Η Χαλκοκουρούνα είναι πτηνό της οικογενείας των Κορακιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Coracias garrulus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[4] Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Coracias garrulus garrulus (Linnaeus, 1758)
Είναι αποκλειστικά μεταναστευτικό είδος, δηλαδή ποτέ δεν βρίσκεται στην ίδια περιοχή όλο το έτος. Είτε βρίσκεται εκεί ως αναπαραγωγικό πτηνό (καλοκαίρια), είτε όχι, αφού μεταναστεύει διανύοντας πολύ μεγάλες αποστάσεις (βλ. Γεωγραφική κατανομή).
Τα εντυπωσιακά χρώματα του πτερώματος της, έχουν κοστίσει πολύ ακριβά στη χαλκοκουρούνα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα (βλ. Μορφολογία, Κατάσταση πληθυσμού, Στοιχεία για την Ελλάδα).
Ονοματολογία
Η ονομασία του γένους είναι αρχαία ελληνική και προέρχεται από τη λέξη κόραξ (=ο κόρακας, το κοράκι): <κόραξ, -κος + κατάληξη -ίας (πρβλ. στρουθ-ίας, φοινικ-ίας).[5]
Το ενδιαφέρον έγκειται στην αναφορά του Αριστοτέλη: «...κολοιών δ’ εστίν είδη τρία, έν μεν ο κορακίας...» [5] Ο μεγάλος φιλόσοφος και από τους πρώτους ταξινόμους κάνει μια έμμεση αναφορά σε δύο ταξινομικές κατηγορίες, το γένος («κολοιός») και το είδος («κορακίας»), δεκάδες αιώνες πριν αναγνωριστεί η κατά Λινναίον συστηματική ταξινομική. Δεν θα γίνει ποτέ γνωστό με ακρίβεια ποια ήσαν τα τρία «είδη» «κολοιών» του Αριστοτέλη, πιθανόν όμως να επρόκειτο για την Κάργια, την Καλιακούδα και τη Χαλκοκουρούνα.[εκκρεμεί παραπομπή][iii]
H ονομασία του είδους είναι λατινική και, προέρχεται από το ρήμα garrio το οποίο, όμως, προέρχεται και πάλι από την αρχαία ελληνική, ως αντιδάνειο: garrūlus < garrio [αρχ. γαρύω (=μιλάω ακατάπαυστα, φλυαρώ, αρθρώνω κραυγές), πρβλ. γñρυς, -υος (=η φωνή)] . Έτσι, παρόλο που ο όρος «φλύαρος» είναι επιστημονικά λίγο αδόκιμος, είναι ο μόνος πλησιέστερα στην ακριβή μετάφραση της λατινικής λέξης garrūlus.
Η αγγλική του ονομασία Roller, οφείλεται στο τελετουργικό επίδειξης των αρσενικών κατά την αναπαραγωγική εποχή, οπότε πραγματοποιούνται περιστροφές (rolls) στον αέρα.
Η ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους, παραπέμπει στα ποικίλα χρώματα του σώματος του πτηνού, μέσα στα οποία κυριαρχεί το χρώμα του χαλκού.[6]
Συστηματική Ταξινομική
Χάρτης εξάπλωσης των υποειδών του Coracias garrulus: Πορτοκαλί και Κίτρινο = καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής των υποειδών, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης
Η χαλκοκουρούνα περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο με τη σημερινή της επιστημονική ονομασία, το 1758. Παλαιότερα, σχημάτιζε υπερείδος (superspecies) μαζί με τα είδη Coracias caudatus και Coracias abyssinicus, αλλά αργότερα δείχτηκε ότι τα δύο τελευταία συνδέονταν περισσότερο ταξινομικά μεταξύ τους, απ’ ότι το καθένα ξεχωριστά με το παρόν είδος.[7] Σήμερα αναγνωρίζονται 2 υποείδη, σχετικά χαλαρά διαφοροποιημένα μεταξύ τους, που όμως, καταλαμβάνουν καλώς οριοθετημένες περιοχές. (βλ. Γεωγραφική κατανομή)
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
Τα υποείδη της χαλκοκουρούνας κατανέμονται σε μία σχετικά στενή Ευρασιατική ζώνη και, σε κάποιες περιοχές της ΒΔ. Αφρικής όπου και αναπαράγονται. Αυτό γίνεται τα καλοκαίρια, ενώ τους κρύους μήνες του έτους, μεταναστεύουν στην Αφρική, της οποίας καταλαμβάνουν μεγάλες περιοχές, με τον κύκλο να επαναλαμβάνεται το επόμενο έτος. Φαίνεται ότι οι χαλκοκουρούνες είναι θερμόφιλα πτηνά, τα οποία απαιτούν ζεστό και ξηρό καιρό κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο.
