Ο Ευρωπαϊκός πράσινος φρύνος, Bufotes viridis (Laurenti, 1768) είναι ένα είδος άνουρου αμφιβίου της οικογένειας Bufonidae, που απαντάται στην Ευρώπη.
Πράσινος φρύνος, Καστελλόριζο
Πράσινος φρύνος | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
|
||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Bufotes viridis Laurenti, 1768 |
||||||||||||||
Περιγραφή
Πρόκειται για ένα μεσαίου μεγέθους φρύνο, του οποίο το ολικό μήκος σώματος δεν ξεπερνά τα 10cm[1][2]. Το πρότυπο και το μέγεθος των κηλίδων στο πίσω μέρος του σώματος του ποικίλει στους διαφορετικούς πληθυσμούς του είδους[2]. Το χρώμα των κηλίδων επίσης ποικίλει, μεταξύ πράσινου και σκούρου καφέ, ενώ σε ορισμένα άτομα εμφανίζονται και κόκκινα στίγματα. Το κοιλιακό μέρος του είναι ανοιχτόχρωμο έως και άσπρο. Ο πράσινος φρύνος μπορεί να αλλάξει χρώμα, ανάλογα με τη θερμοκρασία ή το φως. Τα θηλυκά μεγαλύτερα από τα αρσενικά[1][2].
Γεωγραφική κατανομή
Απαντάται στην κεντρική Ασία, την ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και την Ιταλική χερσόνησο. Στη Σικελία συνυπάρχει με τον Αφρικανικό πράσινο φρύνο, Bufotes boulengeri[2]. Στην Ελλάδα εντοπίζεται σε όλο τον ηπειρωτικό κορμό, την Πελοπόννησο, την Εύβοια και την Κρήτη, τα Ιόνια νησιά, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τη Λήμνο, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, πολλά από τα Δωδεκάνησα και στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων[1]. Σύμφωνα με ορισμένες φυλογενετικές μελέτες, φαίνεται πως σε ορισμένα ακανόνιστα σημεία της κατανομής του αντικαθίσταται ή συνυπάρχει με το είδος Bufotes (viridis) variabilis, όπως στην Κέρκυρα και την Πελοπόννησο[2]. Παρόλα αυτά δεν είναι ευρέως αποδεκτή η αναγωγή του B. variabilis, εξαιτίας της απουσίας μελέτης των ζωνών επαφής και μη ολοκληρωμένων μοριακών δεδομένων.
Βιολογία
Είναι εδαφόβιος και κυρίως νυκτόβιος φρύνος, αν και παρατηρείται και την ημέρα, ειδικά την άνοιξη. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο τα αρσενικά ανεβαίνουν στην πλάτη των θηλυκών αγκαλιάζοντάς τα, γονιμοποιώντας τα αυγά των θηλυκών τα οποία γεννούν "χορδές" με 1-4 σειρές αυγών, η οποίες μπορεί να φτάσουν και τα 4 μέτρα σε μήκος[1].
Άμυνα
Αν αρπαχτεί βίαια εκκρίνει αμυντικές τοξικές ουσίες από αδένες του δέρματος, ικανές να αποτρέψουν τους περισσότερους θηρευτές αφού είναι ιδιαίτερα δύσγευστες και ερεθιστικές. Οι ουσίες αυτές είναι ακίνδυνες για τον άνθρωπο όταν έρθουν σε επαφή με το δέρμα, μπορεί όμως να προκαλέσουν κάποια συμπτώματα ερεθισμού ή και άλλα σε περίπτωση κατάποσης ή αν έρθουν σε επαφή με μάτια ή με πληγές[1].
Παραπομπές
«.:| herpetofauna.gr |:. ..Ελληνική Ερπετοπανίδα» (στα αγγλικά). www.herpetofauna.gr. Ανακτήθηκε στις 2018-01-23.
Speybroeck, J., Beukema, W., Bok, B., Van Der Voort, J. (2016). Field Guide to the Amphibians and Reptiles of Britain and Europe.. San Diego, USA: Bloomsbury Natural History.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License