Ο Δεντροτσοπανάκος (ορθότερα δεντροτσομπανάκος)[i] είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σιττιδών, ένας από τους τσοπανάκους[i] (γένος Sitta) που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sitta europaea και περιλαμβάνει 22 υποείδη. [1][2][iii]
Δεντροτσοπανάκος | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
|
||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Sitta europaea (Σίττη η ευρωπαϊκή) [ii] Linnaeus, 1758 |
||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Sitta europaea albifrons |
Στον ελλαδικό χώρο απαντά το υποείδος Sitta europaea caesia Wolf, 1810, [3] με -όχι πολύ- πιθανή την παρουσία του υποείδους Sitta europaea levantina E. Hartert, 1905 στην Λέσβο.
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
Σταθερή →[4]
Ονοματολογία
Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Sitta, προέρχεται από τον αρχαίο ελληνικό όρο σίττα. Πρόκειται για επιφώνημα, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί στην αρχαιότητα για να καθοδηγούν τα ποίμνια («ουκ από τας κράνας σίττ’ αμνίδες» Θεόκρ., «σίτθ’ α Κυμαίθα, ποτί τον λόφον» Θεόκρ.).[5] Προφανώς, πρόκειται για ονοματοποιημένο όρο, δηλαδή καταγραφή του ήχου που παρήγαγαν με το στόμα τους οι ποιμένες για να καλούν τα κοπάδια, πιθανότατα το διαπεραστικό σφύριγμα που χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα. Παραλλαγές αυτού του φωνήματος είναι τα, επίσης αρχαία, επιφωνήματα ψίττα και ψύττα.[6] Μάλιστα, η λέξη συνδέεται με τον νεοελληνικό διαλεκτικό τύπο σίττα ή σίτα, που χρησιμοποιείται για την ονομασία της κατσίκας.[7]
Τον όρο «εκλογίευσαν» οι Αριστοτέλης, Ησύχιος κ.α. χρησιμοποιώντας την λέξη σίττη αντί για το ίδιο το επιφώνημα έτσι, ώστε να γίνεται αναφορά στο πτηνό.[8] Τον όρο, δανείστηκε κατόπιν η λατινική (από το 1544)[9] και, στη συνέχεια, επιστράφηκε στην νεοελληνική γλώσσα ως αντιδάνεια λέξη.[10]
Με άλλα λόγια, ο όρος σίττα δεν αποτελεί, παρά, την -γραπτή- καταγραφή ενός σφυρίγματος (sic).
Βάσει αυτών των δεδομένων, εξηγείται η ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού. Το πρόθημα δεντρο- παραπέμπει στα προτιμώμενα ενδιαιτήματά του.
Συστηματική Ταξινομική
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Sitta europaea (1758).[11] Τα καταγεγραμμένα απολιθώματα είναι λίγα και διάσπαρτα. Ειδικά για τον ευρωπαϊκό χώρο, περιορίζονται στο εξαφανισμένο taxon Sitta senogalliensis από το Κάτω Μειόκαινο στην Ιταλία, και κάποιο μεταγενέστερο υλικό από την Γαλλία.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η οικογένεια (Sittidae) είναι, σχετικά, πρόσφατης προέλευσης.[12] Λεπτομερείς μορφολογικές μελέτες των ασιατικών πληθυσμών, σε συνδυασμό με την εξέταση του μιτοχονδριακού DNA (mtDNA) από πολλές περιοχές σε όλο το φάσμα κατανομής (μη συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, της Εγγύς Ανατολής, του Ιράν και της Κίνας), έχουν αποκαλύψει μια πιο σύνθετη κατάσταση, αλλά οι λεπτομέρειες δεν έχουν επιλυθεί ακόμη.[13]
Η συστηματική ταξινομική του είδους είναι περίπλοκη, λόγω γεωγραφικής ποικιλομορφίας, εξ αιτίας της οποίας, ενώ μέχρι την τελευταία δεκαετία είχαν περιγραφεί 16 taxa ως υποείδη, πρόσφατα, αυξήθηκαν σε 22.
