Η Καρακάξα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pica pica και περιλαμβάνει 11 υποείδη.[3][4]
Καρακάξα | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη καρακάξα (υποείδος P. p. pica )
|
||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
|
||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Pica pica (Κίττα η γνησία) [1][2] (Linnaeus, 1758) |
||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Pica pica asirensis |
Στην Ελλάδα απαντά τo υποείδος Pica pica pica (Linnaeus, 1758).[3]
H καρακάξα, παρά την κακόηχη φωνή της, είναι από τα ευφυέστερα πτηνά στην υφήλιο. Στις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί για την επιστημονική κοινότητα αντικείμενο μελέτης και πειραμάτων, κατά τα οποία το πτηνό επιδεικνύει μεγάλη ικανότητα επίλυσης προβλημάτων (βλ. Ηθολογία).
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
Σταθερή → [5]
Ονοματολογία και διευκρίνιση ορολογίας
Η επιστημονική ονομασία του γένους Pica είναι η ακριβής λατινική απόδοση (κυριολ. Pīca [6]) της ελληνικής κίττα ή κίσσα.[1][2] Ωστόσο, ο λόγιος όρος κίσσα δεν αναφέρεται στο πτηνό κίσσα, το οποίο ανήκει σε διαφορετικό γένος (Garrulus), αλλά αποκλειστικά στην καρακάξα.
Η παρερμηνεία υφίσταται επειδή, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έχει επικρατήσει -λανθασμένα- να κατονομάζεται η καρακάξα ως «κίσσα». Μάλιστα, το πρόβλημα έχει επιταθεί επειδή, υπήρξε διαχρονικά λανθασμένη μετάφραση της διάσημης όπερας του Τζοακίνο Ροσσίνι La gazza ladra, ως «Η κλέφτρα κίσσα» αντί του ορθού «Η κλέφτρα καρακάξα», καθώς το πτηνό gazza είναι η καρακάξα και όχι η κίσσα.[7]. Άλλωστε, είναι πασίγνωστη η συνήθεια του συγκεκριμένου πτηνού να προσελκύεται από διάφορα αντικείμενα, ειδικά τα γυαλιστερά/μεταλλικά και να τα μεταφέρει στην φωλιά του (βλ. Ηθολογία).
Η λέξη καρακάξα έχει αβέβαιη ετυμολογία, με επικρατούσα την άποψη ότι, είναι ηχομιμημητικής προέλευσης από το χαρακτηριστικό κρώξιμο του πουλιού κ(α)ρα, κ(α)ρα, ενώ η άποψη ότι προέρχεται από τα συνθετικά καρά «μαύρος» και κίσσα (?) παρουσιάζει φωνητικά προβλήματα. Τέλος, υπάρχει η εκδοχή ότι προέρχεται από τον τύπο κορακόκισσα < κόρακας + κίσσα [8] (δηλ. «μαύρη κίσσα»).
Συστηματική ταξινομική
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Corvus pica (Ουψάλα, Σουηδία 1758).[9] Φυλογενετικά, συγγενεύει με τα είδη Ρ. hudsonia και Ρ. nuttalli, με τα οποία σχηματίζει υπερείδος.
Η ταξινομική του είδους εμφανίζει αρκετά προβλήματα, με κάποια taxa να είναι ευρέως αποδεκτά ως υποείδη και κάποια άλλα να θεωρούνται ως υποείδη ή μονοφυλετικά «γκρουπ». Πολλοί πληθυσμοί, ενδεχομένως, να δικαιολογούν αναβάθμιση στο επίπεδο του είδους, εν αναμονή περαιτέρω μελετών, με σύγκριση των φωνών και της ηθολογίας τους, καθώς και του μοριακού DNA. Υφίστανται πολλοί ενδιάμεσοι διασταυρούμενοι πληθυσμοί.