Περιοχές αναπαραγωγής
Τα δυτικά όρια της επικρατείας αναπαραγωγής βρίσκονται στη νότια Ιβηρική και τις μεσογειακές γαλλικές ακτές, όπως και στη δυτική Β. Αφρική (Μαγκρέμπ), ενώ τα ανατολικά όρια βρίσκονται στις νοτιοδυτικές και νότιες περιοχές της Κ. Ασίας και, ανατολικά προς το Xinjiang της Κίνας. Τα βόρεια όρια βρίσκονται στις 60°, περίπου γεωγραφικό πλάτος, στην περιοχή της λίμνης Λαντόγκα (Ladoga) και τα νότια στο Ιράν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πολύ σπάνιο με μόλις 106 παρατηρήσεις από το 1950
ρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Coracias garrulus garrulus | Β Αφρική (Μαρόκο, Β Αλγερία, Τυνησία), Ν και Κ Ευρώπη (Τσεχία, Σλοβακία, Αυστρία από την Πολωνία και ανατολικότερα, (Πορτογαλία, Ισπανία, μεσογειακές ακτές της Γαλλίας, μεγάλο μέρος της Ιταλίας, Σαρδηνία, Σικελία, Βαλκάνια, ανατολικά προς Μικρά Ασία και Μέση Ανατολή, Ρωσία, Β Τρανσκασπία, ΒΔ Ιράν, ΒΔ Ιμαλάια και ΝΔ Σιβηρία | Αφρική, στο νότιο άκρο του δυτικού Σαχέλ και της Σαχάρας, διαγώνια προς Α Αφρική και ΝΑ Αφρική. | Είναι το ευρωπαϊκό και βορειοαφρικανικό υποείδος, έχει εξαφανιστεί από τη Δ, ΒΔ και Β Ευρώπη |
2 | Coracias garrulus semenowi | Ιράκ, Κ Ιράν, θύλακες σε Ιορδανία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ν Τρανσκασπία ανατολικά προς Δ Πακιστάν, Κασμίρ, Κ Καζακστάν, Τουρκμενιστάν και ΒΔ Κίνα (Σινκιάνγκ) | Αφρική, σε δύο διακριτούς πληθυσμούς: έναν μικρότερο από τη Σενεγάλη έως το Καμερούν και, έναν πολύ μεγαλύτερο από την Αιθιοπία δυτικά προς Κονγκό[χρειάζεται αποσαφήνιση] και νότια προς Νότια Αφρική και στα όρια της ΝΔ Αφρικής. Ελέγχεται η παρουσία του κατά τη διαχείμαση σε ΝΔ Ασία (ΝΔ Σαουδική Αραβία, Υεμένη) |
Πηγές:[4][7][9][10][11][12]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
Τα περισσότερα ευρωπαϊκά άτομα της χαλκοκουρούνας μεταναστεύουν σε ένα ευρύ μέτωπο προς τις μεγάλες εκτάσεις της Δ., Κ. και Ν. Αφρικής, αλλά έχουν παρατηρηθεί και μεταναστεύσεις σε στενά μέτωπα, όπως στην κοιλάδα του Νείλου ή της Σομαλίας, προς τη βορειο-ανατολική ήπειρο. Κάποιοι ασιατικοί πληθυσμοί καταφθάνουν στην Αφρική μέσω Ινδίας. Μάλιστα, έχει καταγραφεί περιστατικό σύγκρουσης με αεροσκάφος πάνω απο την Αραβική Θάλασσα.[13]
Η αποδημία από τις περιοχές της κεντρικής Ευρώπης ξεκινάει ήδη στα μέσα Αυγούστου, ενώ μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου έχει ολοκληρωθεί. Η επιστροφή αρχίζει από τα μέσα Απριλίου και, στις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης οι χαλκοκουρούνες έχουν επανέλθει κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου στην περιοχή αναπαραγωγής τους. Οι μέσες ημερήσιες αποστάσεις που διανύονται είναι, περίπου 67 χιλιόμετρα για τη φθινοπωρινή και 110 χιλιόμετρα για την ανοιξιάτικη μετανάστευση.[14]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Σεϋχέλλες και τις Κομόρες, αλλά και από την Ισλανδία.[3]
Στην Ελλάδα, η χαλκοκουρούνα είναι καλοκαιρινό αναπαραγόμενο είδος, κυρίως στη βόρεια χώρα. Είναι ιδιαίτερα τοπικά περιορισμένο και κινδυνεύει άμεσα από τη λαθροθηρία.[15]
Βιότοπος
Αναπαραγωγική εποχή
Οι χαλκοκουρούνες του ευρωπαϊκού υποείδους αναπαράγονται σε όλη την εύκρατη, μεσογειακή αλλά και στεπώδη ζώνη, με κύριο χαρακτηριστικό τα ζεστά καλοκαίρια. Προτιμούν πεδινές ανοικτές εκτάσεις με κοιτίδες δάσους βελανιδιάς (Quercus sp.), ώριμους πευκώνες (Pinus sp.) με ξέφωτα γεμάτα ρείκια, οπωρώνες, μικτές αγροτικές εκτάσεις, κοιλάδες ποταμών και πεδιάδες με διάσπαρτα αγκαθωτά ή φυλλωμένα δένδρα. Επειδή ανήκει στα είδη που αναπαράγονται σε κοιλότητες (cavity nesters), εξαρτάται άμεσα από την παρουσία παλαιών δένδρων, που φέρουν εγκαταλελειμμένες φωλιές δρυοκολάπτη (Picus viridis), συνήθως σε παραποτάμιες λεύκες (Populus alba), λιγότερο συχνά σε ιτιές (Salix sp). Πιο σπάνια χρησιμοποιούν κουφάλες πλατάνων (Platanus orientalis), τοίχους ή αμμώδεις ποτάμιες όχθες (Tron et al. 2006, Pool et al.), όπου μπορούν να σκάψουν εύκολα το μαλακό υλικό.
