ART

 

.

Ρουμανία

Το Μπακάου (ρουμ. Bacău, γερμαν. Barchau, ουγγρ. Bákó) είναι πόλη της Ρουμανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Στην απογραφή του 2011 είχε πληθυσμό 144.307 κατοίκους[1] και είναι η 15η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Η πόλη βρίσκεται στην ιστορική περιοχή της Μολδαβίας, στους πρόποδες της οροσειράς των ανατολικών Καρπαθίων, στις όχθες του Ποταμού Μπίστριτσα, 8 χιλιόμετρα πριν την εκβολή του στο Σερέτη. Από το Βουκουρέστι απέχει 290 χιλιόμετρα. Το Πέρασμα Γκίμες συνδέει το Μπακάου με την περιοχή της Τρανσυλβανίας.

Το Μπακάου πρωτοαναφέρεται ως τελωνείο πάνω στη διάβαση του ποταμού Μπίστριτσα σε έγγραφα του 1408.
Ετυμολογία

Το όνομα της πόλης, που εμφανίζεται σε έγγραφα της παλαιάς εκκλησιαστικής σλαβονικής ως Bako, Bakova ή Bakovia, προέρχεται πιθανότατα από ένα προσωπικό όνομα. Ανδρες που έφεραν το όνομα Bakó ή Bako τεκμηριώνονται στη μεσαιωνική Τρανσυλβανία και στη Βουλγαρία του 15ου αιώνα, αλλά σύμφωνα με το Βίκτορ Σπινέι το ίδιο το όνομα είναι τουρκογενούς - πιθανότατα κουμανικής ή πετσενεγικής - προέλευσης. Ο Νικολάε Γιόργκα πιστεύει ότι το όνομα της πόλης είναι ουγγρικής προέλευσης. Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι το όνομα της πόλης έχει σλαβική προέλευση, επισημαίνοντας την πρωτοσλαβική λέξη Μπικ, που σημαίνει «βόδι» ή «ταύρος», καθώς η περιοχή είναι πολύ κατάλληλη για την εκτροφή βοοειδών. Ο όρος, που αποδόθηκε στα ρουμανικά ως μπακ, ήταν ίσως η προέλευση του Μπακάου. Στα γερμανικά είναι γνωστό ως Barchau, στα ουγγρικά ως Bákó και στα τουρκικά ως Baka.
Ιστορία

Οπως τα περισσότερα αστικά κέντρα στη Μολδαβία, το Μπακάου αναδείχθηκε ως ένα πέασμα που επέτρεπε τη διέλευση του νερού. Υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες ανθρώπινης κατοίκησης στο κέντρο του Μπακάου (κοντά στην Κουρτέα Ντομνεάσκα) που χρονολογείται από τον 6ο και 7ο αιώνα. Οι οικισμοί αυτοί δημιουργήθηκαν πάνω σε παλαιότερους οικισμούς από τον 4ο και τον 5ο αιώνα. Αγγεία που βρέθηκαν εδώ είναι διακοσμημένα με σταυρούς, υπονοώντας ότι οι κάτοικοι ήταν Χριστιανοί. Πετσενέγοι και Κουμάνοι έλεγχαν την κοιλάδα του Μπίστριτσα τον 10ο, 11ο και 12ο αιώνα. Έποικοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης. Αρχαιολογικά ευρήματα, επιφανειακά ή ημιθαμμένα κατοικιών από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, δείχνουν ότι οι Ούγγροι άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή μεταξύ 1345-1347, όταν η περιοχή ήταν υπό τον έλεγχο του Βασιλείου της Ουγγαρίας, και κυρίως κατέλαβαν τις επίπεδες όχθες του ποταμού Μπίστριτσα. Ανακαλύψεις ενός τύπου γκρί κεραμικής του 14ου αιώνα που έχει βρεθεί επίσης στη Βόρεια Ευρώπη δείχνει επίσης την παρουσία Γερμανών εποίκων από τα βόρεια. Αρχικά η πόλη επικεντρώθηκε γύρω από τη Ρωμαιοκαθολική κοινότητα που εγκαταστάθηκε κοντά σε μια τοπική αγορά όπου σύχναζε ο πληθυσμός της περιοχής στον κάτω ρου του ποταμού.