Τα υποείδη αυτά διαιρούνται άτυπα σε 3 «ομάδες» (groups) ανάλογα με τις διαφορές που εμφανίζουν σε κάποια, σταθερά μορφολογικά στοιχεία, κυρίως τον χρωματισμό του στήθους (breast) και της περιοχής του λάρυγγα (throat). Οι ομάδες αυτές είναι οι εξής:
Ομάδα caesia (1): ανοικτό καφεκίτρινο στήθος (buff), λευκός λάρυγγας (κυρίως Δ. Ευρώπη, ΒΔ. Αφρική και Μέση Ανατολή]]
Ομάδα europaea (2): λευκό στήθος και λάρυγγας (κυρίως Σκανδιναβία, ανατολικά μέχρι Ιαπωνία, νότια μέχρι Τιεν Σαν και Β. Κίνα)
Ομάδα sinensis (3): ανοικτό καφεκίτρινο στήθος και λάρυγγας (κυρίως Κ. και Α. Κίνα)
Ωστόσο, αυτές οι διαφορές είναι αδρές και, δεν είναι ασυνήθιστες, ενδιάμεσες μορφές, ιδιαίτερα στα «σύνορα» των περιοχών όπου αλληλοεπικαλύπτονται τα επίμέρους υποείδη. Επίσης, μπορεί να υπάρχουν και ιδιαίτεροι, μοναδικοί στην εμφάνιση πληθυσμοί που δεν μπορούν να ταξινομηθούν σε κάποια από αυτές τις ομάδες.[14]
Γεωγραφική εξάπλωση
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Sitta europaea. Με την μαύρη γραμμή απεικονίζεται η επικράτεια του υποείδους S. e. arctica που, πιθανόν, να αποτελεί ξεχωριστό είδος
Το είδος εμφανίζει ευρύ και συμπαγές φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Αφροτροπική). Σε όλες τις περιοχές εξάπλωσης απαντά ως επιδημητικό πτηνό, κυρίως μεταξύ των ισοθερμικών 16-20° C (Ιούλιος),[15] και σε γεωγραφικό πλάτος, μέχρι 64° Β στη Δ. Ρωσία και 69° Β στην Σιβηρία. Το νότιο όριο κατανομής βρίσκεται στις 54-55° Β., περίπου. Στην Ευρώπη, απαντά σε μεγάλο τμήμα της ηπείρου, εκτός από την Ιρλανδία, την Ισλανδία και μεγάλο τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Σκανδιναβίας. Στην Αφρική, απαντά μόνο στο βορειοδυτικό τμήμα της ηπείρου, σε περιοχές του Μαρόκου. Στην Ασία, τέλος, η κατανομή είναι πολύ συμπαγής από την Ρωσία και ανατολικότερα, διαμέσου της δασικής ζώνης της τάιγκα, με τα νότια όρια στο ύψος του Καζακστάν, της Μογγολίας, της Α. ΝΑ. Κίνας (και της Ταϊβάν), ενώ ανατολικά φθάνει μέχρι την Ιαπωνία και την Κορέα. Διάσπαρτοι θύλακες φθάνουν μέχρι το Ιράκ και το Ιράν.[16]
Αρ. | Υποείδος | Ομάδα | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|---|
1 | Sitta europaea albifrons | 2 | ΒΑ Ρωσία (υψίπεδα Ν. Κοριακίας, Κράι Καμτσάτκα και Β Κουρίλες (Παραμουσίρ) | ||
2 | Sitta europaea amurensis | 2 | Ρωσική Άπω Ανατολή (Ν και Α Amurland, Ussuriland), ΒΑ Κίνα (Β Χεϊλονγκτσιάνγκ νότια προς ΒΑ Χεμπέι) και Κορέα | ||
3 | Sitta europaea arctica | Κ και ΒΑ Σιβηρία από την λεκάνη του Γενισέι και Γιακουτία, ανατολικά προς Αναντίρ και Πεντζίνα και ΒΔ Κοριακία | Αποτελεί ιδιαίτερο taxon δεδομένου ότι, έχει ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία (μεγάλο μέγεθος, λευκό μέτωπο και μικρότερη οφθαλμική λωρίδα, περισσότερο λευκό στην ουρά και τις πτέρυγες) που, μάλιστα, υποστηρίζονται γενετικά. Ανήκει σε ξεχωριστή ομάδα και, πιθανόν, να αποτελέσει διακριτό είδος στο μέλλον.[17] | ||
4 | Sitta europaea asiatica | 2 | Κ Ρωσία (δυτικοί πρόποδες Κ Ουραλίων), ανατολικά προς Κ Σιβηρία και δυτικές ακτές Βαϊκάλης, νότια προς Β και ΒΑ Καζακστάν (όρη Kokchetau και Tarbagatay) και Δ Αλτάι στην Μογγολία | ||
5 | Sitta europaea baicalensis | 2 | Α Σιβηρία από την Δ Γιακουτία (κοιλάδα Vilui) και Βαϊκάλη, ανατολικά προς Οχοτσκική θάλασσα και Β Αμούρ, νότια προς Τρανσβαϊκαλία, Κ Μογγολία και ΒΑ Κίνα (ΒΑ Εσωτερική Μογγολία και ΝΔ Χεϊλονγκτσιάνγκ | Συχνά περιλαμβάνεται στο 4 | |
6 | Sitta europaea bedfordi | 3 | Νήσος Τζέγιου (Νότια Κορέα) | Ενδημικό στο νησί | |