Μη αναπαραγωγική εποχή
Επειδή οι χαλκοκουρούνες βρίσκονται πάντοτε στην Αφρική όταν διαχειμάζουν, απαντούν είτε στην ξηρή δασώδη σαβάνα με κύριο δένδρο την ακακία, είτε σε πεδιάδες με διάσπαρτους θάμνους (del Hoyo et al. 2001). Τα ακραία οικοσυστήματα, δηλαδή οι έρημοι, οι ημιερημικές περιοχές καθώς και τα πυκνά τροπικά δάση, συνήθως αποφεύγονται. Γενικά, ανεξάρτητα από την εποχή, η χαλκοκουρούνα είναι είδος, που συχνάζει σε μικρά υψόμετρα, δηλαδή σε πεδινές περιοχές με κάποιους διάσπαρτους λόφους.
Στην Ελλάδα απαντά σε ανοικτές περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, χαμόκλαδα, άλση, ανοικτά δάση, αλλά και μεμονωμένα δένδρα στις άκρες των δρόμων.[15]
Μορφολογία
Ενήλικη χαλκοκουρούνα
Η χαλκοκουρούνα είναι από εκείνα τα είδη, που είναι αδύνατον να τα μπερδέψει κάποιος στην ορνιθολογική παρατήρηση. Τα εντυπωσιακά χρώματα του πτερώματός της, την κάνουν άμεσα αναγνωρίσιμη (indinstinguishable) [ii] ανάμεσα στα ευρωπαϊκά πτηνά. Έχει το μέγεθος ενός μελισσοφάγου, αλλά είναι πιο στιβαρή και έχει κοντό λαιμό. Το πτέρωμά της κυριαρχείται από το συνδυασμό του μπλέ, του βαθυγάλαζου (azure) και του καστανού χρώματος που, σε συνδυασμό με την σκούρα κάτω επιφάνεια των πτερύγων -κατά την πτήση- τής δίνουν από τους ωραιότερους χρωματισμούς στα ευρωπαϊκά πουλιά, μαζί με την Αλκυόνα και το μελισσοφάγο. Μάλιστα το πτέρωμά της ιριδίζει ανάλογα με τη γωνία πρόσπτωσης του ηλιακού φωτός και, φαίνεται από στιλπνό βαθυγάλαζο έως τιρκουάζ γαλαζοπράσινο (χρώμα του χαλκού).[16]
Συγκεκριμένα, το κεφάλι, ο λαιμός, και ολόκληρο το κάτω μέρος είναι τιρκουάζ. Το μέτωπο και το πηγούνι είναι υπόλευκα-γκρι, ενώ πίσω από τα μάτια υπάρχει μικρή, άπτερη μαύρη περιοχή. Το πάνω μέρος της πλάτης και των ώμων (scapulars) είναι κοκκινωπό-κανελί, ενώ το κάτω μέρος της πλάτης μπλε ιώδες και το ουροπύγιο, βαθύ μπλε. Τα δύο μεσαία φτερά της ουράς είναι σκούρα ελαιοπράσινα, και η υπόλοιπη ουρά τιρκουάζ-γαλάζια-μπλε με πιο σκούρες βάσεις. Τα δύο εξωτερικά φτερά της ουράς είναι ελαφρώς επιμηκυσμένα με σκοτεινά περιθώρια. Τα πρωτεύοντα ερετικά της πτέρυγας είναι κυρίως καφέ-μαύρα, αλλά τα δευτερεύοντα ερετικά έχουν μόνο στη βάση τους αυτό το χρώμα, και καθ’ όλο το υπόλοιπο μήκος τους μία εναλλαγή από διαβαθμίσεις μεταξύ τιρκουάζ και μπλε που, συν τοις άλλοις, ιριδίζει ανάλογα με το ηλιακό φώς, δίνοντας εντυπωσιακή στιλπνότητα στο συνολικό πτέρωμα. Τα ελάσσονα ανώτερα καλυπτήρια έχουν έντονο σκούρο μπλε χρώμα, ενώ τα υπόλοιπα καθώς και τα καλυπτήρια της κάτω επιφανείας είναι κυρίως τιρκουάζ.
