.
Ετυμολογία
αδιάκοπος < α- στερητικό + διακοπή
Επίθετο
αδιάκοπος, -η, -ο
* συνεχής, χωρίς διακοπή
Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License
Ετυμολογία
αδιάκοπος < α- στερητικό + διακοπή
Επίθετο
αδιάκοπος, -η, -ο
* συνεχής, χωρίς διακοπή
Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License