.
Ετυμολογία
αδιάθετος < α - στερητ. διατίθημι
Επίθετο
αδιάθετος, -η, -ο
1. που δεν έχει διατεθεί
οι προμηθευτές δεν δέχονται επιστροφή των αδιάθετων εμπορευμάτων
2. που έχει μια μικρή αδιαθεσία, λίγο άρρωστος
3. (για γυναίκες) που έχει περίοδο
Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License