7 | Sitta europaea caesia | 1 | Δ, Κ και ΝΑ Ευρώπη, από Ηνωμένο Βασίλειο και Δανία, μέχρι Πολωνία και Δ Λευκορωσία, νότια μέχρι Β Ισπανία (Πυρηναία και Κανταβρία), Άλπεις, Βαλκάνια (εκτός από τις Δαλματικές ακτές, Ελλάδα και ΒΔ Τουρκία | ||
8 | Sitta europaea caucasica | 1 | ΒΑ Τουρκία, ΝΔ Ρωσία (περιοχή του Καυκάσου, νότια προς λεκάνες της Τέρεκ και Κουμπάν), Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν | ||
9 | Sitta europaea cisalpina | 1 | Ελβετία (νοτίως των Άλπεων), Ιταλία, Β Σικελία, Δ Σλοβενία, ακτές Κροατίας και ΝΔ Μαυροβούνιο | ||
10 | Sitta europaea clara | 2 | Ν Κουρίλες (Κουνασίρ, Σικοτάν) και Β Ιαπωνία (Χοκκάιντο) | Ενδημικό στην περιοχή. Συχνά περιλαμβάνεται στο 4 | |
11 | Sitta europaea europaea | 2 | Ν Σκανδιναβία (συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων νησιών της Ν Βαλτικής) και Δ Ρωσία (ανατολικά προς λεκάνες Βόλγα και Βιάτκα), Ν προς Α Πολωνία, Α Ρουμανία, Α Βουλγαρία, ΒΔ Τουρκία (Β Ανατολική Θράκη) και Ουκρανία | ||
12 | Sitta europaea formosana | 3 | Ταϊβάν | Ενδημικό στη νήσο. Συχνά περιλαμβάνεται στο 21 | |
13 | Sitta europaea hispaniensis | 1 | Πορτογαλία, Κ Ισπανία και Β Μαρόκο | ||
14 | Sitta europaea hondoensis | 2 | Κ και Ν Ιαπωνία (Χονσού, Σικόκου και Β Κιούσου | ||
15 | Sitta europaea levantina | 1 | Ν Τουρκία, ΝΔ Ανατολία, Ισραήλ, ανατολικά προς Α Ταύρο | ||
16 | Sitta europaea persica | 1 | απώτατη ΝΑ Τουρκία, Β Ιράκ (Κουρδιστάν) και Δ Ιράν (όρη Ζάγκρος νότια προς επαρχία Φαρς) | ||
17 | Sitta europaea roseilia | 2 | απώτατη Ν Ιαπωνία (Ν Κιούσου | Ενδημικό στην περιοχή | |
18 | Sitta europaea rubiginosa | 1 | ΝΑ Τρανσκαυκασία (όρη Talyshskiye Gory και περιοχή Lenkoran) και Β Ιράν (Ελμπούρτς και περιοχές της Κασπίας ανατολικά προς ΒΔ Χορασάν). | ||
19 | Sitta europaea sachalinensis | 2 | Σαχαλίνη | Ενδημικό στη νήσο. Συχνά περιλαμβάνεται στο 4 | |
20 | Sitta europaea seorsa | 2 | Β και Α Σιντζιάνγκ στην ΒΔ Κίνα (περιοχή Αλτάι στα ομώνυμα όρη, περιοχή Hami στο απώτατο Τιεν Σαν | ||
21 | Sitta europaea sinensis | 3 | Α Κίνα από Ν Γκανσού ανατολικά προς Shanxi, Πεκίνο και ΒΑ Χεμπέι, νότια προς Κ Σετσουάν, Γκουεϊτζόου, Β Κουανγκσί, Χουνάν, Τσιανγκσί και Φουτσιάν | ||
22 | Sitta europaea takatsukasai | 2 | ΝΚ Κουρίλες (Ουρούπ, Ιτουρούπ) | Συχνά περιλαμβάνεται στο 4 |
Πηγές:[18][19][20]
(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
Ο δεντροτσοπανάκος είναι αυστηρά καθιστικό είδος, στους περισσότερους πληθυσμούς, εκτός από κάποια μετα-αναπαραγωγική διασπορά νεαρών ατόμων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, υπάρχει απροθυμία για διάβαση έστω και μικρού τμήματος ανοικτού νερού. Επειδή οι βόρειοι και ανατολικοί πληθυσμοί εξαρτώνται από τους κώνους του πεύκου Pinus sibirica, σε περίπτωση ανεπάρκεια τροφής, πολλά άτομα του υποείδους S. e. asiatica μπορεί να μετακινηθούν στα δυτικά προς τη Β. Σουηδία και Φινλανδία, το φθινόπωρο, μερικές φορές παραμένοντας εκεί για να αναπαραχθούν. Οι πληθυσμοί του υποείδους S. e. arctica, πραγματοποιούν πιο περιορισμένες μετακινήσεις νότια και ανατολικά το χειμώνα, ενώ εκείνοι του S. e. amurensis, ταξιδεύουν από τη ΝΑ Ρωσία προς την Κορέα, κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[21]
Σε μερικές χρονιές (π.χ. 1976, 1995), όταν οι πληθυσμοί είναι υψηλοί, η διασπορά το φθινόπωρο μπορεί να λάβει μεγάλες διαστάσεις, με την μορφή «εισβολών» προς όλες τις κατευθύνσεις.[22]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, από τον Λίβανο.[23]
Στην Ελλάδα, ο δεντροτσοπανάκος απαντά ως επιδημητικό πτηνό στην βόρεια και κεντρική χώρα, καθώς και στην Πελοπόννησο.[24][25] Από την Κρήτη και την Κύπρο δεν αναφέρεται.
