.
Πρόσωπο που αναφέρεται στη Παλαιά Διαθήκη.
Εξελληνισμένος τύπος (από τους Εβδομήκοντα) του σημιτικού ονόματος Μπα-εσχά που ο Ιώσηπος το αποδίδει ως "Βασάνας". Λέγεται και Βαάσα ή Βασά.
Ο Βαασά φέρεται ως σφετεριστής Βασιλιάς που άρπαξε το θρόνο του Ισραήλ από τον νόμιμο Βασιλέα Ιεροβοάμ Α΄ θέτοντας τέρμα στη δυναστεία του Ιεροβοάμ δολοφονώντας και τον τελευταίο αυτής Βασιλέα Ναδάβ και την οικογένειά του, ιδρύοντας έτσι τη δεύτερη δυναστεία της οποίας επίσης το τέλος υπήρξε οικτρό επί του γιου και διαδόχου του Ηλά.
Ο Βαασά διατηρούσε ως πρωτεύουσά του την πόλη Θέρσα και υπήρξε σύμμαχος των Συρίων, προστάτης των "ειδωλολατρών" στη χώρα του και αντίπαλος του Βασιλέως Ασά της φυλής του Ιούδα. Έχτισε μεγάλα οχυρά στη πόλη Ραμά απειλώντας την Ιερουσαλήμ. Βασίλευσε 24 έτη υπολογιζόμενα μεταξύ του 953 και 930 π.Χ.(;) (κατά θεολόγους)
Α΄ Βασιλειών Κεφ.15 και 16.
,
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License