Γεωγραφική εξάπλωση
Χάρτης κατανομής των υποειδών του είδους Pica pica
Η καρακάξα είναι, αυστηρά επιδημητικό είδος του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή) που σημαίνει ότι, οι πληθυσμοί του είναι μόνιμοι (καθιστικοί) σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής. Στην Ευρώπη, η καρακάξα βρίσκεται σε όλη την ήπειρο, εκτός από την Ισλανδία, την απώτατη Β. Σκωτία, την ευρύτερη περιοχή των Άλπεων και κάποια μεγάλα νησιά της Μεσογείου (Σαρδηνία, Κορσική). Στην Ασία, η ζώνη κατανομής εκτείνεται από τον Εύξεινο Πόντο, ανατολικά προς Κασπία, Μέση Ανατολή, Κ. Ασία και Ν. Σιβηρία, μέχρι τις ακτές της Καμτσάτκα στον Ειρηνικό. Τα νότια όρια βρίσκονται στα όρια της Ινδοκίνας, του Περσικού Κόλπου και της ΝΔ. Σαουδικής Αραβίας. Στην Αφρική, τέλος, βρίσκεται μόνον στα βορειοδυτικά, πάντοτε ως επιδημητικό πτηνό, όπως και στις άλλες ηπείρους. [10]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Pica pica asirensis | ΝΔ Σαουδική Αραβία (Όρη Ασίρ) | Ενδημικό. Θεωρείται εκπρόσωπος φερώνυμου μονοφυλετικού γκρουπ | |
2 | Pica pica bactriana | ΝΑ Τουρκία, ανατολικά προς Ιράκ, Ιράν, ποταμό Ουράλη και Ουράλια Όρη, Ν Σιβηρία και Δ Πακιστάν, Κασμίρ, Κίνα (Σιντζιάνγκ), Μογγολία και Τρανσβαϊκαλία | Περιλαμβάνει και το 6 από μερικούς ερευνητές | |
3 | Pica pica bottanensis | Α Υψίπεδα Θιβέτ (Ν και Α Xizang και Qinghai), προς Β και Κ Μπουτάν και Δ Σετσουάν | ||
4 | Pica pica camtschatica | ΒΑ Σιβηρία (Β Οχοτσκική θάλασσα, Αναντίρ και Καμτσάτκα) | Ενδημικό. Θεωρείται εκπρόσωπος φερώνυμου μονοφυλετικού γκρουπ | |
5 | Pica pica fennorum | Β Σκανδιναβία, Φινλανδία και ΒΑ Βαλτική, ανατολικά προς Δ Σιβηρία | ||
6 | Pica pica hemileucoptera | Δ και Κ Σιβηρία, ΔΚ Ασία (συμπεριλαμβανομένου του Σιντζιάνγκ) | Περιλαμβάνει και το 7 από μερικούς ερευνητές | |
7 | Pica pica leucoptera | Ν Ρωσία (Ν Τρανσβαϊκαλία), Μογγολία και ΒΑ Κίνα (Εσωτερική Μογγολία και Δ Χεϊλονγκτσιάνγκ) | Μεγαλύτερο και βαρύτερο από το 10. Περιλαμβάνει και το 6 από μερικούς ερευνητές | |
10 | Pica pica mauritanica | ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Β. Αλγερία, Τυνησία | Μικρό μπλε σημάδι κάτω από τον οφθαλμό, ουρά χωρίς πράσινες ανταύγειες,[11] πολύ μεγάλες σμήριγγες και ολόμαυρο ουροπύγιο.[12]. Ευρυενδημικό στην περιοχή | |
9 | Pica pica melanotos | Ιβηρική χερσόνησος | Ευρυενδημικό στην χερσόνησο | |
10 | Pica pica pica | Ηνωμένο Βασίλειο, Ν Σκανδιναβία, Δ, Κ και Ν Ευρώπη ανατολικά προς Β, Δ Μικρά Ασία και Τρανσκαυκασία | ||
11 | Pica pica sericea | Α και Ν Κίνα (Χαϊνάν), Ταϊβάν, Β Μιανμάρ, Β Λάος και Β Βιετνάμ | Πιθανόν να αναβαθμιστεί σε ξεχωριστό είδος. Έχει εισαχθεί και στην Ιαπωνία (Κιούσου) |
(Πηγές:[3][9][10])
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
Η καρακάξα είναι αυστηρά επιδημητικό είδος σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής του.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τις Φερόες, τον Λίβανο, το Ομάν και την Ταϊλάνδη.[10]
