Ο Αετομάχος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Λανιιδών (Αετομαχιδών), ένας από τους κεφαλάδες που απαντώνται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Lanius collurio και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2]
Αετομάχος | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος αρσενικός αετομάχος
|
||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
|
||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Lanius collurio (Αετομάχος ο κολλυρίων) [iv ] Linnaeus, 1758 |
||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
Lanius collurio collurio [ii] |
Στην Ελλάδα συναντάται το υποείδος Lanius collurio collurio Linnaeus, 1758.[2]
Το χαρακτηριστικό πρόσωπο του αετομάχου, η τόλμη του και κυρίως η χαρακτηριστική του συνήθεια να «αποθηκεύει» τη λεία του καρφώνοντάς την πάνω σε αιχμηρά αντικείμενα, ανέκαθεν κινούσαν το ενδιαφέρον του επιστημονικού κόσμου και όχι μόνον (βλ. Μορφολογία, Ηθολογία)
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
Καθοδική ↓ [3]
Ονοματολογία
Η επιστημονική ονομασία του γένους Lanius είναι λατινική και για την προέλευσή της υπάρχουν δύο εκδοχές:
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, ρίζα είναι η ελληνική λέξη λειανός «λεπτός, λιγνός, ισχνός» (όχι λιανός, διότι δεν ερμηνεύεται ετυμολογικά εξ ου και τα παράγωγα λειανεύω, λειανίζω, λειανικός, κ.ο.κ.) Η λέξη λειανίζω σημαίνει «κατατεμαχίζω, κατακόπτω» και αναφέρεται κυρίως στο κρέας, εξ ου και η δεύτερη σημασία της «κατασφάζω».[4] Σύμφωνα με τη δεύτερη και πιθανότερη εκδοχή, ρίζα είναι η λέξη lana «μαλλί», από την οποία προέρχεται το ρήμα lanio «κόβω το μαλλί σε μικρά κομμάτια, λανίζω» εξ ου και το ελληνικό «λαναράς».[5][6]
Η λατινική λέξη Lanius, σημαίνει επακριβώς «σφαγέας», «χασάπης», ή «ο πάγκος του χασάπη»,[5][7][8] επομένως, η επιστημονική ονομασία του γένους σχετίζεται άμεσα με τη συνήθεια του πτηνού, όπως και άλλων κεφαλάδων, να σκοτώνουν τη λεία τους και να την καρφώνουν πάνω σε ένα αιχμηρό αντικείμενο -συνήθως μεγάλα αγκάθια- για να τη φάνε με την ησυχία τους ή για να την «αποθηκεύσουν» για αργότερα, όπως κάνουν οι κρεοπώλες με το κρέας που το κρεμάνε σε τσιγκέλια (βλ. Ηθολογία)!
Ταυτόχρονα, δημιουργείται πρόβλημα στην απόδοση στα ελληνικά, τόσο του γένους (Lanius), όσο και της οικογένειας (Laniidae) (βλ. Σημειώσεις) [i]
Για τον όρο collurio στην επιστημονική ονομασία του είδους, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, πιθανόν όμως να πρόκειται για απόδοση στα λατινικά της αρχαίας ελληνικής λέξης κολλυρίων (-ονος) και, να επρόκειτο για το συγκεκριμένο πτηνό.[9] Υπάρχει μάλιστα και σχετική αναφορά στο «Περί Ζώων Ιστορίαι» του Αριστοτέλη, αλλά και στον Ησύχιο.[10][11]
Η αγγλική ονομασία του πτηνού, Red-Backed Shrike, «κεφαλάς με κόκκινη ράχη», παραπέμπει στον χρωματισμό της ράχης του αρσενικού.
Η ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους, είναι προφανές ότι σχετίζεται με τη φαινομενική «αφοβία» του, να στέκεται στη θέση ποσταρίσματος (βλ. Ηθολογία) και να μη φεύγει με το παραμικρό, όμως ουδόλως υπάρχουν στοιχεία ότι το πτηνό μπορεί να έρχεται σε αντιπαράθεση με αρπακτικά του μεγέθους ενός αετού.
Συστηματική ταξινομική
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο με την σημερινή επιστημονική του ονομασία (Σουηδία, 1758).[12] Πιθανότατα, σχηματίζει υπερείδος, μαζί με τα ασιατικά είδη Lanius cristatus και Lanius isabellinus. Παλαιότερα, θεωρείτο ότι ανήκε ως taxon μαζί με ένα ή και τα δύο από αυτά, αλλά πρόσφατες γενετικές αναλύσεις έδειξαν ότι είναι 3 ξεχωριστά είδη. Ωστόσο, ο βαθμός αναπαραγωγικής απομόνωσης από το Lanius isabellinus είναι σχετικά χαμηλός, οπότε μεικτά ζευγάρια και υβρίδια απαντούν συχνά στις περιοχές όπου τα δύο είδη αλληλοεπικαλύπτονται. Ο υβριδισμός με το Lanius cristatus είναι περιστασιακός και, μπορεί να συμβεί σε κάποιες περιοχές της Κ. Ασίας.[12]
Γεωγραφική εξάπλωση
Γεωγραφική εξάπλωση και μεταναστευτικές οδοί του είδους Lanius collurio: Πράσινο = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης
Ο αετομάχος είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Αφροτροπική), αναπαραγόμενο σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και Δ. Ασίας, ενώ διαχειμάζει στην Αφρική νοτίως του ισημερινού. Χονδρικά, τα δυτικά όρια της αναπαραγωγικής επικράτειας βρίσκονται στις ακτές του Ατλαντικού και την Βόρεια Θάλασσα, ενώ τα ανατολικά φθάνουν στην Κ. Ασία, στο γεωγραφικό μήκος των 90°, περίπου, στα επίπεδα της Κ. Ρωσίας, του Α. Καζακστάν και της Δ. Κίνας. Το βόρειο όριο της επικράτειας περιλαμβάνεται σε ένα τόξο ΒΑ. του ποταμού Βόλγα μεταξύ περίπου 48° και 64° γεωγραφικού πλάτους, ενώ στα νότια φθάνει μέχρι μια στενή παράκτια λωρίδα στο Ισραήλ.
Πιο αναλυτικά, αναπαράγεται στη βόρεια Ιβηρική, στη Γαλλία λείπει από τη Βρετάνη, τη Νορμανδία και τις ακτές της Μάγχης, ενώ κάποιοι πληθυσμοί αναπαραγωγής στις Βρετανικές Νήσους φαίνεται να έχουν εκλείψει. Στη Σκανδιναβία, αναπαράγεται σε μία ζώνη από τη νότια Νορβηγία μέχρι την κεντρική Φινλανδία και τις περιοχές της Βαλτικής. Στη Μεσόγειο, μάλλον έχει εκλείψει από την Κύπρο και τη Σικελία.
Η φυσική κατανομή του είδους φαίνεται να ακολουθεί την ισοθερμική καμπύλη των 26 °C, κατά το μήνα Ιούλιο.[13][14]
ρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Lanius collurio collurio | Ευρώπη (εκτός από ΒΔ, ΝΔ και πολύ Β, Ν μέχρι βόρεια Ιβηρική, Σαρδηνία, Ιταλία, Βαλκάνια, Κ Ρουμανία και Ουκρανία) ανατολικά προς Δ Σιβηρία, ανατολικά προς Β Καζακστάν και οροσειρά Αλτάι, νότια προς τη Δ Μικρά Ασία | Α και Ν Αφρική | |
2 | Lanius collurio kobylini | Α Τουρκία, Τρανσκαυκασία, Μέση Ανατολή, Β και ΒΔ Ιράν | Α Αφρική |
Πηγές:[12][14][15]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
Ο αετομάχος είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος μεγάλων αποστάσεων, ερχόμενο στην ευρωπαϊκή και ασιατική επικράτεια τα καλοκαίρια για να αναπαραχθεί, ενώ διαχειμάζει αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο. Η κύρια περιοχή διαχείμασης είναι νότια του ισημερινού, στη ζώνη δάσους-βροχής, παραλείποντας ωστόσο τη λεκάνη του Κονγκό, φθάνοντας μέχρι τα βόρεια και τα ανατολικά της Νότιας Αφρικής. Απαντά περιστασιακά στο νότιο Σουδάν ή στην περιοχή του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Τα περισσότερα πουλιά περνούν το χειμώνα στη Μοζαμβίκη, τη Ζιμπάμπουε, τη Μποτσουάνα και τη Ναμίμπια. Ιδιαίτερα ξηρές περιοχές, όπως το εσωτερικό της ερήμου Καλαχάρι, αποφεύγονται σε μεγάλο βαθμό.