Βιότοπος
Τα παλαιά, ώριμα πλατύφυλλα δάση αποτελούν τα ιδανικά ενδιαιτήματα των δεντροτσοπανάκων
Ο δεντροτσοπανάκος διαβιοί σε ώριμα δάση με μεγάλα, παλαιά πλατύφυλλα δένδρα, τα οποία παρέχουν εκτεταμένη ανάπτυξη προς αναζήτηση τροφής και θέσεις ωοτοκίας. Στην Ευρώπη, προτιμώνται φυλλοβόλα ή μικτά δάση, ιδιαίτερα εκείνα με βελανιδιές. Πάρκα, παλαιοί οπωρώνες και λοιπά δασικά ενδιαιτήματα μπορεί να καταλαμβάνονται, εφόσον έχουν τουλάχιστον 1 εκτάριο (2,5 στρέμματα) κατάλληλων δένδρων. Ειδικά στα βουνά, χρησιμοποιούνται παλαιά δένδρα ελάτης και πεύκης. Στις περισσότερες περιοχές της Ρωσίας, προτιμώνται κωνοφόρα για αναπαραγωγή, αλλά η πυκνότητα πληθυσμού είναι σχετικά χαμηλή.[26]
Ο δεντροτσοπανάκος είναι, πρωτίστως, ένα πουλί των πεδινών περιοχών στα βόρεια του φάσματος κατανομής του, αλλά φτάνει στην γραμμή των δένδρων (tree-line) στην Ελβετία, στα 1.200 μ. ή περισσότερο, ενώ κάποιοι πληθυσμοί απαντούν περιστασιακά στα 1.800-2.100 μ., στην Αυστρία. Φωλιάζει σε παρόμοια υψόμετρα στα βουνά της Τουρκίας, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Αντίθετα, είναι κυρίως ορεινό πτηνό στη Ν. Ιαπωνία (760-2.100 μ.) και την Ταϊβάν (800-3.300 μ.), αλλά στη Ν. Κίνα, απαντά σε μικρότερα υψόμετρα.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πλατύφυλλα, Χωριά, Λειμώνες, Θαμνότοποι και Πόλεις.[27]
Στην Ελλάδα, ο δεντροτσοπανάκος απαντά κυρίως σε πλατύφυλλα δάση, άλση, αλσύλλια και κήπους (βλ. και κατάσταση στην Ελλάδα).[28]
Μορφολογία
Ο δεντροτσοπανάκος ανήκει σε μια οικογένεια πτηνών που χαρακτηρίζονται από μεγάλο -σε σχέση με το σώμα- κεφάλι, σχεδόν ανύπαρκτο λαιμό,[29] κοντή ουρά, ισχυρότατο ράμφος και πόδια. Συνήθως εμφανίζουν γκρίζα ή κυανογκρίζα άνω επιφάνεια σώματος και μαύρη οφθαλμική λωρίδα, που εκτείνεται από την βάση του ράμφους μέχρι τον αυχένα. Ο λάρυγγας και το στήθος μπορεί να ποικίλλουν σε χρωματισμούς (λευκό ή ανοικτό καφεκίτρινο) ανάλογα με το υποείδος, όπως και η κάτω επιφάνεια σώματος. Οι πλευρές και η κοιλιά έχουν φωτεινό σκωριοκαστανό ή πορτοκαλοκόκκινο χρώμα, ενώ η περιοχή της αμάρας είναι λευκή. Το στιβαρό ράμφος είναι πολύ μυτερό -σαν στιλέτο (sic), σκούρο γκρι με πιο «χλωμή» περιοχή στη βάση της γναθοθήκης, η ίριδα είναι σκούρα καφέ, ενώ οι ταρσοί και τα πόδια είναι ανοικτά καφετί ή γκριζωπά. Η περιοχή των πηδαλιωδών φτερών της ουράς φέρει λίγο μελανό χρώμα.[30]
Ο δεντροτσοπανάκος κινείται αδιάκοπα στους κορμούς των δένδρων, με ακροβατικό τρόπο
Τα φύλα είναι παρόμοια σε παρουσιαστικό, αλλά τα θηλυκά μπορεί να έχουν ελαφρώς πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια σώματος, πιο καφετί οφθαλμική λωρίδα και πιο «ξεπλυμένη» κοκκινωπή απόχρωση στις πλευρές και την κάτω κοιλιά. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τα θηλυκά, αν και το πτέρωμά τους είναι πιο θαμπό, με πιο ανοικτόχρωμα πόδια, ενώ η οφθαλμική λωρίδα είναι γκριζόμαυρη.
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος: (12-) 14 (-14,5)εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: 22,5 έως 27 εκατοστά
Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 8,5 ± 0,2 εκατοστά [Εύρος 8,2 – 8,8 εκατοστά (σε δείγμα Ν=617 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 8,3 ± 0,2 εκατοστά [Εύρος 8,0 – 8,6 εκατοστά (Ν=628)]
Βάρος: ♂ 20,5-24,6 γραμμάρια (Ν=505), ♀ 19,8-24,0 γραμμάρια (Ν=487)[31]
Πηγές:[32][33][34][35][36][37][38][39][40][41][42][43][44][45]
Τροφή
Ο δεντροτσοπανάκος θεωρείται κυρίως εντομοφάγο πτηνό, αν και το διαιτολόγιο περιλαμβάνει και φυτική ύλη. Ιδιαίτερη προτίμηση δείχνει στις κάμπιες τα σκαθάρια και κάποια άλλα αρθρόποδα. Το φθινόπωρο και τον χειμώνα, η διατροφή συμπληρώνεται με ξηρούς καρπούς και σπέρματα, με τα φουντούκια και τα κάρυα οξιάς στην πρώτη γραμμή. Τα νεαρά άτομα τρέφονται κυρίως με έντομα που επιλέγουν οι γονείς τους, καθώς και με κάποια σπέρματα. Η αναζήτηση τροφής γίνεται, πρωτίστως, σε κορμούς και μεγάλα κλαδιά δένδρων, αλλά μπορούν επίσης να ανιχνεύονται και τα μικρότερα κλαδιά ή και το έδαφος, ιδίως εκτός της περιόδου αναπαραγωγής. Επίσης, μπορούν να αναζητούν την τροφή τους μαζί με προσωρινά σμήνη μικτών ειδών πτηνών (mixed-species foraging flock), καθώς περνούν δίπλα από το έδαφός τους.