Στην Ελλάδα, η καρακάξα απαντά σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική επικράτεια ως καθιστικό, μόνιμο πτηνό.[13][14] Το ίδιο ισχύει για την Κύπρο [15], αλλά αμφισβητείται η παρουσία της στην Κρήτη.[16] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
Βιότοπος
Οι καρακάξες διαβιούν τόσο σε πεδινά όσο και ορεινά οικοσυστήματα, κυρίως σε ανοικτές θέσεις με λιβάδια, φυσικούς φράχτες, θάμνους και μεμονωμένα δέντρα. Επίσης, στις άκρες του δάσους, κοντά σε νερά και σε βάλτους με καλαμιές, θαμνότοπους με ιτιές και στην χαμηλή βλάστηση. Σπάνια, μπορούν να βρεθούν σε στενές δασικές λωρίδες, μεγάλα δάση ή κλειστές δασικές θέσεις. Ακόμη, αποφεύγουν τις απότομες πλαγιές, τις στενές, βαθιές κοιλάδες τα βραχώδη και χιονισμένα τοπία. Εξαίρεση αποτελούν κάποια υποείδη, όπως τα 1, 7 και 3 που ζουν σε μεγάλα υψόμετρα (βλ Πίνακα υποειδών). Ειδικά το τελευταίο απαντά στα 4.000μ. ενώ μπορεί να αναζητά την τροφή του μέχρι τα 5.500μ. Ωστόσο, περισσότερο από τον μισό ευρωπαϊκό πληθυσμό, σήμερα, εκτιμάται ότι προτιμάει τις αστικές περιοχές και τα περίχωρα. Οι καρακάξες είναι πολύ κοινές και ανευρίσκονται σε αλσύλλια, πάρκα, δενδροστοιχίες δρόμων, νεκροταφεία και σε μεγάλους κήπους σπιτιών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πόλεις, Χωριά, Λειμώνες, Θαμνότοποι και Πλατύφυλλα δένδρα.[17]
Στην Ελλάδα, οι καρακάξες είναι πολύ κοινές σε αγρούς με φυτείες ανάμικτες με διάσπαρτα δένδρα ή θάμνους (συμπεριλαμβανομένων των ελαιώνων), στις παρυφές χωριών, στις πόλεις και σε υγρές περιοχές που έχουν συστάδες με αλμυρίκια ή ιτιές. Απουσιάζουν από κλειστά δάση, μακία γη ή θέσεις με φρύγανα, εκτός εάν στην περιοχή υπάρχει έστω και μικρή ανθρώπινη παρουσία (αγροκτήματα, στάνες, κ.λπ.). Τέλος, κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους σε σκουπιδότοπους και κατά μήκος μεγάλων οδικών αρτηριών, όπου εκμεταλλεύονται θνησιμαία από πιθανά ατυχήματα.[13][18]
Μορφολογία
Η καρακάξα είναι από τα ευφυέστερα πτηνά στην υφήλιο
Η καρακάξα, με την κοινή της παρουσία στο ευρύτερο αστικό τοπίο είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα πουλιά και δεν συγχέεται με άλλο είδος (indistinguishable). Aντίθετα με ό, τι πιστεύεται, δεν είναι άσχημο πουλί. Από μακριά, διακρίνεται η χαρακτηριστική «μακρόστενη» σιλουέτα -λόγω της ουράς της- και δείχνει ασπρόμαυρη. Ωστόσο, από κοντινή απόσταση και κάτω από ειδικές γωνίες πρόσπτωσης του ηλιακού φωτός, διακρίνονται τα όμορφα σκούρα, ιριδίζοντα φτερά του πτερώματός της, με τις χαρακτηριστικές πρασινο-κυανές μεταλλικές ανταύγειες στο κεφάλι, τον τράχηλο και το στήθος. Αυτά τα χρώματα κάνουν έντονη αντίθεση με το λευκό χρώμα στα φτερά της ωμοπλάτης και της κοιλιάς.
Οι πτέρυγες είναι, επίσης, μαυριδερές με ιριδίζουσες πράσινες-μωβ ανταύγειες, ενώ τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, είναι λευκά με σκούρες άκρες, κάτι που φαίνεται έντονα κατά την πτήση. Η ουρά είναι πολύ μεγάλη (τουλάχιστον 50% του ολικού μήκους σώματος) και έχει ιριδίζοντα μαύρα πηδαλιώδη φτερά με χαλκοπράσινες ανταύγειες. Το ράμφος είναι ισχυρό, με χαρακτηριστικές μακριές σμήριγγες. Η ίριδα είναι σκούρα καφέ και οι ταρσοί έχουν μαύρο χρώμα.