Η πόλη αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1408 όταν ο πρίγκιπας Αλέξανδρος ο καλός της Μολδαβίας (1400-1432) απαρίθμησε τα τελωνειακά σημεία στο πριγκιπάτο με προνόμια για τους Πολωνούς εμπόρους. Το τελωνείο της πόλης αναφέρεται σε έγγραφο στην Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική ως krainee mito («το τελωνείο στην άκρη»), που μπορεί να δείχνουν ότι ήταν ο τελευταίος τελωνειακός σταθμός πριν τα σύνορα της Μολδαβίας με τη Βλαχία. Ένα αχρονολόγητο έγγραφο αποκαλύπτει ότι ο şoltuz στο Μπακάου, δηλαδή ο επικεφαλής της πόλης, εκλεγόταν από τους κατοίκους της, είχε το δικαίωμα να καταδικάσει τους εγκληματίες σε θάνατο, τουλάχιστον για ληστείες, που υπαινίσσεται εκτεταμένα προνόμια, παρόμοια με αυτά που απολάμβαναν οι βασιλικές πόλεις στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Έτσι, το δικαίωμα αυτό ενδέχεται να είχε χορηγηθεί στην κοινότητα, όταν η περιοχή ήταν υπό τον έλεγχο του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Η σφραγίδα του Μπακάου ήταν οβάλ, πράγμα εξαιρετικό στη Μολδαβία, όπου οι σφραγίδες των άλλων πόλεων ήταν στρογγυλές.

Ο Αλέξανδρος ο Καλός δώριζε το κερί που συνέλεγε στο πλαίσιο του φόρου που καταβαλόταν από την πόλη στο κοντινό Ορθόδοξο Μοναστήρι Μπίστριτσα. Πιθανότατα η πρώτη σύζυγός του Μάργκαρετ ίδρυσε τη Φραγκισκανική Εκκλησία της Παναγίας στο Μπακάου. Αλλά η κυριότερη Καθολική εκκλησία στην πόλη ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Μια επιστολή γραμμένη από τον Ιωάννη της Ρύα, Καθολικό επίσκοπο της Μπάια, αναφέρεται στο Μπακάου ως CIVITAS που συνεπάγεται την ύπαρξη καθολικής επισκοπής στην πόλη εκείνη την εποχή. Η επιστολή αποκαλύπτει επίσης ότι Χουσίτες μετανάστες, που είχαν υποστεί διωγμούς στη Βοημία, τη Μοραβία ή την Ουγγαρία, εγκαταστάθηκαν στην πόλη και τους εκχωρήθηκαν προνόμια από τον Αλέξανδρο τον Καλό.

Στο μοναστήρι Μπίστριτσα εκχωρήθηκαν επίσης τα έσοδα από το τελωνείο του Μπακάου το 1439. Το 1435 ο Στέφανος Β΄ της Μολδαβίας (1433-1435, 1436-1447) ζήτησε από τους δικαστές της πόλης να μην εμποδίζουν τους εμπόρους του Μπρασόβ, σημαντικού κέντρου των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας, στις μετακινήσεις τους. Από το 15ο αιώνα ungureni, δηλαδή Ρουμάνοι από την Τρανσυλβανία άρχισαν να εποικίζουν την περιοχή βόρεια της αγοράς, όπου θα ανέγειραν μια ορθόδοξη εκκλησία μετά το 1500. Το πρώτο μισό του 15ου αιώνα χτίστηκε στην πόλη μια μικρή κατοικία των πριγκίπων της Μολδαβίας. Ανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε επί του Στέφανου Γ΄ του Μέγας, που ανέγειρε επίσης μια ορθόδοξη εκκλησία μέσα σε αυτή. Αλλά οι ηγεμόνες σύντομα άρχισαν να δωρίζουν τα γειτονικά χωριά που είχαν εκεί για τις προμήθειές τους σε μοναστήρια ή ευγενείς. Ετσι η τοπική πριγκιπική κατοικία εγκαταλείφθηκε μετά το 1500.

Η πόλη υπέστη εισβολές και καταστροφές περισσότερες από μία φορές το 15ο και 16ο αιώνα. Για παράδειγμα, το 1467 ο Βασιλιάς Mατθίας Β΄ της Ουγγαρίας κατά την εκστρατεία του εναντίον του Στέφανου του Μέγα έβαλε φωτιά σε όλες τις πόλεις, μεταξύ των οποίων και το Μπακάου, στο διάβα του. Τα τελωνειακά αρχεία του Μπρασόβ δείχνουν ότι λίγοι έμποροι από το Μπακάου διέσχισαν τα Καρπάθια Όρη προς την Τρανσυλβανία μετά το 1500 και τα εμπορεύματά τους δεν είχε ιδιαίτερα υψηλή τιμή, γεγονός που δείχνει ότι η πόλη παρήκμαζε την περίοδο αυτή.

Ο καθολικός επίσκοπος του Αρτζες του οποίου η έδρα στη Βλαχία είχε καταστραφεί από τους Τατάρους μετακινήθηκε στο Μπακάου το 1597. Από τις αρχές του 17ου αιώνα οι επίσκοποι του Μπακάου ήταν Πολωνοί ιερείς, που δεν κατοικούν στην πόλη αλλά στο Βασίλειο της Πολωνίας. Ταξίδευαν μόνο από καιρό σε καιρό στην έδρα τους για να συλλέγουν τη δεκάτη.