Το μαυροκαφετί ράμφος είναι κοντόχοντρο και ισχυρό, με την άνω σιαγόνα (ρινοθήκη) να έχει αγκιστρωτό άκρο. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι κοντά και αδύναμα, με χρώμα θαμπό κίτρινο της ώχρας, ενώ η ίριδα έχει χρώμα καφέ στο χρώμα του φουντουκιού.
Τα θηλυκά μοιάζουν πολύ με τα αρσενικά, αν και το καθαρό τιρκουάζ χρώμα πολλών περιοχών του αρσενικού, εδώ περιέχει περισσότερο καφέ-καστανό, ιδιαίτερα στο κεφάλι και στη ράχη.[17] Τα νεαρά άτομα μοιάζουν πολύ με τα θηλυκά, αλλά οι «ξεπλυμένες» καφέ αποχρώσεις κυριαρχούν, ενώ τα τιρκουάζ και μπλε στοιχεία χρώματος είναι λιγότερο οριοθετημένα και πιο αχνά.
Μήκος σώματος: (30-)31 έως 32(-39) εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: 65-70 εκατοστά
Βάρος: (110-)130 έως 155(-160) γραμμάρια
Τροφή
Ενήλικη χαλκοκουρούνα με τη λεία της
Για να κυνηγήσουν με επιτυχία οι χαλκοκουρούνες, χρειάζονται ανοικτές θέσεις, ιδιαίτερα τα λιβάδια και τις καλλιέργειες σιτηρών, από τις οποίες «σαρώνουν» οπτικά την περιοχή για θηράματα. Συνήθως εποπτεύουν το χώρο από την κορυφή ενός δένδρου, από φράκτες, περιφράξεις, ένα πάσαλο ή, ακόμη και από γραμμές τροφοδοσίας ηλεκτρισμού αν νοιώθουν ότι δεν απειλούνται.[18] Επίσης αναζητούν τη λεία τους σε αμπελώνες, αν το έδαφος κρατά κάποια κάλυψη βλάστησης (Tron et al. 2006).
Η βασική τους λεία είναι τα έντομα και διάφορα αρθρόποδα, με μέγεθος τουλάχιστον 1 (ένα) εκατοστό.[19] Μόνο κατά τη μετανάστευση προσθέτουν φυτική τροφή στο διαιτολόγιό τους, κυρίως σταφύλια και σύκα. Από τα έντομα, τα μεγάλα σκαθάρια κυριαρχούν, αλλά συμπεριλαμβάνονται και ακρίδες, σκολόπενδρες, λιβελλούλες, τζιτζίκια, γρύλοι, πεταλούδες και κάμπιες στη λεία τους. Μικρά θηλαστικά, αμφίβια και ερπετά μπορεί να καταναλώνονται, αλλά όχι σε σημαντική ποσότητα.
Η συνήθης τακτική κυνηγιού της χαλκοκουρούνας, είναι από σταθερό σημείο και μοιάζει πολύ με εκείνη των κεφαλάδων (Lanius sp.).[20] Περιμένει μέχρι να εντοπίσει κάποιο θήραμα, ορμάει απότομα και αρπάζει τη λεία της και, κατόπιν επιστρέφει στη θέση εκκίνησης για να επαναλάβει την επίθεση. Μερικές φορές, όταν το περίβλημα της λείας είναι ανθεκτικό, το χτυπάει πάνω σε μια σκληρή επιφάνεια, ή μπορεί να το ρίχνει στον αέρα πριν από την κατάποση. Δεν συνηθίζει να ακολουθεί τη λεία της στον αέρα και, αυτό μπορεί να συμβεί, μόνο σε μαζική εμφάνιση ιπτάμενων εντόμων, όπως τα σμήνη τερμιτών, που παρατηρούνται συχνά στις περιοχές διαχείμασης.