Οι δεντροτσοπανάκοι είναι ιδιαίτερα επιδέξιοι στην αναζήτηση τροφής πάνω στα δένδρα. Με ακροβατικές κινήσεις μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν τους κορμούς, πάντοτε με το κεφάλι μπροστά, ενώ κρέμονται ανάποδα στα κλαδιά, με μεγάλη ευκολία. Μερικά έντομα συλλαμβάνονται εν πτήσει, αλλά ο «κλασικός» τρόπος τροφοδοσίας είναι η αφαίρεση του φλοιού ή του σάπιου ξύλου έτσι, ώστε να υπάρχει πρόσβαση στα έντομα που βρίσκονται από κάτω. Όμως, παρόλο που είναι πιο επιδέξιοι από τους δρυοκολάπτες στην διερεύνηση του κορμού για να φτάσουν τα έντομα, οι δεντροτσοπανάκοι δεν έχουν την δυνατότητα να πελεκούν το υγιές ξύλο.
Τέλος, μπορούν να επισκέπτονται εύκολα ταΐστρες πουλιών το χειμώνα ή να τρώνε φαγητό φτιαγμένο από τον άνθρωπο, όπως διάφορες λιπαρές τροφές (τυρί, βούτυρο) και ψωμί.[46][47] Ακόμη, έχουν παρατηρηθεί να τρέφονται με παραπροϊόντα σφαγείων.[48] Πολλές φορές, όταν η τροφή είναι σκληρή, σφηνώνεται σε ρωγμές στο φλοιό ενός δένδρου και διαρρηγνύεται με το ισχυρό ράμφος.[49] (βλ. και Ηθολογία).
Ηθολογία
Οι δεντροτσοπανάκοι, ακόμη και όταν καταρριχώνται έχουν το κεφάλι μπροστά
Όπως οι δρυοκολάπτες, οι δεντροτσοπανάκοι κινούνται σχεδόν αποκλειστικά στα δέντρα, με γρήγορες και απότομες κινήσεις και μικρά, διαδοχικά άλματα αλλά, αντίθετα με εκείνους, δεν χρησιμοποιούν την ουρά τους για στήριξη. Επίσης, όταν αναζητούν την τροφή τους μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν τους κορμούς των δένδρων, με το κεφάλι μπροστά, κάτι που δεν κάνουν οι δρυοκολάπτες. Γενικά, δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικοί και απαντούν μοναχικά ή κατά ζεύγη.[50] Σπάνια κατεβαίνουν στο έδαφος, όπου κινούνται με μικρά πηδηματάκια (hops).[51]
Οι δεντροτσοπανάκοι αποθηκεύουν φυτική τροφή όλο το χρόνο, κυρίως το φθινόπωρο. Μεμονωμένα σπέρματα κρύβονται σε ρωγμές στο φλοιό ή, περιστασιακά, σε τοίχους και μέσα στο έδαφος και καλύπτονται με λειχήνες, βρύα ή μικρά κομμάτια του ίδιου του φλοιού. Η αποθηκευμένη τροφή ανακτάται στις εποχές με πολύ κρύο, μερικές φορές έως και τρεις μήνες μετά. Οι πληθυσμοί της Σιβηρίας αποθηκεύουν σπέρματα στα πεύκα, μερικές φορές, αρκετά για όλο το έτος. Τα αποθηκευμένα τρόφιμα μπορεί να περιλαμβάνουν και μη-φυτικό υλικό, όπως κομμάτια ψωμιού, κάμπιες και προνύμφες, με τις τελευταίες να αποκεφαλίζονται (sic) έτσι, ώστε να καθίστανται ανενεργές.[52] Τα πουλιά με καλές αποθηκευμένες προμήθειες είναι υγιέστερα από εκείνα με πιο περιορισμένους πόρους.[53]
Επειδή, η παραγωγή καρπών οξιάς διαφέρει σημαντικά από έτος σε έτος, εκεί, όπου αποτελούν σημαντικό μέρος της διατροφής, τα ποσοστά επιβίωσης ενηλίκων ατόμων μπορεί να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστα σε χρονιές με φτωχή σοδειά, αλλά ο αριθμός των ανηλίκων ατόμων πέφτει σημαντικά το φθινόπωρο, με πολλά να χάνονται από την πείνα ή κατά τις μετακινήσεις.[54] Σε περιοχές όπου, η φουντουκιά είναι το πλέον διαδεδομένο είδος δέντρου, υπάρχει παρόμοιο μοτίβο επιβίωσης των ενηλίκων και απώλειας νεαρών πτηνών, σε χρονιές με κακή παραγωγή καρπών.[55]
Πτήση
Κατά την πτήση, εμφανίζουν μυτερό κεφάλι, αποστρογγυλεμένες πτέρυγες και, κοντή, τετράγωνη ουρά. Τα φτεροκοπήματα είναι γρήγορα, με τις πτέρυγες κλειστές ανάμεσα στους κτύπους και, συνήθως, μικρής διάρκειας. Η πτήση μικρών αποστάσεων είναι ευθεία, εκείνη των μεγαλύτερων, κυματιστή.