Προτιμώνται κατάλληλες τοποθεσίες στη σαβάνα, είτε σε θέσεις με θάμνους, είτε σε εντελώς ξηρά εδάφη. Εδώ, ο αετομάχος μοιράζεται το χώρο του με πολλά -έως και 12- αυτόχθονα είδη κεφαλάδων, υπερασπιζόμενος την εδαφική του επικράτεια εν μέρει.[16]
Η φθινοπωρινή αποδημία αρχίζει τον Αύγουστο από τα ενήλικα πουλιά, ενώ 1-2 εβδομάδες αργότερα, ακολουθούν τα νεαρά. Οι πρώτοι αετομάχοι καταφθάνουν στην Α. Αφρική τον ίδιο μήνα, ενώ στη Ν. Αφρική το Σεπτέμβριο, στο τέλος του οποίου ολοκληρώνεται συνήθως η μετανάστευση. Σε σπάνιες περιπτώσεις καταφθάνουν πουλιά κατά τον Οκτώβριο και, αυτά είναι ως επί το πλείστον νεαρά άτομα που γεννήθηκαν αργά μέσα στην αναπαραγωγική περίοδο. Το ταξίδι πραγματοποιείται πιθανότατα μόνο τη νύχτα, καθώς οι αετομάχοι εκμεταλλεύονται την ημέρα για πρόσληψη τροφής, οπότε ξεκουράζονται. *Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Κάρπαθο, καταγράφηκε μέση ταχύτητα 70-75 χμ /ώρα στο μεταναστευτικό σμήνος.[17]
Η φθινοπωρινή μετανάστευση μπορεί, γενικά, να χωριστεί ως προς την οδό που ακολουθούν τα σμήνη, σε εκείνη των ευρωπαϊκών και, εκείνη των ανατολικών αναπαραγωγικών πληθυσμών. Τα πουλιά που ζουν στο ανατολικό τμήμα της Ρωσίας και της Δυτικής Σιβηρίας, κατευθύνονται νότια-νοτιοδυτικά της Αραβικής Χερσονήσου, ενώ ακόμη ανατολικότερα υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για μετάβαση μέσω των δυτικών τμημάτων της ινδικής υποηπείρου. Η επάνοδος στα εδάφη αναπαραγωγής γίνεται περίπου πάνω στις ίδιες γραμμές.[18]
Οι δυτικοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί, όμως, έχουν μια έντονη διαφοροποίηση στις μεταναστευτικές οδούς τους, με την φθινοπωρινή μετανάστευση να πραγματοποιείται σε μια πολύ πιο ανατολική διαδρομή, σε σχέση με τη εαρινή.[19] Το φθινόπωρο, η μετάβαση γίνεται στη νότια ακτή της Μεσογείου, πάνω από τη Βαλκανική χερσόνησο και, νοτιοανατολικά σε μια περιοχή που βρίσκεται περίπου μεταξύ Λιβύης και διώρυγας του Σουέζ. Για να φτάσουν εκεί, οι πληθυσμοί της Ισπανίας ή της Γαλλίας πρέπει να κατευθυνθούν πρώτα προς τα ανατολικά και, στη συνέχεια να πετάξουν νοτιοανατολικά, πάνω από την ανατολική Μεσόγειο. Οι πληθυσμοί της Σκανδιναβίας μεταναστεύουν μέσω της Βαλκανικής χερσονήσου και του Αιγαίου Πελάγους. Ακολουθείται ένας στενός διάδρομος μεταξύ 25°-35° ανατολικού γεωγραφικού πλάτους, στις παρυφές της αφρικανικής ηπείρου. Αλλά κάποια μεμονωμένα πουλιά καταφθάνουν εδώ, επίσης, περαιτέρω δυτικά μέσα από το Τσαντ.
Την άνοιξη, η επιστροφή στα ευρωπαϊκά εδάφη αναπαραγωγής πραγματοποιείται μέσα από την Αιθιοπία, τη Β. Σομαλία και την Ερυθραία, κατά μήκος των ακτών της Ερυθράς Θάλασσα , προς το ανατολικό άκρο της Μεσογείου και του Σινά. Κατόπιν, τα μεταναστευτικά σμήνη περνούν κυρίως από τα ανατολικά της Κύπρου, από το Αιγαίο Πέλαγος και τη Μικρά Ασία, για να φθάσουν στις περιοχές αναπαραγωγής στις αρχές Μαΐου. Λόγω των μεταναστευτικών οδών που ακολουθούνται, εικάζεται ότι η εξελικτική ιστορία προέλευσης του είδους, έχει διαδραματισθεί στην περιοχή γύρω από την Κασπία Θάλασσα και έχει εξαπλωθεί από εκεί.[20]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Γιβραλτάρ, την Ιρλανδία και την Ισλανδία, το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία, τη Νιγηρία και το Κονγκό.[21]
Στην Ελλάδα, ο αετομάχος απαντά ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο πτηνό, αλλά και ως διαβατικός επισκέπτης κατά τις δύο μεταναστεύσεις.[22] Από την Κρήτη αναφέρεται ως καλοκαιρινός επισκέπτης [23] και από την Κύπρο ως διαβατικό πτηνό, με πιθανότητα φωλιάσματος στον Τρόοδο.[24] Κινείται από τα 500 έως τα 1.500 μ. περίπου, αλλά σε κάποιες περιοχές μπορεί να ανεβεί ακόμη ψηλότερα (λ.χ. Χελμός, Κατάρα). Αντιστρόφως, μπορεί να συχνάζει και σε περιοχές στο επίπεδο της θάλασσας (Θράκη).[25]
Βιότοπος
Τυπικός οικότοπος του αετομάχου
Οι αετομάχοι εγκαθίστανται σε καλώς διαχειρίσιμες, ηλιόλουστες περιοχές με ξέφωτα, αραιή βλάστηση ( π.χ. ποώδης συστάδες, λειμώνες, ξηρά λιβάδια), που εναλλάσσονται με διάσπαρτους θάμνους και φράκτες, συνήθως με λιγότερο από 50% φυτική κάλυψη. Χρειάζονται θέσεις πόστου (perching posts) για το κυνήγι, την επισκόπηση της γύρω περιοχής καθώς και για το φώλιασμα, με θάμνους ύψους 1-3 μέτρων, περίπου, κυρίως αγκαθωτούς (αγριοτριανταφυλλιές, γκορτσιές, μουρτζιές, κ.ο.κ.).[26][27]
Ο ιδανικός οικότοπος των αετομάχων είναι ίσως η μεταβατική ζώνη από τα κλειστά δάση στα λιβάδια ή παρόμοια ανοικτά περιβάλλοντα (όπως είναι οι βάλτοι ή τα μεγάλα ξέφωτα), οι δασικές στέπες, οι θαμνώδεις περιοχές και κυρίως οι εκτάσεις που βρίσκονται σε διάφορα στάδια αναγέννησης, μετά από πυρκαγιές ή ζημιές που προκάλεσαν πλημμύρες και θύελλες. Ωστόσο, σήμερα που έχει αλλάξει ριζικά το γεωργικό τοπίο λόγω της εντατικοποίησης των καλλιεργειών, ο αετομάχος απαντά συχνά και σε περιοχές της περιφέρειας των λιβαδιών, φυτείες, αλλά και σε χώρους υγειονομικής ταφής, χαλικόστρωτους δρόμους ή παρυφές αυτοκινητοδρόμων και σε αναχώματα.
Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε αγροτική περιοχή της κεντρικής Ιταλίας βρέθηκε ότι, οι αετομάχοι προτιμούν να φωλιάζουν σε θάμνους που βρίσκονταν κοντά σε αγροτικούς δρόμους. Συγκεκριμένα, ένα ποσοστό 76% από τις φωλιές, βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη των 25 μέτρων από το δρόμο και, μάλιστα, αγνοούσαν τους θάμνους που βρίσκονταν μακριά από τους δρόμους. Αυτό, σύμφωνα πάντοτε με τη μελέτη, οφειλόταν στο ότι οι συγκεκριμένες θέσεις προσέφεραν μεγαλύτερο οπτικό πεδίο στα πτηνά και, επομένως, καλύτερες συνθήκες για το κυνήγι τους.[28]
Στην Ελλάδα, ο αετομάχος απαντά σε φράκτες, θάμνους, ανοικτές δασικές περιοχές, πεδιάδες, ελαιώνες και αμπελώνες.[22] Επίσης σε φυσικούς φράκτες σε μη-εντατικές καλλιέργειες, σε ορεινές πλαγιές με διάσπαρτους κέδρους και πεύκα, καθώς και όχι πυκνή μακία βλάστηση και ξέφωτα σε δασωμένες πλαγιές.[25]
Μορφολογία
Ενήλικος θηλυκός αετομάχος
Στους αετομάχους εμφανίζεται έντονος φυλετικός διμορφισμός. Επίσης οι χρωματισμοί του πτερώματος διαφέρουν όχι μόνον ανάμεσα στα αρσενικά και τα θηλυκά, αλλά ακόμη και μέσα στο ίδιο φύλο και στον ίδιο αναπαραγωγικό πληθυσμό, εμφανίζοντας αξιοσημείωτη διαφοροποίηση.
Το αρσενικό έχει ερυθροκαστανή τη ράχη και το μεγαλύτερο τμήμα των πτερύγων και των ώμων (scapulars). H κορυφή του κεφαλιού και του τραχήλου ξεχωρίζουν με το χαρακτηριστικό γκρίζο -με απόχρωση μπλε- χρώμα τους και, όπως και στα άλλα είδη κεφαλάδων, έχει μια στενή, μαύρη ζώνη-μάσκα στο πρόσωπο, η οποία ξεκινάει από το ράμφος, διαπερνά τους οφθαλμούς και καταλήγει στα πλάγια του τραχήλου, στην περιοχή των ωτικών καλυπτηρίων. Μάλιστα, λόγω αυτής της μάσκας, οι οφθαλμοί των αρσενικών δύσκολα διακρίνονται από κάποια απόσταση, ενώ τις περισσότερες φορές, πάνω από τους οφθαλμούς διακρίνεται ένα ανεπαίσθητο λευκό περιθώριο. Οι πλευρές (flanks) και το στήθος είναι λευκοκαστανές με ελαφρώς ροζ-σωμόν απόχρωση. Τα καλυπτήρια των πτερύγων είναι καφεκόκκινα με ανοικτόχρωμες περιφέρειες, τα πρωτεύοντα ερετικά είναι καστανά και τα δευτερεύοντα σκούρα καφέ. Το ουροπύγιο οριοθετείται σαφώς από την καστανοκόκκινη ράχη, με το σκούρο γκρι χρώμα του. Η ουρά δείχνει υψηλή αντίθεση μαύρου και άσπρου: τα μεσαία πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι μαύρα, αλλά προχωρώντας σταδιακά προς τα εξωτερικά φτερά, υπάρχει όλο και περισσότερο λευκό. Το κάτω μέρος της ουράς είναι συνήθως άσπρο με κρεμ απόχρωση.
Το θηλυκό, σε αντίθεση με τα αρσενικό δεν έχει γκρίζο κεφάλι, ούτε διαθέτει μαύρη μάσκα στο πρόσωπο. Η κορυφή του κεφαλιού είναι κοκκινωπή-καφέ, ενώ ο τράχηλος έχει πιο πολύ καφέ-γκρι χρώμα. Στη θέση της μάσκας του αρσενικού, το θηλυκό έχει μια επίσης κοκκινωπή-καφέ λωρίδα, που κάνει τους οφθαλμούς πολύ ευδιάκριτους, ενώ το υπόλοιπο πρόσωπο είναι γκρίζο-λευκωπό. Οι πτέρυγες έχουν ερετικά παρόμοιου χρώματος με εκείνα του αρσενικού, αλλά τα καλυπτήρια δεν είναι τόσο καφεκόκκινα. Το ουροπύγιο εναι καφέ-γκρίζο και η ουρά είναι συνήθως καφέ σκούρα, με λευκά περιθώρια. Το στήθος, τα πλευρά και όλη η κάτω επιφάνεια του θηλυκού δεν έχει καθόλου ροζ απόχρωση και, παρουσιάζει κατά τόπους έντονες σκοτεινόχρωμες «κεραμιδοειδείς» (ημισεληνοειδείς) ραβδώσεις, ενώ η κοιλιά φέρει υπόξανθους κροσσούς. Πάντως, με την ηλικία, αυτές οι ραβδώσεις εξασθενίζουν και, τα γηραιότερα θηλυκά προσεγγίζουν στο χρώμα όλο και περισσότερο τα αρσενικά. Τα νεαρά άτομα είναι σαν τα θηλυκά, αλλά με σκοτεινές ημισεληνοειδείς ραβδώσεις σχεδόν παντού, εμφανέστερες στην κορυφή του κεφαλιού, τον τράχηλο, τη ράχη και τις πτέρυγες. Επιπλέον, το ουροπύγιο έχει κοκκινωπό-καφέ χρώμα, ενώ τα ερετικά φτερά -πρωτεύοντα και δευτερεύοντα- είναι σκούρα γκρι.
Σε κάθε περίπτωση, το ράμφος όλων των ηλικιών και στα δύο φύλα, είναι όπως σε όλους τους κεφαλάδες ισχυρό, πλευρικά πεπλατυσμένο, με έντονα αγκιστρωτό άκρο στη ρινοθήκη και μια μικρή εσοχή λίγο πριν από το άγκιστρο, όπου εφαρμόζει η γναθοθήκη. Στη βάση του, το ράμφος είναι εφοδιασμένο με σμήριγγες (σκληρές τρίχες), ενώ το χρώμα του κυμαίνεται από σαρκόχρωμο στα νεαρά πουλιά, μαυριδερό στα θηλυκά και, σχεδόν μαύρο στα αρσενικά. Πάντως, το μαύρο χρώμα του ράμφους φαίνεται να εξασθενίζει κατά τη διάρκεια του έτους και ανανεώνεται κάθε χρόνο πριν την ανοιξιάτικη μετανάστευση. Οι ταρσοί και τα ισχυρά πόδια έχουν μαυριδερό-γκρι χρώμα στα νεαρά άτομα και, σκούρο καφέ στα ενήλικα πουλιά.
Βιομετρικά στοιχεία
Μήκος σώματος: (16-) 17 έως 18 εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: (24-) 26 έως 27 εκατοστά
Μήκος ουράς: ♂ 7,1-9,0 εκατοστά ♀ 6,8-8,5 εκατοστά
Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 9,62 ± 0,16 εκατοστά [Εύρος 9,3 – 9,9 εκατοστά (σε δείγμα Ν=38 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 9,48 ± 0,21 εκατοστά [Εύρος 9,2 – 9,8 εκατοστά (Ν=36)]
Βάρος: ♂ 23,5 – 33,0 γραμμάρια (Ν=38), ♀ 24,0 – 32,5 γραμμάρια (Ν=36) [11]
(Πηγές:[29][30][31][32][33][34][22][35][11][36][37][38][39])
Τροφή
Η διατροφή του αετομάχου αποτελείται από ευρεία ποικιλία θηραμάτων, κυρίως έντομα και μικρά ασπόνδυλα ή σπονδυλόζωα, ενώ ανάλογα με τη λεία διαμορφώνονται και οι αντίστοιχες κυνηγετικές τεχνικές (βλ. Κυνήγι). Δεν λείπουν όμως και τα φυτικής προέλευσης τρόφιμα από το διαιτολόγιό τους. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της, η λεία αποτελείται από έντομα, όπως μεγάλα Ορθόπτερα (μέχρι 44% της τροφικής βιομάζας), Κολεόπτερα (23%), Υμενόπτερα (μέλισσες, μπάμπουρες και σφήκες) (2,5-4%),[40][41] αλλά και μεγάλα Δίπτερα. Πολλά από αυτά, στις διάφορες μορφές τους (προνύμφες, κάμπιες κλπ), χρησιμεύουν κυρίως ως τροφή για τους νεοσσούς. Μερικές φορές προστίθενται και άλλα Αρθρόποδα, όπως αράχνες, μικρά καρκινοειδή, σαρανταποδαρούσες ή γαιοσκώληκες. Τα σαλιγκάρια διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο και, περιλαμβάνονται στη διατροφή λίγων ατόμων.