Τα φύλα είναι παρόμοια αλλά τα αρσενικά είναι λίγο μεγαλύτερα και έχουν ελαφρώς μακρύτερη ουρά από τα θηλυκά.[11][19] Τα νεαρά άτομα έχουν ασπρόμαυρες ρίγες στην άνω επιφάνεια των πτερύγων, χωρίς τις μεταλλικές ανταύγειες των ενηλίκων και πολύ μικρότερη ουρά.[20]
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος (μαζί με την ουρά): (40-) 44 έως 46 (-51) εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: (48-) 52 έως 58 (-62) εκατοστά
Μήκος ουράς: 20 έως 30 εκατοστά
Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 19,3 ± 0,5 εκατοστά [Εύρος 18,6 – 20,0 εκατοστά (σε δείγμα Ν=42 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 18,4 ± 0,8 εκατοστά [Εύρος 17,2 – 19,6 εκατοστά (Ν=158)]
Βάρος: ♂ 205 – 264 γραμμάρια (Ν=34), ♀ 167 – 241 γραμμάρια (Ν=122) [17]
(Πηγές:[12][19][20][21][22][23][24][25][26][27][28][29][30])
Τροφή
Όπως όλα τα κορακοειδή, οι καρακάξες είναι παμφάγα πτηνά, τρώγοντας οτιδήποτε διαθέσιμο, από έντομα, σκαθάρια, σαλιγκάρια και μικρά σπονδυλόζωα (βατράχους, τρωκτικά) μέχρι πουλιά, αβγά και νεοσσούς άλλων ειδών και, βέβαια, θνησιμαία. Επίσης φυτικό υλικό (κυρίως κόκκους δημητριακών) και σπέρματα κωνοφόρων (κουκουναρόσπορους) μετά την περίοδο φωλιάσματος.[19]
Φωνή
Ενήλικη καρακάξα εν πτήσει (ραχιαία όψη)
Το κυριότερο ηθολογικό στοιχείο της καρακάξας -πέραν της νοημοσύνης της- είναι η φωνή της που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι γρήγορα και δυνατά κρωξίματα, όχι ευχάριστα στην ακοή. Πολλά από αυτά, είναι «σημεία συναγερμού», όπως στην περίπτωση που στον χώρο τους κινούνται «εισβολείς», όπως π.χ. γάτες. Αυτά είναι πολύ δυνατά και παρατατεμένα και χρησιμεύουν στην επικοινωνία μεταξύ των πτηνών. Υπάρχουν όμως και πιο «ήπιες» φωνές, συνήθως δισύλλαβες αρθρώσεις που, δίνουν την εντύπωση ότι, τα πτηνά «συζητούν» μεταξύ τους –κάτι που, μάλλον, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Άλλωστε, οι περιστασιακές, θορυβώδεις συγκεντρώσεις σε μικρά κοπάδια, έχουν πολύ εύστοχα κατονομαστεί ως, «κοινοβούλια καρακάξας» (magpie parliaments). Ωστόσο, αντίθετα από ό, τι πιστεύεται, η καρακάξα μπορεί και αρθρώνει λαρυγγισμούς [28] που δεν είναι ενοχλητικοί και θεωρούνται το «τραγούδι» της,[21] κάποιες φορές απρόσμενα καλόηχο.[22]
Η τραχειά φωνή της καρακάξας υπήρξε η βάση για την μεταφορική σημασία της λέξης, για γυναίκες που φωνάζουν υπερβολικά ή στριγγλίζουν, κατ’ επέκτασιν για άσχημες ή «γλωσσούδες».[31]
Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Ηθολογία
Η καρακάξα, είναι γνωστό ότι, σχηματίζει ομάδες των 5-25 ατόμων που θορυβούν ακατάπαυστα. Μπορεί να είναι επιφυλακτική, αλλά όχι δειλή και, έχοντας συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία, περιπολεί τον χώρο εκτελώντας μικρές πτήσεις πάνω από πολυσύχναστους αστικούς κήπους και θέσεις με πράσινο, αναζητώντας τροφή. Η πτήση της είναι ευθεία, με σύντομες αερολισθήσεις (glides) [20] και μικρή σε διάρκεια, συνήθως από κάποιο ψηλό σημείο (π.χ. μια στέγη) στο έδαφος. Βαδίζει με αυτοπεποίθηση και με την ουρά ελαφρά ανασηκωμένη ενώ, ανά διαστήματα, εκτελεί μεγάλα πηδήματα (hops).[21]