Ηθολογία
Χαλκοκουρούνα στο πόστο επόπτευσης (perching)
Η χαλκοκουρούνα είναι ημερόβιο πτηνό με δύο διακριτές περιόδους αιχμής στη δραστηριότητά της, νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα. Στο μεταξύ διάστημα, κάθεται συνήθως ήσυχα στη θέση επόπτευσης για θηράματα. Εκτός από την αναπαραγωγική περίοδο και κατά το ζευγάρωμα, η παρουσία της είναι πολύ διακριτική. Η πτήση της είναι γρήγορη και, μοιάζει με την πτήση της κάργιας, αλλά δεν είναι τόσο σταθερή. Στο έδαφος, το περπάτημά της είναι αρκετά άχαρο, ενώ αρκετά συχνά, παρατηρείται να παίρνει το σύντομο λουτρό της σε νερόλακκους.[20]
Γενικά, δεν είναι αγελαίο είδος, αλλά κάποιοι πληθυσμοί μπορούν να αναπαράγονται κατά μικρές αποικίες. Ωστόσο, κατά τη μετανάστευση και στις περιοχές διαχείμασης, απαντά σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις, αν και οι επιμέρους αποστάσεις διατηρούνται στα 100-200 μέτρα.[21] Σην περιοχή αναπαραγωγής, τα αρσενικά υπερασπίζονται σθεναρά τη θέση φωλιάσματος, ειδικά την οπή του δένδρου όπου θα πραγματοποιηθεί η ωοτοκία και, μπορεί να προκληθούν σοβαρές φιλονικίες. Τα νεαρά πτηνά αφήνουν συχνά, περιττώματα μέσα στη φωλιά, ή σε περίπτωση κινδύνου εξεμούν μια πολύ δύσοσμη ποσότητα γαστρικού, γεγονός που τα καθιστά πιθανώς «λιγότερο ελκυστικά» σε πιθανούς θηρευτές.[19]
Αναπαραγωγή
Ζωτικός χώρος
Ο ζωτικός χώρος που είναι απαραίτητος στις θέσεις φωλιάσματος, ορίζει μέσο όρο 15 ζευγάρια αναπαραγωγής ανά 100 χμ² (= 0.15 ζεύγη/ χμ²), αριθμός σχετικά μεγάλος. Ωστόσο σε άριστα ενδιαιτήματα αναπαραγωγής, πυκνότητες έως 9 ζεύγη / χμ² έχουν ανιχνευθεί.[14] Στην τελευταία εναπομείνασα αυστριακή περιοχή αναπαραγωγής, στη ΝΑ Στυρία, αναπαράγονται περίπου 18 ζευγάρια στα 27 χμ² (= 0,67 ζεύγη /χμ²).[22]
Τελετουργικό
Η ηλικία που επιτυγχάνεται η σεξουαλική ωριμότητα της χαλκοκουρούνας δεν είναι επακριβώς γνωστή, αλλά είναι πιθανό να αρχίζει στα δύο χρόνια. Το είδος είναι μονογαμικό, με το ομόλογο ζεύγος να συνεχίζει εκτός της περιόδου αναπαραγωγής και για το επόμενο έτος. Το φλερτ και ο σχηματισμός του ζεύγους πραγματοποιείται ήδη στα εδάφη διαχείμασης ή κατά την ανοιξιάτικη μετανάστευση. Τα κύρια χαρακτηριστικά του τελετουργικού επίδειξης είναι οι αμοιβαίες «υποκλίσεις», που συνοδεύονται από πτήσεις των αρσενικών σε κάποιο ύψος και θεαματικές κατακόρυφες πτώσεις με ταυτόχρονη περιστροφή του σώματός τους (rollings), ενώ ταυτόχρονα αρθρώνουν κακόηχες κραυγές, χαρακτηριστικές των κορακοειδών.[18]
Φώλιασμα
Στα εδάφη αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι χαλκοκουρούνες φωλιάζουν σε τρύπες παλαιών δένδρων που είχαν ανοιχτεί από δρυοκολάπτες, από τις οποίες εξαρτώνται άμεσα. Μπορούν όμως να φωλιάσουν σε φυσικές κοιλότητες των δένδρων ή και να ανοίξουν τρύπες βάθους 60-70 εκατοστών σε αμμώδεις επιφάνειες, ιδιαίτερα στις όχθες ποταμών, ενώ δεν λένε «όχι» σε τεχνητές φωλιές. Τέλος, περιστασιακά μπορούν να χρησιμοποιήσουν μια τρύπα σε ένα βράχο, ένα τοίχο ή ένα παλιό κτήριο.[23] Τις περισσότερες φορές δεν χρησιμοποιείται κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης, ή το προϋπάρχον απομακρύνεται, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί λιγοστό φυτικό υλικό, τρίχες κ.ο.κ.[23]
Ενήλικη χαλκοκουρούνα στα εδάφη διαχείμασης, στη Νότιο Αφρική
Η ωοτοκία πραγματοποιείται μία (1) μόνο φορά σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο, η οποία ξεκινάει στα μέσα Μαΐου για τους πληθυσμούς των νοτίων περιοχών, ενώ στο βορρά αρχίζει στιο πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου και, μπορεί να παραταθεί για ακόμη δύο εβδομάδες. Η γέννα αποτελείται συνήθως από 4-5, κάποιες φορές μέχρι και 7 αυγά, διαστάσεων 35,4Χ28,4 χιλιοστών, περίπου και, η εναπόθεσή τους γίνεται μέρα παρά μέρα. Η επώαση αρχίζει πριν την ολοκλήρωση της ωοτοκίας, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί 18-19 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται δηλαδή τυφλοί και ανήμποροι και, χρειάζονται για καιρό την προστασία των γονέων τους. Σε 26-28 ημέρες είναι σε θέση να αφήσουν τη φωλιά τους, αλλά τρέφονται από τους γονείς τους για λίγο καιρό ακόμη.[23]
Στην Ελλάδα, η χαλκοκουρούνα έρχεται τα καλοκαίρια για να αναπαραχθεί, από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, περίπου.[15]
Απειλές
Οι σημαντικότερες απειλές περιλαμβάνουν διώξεις κατά τη μετανάστευση σε ορισμένες μεσογειακές χώρες, ενώ εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες άτομα, πυροβολούνται στο Ομάν κάθε άνοιξη (del Hoyo et al. 2001), και στο Γκουτζαράτ της Ινδίας. Η απώλεια των κατάλληλων βιοτόπων αναπαραγωγής λόγω της αλλαγής των γεωργικών πρακτικών, η μετατροπή σε μονοκαλλιέργειες, η απώλεια των θέσεων φωλιάσματος, καθώς και η χρήση φυτοφαρμάκων, με αποτέλεσμα τη μείωση της διαθεσιμότητας τροφής, θεωρούνται ως οι κύριες απειλές για το είδος στην Ευρώπη (Kovacs et al 2008?. Ε . Raèinskis in litt. 2005). Το είδος είναι ευαίσθητο στην απώλεια των δενδροστοιχιών και των παρόχθιων δασών στην Ευρώπη, που παρέχουν βασικά ενδιαιτήματα για κούρνιασμα και αναπαραγωγή.