Κατά τις χρονιές που υπάρχει αναπαραγωγική επάρκεια σε χωραφοπόντικες, αυτοί αποτελούν το βασικό «μενού» των αετομάχων, ενώ, ιδιαίτερα σε κακές καιρικές συνθήκες, άλλα μικρά θηλαστικά όπως μυγαλές και ποντίκια συμπληρώνουν τη διατροφή. Τα Αμφίβια που ζουν σε υγροτόπους μπορεί να αποτελέσουν, επίσης, ένα μεγάλο μέρος της λείας, όπως και Ερπετά (σαύρες και νεαρά νερόφιδα ) .
Ακόμη και μικρά πουλιά εντάσσονται στο διαιτολόγιο των αετομάχων. Σπάνια θηρεύονται ενήλικα άτομα, αλλά οι νεοσσοί τους ή τα νεαρά άτομα αποτελούν μεγάλο ποσοστό της λείας τους. Στρέφονται κυρίως σε ωδικά πουλιά μικρού μεγέθους, όπως σπίζες, τσιροβάκους και τσιχλόνια, αλλά και σε μεγαλύτερα είδη όπως είναι οι νεοσσοί της φαλαρίδας και του φασιανού, αν και το πιθανότερο είναι ότι, οι αετομάχοι δεν τα κυνηγούν αλλά τα βρίσκουν ήδη νεκρά. Η φυτική διατροφή των αετομάχων περιορίζεται σε, σχεδόν αποκλειστικά, σωροκάρπια (berries) (καρπούς κουφοξυλιάς, σμέουρα, μαύρα μούρα), κυρίως στα τέλη του καλοκαιριού και το φθινόπωρο. Επίσης, με παρόμοιους καρπούς που ωριμάζουν αρκετά νωρίς, τροφοδοτούνται οι νεοσσοί.
Πτήση
Νεαρός θηλυκός αετομάχος
Η πτήση των αετομάχων πραγματοποιείται συνήθως σε ευθεία γραμμή, είναι σύντομη και κυματιστή. Κάποιες φορές, ιδιαίτερα όταν κυνηγάει μπορεί να «αιωρείται» (hovering), όπως κάνουν τα βραχοκιρκίνεζα.[19][35] Σε πτήσεις εντός της αναπαραγωγικής περιοχής, καταγράφηκε μέση ταχύτητα 33,4 χλμ/ώρα.[16]
Φωνή
http://www.hark.com/clips/pwvlqftwsv-red-backed-shrike-birdcall-songbird-animal-sound-bird-lanius-collurio
http://www.xeno-canto.org/species/Lanius-collurio
Ηθολογία
Επισκόπηση χώρου
Στους αετομάχους -ιδιαίτερα στα αρσενικά- αρέσει να κάθονται σε ειδικά «πόστα» (perching posts) και να εποπτεύουν τον περιβάλλοντα χώρο, σε στάση όρθια, χωρίς να φανερώνουν ιδιαίτερο φόβο. Μάλιστα, είναι από εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το είδος και που, αρκετές φορές χρησιμεύουν για τη διάγνωσή του στο πεδίο. Αυτές οι θέσεις μπορεί να είναι θάμνοι, μικρά δένδρα, φράκτες, θημωνιές, πάσσαλοι ή άλλα εκτεθειμένα σημεία. Μάλιστα, μπορεί να παραμένουν εκεί για πολλή ώρα, πράγμα ασυνήθιστο για πτηνά αυτού του μεγέθους, γεγονός που έχει τροφοδοτήσει τη φήμη που έχουν ότι είναι άφοβα. Περιστασιακά, κινούν την ουρά τους νευρικά, δεξιά και αριστερά, ιδιαίτερα όταν είναι εξιταρισμένα.[19][42] Μόνον όταν επικρατεί μεγάλη ζέστη και οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, τα πουλιά καλύπτονται σε σκιερά μέρη. Βέβαια, δεν χάνουν την ευκαιρία να κυνηγήσουν περιστασιακά, όταν περάσει από κοντά κάποιο υποψήφιο θήραμα. Κάποιες φορές κινούνται στο έδαφος με μικρά, διαδοχικά πηδήματα.[19]
Τεχνικές κυνηγιού
Η τεχνική της αναμονής από σταθερό πόστο, κατά κύριο λόγο χρησιμοποιείται για το κυνήγι μικρών θηλαστικών, αλλά και σε έντομα όπως σκαθάρια και ακρίδες. Η επίθεση στο θήραμα πραγματοποιείται στο έδαφος και σε απόσταση 10 μέτρων, περίπου, από το πόστο. Η πτήση είναι κατ’ ευθείαν προς το θήραμα και μπορεί να επιταχυνθεί με βραχυπρόθεσμα φτεροκοπήματα, ενώ προς το τέλος ακολουθείται συνήθως από μία σύντομη αερολίσθηση (glide).
Τα έντομα συλλαμβάνονται, εν μέρει, με πραγματικό κυνήγι στον αέρα. Άλλωστε η ακτίνα καταδίωξης της λείας επεκτείνεται στα 30 μέτρα, περίπου, είναι δηλαδή σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη στο κυνήγι μικρών θηλαστικών. Φαίνεται περίεργο αλλά, όσο πιο ευθεία είναι η πτήση του εντόμου, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες επιτυχίας της επίθεσης, γι’ αυτό και συνήθως αποτυγχάνουν οι επιθέσεις σε πεταλούδες και μπάμπουρες, που πετάνε χαοτικά!
Τα μικρά πουλιά ή οι ακρίδες, μερικές φορές συλλαμβάνονται με την τεχνική του αιφνιδιασμού (stalking). Ο αετομάχος προβαίνει σε ένα είδος παρακολούθησης του θηράματος σε μικρά στάδια και, στη συνέχεια, επιτίθεται αιφνιδιαστικά. Όμως, το κυνήγι πτηνών είναι σπανίως επιτυχές, αν και έχουν παρατηρηθεί άτομα που είχαν φθάσει σε ένα «υψηλό βαθμό εξειδίκευσης» στο συγκεκριμένο είδος θηράματος και σε αντίστοιχο ποσοστό επιτυχίας. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις οι αετομάχοι λεηλατούν φωλιές, αλλά σε μικρότερο ποσοστό από τις άλλες μεθόδους που χρησιμοποιούν. Στις περιοχές με θημωνιές, μερικές φορές έχει παρατηρηθεί θήρευση με τα νύχια των ποδιών στο έδαφος, η οποία συχνά παρατηρείται σε θηλυκά πριν την ωοτοκία, πιθανόν για να αποφευχθεί η επιβάρυνση από την άρση της λείας.
Επεξεργασία της λείας
Sympetrum vulgatum από τα αγαπημένα εδέσματα του αετομάχου
Μετά από ένα επιτυχημένο κυνήγι, το θήραμα υπόκειται σε επεξεργασία, απαλλασσόμενο, λιγότερο ή περισσότερο, από τα μη εύπεπτα συστατικά του. Βέβαια, σε οξεία πείνα το θήραμα καταπίνεται ολόκληρο ή κατά μεγάλο μέρος του, χωρίς προετοιμασία αν αυτό είναι δυνατόν. Τα άπεπτα συστατικά μέρη της λείας, αναμασώνται και εξεμούνται ως σφαιρίδια (pellets), με, κατά προσέγγιση διαστάσεις 25 χιλιοστά σε μήκος και 8-9 χιλιοστά σε διάμετρο, που θρυμματίζονται εύκολα όταν είναι ξερά -εκτός από εκείνα που προέρχονται από την πέψη ποντικών, που είναι συνήθως πιο συμπαγή και μεγαλύτερα.
