing pressure on the Calf of Man". Bird Study 47 (3): 295–303. doi:10.1080/00063650009461189.
Rand, Austin Loomer; Vaurie, Charles (1955). "A new chough from the highlands of Abyssinia". Bulletin of the British Ornithologists' Club 75: 28
Reid, J. M.; Bignal, E. M.; Bignal, S.; McCracken, D. I.; Monaghan, P. (2003). "Environmental variability, life-history covariation and cohort effects in the red-billed chough Pyrrhocorax pyrrhocorax". Journal of Animal Ecology 72 (1): 36–46. doi:10.1046/j.1365-2656.2003.00673.x. JSTOR 3505541. Cite uses deprecated parameters (help)
Roberts, P. J. (1983). "Feeding habitats of the Chough on Bardsey Island (Gwynedd)". Bird Study 30 (1): 67– 72. doi:10.1080/00063658309476777.
Roberts, P. J. (1985). "The choughs of Bardsey". British Birds 78 (5): 217–32.
Rolando, A; Laiolo, P (April 1997). "A comparative analysis of the diets of the chough Pyrrhocorax pyrrhocorax and the alpine chough Pyrrhocorax graculus coexisting in the Alps". Ibis 139 (2): 388–395. doi:10.1111/j.1474-919X.1997.tb04639.x
Rolando, Antonio; Caldoni, Riccardo; De Sanctis, Augusto; Laiolo, Paola (2001). "Vigilance and neighbour distance in foraging flocks of red-billed choughs, Pyrrhocorax pyrrhocorax". Journal of Zoology 253 (2): 225–232. doi:10.1017/S095283690100019X. Cite uses deprecated parameters (help)
Soler, Manuel; Palomino, Jose Javier; Martinez, Juan Gabriel; Soler, Juan Jose (1995). "Communal parental care by monogamous magpie hosts of fledgling Great Spotted Cuckoos" (PDF). The Condor 97 (3): 804–810. doi:10.2307/1369188. JSTOR
Starck, J Matthias; Ricklefs, Robert E. (1948). Avian growth and development. Evolution within the altricial precocial spectrum.. New York: Oxford University Press. p. 7. ISBN 0-19-510608-3.
Stillman, Richard A.; Bignal, Eric M.; McCracken, David I.; Ovenden, Gy N. (1998). "Clutch and egg size in the Chough Pyrrhocorax pyrrhocorax on Islay, Scotland". Bird Study 45: 122–126. doi:10.1080/00063659809461085. Cite uses deprecated parameters (help)
Stresemann, Erwin (1928). "Die Vögel der Elburs Expedition 1927". Journal of Ornithology (in German) 76 (2): 313–326. doi:10.1007/BF01940684.
Swinhoe, Robert (1871). "A revised catalogue of the birds of China and its islands, with descriptions of new species, references to former notes, and occasional remarks". Proceedings of the Zoological Society of London: 383.
The Cornish Chough. Cornwall Council. Retrieved 19 June 2014
Vaurie, Charles (May 1954). "Systematic Notes on Palearctic Birds. No. 4 The Choughs (Pyrrhocorax)". American Museum Novitates (1658). hdl:2246/3595.
Vieillot, Louis Jean Pierre (1817). Nouveau dictionnaire d'histoire naturelle (in French). volume 8, 12.
Wall, Stephen B. Vander (1990). Food hoarding in animals. University of Chicago Press. p. 306. ISBN 0-226-84735-7.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License