Σύμφωνα με την έκθεση της κανονικής επίσκεψης του 1646 του Αρχιεπισκόπου Μάρκου Μπαντίνι, ο şoltuz στο Μπακάου εκλεγόταν τον ένα χρόνο μεταξύ των Ούγγρων και τον άλλο μεταξύ των Ρουμάνων. Τα ονόματα των περισσότερων από 12 κατοίκους της πόλης που καταγράφηκαν το 1655, επίσης, δείχνουν ότι οι Ούγγροι εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειοψηφούσα ομάδα της. Το 1670 ο Αρχιεπίσκοπος Πέτρους Πάρτσεβιτς, αποστολικός βικάριος της Μολδαβίας συνήψε συμφωνία με τον επικεφαλής της Φραγκισκανικής Επαρχίας της Τρανσυλβανίας για την επιστροφή της Μονής του Μπακάου σε αυτή προκειμένου να εξασφαλίσει την πνευματική ευημερία της τοπικής ουγγρικής κοινότητας. Αλλά ο Πολωνός επίσκοπος διαμαρτυρήθηκε κατά της συμφωνίας και η Αγία Έδρα επίσης αρνήθηκε να την επικυρώσει.

Λόγω των συχνών επιδρομών από ξένους στρατούς και λεηλασίες από τους Τατάρους τον 17ο αιώνα, πολλοί από τους Καθολικούς κατοίκους της εγκατέλειψαν ο Μπακάου και κατέφυγαν στην Τρανσυλβανία. Αλλά το 1851 η Καθολική κοινότητα της πόλης εξακολουθούν να μιλάει, να τραγουδάει και να προσεύχεται στά Ουγγρικά.

Το πρώτο εργοστάσιο χαρτοποιίας στη Μολδαβία ιδρύθηκε στην πόλη το 1851. Η πόλη ανακηρύχθηκε δήμος το 1968.
Οικονομία

Η κατασκευή μαχητικών αεροπλάνων έχει γίνει η πιο σημαντική βιομηχανία της πόλης. Άλλες βιομηχανίες περιλαμβάνουν ένα εργοστάσιο χαρτοποιίας, ένα εργοστάσιο υποδημάτων, και πολλά εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας όπως και επεξεργασίας ξυλείας. Παράγονται επίσης τρόφιμα και δομικά υλικά[2].
Δημογραφία
Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού Έτος Πληθ. ±%
1900 16.187 —
1912 18.846 +16.4%
1930 31.138 +65.2%
1948 34.461 +10.7%
1956 54.138 +57.1%
1966 73.414 +35.6%
1977 127.299 +73.4%
1992 205.029 +61.1%
2002 175.500 −14.4%
2011 144.307 −17.8%

Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 η πόλη είχε 144.307 κατοίκους μειωμένος από την προηγούμενη απογραφή του 2002.

Η εθνοτική σύνθεση είχε ως εξής:

Ρουμάνοι: 97.93%
Ρομά: 0.92%
Ούγγροι: 0.09%
Εβραίοι: 0.03%
Άλλοι: 0.34%

Μεταφορές

Η πόλη είναι περίπου 300 χιλιόμετρα βόρεια του Βουκουρεστίου. Εξυπηρετείται από το Διεθνές Αεροδρόμιο του Μπακάου, που παρέχει απευθείας συνδέσεις με τη ρουμανική πόλη Τιμισοάρα και με 10 πόλεις στην Ευρώπη, μαζί με άλλες συνδέσεις μέσω του Αεροδρόμιου της Τιμισοάρα. Το κέντρο ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας του Μπακάου είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα της Ευρώπης, καθώς χειρίζεται διερχόμενες πτήσεις μεταξύ της Μέσης και Εγγύς Ανατολής και της Νότιας Ασίας προς την Ευρώπη και πέρα από τον Ατλαντικό.
Μουσειακό Συγκρότημα "Ιούλιαν Αντονέσκου"

Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Μπακάου (Gara Bacău) είναι ένα από τους πιο πολυσύχναστους στη Ρουμανία. Εχει πρόσβαση στο ρουμανικό σιδηροδρομικό κύριο κορμό 500. Έτσι, η πόλη συνδέεται με τις κύριες πόλεις της Ρουμανίας. Ο σιδηροδρομικός σταθμός είναι σημαντικός σταθμός διαμετακόμισης για διεθνή τρένα από την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Βουλγαρία.