Οι καρακάξες εμφανίζουν μιαν έμφυτη επιφυλακτικότητα απέναντι στις γάτες, πιθανότατα λόγω της ικανότητας των τελευταίων να σκαρφαλώνουν στα δένδρα, όπου τα πουλιά φτιάχνουν την φωλιά τους. Μάλιστα, αρθρώνουν ειδικό «σήμα συναγερμού» όταν στον χώρο περιφέρονται τα συγκεκριμένα θηλαστικά.[21]
Η «κλέφτρα» καρακάξα
Έχει περιγραφεί η συνήθεια της καρακάξας να «κλέβει» αντικείμενα που της κάνουν εντύπωση και να τα κρύβει σε δυσπρόσιτα σημεία.[30] Ωστόσο, η «κλέφτρα» καρακάξα -και όχι η «κλέφτρα» κίσσα, όπως λανθασμένα έχει αποδοθεί- πιθανόν, έχει αποκτήσει άδικα αυτή την φήμη.[21] Είναι αλήθεια ότι, έλκεται από την παρουσία μεταλλικών αντικειμένων τα οποία, ωστόσο, μπορεί να είναι οτιδήποτε, λ.χ. χάντρες, γυαλιά, κονσερβοκούτια, νομίσματα, ή οτιδήποτε «γυαλίζει» στο φως, αλλά αυτό το κάνει από έμφυτη περιέργεια λόγω του υψηλού δείκτη νοημοσύνης της (βλ. παρακάτω) και όχι με την διάθεση να «κλέψει». Επίσης, όλα τα μέλη της οικογενείας των Κορακιδών, έχουν αυτή τη συνήθεια, όπως οι κουρούνες και οι κάργιες, απλώς η συνηθέστερη παρουσία της καρακάξας, δίνει αυτή την λανθασμένη εντύπωση.
Νοημοσύνη
Η καρακάξα θεωρείται, όχι μόνον από τα ευφυέστερα πτηνά αλλά και μεταξύ των πιο έξυπνων από όλα τα ζώα, γενικά. Αυτό οφείλεται στην μεγάλη περιοχή του εγκεφάλου της που στα πτηνά- ονομάζεται nidopallium και έχει ανάλογο μέγεθος με την αντίστοιχη περιοχή (pallium) των θηλαστικών. Μάλιστα, είναι μεγαλύτερη από εκείνη ενός γίββωνα.[32] Όπως και σε άλλα κορακοειδή, ο λόγος μάζας του εγκεφάλου/μάζα σώματος είναι ίσος με εκείνον των μεγάλων πιθήκων και των κητών.[33]
Μελέτη του 2004, δείχνει ότι η νοημοσύνη του κορακοειδών, όπου ανήκει η καρακάξα είναι ισοδύναμη με εκείνη των μεγάλων πιθήκων, και όσον αφορά στην κοινωνική επίγνωση, το αιτιολογικό σκεπτικό, την ευελιξία σκέψης, την φαντασία και την προσδοκία. Πέραν τούτου, όμως, οι καρακάξες εμφανίζουν και τα εξής ηθολογικά χαρακτηριστικά:
Συμμετέχουν σε περίτεχνα «κοινωνικά» τελετουργικά, που ενδεχομένως να περιλαμβάνουν και το συναίσθημα της θλίψης (sic).[34][35]
Αυτο-αναγνώριση μπροστά σε καθρέπτη που έχει ήδη αποδειχθεί,[36] και τις καθιστά ένα από τα αλλά λίγα είδη ζώων, γενικά, και το μόνο μη-θηλαστικό που διαθέτει αυτήν την ικανότητα.[37]
Στο πεδίο των γνωστικών ικανοτήτων, η καρακάξα θεωρείται ως υπόδειγμα ανεξάρτητης εξέλιξης σε κορακοειδή και πρωτεύοντα θηλαστικά, που περιλαμβάνει:
Ικανότητα χρήσης εργαλείων
Ικανότητα να κρύβει και να αποθηκεύει τροφή σε όλη την σεζόν
«Επεισοδιακή-μνήμη», δηλαδή μνήμη που χρησιμοποιεί την ατομική εμπειρία για να προβλέψει τη συμπεριφορά άλλων ατόμων του είδους της [38]
Κοπή και διανομή τροφής σε μερίδες ανάλογες με το μέγεθος των νεοσσών
Σε αιχμαλωσία, οι καρακάξες έχουν παρατηρηθεί να συναθροίζονται πριν την διανομή της τροφής, μιμούμενες ανθρώπινες φωνές, ενώ κάνουν τακτική χρήση εργαλείων για να καθαρίζουν τα κλουβιά τους. [εκκρεμεί παραπομπή]
Στην άγρια φύση, οργανώνονται σε «ομάδες» και χρησιμοποιούν σύνθετες στρατηγικές στο κυνήγι άλλων πτηνών, ή όταν έρχονται αντιμέτωπες με αρπακτικά ζώα [39]
Αναπαραγωγή
Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής, με το φώλιασμα να αρχίζει ήδη από τον Δεκέμβριο στο Ηνωμένο Βασίλειο,[9] αλλά στις υπόλοιπες επικράτειες συνήθως είναι στις αρχές Απριλίου.[40] Οι καρακάξες είναι μονογαμικές και σχηματίζουν μακρόβια ζευγάρια, ήδη από τον προηγούμενο χειμώνα. Συχνά φωλιάζουν σε μικρές χαλαρές αποικίες, αλλά αυτό μπορεί να είναι περισσότερο ανταπόκριση στην τοπική κατανομή των δέντρων, παρά να οφείλεται σε χαρακτηριστικό της ηθολογίας τους.[19] Πριν το ζευγάρωμα πραγματοποιούνται τελετουργικά ερωτοτροπίας με τα πτηνά να εκτελούν μικρές πτήσεις και «κυνηγητά» και να «μιλάνε» την δική τους «γλώσσα», η οποία φαίνεται να διαφέρει από εκείνην που χρησιμοποιούν στις άλλες περιόδους του έτους. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγκή περίοδο.[40]
Η «φωλιά» της καρακάξας είναι μια ογκώδης κατασκευή που εμπεριέχει την πραγματική φωλιά
Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι καρακάξες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε δένδρα, ιδιαίτερα σε ανοικτές θέσεις. Ωστόσο, στις περιαστικές περιοχές και σε άδενδρες τοποθεσίες, η φωλιά μπορεί να κατασκευαστεί σε θάμνους και φυσικούς φράκτες, σε πυλώνες ηλεκρισμού, ακόμη και σε σπίτια ή άλλες ανθρώπινες κατασκευές.[40] Και τα δύο φύλα συμμετέχουν στην κατασκευή της φωλιάς (το αρσενικό προμηθεύει τα υλικά και το θηλυκό κτίζει), η οποία είναι χαρακτηριστική και ξεχωρίζει από απόσταση. Βρίσκεται στην διχάλα ή στα μεγάλα κλαδιά ενός ψηλού φυλλοβόλου δένδρου (γι’ αυτό φαίνεται εύκολα τον χειμώνα) και έχει μεγάλο μέγεθος. Η φωλιά επαναχρησιμοποιείται στα επόμενα έτη και από πολλά άλλα είδη, π.χ., κουκουβάγιες. Μπορεί να έχει διάμετρο έως και ένα (1) μέτρο, είναι θολωτή με κρυφές εισόδους και στις δύο πλευρές, κυρίως στο πάνω μέρος. Ωστόσο, η όλη ογκώδης κατασκευή χρησιμεύει για την προστασία της εσωτερικής μικρότερης, κυπελοειδούς δομής που αποτελεί την πραγματική θέση ωοτοκίας. Αυτή είναι κατασκευασμένη με λάσπη ή κοπριά και επενδυμένη με πόες, ριζίδια, τρίχες και γρασίδι.[19]
Αυγά καρακάξας
Η γέννα αποτελείται από (3-) 5 έως 8 (-10) υποελλειπτικά, γυαλιστερά και έντονα κηλιδωτά αβγά, διαστάσεων 34,7 Χ 24,0 χιλιοστών και βάρους 9,9 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[17] Η εναπόθεση γίνεται κάθε δεύτερη μέρα. Η επώαση αρχίζει αμέσως μετά την εναπόθεση του πρώτου αβγού, πραγματοποιείται από το θηλυκό και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 17-18 ημέρες.[40][41] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Πτερώνονται και αφήνουν την φωλιά στις 22 έως 27 (-28) ημέρες μετά την εκκόλαψη,[40][41] και συμμετέχουν σε ομαδικά «παιδοκομεία», όπου κάθε γονέας σιτίζει το μικρά του για άλλες 3-4 εβδομάδες.[19]
Συχνά η φωλιά της καρακάξας παρασιτείται από τον κούκο
Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα 2 έτη ζωής του πτηνού, ενώ η μέση διάρκεια ζωής του είναι τα 5 χρόνια.[17] Μια μελέτη ππου πραγματοποιήθηκε κοντά στο Σέφιλντ της Βρετανίας με πουλιά με αναγνωριστικά χρωματιστά δαχτυλίδια στα πόδια τους, βρήκε ότι μόνο το 22% των νεοσσών μετά τον πρώτο χρόνο ζωής τους. Για τα επόμενα χρόνια, το ποσοστό επιβίωσης ήταν 69%, υποδηλώνοντας ότι για αυτά τα πουλιά που επιβίωσαν μετά τον πρώτο χρόνο, ο συνολικός μέσος όρος ζωής ήταν τα 3,7 χρόνια[42]. Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ηλικία για καρακάξα είναι 21 χρόνια και 8 μήνες για ένα πουλί κοντά στο Κόβεντρι της Αγγλίας, το οποίο μπήκε δαχτυλίδι αναγνώρισης το 1925, και πυροβολήθηκε το 1947[43][44].