Η επεξεργασία της λείας μπορεί να διαρκέσει έως και δέκα λεπτά για να ολοκληρωθεί. Στα κεραιωτά έντομα λ.χ., οι πτέρυγες και τα πόδια διαχωρίζονται και απορρίπτονται, ενώ οι κάμπιες θανατώνονται με διαδοχικά ραμφίσματα από το κεφάλι μέχρι το οπίσθιο τμήμα τους. Τα κελύφη σαλιγκαριών συνθλίβονται στις πέτρες, αλλά και τα φυτικά υλικά όπως τα μούρα συχνά επιλέγονται και «καρφώνονται» σε αιχμές.
Τα έντομα με κεντρί όπως οι σφήκες ή οι μέλισσες, συνήθως εξαντλούνται με διαδοχικές ρίψεις από το θώρακα πάνω σε σκληρές επιφάνειες και, στη συνέχεια, γίνονται προσπάθειες με σκληρό τρίψιμο να αφαιρεθεί το κεντρί υπό πίεση.
Σε πειράματα που έγιναν με τη χρήση ομοιωμάτων, δείχτηκε ότι το πουλί ενστικτωδώς αναγνωρίζει την ελαστικότητα και το μέγεθος του σώματος του εντόμου. Επίσης ορισμένα άτομα, παρατηρήθηκαν να καταπίνουν μεγάλα Υμενόπτερα, μαζί με το κεντρί τους. Ακόμη, και σε σύγκριση με μηχανισμούς άμυνας που λειτουργούν αποτρεπτικά σε άλλα ζώα, όπως δύσοσμες ή διαβρωτικές εκκρίσεις ορισμένων ειδών σκαθαριών, ο αετομάχος βρέθηκε να μην αντιδρά.
Τα σπονδυλωτά θανατώνονται με δάγκωμα στο λαιμό, κατατεμαχίζονται και τρώγονται ξεκινώντας από το κεφάλι. Συχνά μάλιστα, το κρανίο ανοίγεται για να φαγωθεί ο εγκέφαλος. Σε πειράματα με χρήση ομοιωμάτων οι υποτιθέμενοι «αντίπαλοι» δέχθηκαν επίθεση με δαγκώματα στο λαιμό.[43] Αλλά και τα έντομα επίσης, δέχονται συνήθως θανατηφόρα κτυπήματα πίσω από το κεφάλι στο θώρακα. Όσο διαρκεί η θανάτωση της λείας, το πουλί δεν αφήνει ποτέ το θήραμα κάτω, αλλά το κρατάει μόνο με το ένα πόδι, το οποίο εναλλάσσει για θέμα ισορροπίας. Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιεί τα νύχια του για να μεταφέρει τη λεία σε άλλη θέση.[44]
«Κάρφωμα» της λείας
Θηράματα αετομάχου καρφωμένα στα αγκάθια
Το κυριότερο από τα στοιχεία ηθολογίας του αετομάχου, αποτελεί η ενστικτώδης συνήθειά του να «αποθηκεύει» τη λεία του για τις δύσκολες εποχές, αλλά με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο: το πουλί καρφώνει (sic) [iii] στην κυριολεξία το νεκρό θήραμα πάνω σε οποιοδήποτε αιχμηρό υπάρχει στην περιοχή όπου συχνάζει, συνήθως πάνω στα μεγάλα αγκάθια των θάμνων, ή πάνω στις αιχμηρές ακίδες συρματοπλεγμάτων από τους εκεί φράκτες. Τα περισσότερα από τα θηράματα αυτά είναι μικρά σπονδυλόζωα, όπως ποντίκια ή σαύρες, αλλά και μεγάλα έντομα. Σπανιότερα δεν καρφώνει, αλλά σφηνώνει τη λεία στη διχάλα ενός κλαδιού. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά, παρόλο που είναι ενστικτώδης, φαίνεται ότι εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της ζωής του πτηνού και, η «τεχνική» βελτιώνεται όλο και περισσότερο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, παρατηρείται εκτεταμένο «στοκάρισμα» από θηράματα (larders), όπως λ.χ. έχουν βρεθεί μέχρι και 7 (!) ποντίκια καρφωμένα ή 30 σκαθάρια, το ένα πάνω ή δίπλα στο άλλο.[33][45][46]
Αναπαραγωγή
Σχηματισμός ζευγαριών
Οι αετομάχοι αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα, ήδη από το πρώτο έτος της ηλικίας τους. Τα ζευγάρια μπορεί να σχηματίζονται από το μεταναστευτικό σμήνος,[47] αλλά τις περισσότερες φορές μετά την άφιξη στα εδάφη αναπαραγωγής. Τα αρσενικά καταφθάνουν πρώτα και ακολουθούν τα θηλυκά μετά από 5 ημέρες, περίπου. Εάν κάποιο αρσενικό ή θηλυκό δεν βρει ταίρι, τότε αναζητά συνήθως την τύχη του σε άλλο αναπαραγωγικό έδαφος. Μάλιστα, τα θηλυκά μπορεί να φύγουν από την περιοχή μέσα σε λίγα λεπτά.[48]
Τελετουργικό
Σχηματική αναπαράσταση του τελετουργικού ερωτοτροπίας των αετομάχων
Όταν αρχίζει ο σχηματισμός των πρώτων ζευγαριών, τα αρσενικά γίνονται επιθετικά και προσπαθούν να υπερασπιστούν τον ζωτικό τους χώρο. Ακολουθεί επικοινωνία του ζευγαριού με χαρακτηριστικά «φωνητικά» και, τάισμα του θηλυκού από το αρσενικό, που ανταποκρίνεται μιμούμενο τους νεοσσούς, με τρεμάμενα φτερά και ανοικτή ουρά.[49] Αυτό το τάισμα μπορεί να γίνει μέχρι και 8 φορές μέσα σε μία ώρα, κατόπιν η συχνότητα πέφτει για τις επόμενες μέρες, για να ενταθεί και πάλι λίγο πριν την συνεύρεση των εταίρων.[50]
Κατόπιν ακολουθεί ο κυρίως «χορός» του ζευγαριού, με το αρσενικό να πλησιάζει με χαρακτηριστικές κραυγές και κινήσεις του κεφαλιού και του σώματός του προς το θηλυκό, που ανταποκρίνεται με ρυθμικά νεύματα. Περίπου, ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, το αρσενικό πετάει χαμηλά και γύρω από το θηλυκό, το οποίο ανταποκρίνεται και αρχίζει η αναζήτηση της φωλιάς.[49] Το αρσενικό γίνεται τότε έντονα προστατευτικό, προσπαθώντας να αποτρέψει τυχόν διεκδικήσεις από τα μοναχικά αρσενικά, τα οποία είναι περισσότερα από τα ζευγαρωμένα και, δεν θα έχαναν την ευκαιρία να «κλέψουν» το θηλυκό ακόμη και αν αυτό έχει ήδη ζευγαρώσει.