Κατάσταση πληθυσμού
Η χαλκοκουρούνα έχει υποστεί πολύ μεγάλη μείωση στον παγκόσμιο πληθυσμό της, ιδιαίτερα στη Ευρώπη, όπου αναπαράγεται το 50%-74%. (BirdLife International 2004). Μετά από μια μέτρια μείωση κατά την εικοσαετία 1970-1990 (Tucker and Heath 1994), το είδος συνέχισε να μειώνεται έως και κατά 25% σε όλη την Ευρώπη στο διάστημα 1990-2000 (ιδιαίτερα σε πληθυσμούς-κλειδιά στην Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ρωσία) (BirdLife International 2004). Έτσι, η συνολική ευρωπαϊκή πτώση υπερβαίνει το 30% σε τρεις γενιές (15 έτη), αριθμός πολύ μεγάλος.
Οι πληθυσμοί της βόρειας Ευρώπης έχουν υποστεί σοβαρότατες μειώσεις. Οι αριθμοί είναι καθοριστικοί: Εσθονία: από 50-100 ζεύγη το 1998 σε 0 το 2004! (Α. Kalamees in litt 2005), Λετονία: από μερικές χιλιάδες σε κάτω από 30 ζεύγη το 2004 (Ε. Raèinskis in litt . 2005), Λιθουανία: από 1.000-2.000 ζεύγη το 1970 σε 20 ζεύγη το 2004 (L. Raudonikis in litt 2005), και στη Ρωσία έχει πλέον εξαφανιστεί από το βόρειο μέρος της επικρατείας του (Α. Mischenko in litt 2005). Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για μείωση στην κεντρική Ασία. Όμως, σε περίπτωση που αυτοί οι πληθυσμοί αποδειχθεί ότι μειώνονται, το είδος θα δικαιολογείται να υποβαθμιστεί στην κατηγορία Τρωτά (VU) της IUCN, από Σχεδόν Απειλούμενο (NT) που είναι τώρα.[3]
Στοιχεία για την Ελλάδα
Εκπληκτικής λεπτομέρειας πίνακας του περίφημου Άλμπρεχτ Ντύρερ, όπου απεικονίζεται η άνω επιφάνεια πτέρυγας της χαλκοκουρούνας. Σημειωτέον ότι, το είδος έχει σήμερα εξαφανιστεί από τη Γερμανία
Παρόλο που το κυνήγι της απαγορεύεται στη χώρα,[24][25] η χαλκοκουρούνα πάντοτε αποτελούσε ένα από τα δημοφιλέστερα «τρόπαια» των κυνηγών, με σκοπό την ταρίχευση,[25] λόγω των θαυμάσιων χρωμάτων της.[26]
Παλαιότερα, είχε πολύ ευρύτερη κατανομή από τη σημερινή. Αναφέρεται, π.χ. ότι φώλιαζε στην Ακαρνανία, τη Ν. Πελοπόννησο και την Κρήτη. Σήμερα καλύπτεται πολύ μικρότερο εύρος και τα αναπαραγόμενα ζευγάρια έχουν μειωθεί πολύ, ειδικά μετά τη δεκαετία του 60-70, με αποτέλεσμα σήμερα να αναπαράγεται μόνο στη Μακεδονία (Παγγαίο κ.α.), τη Θράκη (Έβρος, Νέστος, κ.α.), την Κω, την Σάμο ίσως και στη Μυτιλήνη.[27][28] Δεν είναι τυχαίο ότι συμπεριελήφθη ανάμεσα σε 4 μόνον είδη ορνιθοπανίδας που χρήζουν άμεσης προστασίας στην περιοχή του Παγγαίου.[29]
Απαιτείται απογραφή του ελληνικού πληθυσμού, μελέτη της βιολογίας του είδους, λήψη αυστηρών μέτρων κατά της λαθροθηρίας (υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο αλλά δεν εφαρμόζεται), σε συνδυασμό με ενημέρωση των κυνηγών.[26]
Έτσι, ειδικά για την Ελλάδα, το είδος κατατάσσεται στην κατηγορία ΤΡΩΤΑ (VU), δηλαδή μία κατηγορία κάτω από την παγκόσμια κατάταξη της IUCN.[26]
Τάσεις
Οι βορειοευρωπαϊκοί πληθυσμοί της χαλκοκουρούνας έχουν σημειώσει την πιο δραματική πτώση τα τελευταία χρόνια, αλλά και πληθυσμοί της Ν. Ευρώπης έχουν επίσης μειωθεί, ιδιαίτερα λόγω της λαθροθηρίας. Ήδη από τον περασμένο αιώνα, το είδος είχε εξαφανιστεί από τη Γερμανία, τη Δανία, τη Σουηδία (Snow & Perrins, 1998) και τη Φινλανδία (Avilés et al 1999), πιθανώς λόγω της απώλειας των ενδιαιτημάτων ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της γεωργίας (Snow & Perrins 1998). Οι πληθυσμοί στη Μέση Ανατολή και την κεντρική Ασία δεν έχουν σημειώσει ακόμη προφανείς μειώσεις, και ως εκ τούτου η παγκόσμια πτώση ανέρχεται συνολικά στο 20-30%, στην τελευταία δεκαετία.
