ART

 

.


Ετυμολογία

αδιαπέραστος < α- στερητικό + διαπερνώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αδιαπέραστος -η -ο

1. που δεν μπορείς να τον διασχίσεις ή να τον διατρήσεις

αδιαπέραστο δάσος

2. (μεταφορικά)

αδιαπέραστο σκοτάδι, αδιαπέραστο μυστήριο

Δείτε επίσης

* πυκνός

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World

Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License