Φωλιά
Το αρσενικό προτείνει διάφορες θέσεις όπου θα κατασκευαστεί η φωλιά, αλλά η τελική απόφαση ανήκει στο θηλυκό. Επιλέγονται θάμνοι ή χαμηλά δένδρα, οι οποίοι στην Κ. Ευρώπη ανήκουν κυρίως στα γένη Prunus, Crataegus, Rosa και Rubus.[51] Ελλείψει των συγκεκριμένων θάμνων, διάφορα κωνοφόρα όπως η ερυθρελάτη ή οι κέδροι (κυρίως Juniperus communis), ιδιαίτερα τα νεαρά δένδρα, μπορεί να χρησιμεύσουν για το φώλιασμα.[34] Σπάνια, αλλά αρκετά συχνά σε ορισμένες περιοχές, η φωλιά κατασκευάζεται σε φυλλοβόλα δέντρα. Ανεξάρτητα από το πού θα κατασκευαστεί η φωλιά, επιλέγονται θέσεις που παρέχεται σημαντική κάλυψη από αναρριχώμενα φυτά όπως οι κληματσίδες, ή ο λυκίσκος. Η απόσταση της φωλιάς από το έδαφος εξαρτάται από την επιλεγμένη βλάστηση. Σε θάμνους βρίσκεται, συνήθως κατά μέσο όρο, σε ύψος μεταξύ 80 και 160 εκατοστών,[46] ενώ στα δέντρα σε ύψος 3,5 m . Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, π.χ. σε παλιά οπωροφόρα δέντρα ο αετομάχος μπορεί να φωλιάζει σε 12,[52] ή ακόμα και σε 25 μέτρα ύψος.[53] Μάλιστα, εάν καταστραφεί η πρώτη φωλιά, η δεύτερη κατασκευάζεται σε μεγαλύτερο ύψος ώστε να είναι δυσκολότερα προσβάσιμη.[46]
Φωλιά αετομάχων
Στην κατασκευή της φωλιάς συμμετέχουν και τα δύο φύλα, κυρίως όμως το θηλυκό [33] και, ολοκληρώνεται μετά από 4-6 ημέρες, περίπου. Έχει σχήμα κυπέλλου και διαστάσεις, 9,5 εκατοστά ύψος και 12 X 14 εκατοστά διάμετρο. Το εσωτερικό της έχει κατά μέσο όρο 7 X 8 εκατοστά διάμετρο και περίπου 5 εκατοστά βάθος. Συνήθως αποτελείται από τρία διαφορετικά στρώματα: το ασταθές εξωτερικό στρώμα αποτελείται από χαλαρά περιπλεγμένους, χοντρούς βλαστούς από τοπικά φυτά, (Clematis sp. , Galium sp., Achillea sp.) γρασίδι ή κλαδιά θάμνων, μερικές φορές χονδροειδή υλικά, όπως φλοιούς δένδρων. Το μεσαίο στρώμα είναι αυτό που σταθεροποιεί τη φωλιά και, αποτελείται από καλώς ενσωματωμένα ινώδη, ογκώδη υλικά που συνδέονται σταθερά μεταξύ τους, όπως θαλλούς από βρύα, νηματοειδείς βλαστούς, λεπτό φυτικό υλικό όπως πάππους της οικογενείας Compositae, ριζικά ινίδια, πούπουλα και μαλλί από ζώα κ.ο.κ. Η εσωτερική επένδυση είναι από παρόμοια υλικά, αλλά που υπέστησαν περαιτέρω επεξεργασία και, είναι συνήθως πολύ πιο λεπτή και χαλαρά στη συνοχή τους.
Εάν υπάρξει επιτακτική χρονικά ανάγκη ή το περιβάλλον προσφέρει ελάχιστα υλικά, η φωλιά μπορεί επίσης να γίνει αποκλειστικά ή κατά το μεγαλύτερο μέρος μόνον από οποιοδήποτε από αυτά τα υλικά ή/και σε απρόσμενη θέση. Έτσι, έχουν βρεθεί φωλιές κατασκευασμένες μόνο από φτερά κότας, ή φωλιές μέσα σε ένα κάθισμα εγκαταλελειμμένου αυτοκινήτου.[54]
Ωοτοκία
Τα αβγά που, ως επί το πλείστον εναποτίθενται άμεσα ή λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση της φωλιάς, σε μεμονωμένες περιπτώσεις γεννιούνται ενόσω ακόμη συνεχίζεται η κατασκευή. Η περίοδος ωοτοκίας είναι περίπου από τις αρχές Μαΐου μέχρι τις αρχές Ιουνίου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, αλλά μπορεί να καθυστερήσει περαιτέρω όταν επικρατούν κακές καιρικές συνθήκες. Κατά τη φάση της ωοτοκίας, το θηλυκό γεννά καθημερινά το πρωί ένα αυγό και η επώαση αρχίζει συνήθως μετά την εναπόθεση του πρότελευταίου αυγού, έτσι ώστε όλοι οι νεοσσοί εκκολάπτονται περίπου την ίδια ημέρα.
Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε φώλιασμα -εκτός εάν καταστραφούν τα αυγά- και, η γέννα αποτελείται από 5-6, σπανίως 7 αυγά, που έχουν κατά μέσο όρο διαστάσεις 22,9 Χ 17,1 χιλιοστά και βάρος 3,2 γραμμάρια, από τα οποία το 6% είναι κέλυφος.[11][55] Η επώαση πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από το θηλυκό, με το αρσενικό να την εφοδιάζει με τροφή και, σπανίως βοηθάει στην επώαση, η διάρκεια της οποίας είναι 14-16 ημέρες, περίπου, ή λίγο περισσότερο σε κακές καιρικές συνθήκες.[55] Είναι συνήθως ωριαία διακόπτεται κατά μέσο όρο για πέντε λεπτά -μέγιστο περίπου δεκαπέντε λεπτά- κατά τα οποία το θηλυκό αφήνει τη φωλιά για να κυνηγήσει, αλλά όχι περισσότερο από 100 μέτρα μακριά. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το αρσενικό την τροφοδοτεί περίπου οκτώ φορές ανά ώρα κατά τη διάρκεια της επώασης.[56]
Ανατροφή νεοσσών
Οι νεοσσοί εκκολάπτονται στην κεντρική Ευρώπη κατά το 3ο δεκαήμερο του Μαΐου, μέχρι το αργότερο στις αρχές Αυγούστου, με τα περισσότερα από τα πουλιά να εκκολάπτονται κατά το 2ο δεκαήμερο του Ιουλίου. Η εκκόλαψη αποτελεί επίπονη διαδικασία, με τους νεοσσούς να σπάνε πολύ αργά το κέλυφος του αυγού, ενώ η έξοδος διαρκεί περίπου 5-6 ώρες για κάθε πουλί.[57] Έτσι, από την εκκόλαψη του πρώτου νεοσσού μέχρι την τελευταία, παρέρχονται συνήθως πάνω από 24 ώρες. Στο μεταξύ, το θηλυκό αδειάζει τη φωλιά από τα κελύφη, ενώ τα μη εκκολαφθέντα αυγά συνήθως παραμένουν στη θέση τους.
Ενήλικος αρσενικός αετομάχος στη Λίμνη Κερκίνη
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται γυμνοί και ανήμποροι και, χρήζουν άμεσα της προστασίας των γονέων. Η περίοδος παραμονής τους μέσα στη φωλιά είναι 14-16 ημέρες, περίπου, αλλά υπό αντίξοες συνθήκες, 1-2 ημέρες περισσότερο. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ημερών, το αρσενικό εφοδιάζει το θηλυκό με τροφή, διότι εκείνη αφήνει τη φωλιά δύσκολα. Η τροφή τεμαχίζεται και δίνεται σχεδόν αποκλειστικά στους νεοσσούς, σπάνια χρησιμοποιείται για το θηλυκό. Από την 4η ημέρα και μετά, το θηλυκό διακόπτει την σίτιση των μικρών πιο συχνά, με πτήσεις για κυνήγι. Μετά την 7η ημέρα, η σίτιση με παραμονή στη φωλιά γίνεται ακόμη πιο αραιή, αλλά μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες μέχρι τις 10 ή 12 ημέρες, οπότε διακόπτεται η παραμονή του θηλυκού στη φωλιά. Τώρα κυνηγούν και οι δύο γονείς και εφοδιάζουν τα μικρά με τροφή, σε αναλογίες που κυμαίνονται, μπορεί δηλαδή κάποιος γονέας να εφοδιάζει τους νεοσσούς με πολύ περισσότερα θηράματα απ’ ό, τι ο άλλος.
Η ένταση τροφοδοσίας αυξάνεται ραγδαία με την ανάπτυξη των νεοσσών. Μέχρι το τέλος της 1ης εβδομάδας, πραγματοποιείται -κατά μέσο όρο- περίπου 9-10 φορές ανά ώρα, αργότερα όμως, 12 έως 28 φορές.[58] Βέβαια, όσο το ποσοστό των μεγάλων εντόμων αντισταθμίζεται από ακόμη μεγαλύτερα θηράματα, ο αριθμός τροφοδοτήσεων μπορεί να είναι πολύ μικρότερος, δεδομένου ότι οι «μερίδες» είναι μεγαλύτερες. Σε συνθήκες όπου επικρατεί έντονο ηλιακό φως, συμβαίνει το θηλυκό να κάνει σκιά (sic) στους νεοσσούς χρησιμοποιώντας τις πτέρυγές της. Από την ηλικία των δέκα ημερών, περίπου, τα νεαρά πτηνά εγκαταλείπουν τη φωλιά έστω και προσωρινά, είτε για να βρουν σκιά, είτε για να καλυφθούν στη βλάστηση σε περίπτωση κινδύνου. Το πρωταρχικό πτέρωμα των νεοσσών αναπτύσσεται μετά τη 12η ημέρα, αλλά το ολοκληρωμένο χρειάζεται ακόμη ένα μήνα, περίπου. Αρχίζουν να τρέφονται μόνοι τους από την 25η ημέρα της γέννησής τους, αλλά εγκαταλείπουν τη φωλιά οριστικά την 35η-37η ημέρα. Ακολούθως, μπορεί να τρέφονται από τους γονείς τους για 10 ημέρες ακόμη.