Φωνή
Ο δεντροτσοπανάκος έχει πολύ δυνατό, διαπεραστικό και υψίσυχνο κάλεσμα που, τις περισσότερες φορές προδίδει την παρουσία του στον χώρο, ακόμη και όταν κινείται «αόρατος» στα δένδρα. Το κάλεσμα αυτό μοιάζει με σφύριγμα και ερμηνεύει, εν πολλοίς, την ονομασία του γένους (βλ. Ονοματολογία). Αλλά και το τραγούδι είναι «υγρό» και μελωδικό, αποτελούμενο από διαδοχικά δυνατά «σφυρίγματα»,[56] το οποίο αρθρώνει από εκτεθειμένη θέση (perching).
Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
Η περίοδος φωλιάσματος, συνήθως, ξεκινάει στα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου, αλλά ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, μπορεί να ξεκινήσει από τον Μάρτιο ή και τον Φεβρουάριο στα νότια.[57]
Η είσοδος της φωλιάς του δεντροτσοπανάκου «σοβατίζεται» περιμετρικά έτσι, ώστε μόλις να χωράει ο γονέας
Οι δεντροτσοπανάκοι είναι μονογαμικά πτηνά και κάθε ζευγάρι κατέχει έναν ζωτικό χώρο, στον οποίο μπορεί να περάσει και τον χειμώνα. Η επιφάνειά του κυμαίνεται από 2-10 εκτάρια (5-25 στρέμματα) στην Ευρώπη, κατά μέσον όρο, αλλά μπορεί να φθάσει σε 30,2 εκτάρια (75 στρέμματα) στα δάση κωνοφόρων της Σιβηρίας.[58] Τα αρσενικά τραγουδούν για να υπερασπίσουν τον χώρο τους, αλλά και για να προσελκύσουν τα θηλυκά. Και τα δύο φύλα εκτελούν τελετουργικά ερωτοτροπίας με κυματιστές πτήσεις, ενώ το αρσενικό εκτελεί, επί πλέον, κυκλικές πτήσεις με ανοιγμένη ουρά και ανασηκωμένο κεφάλι. Επίσης, δίνει τροφή στο θηλυκό ενώ φλερτάρει. Παρά τον ισόβιο δεσμό, γενετική έρευνα στη Γερμανία έδειξε ότι, τουλάχιστον το 10% των νεαρών πουλιών στην περιοχή μελέτης, προέρχονταν από διαφορετικό αρσενικό, συνήθως από γειτονικό έδαφος.[59]
Η φωλιά είναι σε κοιλότητα δένδρου, συνήθως μια παλιά τρύπα ανοιγμένη από δρυοκολάπτη ή φυσική. Μερικές φορές, το θηλυκό διευρύνει την υπάρχουσα οπή στο σάπιο ξύλο. Η φωλιά βρίσκεται, συνήθως, 2-20 μ. από την επιφάνεια του εδάφους και επιστρώνεται στη βάση της με φλοιό πεύκου ή νωπά ροκανίδια από άλλου είδους ξύλο, σπάνια με ξηρό φυτικό υλικό.
Αν η είσοδος είναι πολύ μεγάλη, επιχρίζεται με χώμα, πηλό και μερικές φορές κοπριά, ώστε να μικρύνει η διάμετρος. Η συγκεκριμένη τεχνική έτσι, ώστε να υπάρχει μικρή είσοδος και μεγάλο εσωτερικό, σε συνδυασμό με τη χρήση ενός παχέος στρώματος από ροκανίδια για τα αβγά και τα μικρά, μπορεί να είναι προσαρμογή για την μείωση στην πιθανότητα θήρευσης ή διαρπαγής της φωλιάς, ιδιαίτερα από τα ψαρόνια.[60] Γι’ αυτό, οι φωλιές με μικρές οπές εισόδου είναι πιο επιτυχημένες.[61] Το θηλυκό αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας και, συχνά, «σοβατίζει» (plastering)ακόμη και το εσωτερικό της φωλιάς, επιμηκύνοντας τον χρόνο κατασκευής της έως και τέσσερις εβδομάδες. Πάντως, η φωλιά συχνά επαναχρησιμοποιείται κατά τα επόμενα έτη.
Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο, υπό κανονικές συνθήκες. Η γέννα αποτελείται από (4-) 6 έως 9 (-13) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 19,3 Χ 14,8 χιλιοστών[62] και βάρους 2,3 γραμμαρίων, εκ των οποίων 6% είναι κέλυφος.[63] Τα αβγά εναποτίθενται μέρα παρά μέρα και η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού.[64] Πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί (13-) 16 έως 17 (-18) ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 23 με 25 ημέρες, περίπου.[65][66] Όταν χρησιμοποιούνται τεχνητές φωλιές, ο αριθμός των αβγών και των εκκολαφθέντων νεοσσών είναι τόσο μεγαλύτερος όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της φωλιάς κάτι που, για λόγους που δεν είναι σαφείς, δεν ισχύει για τις φυσικές φωλιές.[67]
Η καθιστική φύση του είδους σημαίνει ότι, τα ανήλικα άτομα μπορούν να αποκτήσουν δικό τους ζωτικό χώρο, μόνο με την εύρεση μιας κενής περιοχής ή αντικατάσταση κάποιας που ο «ιδιοκτήτης» της έχει χαθεί. Στην Ευρώπη, τα νεαρά πτηνά σχεδόν πάντα μετακινούνται σε ακατοίκητα ενδιαιτήματα, αλλά στις μεγάλες περιοχές της Σιβηρίας, κινούνται μέσα στην περιοχή αναπαραγωγής ενός ζεύγους ενηλίκων.[68]
Θηρευτές
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ο κυριότερος θηρευτής του είδους είναι το ξεφτέρι.[69] Άλλοι σημαντικοί θηρευτές είναι το διπλοσάινο, το δεντρογέρακο, ο χουχουριστής, ο πευκοδρυοκολάπτης και η νυφίτσα. Σουηδική μελέτη έδειξε ότι, το 6,2% των φωλιών του πτηνού στην περιοχή μελέτης τους, δέχθηκαν επιδρομή από αρπακτικά ζώα.