Λαμβανόμενα μέτρα προστασίας
Οδηγία (ντιρεκτίβα) της ΕΕ για τα πτηνά Παράρτημα I (79/409)
Σύμβαση της Βέρνης Παράρτημα II.
Σύμβαση της Βόννης Παράρτημα II.
Διεθνές Σχέδιο Δράσης για το είδος (Kovacs et al. 2008).
Ένας αριθμός εθνικών συστημάτων παρακολούθησης εντός της επικρατείας του είδους, απετέλεσε το επίκεντρο στοχευμένης μελέτης. Σχέδια δράσης για το είδος έχουν αναπτυχθεί στην Ουγγαρία, τη Λετονία και την Ανδαλουσία (Ισπανία). Παρόμοια έγγραφα συντάσσονται στη Σλοβακία και Καταλονία (Ισπανία). Ομάδες εργασίας εμφανίζονται στην Αυστρία, τη Λευκορωσία, τη Γαλλία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Σερβία και τη Σλοβακία.
Προτεινόμενα σχέδια δράσης
Συνέχιση της παρακολούθησης των τάσεων των πληθυσμών.
Καθορισμός των τάσεων σε Τουρκία, Μέση Ανατολή και κεντρική Ασία και επανεξέταση της κατάστασης διατήρησής του είδους με βάση τα πορίσματα.
Αντιμετώπιση συγκεκριμένων απειλών, όπως το κυνήγι.
Αντιμετώπιση των απειλών στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και ενσωμάτωση των κατάλληλων μέτρων σε αγρο-περιβαλλοντικά προγράμματα.
Άλλες ονομασίες
Στον ελλαδικό χώρο η Χαλκοκουρούνα απαντά και με τις ονομασίες Χρυσοκαρακάξα, Μπλάβα, Μπλάβη (Κρήτη), Πρασινοπούλι (Μακεδονία), Χρυσόκαργια (Αττική, Έβρος), Γαλαζόκαργια (Μακεδονία), Γαλαζοπούλι (Κιλκίς).[1] Επίσης ονομάζεται και Γάρρουλος, που προέρχεται από την επιστημονική ονομασία του είδους Coracias garrulus.[30] Τέλος, στις επίσημες κυνηγετικές διατάξεις, αναφέρεται και ως Κοράκιον ή Κράγκα.[25]
Σημειώσεις
i. ^ Η οικογένεια Coraciidae έχει αποδοθεί επίσης στα ελληνικά και ως Κορακοφωνίδες από τον καθηγητή του Παναπιστημίου Πατρών, Ιωάννη Όντρια.[31] Παρόλο που είναι σαφής η πρόθεσή του να αποδώσει αφ’ ενός τα φωνητικά χαρακτηριστικά των μελών της οικογενείας, αφ’ ετέρου για να αποφευχθεί η λεκτική σύγχυση με την οικογένεια Κορακίδες (Corvidae), είναι προτιμητέα η απλή στη μετάφραση εκδοχή Κορακιίδες, λόγω του ότι ο πρώτος όρος δεν είναι ευρέως αποδεκτός.
ii. ^ Για την αγγλική λέξη «indinstinguishable» η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον στην αγγλική ορνιθολογική βιβλιογραφία, υπάρχει η αντίστοιχη ελληνική «απαραγνώριστος», που θεωρείται νεολογισμός. Ωστόσο, δεν έχει επικρατήσει στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία παρά μόνον σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, γι αυτό και κρίνεται λίγο αδόκιμη. Αυτό όμως κατ’ ουδένα τρόπο σημαίνει ότι είναι και λανθασμένη.[32] [33]
iii. ^ Υπάρχει και αναφορά ότι πρόκειται για το πτηνό «Χαλκίς» των αρχαίων, η οποία ωστόσο ελέγχεται για την ακρίβειά της.[1]
Παραπομπές
Απαλοδήμος, σ. 64
βλ. και Ονοματολογία
BirdLife International (2012). Coracias garrulus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 13 Μαρτίου 2014.