Εάν η πρώτη ωοτοκία χαθεί, ακολουθεί αμέσως δεύτερη, αλλά με λιγότερα αυγά από το σύνηθες. Το ποσοστό απωλείας της πρώτης ωοτοκίας είναι αρκετά υψηλό, περίπου 40%, ενώ το ποσοστό των αυγών που εκκολάπτονται φθάνει το 70%. Το ποσοστό των νεοσσών που επιβιώνουν μέχρι την απόκτηση του τελικού τους πτερώματος φθάνει το 40%.[59] Το ποσοστό των μη γονιμοποιημένων ή εκείνων με νεκρά έμβρυα, είναι σχετικά μικρό, μεταξύ 2,5 [60] και 5,2%.[61]
Στην Ελλάδα, ο αετομάχος έρχεται την άνοιξη για να αναπαραχθεί (Απρίλιο με Οκτώβριο) κυρίως στη βόρεια και κεντρική χώρα, αλλά και σε πολλά νησιά, από τα 500 έως τα 1500 μέτρα. Επίσης, απαντά ως διαβατικό σε όλη την επικράτεια (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[22][62][63]
Ο αετομάχος είναι από εκείνα τα πτηνά την φωλιά των οποίων παρασιτεί ο κούκος.[38]
Φυσικοί θηρευτές
Οι κυριότεροι θηρευτές της φωλιάς του αετομάχου είναι τα αρπακτικά πτηνά, ιδιαίτερα οι Κορακίδες (κίσσες και καρακάξες), πιο σπάνια κάποια θηλαστικά, όπως γάτες, μουστελίδες και τρωκτικά. Σε σπάνιες περιπτώσεις η φωλιά καταστρέφεται από μυρμήκια.
Στην Ελλάδα, ο αετομάχος αποτελεί ένα από τα βασικά θηράματα του μαυροπετρίτη, κατά την φθινοπωρινή μετανάστευση.[25]
Απειλές
Ο κυριότερος κίνδυνος για τους αετομάχους, πλην των φυσικών του θηρευτών, είναι οι κακές καιρικές συνθήκες, ιδίως εκείνες που μπορούν να καθυστερήσουν το φώλιασμα στα βόρεια της αναπαραγωγικής επικράτειας. Ακόμη και μερικές ημέρες με βροχές και χαμηλές θερμοκρασίες, μπορεί να προκαλέσουν απώλειες, ιδίως στα γηραιότερα ενήλικα άτομα που δύσκολα αναπαράγονται.[64] Επίσης η λαθροθηρία και άλλες ανθρωπογενείς αιτίες συνεισφέρουν αρκετά στις συνολικές απώλειες.
Κατάσταση πληθυσμού
Ο πληθυσμός των αετομάχων υπολογίζεται ότι είχε υποστεί δραματική πτώση στα δυτικά και βορειοανατολικά της αναπαραγωγικής επικράτειας μεταξύ 1970-1990, τουλάχιστον (Harris και Franklin 2000),[34]. Ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, το είδος έχει σχεδόν πάψει να αναπαράγεται (2 ζευγάρια το 2011).[65] Στην Ολλανδία, επίσης, από 5000-15000 ζευγάρια αναπαραγωγής στις αρχές του 20ού αιώνα, το 1990 ο πληθυσμός είχε πέσει μόλις στα 150-220 ζευγάρια.[13]
Οι κύριοι λόγοι για τη μείωση του αετομάχου στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητοί, αλλά αυτή μπορεί να οφείλεται στην απώλεια ενδιαιτημάτων. Σε περιοχές όπου η εκτατική εντατικοποίηση έχει συμβεί, ο ρυθμός της πτώσης έχει αποδειχθεί ότι είναι διπλάσιος από αυτόν σε άλλες περιοχές. Η εντατικοποίηση της γεωργίας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των φυτοφαρμάκων μπορεί να έχουν συμβάλει στη μείωση αυτού του είδους με τη μείωση των διαθεσίμων θηραμάτων. Παρά το γεγονός ότι το είδος είναι σχετικά «ανεκτικό» στην ανθρώπινη διαταραχή στη φωλιά του, αν τα «καρφωμένα» αποθέματα (larders) πειραχτούν (βλ. Ηθολογία), μπορεί να φύγει από τη συγκεκριμένη θέση. Δυστυχώς, η συλλογή των αυγών έχει συμβάλει επίσης στην σχεδόν εξαφάνιση του είδους.[66]
Ωστόσο, γενικά στην Ευρώπη, οι τάσεις από το 1980 δείχνουν ότι οι πληθυσμοί έχουν υποστεί μια μέτρια αύξηση (p <0,05), με βάση τα προσωρινά στοιχεία για 21 χώρες από το Πανευρωπαϊκό Πρόγραμμα Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών (EBCC / RSPB / BirdLife / Στατιστική Ολλανδίας, P. Voříšek in litt. 2008)
Η IUCN, προς το παρόν κατατάσσει το είδος ως «Ελαχίστης Ανησυχίας» (LC), αλλά σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη το είδος απειλείται, τουλάχιστον ως αναπαραγωγικό πτηνό [21]
Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτει η Ρωσία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Τουρκία και η Ουγγαρία.[67] Καθεστώς προστασίας: Ι. Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.
ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.
Κατάσταση στην Ελλάδα
Παρόλο που ο αετομάχος είναι ο πιο κοινός από τους κεφαλάδες στην χώρα, απουσιάζει από αρκετές περιοχές στα ηπειρωτικά και από τα περισσότερα νησιά. Είναι κοινός κατά την φθινοπωρινή μετανάστευση (μέσα Αυγούστου-μέσα Οκτωβρίου), ενώ στην Κρήτη η αποδημία αρχίζει ήδη από τον Ιούλιο. Ωστόσο, από τους φθινοπωρινούς μετανάστες, μόλις 10-30% είναι ενήλικα πουλιά. Η εαρινή μετανάστευση είναι από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου (με κορύφωση από τα τέλη Απριλίου μέχρι τις αρχές Μαΐου). Είναι σαφώς μικρότερη από την φθινοπωρινή και σε αρκετές περιοχές το πτηνό σπανίζει, ενώ είναι πιο κοινό στον βορρά.[25] Πάντως, τα στοιχεία για το είδος εξακολουθούν να παραμένουν ελλιπή (ΝΕ).[68]
Κατά την φθινοπωρινή μετανάστευση, πολλοί πληθυσμοί πυροβολούνται από λαθροκυνηγούς ή συλλαμβάνονται σε ξώβεργες. Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα κατά το παρελθόν, οπότε το είδος ήταν νομικά απροστάτευτο.[25]
Κουλτούρα
Η συνήθεια του αετομάχου να «καρφώνει» τη λεία του, έχει δώσει έναυσμα στη δοξασία ότι σκοτώνει εννέα θηράματα για να φάει το δέκατο.[69] Ωστόσο, αυτή η δοξασία έχει ως πηγή της τη γερμανική λαϊκή ονομασία του πτηνού Neuntöter «9 σκοτωμένοι», που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.[70]
Άλλες ονομασίες
Στον ελλαδικό χώρο o Αετομάχος απαντά και με τις ονομασίες: Αητομάχος (Παρνασσός), Δαγκάνι (Λεσίνι Αιτωλίας), Δάγκος, Κρεουργός, Λιάρος, Μαυρομμάτης, Μουροχάβης,[71] Κοκκινοραχοκεφαλάς,[72] και Μαυροκεφαλάς [69]. Τέλος, στην Κυπρο αποκαλείται Στακτοτζεφαλάς.[73]
Σημειώσεις
i. ^ Η απόδοση στην ελληνική γλώσσα της λέξης Lanius δημιουργεί προβλήματα στην ορολογία του γένους. Η ακριβής μετάφραση είναι «χασάπης» (βλ. Ονοματολογία) και, φαίνεται ότι δεν επικράτησε αυτός ο όρος για λόγους λεκτικής «αισθητικής». Έτσι, το γένος αποδίδεται ως Αετομάχος που, όμως, είναι παντελώς τεχνητή, διότι ουδεμία σχέση έχει με τη λατινική ονομασία. Όμως, δεν υπάρχει κάποια άλλη ελληνική λόγια ονομασία που να είναι προτιμητέα -πλην της γενικής ονομασίας Κεφαλάς, βέβαια. Τα ίδια προβλήματα δημιουργούνται και με την απόδοση στα ελληνικά της οικογένειας Laniidae, οπότε κατ’ αντιστοιχίαν με το Αετομάχος, γίνεται αναγκαστική απόδοση ως Αετομαχίδες.[1][74] [i] Ωστόσο, παρόλο που η ονομασία Λάνιος για το γένος δεν φαίνεται να μπορεί να επικρατήσει, η ονομασία Λανιίδες για την οικογένεια, μπορεί άνετα να «σταθεί» δίπλα στην τεχνητή.
ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και τα Lanius collurio juxtus, Lanius collurio pallidifrons.[75]
iii. ^ Αρκετές φορές χρησιμοποιείται λανθασμένα ο όρος «ανασκολοπισμός» για τη συγκεκριμένη συνήθεια του πτηνού, αλλά δεν πρόκειται για πραγματικό ανασκολοπισμό μέσω της εντερικής οδού.
iv. ^ Άλλη λόγια -ωστόσο τεχνητή- ονομασία είναι Αετομάχος ο ερυθρόνωτος [71]
Παραπομπές
Όντρια, σ. 182
Howard & Moore, p. 479
http://www.iucnredlist.org/details/full/22705001/0
ΠΛΜ, 38:432
Valpy, p. 219
Μπαμπινιώτης, σ. 990
http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0060:entry=laniena&highlight=lanius
http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=lanius
ΠΛΜ, 34:467
http://myria.math.aegean.gr/lds/data/volB/pdf/pg_0747.pdf
http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob15150.htm
http://ibc.lynxeds.com/species/red-backed-shrike-lanius-collurio
Fornasi et al
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22705001
Howard and Moore, p. 479
Glutz v. Blotzheim
Biebach et al. (1983) in Glutz v. Blotzheim
Panow, p. 52
Avon & Tilford, p. 82
Mauersberger et al
http://www.iucnredlist.org/details/22705001/0
Όντρια, σ. 183
Σφήκας, σ. 72
Σφήκας, σ. 90
Handrinos & Akriotis, p. 276
Glutz v. Blotzheim, S. 1178f
Neuschulz, S. 32f
Morelli
Harrison & Greensmith, p. 278
Heinzel et al, p. 318
Flegg, p. 212
Mullarney et al. p. 354
Perrins, p. 186
Avon & Tilford, p.82
Bruun, p. 210
Scott & Forrest, p. 206
http://www.ibercajalav.net
ΠΛΜ, 3:159-160
planetofbirds.com
Tryjanowski et al(2003)
Cramp & Perrins
Singer, p. 332
Jakober & Stauber, p. 247–251
Glutz v. Blotzheim, p. 1199
Schreurs (1936) in Glutz v. Blotzheim
Jakober & Stauber
Panow, p. 55f
Jakober & Stauber, p. 1194
Panow, p. 52f
Glutz v. Blotzheim, p. 1204
Eine sehr ausführliche Untersuchung zu Nestbüschen und Nesthöhe liefern Jakober & Stauber (1981)
Chessex & Ribaut / Lanz & Kehrli-Zenger (1979) in Glutz v. Blotzheim
Todte (1983) in Glutz v. Blotzheim
Ash (1970) in Glutz v. Blotzheim
Harrison, p. 234-5
Jakober & Stauber (1983) in Glutz v. Blotzheim, S. 1207f
Korodi Gál (1969) in Glutz v. Blotzheim, S. 1028
Jakober & Stauber in Glutz v. Blotzheim, S. 1194
Glutz v. Blotzheim, S. 1192
Korodi Gál (1969) in Glutz v. Blotzheim, S. 1193
Jakober & Stauber (1983) in Glutz v. Blotzheim, S. 1192
RDB, p. 161
http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2718&aID=1121
Glutz v. Blotzheim, S. 1194
Red-backed Shrike breeds on Dartmoor". Birdwatch magazine. Retrieved 30 December 2011
http://www.arkive.org/red-backed-shrike/lanius-collurio/
http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp5526.pdf
Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 341
Κιόρτσης στην «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα»
H. Stern, G. Thielcke, F. Vester, R. Schreiber: Rettet die Vögel, F. A. Herbig Verlagsbuchhandlung, München/Berlin 1978, ISBN 3-453-02169-X
Απαλοδήμος, σ. 36
Όντρια, σ. 182-3
http://avibase.bsc-eoc.org/
http://biotech.aua.gr/anisound/site/birds.htm#Laniidae
Howard and Moore, p. 479, footnote 5
Πηγές
BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
Cramp S, Perrins CM (1993) Handbook of the Birds of Europe, the Middle East and North Africa. The Birds of the Western Palearctic, vol. VII. Flycatchers to Shrikes. Oxford: Oxford University Press.
Fornasi L., P. Kurlavičius, R. Massa in W. J. M. Hagemeijer, M. J. Blair: The EBCC Atlas of European Breeding Birds – their distribution and abundance, T & A D Poyser, London 1997, ISBN 0-85661-091-7
Anmerkung: Bei der in der Quelle aufgeführten Angabe „16°-Juli-Isotherme“ handelt es sich, wie der Vergleich mit einer Isothermenkarte ergab, vermutlich um einen Satzfehler. Am südlichen Rand des Verbreitungsareals verläuft die 26°-Juli-Isotherme.
Harris T., K. Franklin: Shrikes & Bush-Shrikes. Helm Identification Guides, London 2000, ISBN 0-7136-3861-3
IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/ (Accessed: August 2015
Jakober H., W. Stauber: Habitatsansprüche des Neuntöters, Hrsg. DBV, Landesverband Baden-Württemberg e. V., Stuttgart 1981, keine ISBN Nr.
Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
Jonzén, N.; Lindén, A.; Ergon, T.; Knudsen, E.; Vik, J. O.,;Rubolini, D.; Piacentini, D.; Brinch, C.; Spina, F.; Karlsson, L.; Stervander, M.; Andersson, A.; Waldenström, J.; Lehikoinen, A.; Edvardsen, E.; Solvang, R.; Stenseth, N. C. 2006. Rapid advance of spring arrival dates in long-distance migratory birds. Science 312(5782): 1959-1961.
Mauersberger G. , L. A. Portenko in E. Streseman et al.: Atlas der Verbreitung palaearktischer Vögel, Lieferung 3 (1971) uni-mainz.de (PDF; 1,1 MB)
Morelli Federico: Importance of road proximity for the nest site selection of the Red-backed shrike (Lanius collurio) in an agricultural environment in central Italy
Neuschulz Frank: Zur Synökie von Sperbergrasmücke und Neuntöter, Lüchow-Dannenberger Ornithologische Jahresberichte, Band 11, 1988, ISBN 3-926322-05-5
Panow E. N.: Die Würger der Paläarktis, Die neue Brehm-Bücherei, A. Ziemsen, Wittenberg Lutherstadt 1983, ISBN 3-89432-495-3
Tøttrup, A. P.; Thorup, K.; Rahbek, C. 2006. Patterns of change in timing of spring migration in North European songbird populations. Journal of Avian Biology 37: 84-92.
Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2002. Earlier arrival of some farmland migrants in western Poland. Ibis 144: 62-68.
Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.
Tttrup, A. P.; Thorup, K.; Rahbek, C. 2006. Patterns of change in timing of spring migration in North European songbird populations. Journal of Avian Biology 37: 84-92.
Urs N. Glutz von Blotzheim, K. M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas (HBV). Band 13/II, Passeriformes (4. Teil): Sittidae – Laniidae, AULA-Verlag, Wiebelsheim 1993/2001, ISBN 3-923527-00-4
Βιβλιογραφία
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License