Κατάσταση πληθυσμού
Οι καρακάξες θεωρούνται επιβλαβείς σε αρκετές περιοχές και εξοντώνονται.[19] Παρόλο που οι «πληθυσμοί-κλειδιά» σε Ρωσία και Γαλλία έχουν μειωθεί αισθητά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[45]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Γαλλία, η Τουρκία, η Ισπανία και η Βουλγαρία.[46]
Κατάσταση στην Ελλάδα
Νεοσσός καρακάξας
Η καρακάξα απαντά ως πολύ κοινό επιδημητικό είδος σε όλα σχεδόν τα ηπειρωτικά αλλά, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, απουσιάζει από περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, εκτός από την Κέκρυρα, την Κω και την Λευκάδα (;). Ελάχιστες αναφορές υπάρχουν από την Κρήτη, την Λέσβο, την Χίο και τις Κυκλάδες. Κινούνται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 600 μ., περιστασιακά μέχρι τα 1.500 μ., ανάλογα με την ύπαρξη κατάλληλου οικοτόπου. Ειδικά σε αγροτικά, άδενδρα πλατώματα (λ.χ. κατά μήκος εθνικών οδών), έχουν προσαρμοστεί να φωλιάζουν πάνω στους πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μαζί με κουρούνες.[47]
Είναι αυστηρά καθιστικό είδος και, παρά την μικρή μετα-αναπαραγωγική διασπορά νεαρών κυρίως ατόμων, δεν απομακρύνονται ούτε στα κοντινά νησιά. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα σχηματίζουν χαλαρά σμήνη, και κουρνιάζουν ομαδικά σε εξειδικευμένες συστάδες πυκνής βλάστησης.[47]
Λαογραφία
Στην Ευρώπη, οι καρακάξες είχαν ιστορικά δαιμονοποιηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως ως αποτέλεσμα δεισιδαιμονιών και μύθων. Τα μεγάλα κορακοειδή, λόγω του μαύρου χρώματός τους αντιπροσωπεύουν το κακό στη βρετανική λαογραφία, με τα άσπρα πουλιά να θεωρούνται ως καλά.[48] Η καρακάξα είναι προάγγελος κακής τύχης, όπως στην Σκωτία όπου μια καρακάξα κοντά στο παράθυρο του σπιτιού λέγεται ότι προφητεύει κάποιον θάνατο.
Στην ιταλική και γαλλική λαογραφία, οι καρακάξες πιστεύεται ότι έχουν μια τάση να «κλέβουν» λαμπερά αντικείμενα, ιδιαίτερα πολύτιμους λίθους. Εκεί, άλλωστε, βασίζεται η ονομασία της όπερας La Gazza Ladra του Ροσίνι (βλ. Ονοματολογία) και το τεύχος The Castafiore Emerald από τις περιπέτειες του Τεντέν. Αλλά και στη βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, ουγγρική, πολωνική, ρωσική, σλοβακική και σουηδική λαογραφία η καρακάξα θεωρείται, επίσης, «κλέφτης». Στη Σουηδία συνδέεται και με την μαγεία.