Επίσης, τα ψαρόνια μπορεί να καταλαμβάνουν τις φωλιές των δεντροτσοπανάκων, προκαλώντας μείωση της αναπαραγωγικής επιτυχίας τους. Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί, εάν η φωλιά είναι ψηλά σε ένα δέντρο και υπάρχει καλή, τοπική αναπαραγωγική πυκνότητα.[70]
Κατάσταση πληθυσμού
Το είδος, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του και των λίγων κινδύνων που αντιμετωπίζει. δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[71][72]
Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη -όπου αναπαράγεται λιγότερο από το 1/2 του παγκόσμιου πληθυσμού- διαθέτουν η Ρωσία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία και η Τσεχία.[73]
Κατάσταση στην Ελλάδα
Ο δεντροτσοπανάκος απαντά σε μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής επικράτειας αλλά σε ελάχιστα νησιά, κυρίως στην Λέσβο, ενώ νοτιότερα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, λείπει σχεδόν παντελώς από τα πεδινά. Γενικά, δεν είναι πολυάριθμο είδος, ειδικά στα νότια (Πελοπόννησος), όπου καθίσταται μόνον σποραδικά κοινό πτηνό. Η παρουσία του εξαρτάται άμεσα από την πυκνότητα των πλατύφυλλων δένδρων μιας περιοχής (βελανιδιές, οξιές κ.ο.κ) ή -σε ειδικές περιπτώσεις- από τα κωνοφόρα (π.χ. Παρνασσός).[74]
Η Ελλάδα φιλοξενεί λιγότερο από το 1% του συνολικού ευρωπαϊκού πληθυσμού, αν και τα στοιχεία παραμένουν ελλιπή (ΝΕ).[75]
Άλλες ονομασίες
Στον ελλαδικό χώρο ο Δεντροτσοπανάκος απαντά και με τις ονομασίες: Κουτουλιάρης (Κρήτη), Σκαλοθάρης (Λακωνία), Σφυριχτάρι και Σφυριχτής (Αττική).[76]
Σημειώσεις
i. ^ Παρόλο που στην ελληνική βιβλιογραφία έχει επικρατήσει η γραφή χωρίς μ, εν τούτοις είναι ορθότερος ο όρος δεντροτσομπανάκος με βάση την ετυμολογία της λέξης: [ΕΤΥΜ. δεντροτσομπανάκος < τσομπανάκος < τσομπάνης < çoban (τουρκ.) < περσ. Soban < goban «βουκόλος»].[77]
ii. ^ Για την ορθότητα της γραφής με δύο -τ- βλ. Ονοματολογία
iii. ^ Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (4th ed.) ταξινομική. Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)
Παραπομπές
Howard and Moore, p. 644-5
Howard & Moore (4th ed.)
Howard and Moore, p. 644
http://www.iucnredlist.org/details/full/22711150/0
ΠΛΜ, 54:435
ΠΛΜ, 54:435
ΠΛΜ, 54:435
http://www.hbw.com/species/eurasian-nuthatch-sitta-europaea
http://www.hbw.com/species/eurasian-nuthatch-sitta-europaea
ΠΛΜ, 54:435
http://www.hbw.com/species/eurasian-nuthatch-sitta-europaea
del Hoyo et al
http://www.hbw.com/species/eurasian-nuthatch-sitta-europaea
Harrap & Quinn
Snow & Perrins, pp. 1402–4
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22711150
del Hoyo et al
Howard and Moore, p. 644-5
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22711150
http://ibc.lynxeds.com/species/eurasian-nuthatch-sitta-europaea
Harrap & Quinn
planetofbirs.com
http://www.iucnredlist.org/details/full/22711150/0
Όντρια (Ι), σ. 181
Κόκκινο Βιβλίο, σ. 161
http://ibc.lynxeds.com/species/eurasian-nuthatch-sitta-europaea
http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob14790.htm
Όντρια (Ι), σ. 181
Mullarney et al, p. 348
Όντρια, σ. 181
http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob7610.htm
Avon & Tilford, p. 137
Harrison & Greensmith, p. 323
Flegg, p. 210
Heinzel et al, p. 312
Perrins, p. 184
Bruun, p. 272
Όντρια, σ. 181
Scott & Forrest, p. 168
Singer, p. 326
Mullarney et al, p. 348
http://www.ibercajalav.net
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
http://ibc.lynxeds.com/species/mallard-anas-platyrhynchos
planetofbirds.com
Enoksson
Matthysen & Quinn
Matthysen & Quinn
Harrap & Quinn
Singer, p. 326
Scott & Forrest, p. 168
Richards
Nilsson et al
Matthysen
Enoksson
Bruun, p. 272
http://ibc.lynxeds.com/species/eurasian-nuthatch-sitta-europaea
Pravosudov, 1993
Segelbacher et al
Enoksson
Wesołowski & Rowiński
Harrison, p. 288
http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob14790.htm
Harrison, p. 288
Harrison, p. 288
Perrins, p. 184
Pravosudov, 1995
Pravosudov, 1993
Jedrzejewska & Jedrzejewski
Nilsson
http://www.iucnredlist.org/details/full/22711150/0
birdlife.org
http://www.birdlife.org/
Handrinos & Akriotis, p. 271
Χανδρινός Γιώργος (Ι)
Απαλοδήμος, σ. 61
Μπαμπινιώτης, σ. 1813
Βιβλιογραφία
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
Armstrong, Edward A. (1973). Saint Francis, Nature Mystic: The Derivation and Significance of the Nature Stories in the Franciscan Legend. Berkeley and Los Angeles, California: University of California Press. pp. 90–91. ISBN 0520019660.
BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Burnie, David (2001). Animal: The Definitive Visual Guide to the World's Wildlife. London: Dorling Kindersley. p. 342. ISBN 9780789477644.
Clements, J.F.; Schulenberg, S.; Iliff, M.J.; Sullivan, B.L.; Wood, C.L.; Roberson, D. (2012). The Clements Checklist. Cornell Lab of Ornithology. Retrieved July 2015.
del Hoyo, Josep, Elliott, Andrew; Sargatal, Jordi; Christie, David A (eds.). Sittidae. Handbook of the Birds of the World Alive. Lynx Edicions.
Enoksson, Bodil (1990). Autumn territories and population regulation in the Nuthatch Sitta europaea: an experimental study. Journal of Animal Ecology 59 (3): 1047–1062. JSTOR 5030.
Enoksson, Bodil (1993). Nuthatch. In Gibbons, David Wingham; Reid, James B; Chapman, Robert A. The New Atlas of Breeding Birds in Britain and Ireland: 1988–1991. London: T & A D Poyser. ISBN 0-85661-075-5.
European news. British Birds (British Birds Ltd) 88: 274. June 1995. ISSN 0007-0335.
Harbard, Chris (1989). Songbirds: How to attract them and identify their song. London: Kingfisher Books. p. 52. ISBN 0862724597.
Harrap, Simon; Quinn, David (1996). Tits, Nuthatches and Treecreepers. London: Christopher Helm. ISBN 0-7136-3964-4.
Hayman, Peter; Hume, Rob. The complete guide to the bird life of Britain and Europe. 2004: Bounty Books. p. 185. ISBN 9781857327953.
IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
Jedrzejewska, Bogumila; Jedrzejewski, Wlodzimierz (1998). Predation in Vertebrate Communities: The Bialowieza Primeval Forest as a Case Study. Berlin: Springer. ISBN 978-3-540-64138-4.
Matthysen, Erik; Quinn, David (1998). The Nuthatches. London: Poyser. ISBN 978-0-85661-101-8.
Nilsson, Jan Åke; Persson, Hans Källander Owe (1993). A prudent hoarder: effects of long-term hoarding in the European nuthatch, Sitta europaea. Behavioral Ecology (4): 363–373. doi:10.1093/beheco/4.4.369.
Nilsson, Sven G (1984). "The evolution of nest-site selection among hole-nesting birds: the importance of nest predation and competition". Ornis Scandinavica 15 (3): 167–175. JSTOR 3675958.
Pravosudov, Vladimir V (1993). Social organization of the Nuthatch Sitta europaea asiatica. Ornis Scandinavica 24 (4): 290–296. JSTOR 3676790.
Pravosudov, Vladimir V (1995). Clutch size and fledging rate in the Eurasian Nuthatch breeding in natural cavities is unrelated to nest cavity size (Sin relación el tamaño de la cavidad y el tamaño de la camaday la tasa de pichones que dejan el nido de Sitta europea) . Journal of Field Ornithology 66 (2): 231–235. JSTOR 4514008.
Segelbacher, Gernot; Kabisch, Daniela; Stauss, Michael; Tomiuk, Jürgen (2005). Extra-pair young despite strong pair bonds in the European Nuthatch (Sitta europaea) . Journal of Ornithology 146 (2): 99–102. doi:10.1007/s10336-004-0062-5.
Snow, David; Perrins, Christopher M (editors) (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition 2. Oxford: Oxford University Press. pp. 1037–1040. ISBN 0198501889.
Wesołowski, Tomasz; Rowiński, Patryk (2004). Breeding behaviour of Nuthatch Sitta europaea in relation to natural hole attributes in a primeval forest: capsule nuthatches used holes with strong walls, typically in live trees with entrances reduced by plastering, and 'oversized' interiors filled with bark flakes. Bird Study 51 (2): 143–155. doi:10.1080/00063650409461346.
Winkel, W.; Hudde, H. 1996. Long-term changes of breeding parameters of Nuthatches Sitta europaea in two study areas of northern Germany. Journal für Ornithologie 137: 193-202.
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Eurasian nuthatch της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License