.
Ο όρος νεοπλατωνισμός χρησιμοποιείται από την ιστορία της φιλοσοφίας για να σηματοδοτήσει μια καινοτόμα χρονική περίοδο στη σκέψη και τις ιδέες του πλατωνισμού κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας (3ος - 6ος αιώνας). Ο νεοπλατωνισμός αποτέλεσε μεταφυσική, ηθική και μυστικιστική φιλοσοφική σχολή και γι' αυτόν τον λόγο κατέχει, ανάμεσα στα άλλα, κεντρικό ρόλο στην ιστορία των θρησκειών και του αποκρυφισμού.
Ιστορικό
Ο νεοπλατωνισμός διαμορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια κατά τον 3ο αιώνα από τον φιλόσοφο Αμμώνιο, τον επικαλούμενο Σακκά, που δίδασκε εκεί. Σημαντικοί μαθητές του υπήρξαν ο Ωριγένης ο λεγόμενος Παγανιστής (διάφορος από τον ομώνυμο χριστιανό συγγραφέα), ο Ερέννιος και ο Λογγίνος, αλλά την περαιτέρω ανάπτυξη, συστηματοποίηση και διάδοση της κίνησης αυτής πραγματοποίησε ο μαθητής του Πλωτίνος (204 - 270), ο οποίος θεωρείται και ο πραγματικός θεμελιωτής, καθόσον ο Αμμώνιος ακολούθησε πιστότερα τις γνωστές πλατωνικές ιδέες. Κάποιοι θεωρούν και τον χριστιανό πατέρα Ωριγένη ως μαθητή του Αμμώνιου.
Ο Πλωτίνος επανερμήνευσε τον Πλάτωνα μονιστικά[1] και πανθεϊστικά[2], ενώ υπήρξε υπέρμαχος του μυστικισμού και της ατομικής βύθισης, μέσω του διαλογισμού και της ενδοσκόπησης, στην ενιαία θεία δύναμη, στον αιώνιο κόσμο των ιδεών. Έτσι προσέφερε μία λυτρωτική φιλοσοφία που δεχόταν τη δυνατότητα ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύματος στο τέλειο, μία πλήρη διδασκαλία που συνταίριαζε την ελληνική φιλοσοφία με την τυπολατρική ελληνορωμαϊκή λατρευτική παράδοση, ερμηνευμένη εκ νέου μέσω αφαιρετικών σχημάτων και μεταφορών, και με τις μυστηριακές θρησκείες της Ανατολής.
Μετά τον θάνατο του Πλωτίνου το σύγγραμμά του Εννεάδες που εξέδωσε ο μαθητής του Πορφύριος (232 – 301) απετέλεσε το θεμέλιο του όλου φιλοσοφικού συστήματος των νεοπλατωνικών φιλοσόφων. Γρήγορα άρχισαν να ιδρύονται νεοπλατωνικές σχολές σε πλείστα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κερδίζοντας την προτίμηση της ελίτ του ρωμαϊκού κόσμου, και δεν άργησαν να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους.
Ο νεοπλατωνισμός αποτέλεσε μία πολύτιμη γέφυρα μεταξύ του ριζοσπαστικού, ασκητικού και μυστικιστικού, ρεύματος της λαϊκής διανόησης που εξαπλώθηκε ευρύτατα κατά τον τρίτο αιώνα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και της φιλοσοφικής παιδείας των καλλιεργημένων αστών και αριστοκρατών, τη στιγμή που τα περισσότερα παρεμφερή φιλοσοφικά και θρησκευτικά κινήματα υπόσχονταν στις κατώτερες τάξεις σωτηρία δίχως ανάγκη μελέτης της κλασικής ελληνορωμαϊκής παιδείας. Ο νεοπλατωνισμός υπήρξε το μαχητικό προπύργιο της συντηρητικής ρωμαϊκής αριστοκρατίας, η οποία γρήγορα εγκατέλειψε για χάρη του τον στωικισμό και τον επικουρισμό, σε μεταφυσικές διαμάχες με τον γνωστικισμό, τον χριστιανισμό και κάθε διανοητικό ρεύμα ή μυστηριακή λατρεία που απαρνούνταν τη μακρόβια ελληνορωμαϊκή παράδοση ή υιοθετούσε μία ζοφερή, απορριπτική οπτική απέναντι στην ύλη, θεωρώντας την βδελυρή και ταυτίζοντάς την με το Κακό, μία οπτική η οποία δε συμφωνούσε με τις τυπικές ελληνικές πρακτικές αλλά έβρισκε απήχηση στα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα.