Η πόλη έχει πρόσβαση στο δρόμο DN2 (E85) που τη συνδέει με την πρωτεύουσα της Ρουμανίας Βουκουρέστι (στο Νότο) και τις πόλεις Σουτσεάβα και Ιάσιο (στο Βορρά). Η Ευρωπαϊκή διαδρομή E574 είναι ένας σημαντικός δρόμος πρόσβασης στην Τρανσυλβανία και το Μπρασόβ. Η πόλη βρίσκεται επίσης στη διασταύρωση πολλών εθνικών δρόμων δευτερεύουσας σημασίας.
Πολιτισμός

Το Μπακάου έχει ένα δημόσιο πανεπιστήμιο και αρκετά κολέγια. Δύο σημαντικοί Ρουμάνοι ποιητές, ο Τζεόρτζε Μπακόβια και ο Βασίλε Αλεξαντρί, γεννήθηκαν εδώ. Εδώ βρίσκονται το Ατενέουμ «Μιχαήλ Ζόρα» και μια Φιλαρμονική Ορχήστρα εδώ, όπως και το Δραματικό Θέατρο «Τ. Μπακόβια» και Κουκλοθέατρο. Γύρω στα Χριστούγεννα κάθε χρόνο λαμβάνει χώρα ένα Φεστιβάλ Χειμερινών Παραδόσεων της Μολδαβίας, επανενώνοντας λαϊκούς καλλιτέχνες από όλες τις γύρω περιοχές. Η έκθεση «Saloanele Moldovei» και η Διεθνής Κατασκήνωση Ζωγραφικής στο Tέσκανι, κοντά στο Μπακάου, συγκεντρώνει σημαντικούς καλλιτέχνες από τη Ρουμανία και το εξωτερικό. Το τοπικό Ιστορικό Μουσείο, τμήμα του Μουσειακού Συγκροτήματος «Ιούλιαν Αντονέσκου» έχει μια σημαντική συλλογή αρχαίων αντικειμένων από την αρχαία Δακία. Η πόλη διαθέτει επίσης το Αστρονομικό Παρατηρητήριο Βικτόρ Ανεστίν.
Αδελφοποιήσεις

Ισραήλ Πετάχ Τίκβα, Ισραήλ.
Ιταλία Τορίνο, Ιταλία
Φιλιππίνες Μαντάουε, Φιλιππίνες

Γηγενείς

Ααρόν Ααρονσον, ( 1876-1919) γεωπόνος, βοτανολόγος και Σιωνιστής ακτιβιστής
Βασίλε Αλεξαντρί (1821-1890), ποιητής
Αγγέλα Αλουπέι (γενν. 1972), κωπηλάτισσα
Τζεόρτζε Μπακόβια (1881-1957), ποιητής
Βλαντ Κίρικες (γ. 1989), ποδοσφαιριστής
Σόλομον Μάρκους (1925-2016) μαθηματικός
Ντόινα Μελίντε (γ. 1956), αθλήτρια, χρυσή Ολυμπιονίκις
Μιχαέλα Μελίντε (γ. 1975), αθλήτρια
Κοστέλ Παντιλίμον (γ. 1987), ποδοσφαιριστής
Λουκρέτσιου Πιτρισκάνου ( 1900-1954) Μαρξιστής διανοούμενος και πολιτικός
Γκαμπριέλα πότορακ (γ. 1973), γυμνάστρια
Μόνικα Ρόσου (γ. 1987), γυμνάστρια
Αλεξάντρου Σαφράν (1910-2006), ραββίνος


Παραπομπές

«Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2012.
http://www.britannica.com/EBchecked/topic/47748/Bacau


Χώρες της Ευρώπης

Άγιος Μαρίνος | Αζερμπαϊτζάν1 | Αλβανία | Ανδόρρα | Αρμενία2 | Αυστρία | Βατικανό | Βέλγιο | Βοσνία και Ερζεγοβίνη | Βουλγαρία | Γαλλία | Γερμανία | Γεωργία2 | Δανία | Δημοκρατία της Ιρλανδίας | Ελβετία | Ελλάδα | Εσθονία | Ηνωμένο Βασίλειο | Ισλανδία | Ισπανία | Ιταλία | Κροατία | Κύπρος2 | Λεττονία | Λευκορωσία | Λιθουανία | Λιχτενστάιν | Λουξεμβούργο | Μάλτα | Μαυροβούνιο | Μολδαβία | Μονακό | Νορβηγία | Ολλανδία | Ουγγαρία | Ουκρανία | ΠΓΔΜ | Πολωνία | Πορτογαλία | Ρουμανία | Ρωσία1 | Σερβία | Σλοβακία | Σλοβενία | Σουηδία | Τουρκία1 | Τσεχία | Φινλανδία

Κτήσεις: Ακρωτήρι3 | Δεκέλεια3 | Νήσοι Φερόες | Γιβραλτάρ | Γκέρνσεϋ | Τζέρσεϋ | Νήσος Μαν

1. Κράτος μερικώς σε ασιατικό έδαφος. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Βρετανικό έδαφος μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Εγκυκλοπαίδεια Ρουμανίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License