Κόντρα στις ευρωπαϊκές αντιλήψεις για την καρακάξα, το πτηνό θεωρείται ότι φέρνει μεγάλη τύχη στην Κορέα, ευημερία και ανάπτυξη [48] Ομοίως, στην Κίνα, οι καρακάξες θεωρούνται ως οιωνοί ευτυχίας.
Άλλες ονομασίες
Η Καρακάξα απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Κράγκα [49] και Κατσικορώνα (Κύπρος).[50]
Παραπομπές
ΠΛ, 8:195
ΠΛΜ, 34:423
Howard and Moore, p. 511
http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=179720
http://www.iucnredlist.org/details/full/22705865/0
Valpy, p. 339
https://it.wikipedia.org/wiki/Pica_pica
Μπαμπινιώτης, σ. 839
http://ibc.lynxeds.com/species/common-magpie-pica-pica
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22705865
Mullarney et al, p. 361
Heinzel et al, p. 322
Όντρια (Ι), σ. 153
RDB, p. 161
Σφήκας, σ. 91
Σφήκας, σ. 73
http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob15490.htm
Handrinos & Akriotis, p. 279
planetofbirds.com
Bruun, p. 214
Mullarney et al, p. 360
Flegg, p. 214
Harrison & Greensmith, p. 392
Avon & Tilford, p. 170
Perrins, p. 160
Όντρια, σ. 153
Scott & Forrest, p. 162
Singer, p. 338
http://www.ibercajalav.net
ΠΛΜ, 32:83
ΠΛΜ, 32:398
Comparative vertebrate cognition: are primates superior to non-primates?, By Lesley J. Rogers, Gisela T. Kaplan, page 9, Springer, 2004
http://www.birding.in/birds/Passeriformes/corvidae.htm
Animal emotions, wild justice and why they matter: Grieving magpies, a pissy baboon, and empathic elephants, M Bekoff - Emotion, Space and Society, 2009 – Elsevier
http://74.220.204.222/Puplando/wp-content/uploads/2013/12/EMOSPA47.pdf
Waal
Prior et al
Prior H. et al. (2008). De Waal, Frans, ed. "Mirror-Induced Behavior in the Magpie (Pica pica): Evidence of Self-Recognition" (PDF). PLoS Biology (Public Library of Science) 6 (8): e202. doi:10.1371/journal.pbio.0060202. PMC 2517622. PMID 18715117
Robertson
Harrison, p. 316
Perrins, p. 188
Birkhead 1991, σελίδες 130–132.
«European Longevity Records». Euring. Ανακτήθηκε στις 19 November 2015.
Robinson, R.A.; Leech, D.I.; Clark, J.A.. «Longevity records for Britain & Ireland in 2014». British Trust for Ornithology. Ανακτήθηκε στις 19 November 2015.
http://www.iucnredlist.org/details/22705865 /0
http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp5475.pdf
Handrinos & Akriotis, p. 280
http://news.bbc.co.uk/2/hi/uk_news/magazine/7316384.stm
Απαλοδήμος, σ. 35
http://avibase.bsc-eoc.org/
Πηγές
BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
del Hoyo, J.; Elliott, A.; Christie, D. 2006. Handbook of the Birds of the World, vol. 11: Old World Flycatchers to Old World Warblers. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
Gordo, O.; Sanz, J. J. 2006. Climate change and bird phenology: a long-term study in the Iberian Peninsula. Global Change Biology 12: 1993-2004.
IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: August, 2015).
Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
Prior, Schwarz, and Güntürkün, Helmut, Ariane, and Onur; Schwarz, A; Güntürkün, O; De Waal, Frans (2008). De Waal, Frans, ed. Mirror-Induced Behavior in the Magpie (Pica pica): Evidence of Self-Recognition (PDF). PLoS Biology (Public Library of Science) 6 (8): e202. doi:10.1371/journal.pbio.0060202. PMC 2517622. PMID 18715117. Retrieved 2008-08-21
Robertson Joyce, Meet the Magpie, (AuthorHouse, 2010), page 5
Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Ornithology 148: 503-511.
Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2002. Earlier arrival of some farmland migrants in western Poland. Ibis 144: 62-68.
Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.
Waal, Frans de, The Age of Empathy: Nature's Lessons for a Kinder Society (New York: Harmony Books, 2009), 149.
Wink, Michael (1973): Die Verbreitung der Nachtigall (Luscinia megarhynchos) im Rheinland. Charadrius 9(2/3): 65-80. (PDF)
Βιβλιογραφία
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License