Howard and Moore, p. 282
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 35, σ. 447
Francis Edward Jackson Valpy, An Etymological Dictionary of the Latin Language (online)
«European Roller (Coracias garrulus)». IBC - The Internet Bird Collection. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2014.
«Roller Coracias garrulus». British Trust for Ornithology. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2014.
Singer, p. 245
del Hoyo et al
«Γεωγραφική κατανομή κατά IUCN».
«European Roller Coracias garrulus». Birdlife International. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2014.
Satheesan, S. M. (1990) Bird-aircraft collision at an altitude of 2424 m over the sea. J. Bombay Nat. Hist. Soc. 87(1):145-146
Fry & Fry (1999) S. 299
Όντρια, σ. 142
Blotzheim & Bauer, σ. 834
Fry & Fry (1999) S. 300
Colin Harrison & Alan Greensmith
Blotzheim & Bauer, σ. 849
Bruun, p. 184
Blotzheim & Bauer, σ. 847
Tiefenbach (2009) S. 5
Harrison, p. 212
«Ρυθμιστική ΔιάταξηΘήρας Κυνηγετικής Περιόδου 2013-2014». Αποκεντρωμένη Διοίκηση Ηπείρου - Δυτικής Μακεδονίας.
«Ο περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμος του 2003 (N. 152(I)/2003)». Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος.
Κόκκινο Βιβλίο, σ. 231
Handrinos, G. and Akriotis, T. 1997
ΣΠΕΕ, σ. 249
http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=yzTlCaW9Ry4%3D&tabid=572
Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμος 4, σελ. 84, Αθήνα 1999
Απαλοδήμος, σ. 34
Μπαμπινιώτης, σ. 224
Francis Edward Jackson Valpy. An Etymological Dictionary of the Latin Language.
Πηγές
Wikispecies logo
Τα Βικιείδη έχουν πληροφορίες για το θέμα:
Coracias garrulus
Commons logo
Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Χαλκοκουρούνα
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Jim Flegg,, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 60 , λήμμα «Χαλκοκουρούνα»
Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
Avilés J.M., Sanchez J.M., Sanchez A., Parejo D. 1999. Breeding biology of the Roller Coracias garrulus in farming areas of the southwest Iberian Peninsula. Bird Study 46: 217-223. Hans-Günther Bauer, Peter Berthold: Die Brutvögel Mitteleuropas. Bestand und Gefährdung. 2., durchgesehene Auflage. AULA Verlag, Wiesbaden 1997, ISBN 3-89104-613-8, S. 294. S. 277 f.
Hans-Günther Bauer, Peter Berthold: Die Brutvögel Mitteleuropas. Bestand und Gefährdung. 2., durchgesehene Auflage. AULA Verlag, Wiesbaden 1997, ISBN 3-89104-613-8, S. 294. S. 277 f.
BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
Urs N. Glutz von Blotzheim (Hrsg.): Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Bearbeitet u. a. von Kurt M. Bauer und Urs N. Glutz von Blotzheim. Band 9. Columbiformes-Piciformes. 2., durchgesehene Auflage. AULA Verlag, Wiesbaden 1994, ISBN 3-89104-562-X, S. 1095–1115 (HBV).S. 831–851
Fry, C. H.; Fry, K. 1999. Kingfishers, bee-eaters, and rollers. Princeton University Press, Princeton.
Handrinos, G. and Akriotis, T. 1997. The Birds of Greece. London, UK: Helm Publ.
del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 2001. Handbook of the Birds of the World, vol. 6: Mousebirds to Hornbills. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
International Species Action Plan for the European Roller Coracias garrulus garrulus. 2008. pdf engl.
Kovacs A., Barov B., Orhun C., Gallo-Orsi U. 2008. International Species Action Plan for the European Roller Coracias garrulus garrulus. BirdLife International For the European Commission.
Lemphers, N.C., Tron, F.T. and Evans, D.M. 2007. Comparison of census methodologies for the European roller (Coracias garrulus) in the Vallée des Baux de Provence, France. A Rocha France, Aries-Espénon, France
Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The birds of the Western Palearctic: concise editions. Oxford University Press, Oxford, U.K.
Michael Tiefenbach: Habitat selection in foraging European Rollers (Coracias garrulus L.) in Eastern Austria Diplomarbeit Universität Wien 2009. pdf engl.
Tron, F. 2006. The European Roller as a flagship species for a local stakeholders-based approach of Mediterranean farmland conservation. . Abstract for the 1st European Congress of Conservation Biology ‘Diversity for Europe’.
Tucker, G. M.; Heath, M. F. 1994. Birds in Europe: their conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα European Roller της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Blauracke της Γερμανικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License