Ως φιλοσοφικό κίνημα ο νεοπλατωνισμός άκμασε στην Αλεξάνδρεια όπου γεννήθηκε αλλά, ακόμα περισσότερο, στην Ιταλία και την Ελλάδα, καθώς εκεί συνάντησε καθολική αποδοχή ως σύγχρονη μετεξέλιξη της κλασικής πλατωνικής φιλοσοφίας και της ελληνικής λατρευτικής θρησκείας, μίας ζωντανής παράδοσης με γερές ρίζες αιώνων στις εν λόγω περιοχές. Ως τις αρχές του τέταρτου αιώνα ο νεοπλατωνισμός σχεδόν ταυτίστηκε με τον Ελληνισμό καθώς αυτός ήταν που ανέλαβε να υπερασπίσει το ελληνορωμαϊκό πάνθεον και την ελληνική φιλοσοφία και παιδεία από διανοητικά ρεύματα που είτε απέρριπταν (όπως ο χριστιανισμός) είτε υποκαθιστούσαν (όπως ο γνωστικισμός) την ελληνορωμαϊκή παράδοση, ρεύματα που η συντηρητική αριστοκρατία αποδοκίμαζε ως βαρβαρικά. Κυριολεκτικά η αρχαία ελληνική θρησκεία συσπειρώθηκε γύρω από τον νεοπλατωνισμό, σε μία εποχή που ο διαδεδομένος χριστιανισμός, για διάφορους λόγους, άρχιζε να κερδίζει την προτίμηση των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων ως ενοποιητικός μηχανισμός του απέραντου κράτους τους.
Στη Δύση ο νεοπλατωνισμός ρίζωσε με τον Αυγουστίνο και τον φιλόσοφο Βοήθιο, ο οποίος θανατώθηκε στη φυλακή το 525 κατά διαταγή του βασιλιά των Οστρογότθων κατηγορούμενος για προδοσία. Αντίθετα στην Ανατολή ο νεοπλατωνισμός, ταυτισμένος σχεδόν με τον παγανισμό, διώχθηκε ώσπου οι τελευταίες φιλοσοφικές σχολές έκλεισαν με αυτοκρατορικό διάταγμα το 529, αλλά τις νεοπλατωνικές αρχές διέσωσε ο Ψευδο-Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μέσα από τα συγγράμματά του. Κατά τον 11ο αιώνα σημειώθηκε στο Βυζάντιο αναβίωση των νεοπλατωνικών αντιλήψεων σε χριστιανικό πλαίσιο, όπου πρωταγωνίστησε ο Μιχαήλ Ψελλός και κατά τον 15ο αιώνα ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.
Η νεοπλατωνική σκέψη συνεχίζεται στη μεσαιωνική και νεότερη φιλοσοφία. Η επιρροή της αντανακλάται αρχικά στην αναγεννησιακή φιλοσοφία της φλωρεντινής ακαδημίας, του Μαρσίλιο Φιτσίνο, του Πίκο ντελλά Μιράντολα, καθώς και μεταγενέστερα στα κείμενα του Τόμας Τέιλορ και στις επιστημονικές μελέτες του Σλαϊερμάχερ στις αρχές του 19ου αιώνα.
Αρχές του νεοπλατωνισμού
Βασικές αρχές του νεοπλατωνισμού είναι οι παρακάτω:
Υπέρτατη οντολογική αρχή είναι το «Εν» (το Μοναδικό), που τοποθετείται υπεράνω ύπαρξης όπου και καλείται «υπερούσιον». Από το «υπερούσιον Εν» απορρέουν διαδοχικά μέσω υπερχείλισης της ουσίας του ο Νους, δηλαδή ο νοητός κόσμος των ιδεών, και η Ψυχή. Η τελευταία, παρόμοια με τον στωικό Λόγο, εμπλέκεται με την προϋπάρχουσα, αδιαμόρφωτη πρωταρχική ύλη και δίνει έτσι μορφή στον αισθητό φυσικό κόσμο, την κατώτερη υπόσταση της πραγματικότητας. Επομένως σε κάθε φυσικό σώμα εμπεριέχεται ένα απειροελάχιστο τμήμα της Ψυχής, η ατομική ψυχή του, η οποία συντηρεί τη μορφή του με βάση τα πρότυπα που παρέχουν οι ιδέες του Νου.
Τα τέσσερα προαναφερθέντα μεταφυσικά επίπεδα, αν και σαφώς προσανατολισμένα από το ανώτερο (το Εν) στο κατώτερο (τον φυσικό κόσμο), είναι αλληλένδετα και δεν υπάρχουν "κοσμικά χάσματα" μεταξύ τους. Η δημιουργία του κόσμου δεν είναι μία στιγμιαία πράξη αλλά κατά κάποιον τρόπο συμβαίνει συνεχώς, με κάθε οντολογική υπόσταση να υποστηρίζει διαρκώς την ύπαρξη των κατωτέρων της.
Ηθικός προορισμός του Ανθρώπου είναι η επανύψωση της έκπτωτης ατομικής ψυχής του στην αρχική της αφετηρία, δηλαδή η ένωσή της με το αρχικό Εν, μέσω μυστικιστικής έκστασης. Όμως βασική προϋπόθεση για την εκπλήρωση της επανασύνδεσης αυτής είναι η «κάθαρση» που επιτυγχάνεται με τον ενάρετο βίο.
Ως προς την οργάνωση του πολιτικού βίου οι νεοπλατωνιστές πίστευαν στις αντιλήψεις του Πλάτωνα περί ιδεώδους πολιτείας. Λέγεται μάλιστα πως ο Πλωτίνος είχε ζητήσει από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Γαλιηνό, άνθρωπο του φιλικού του κύκλου στη Ρώμη, να του παραχωρήσει μια από τις κατεστραμμένες πόλεις της Καμπανίας προκειμένου να ιδρύσει πόλη σύμφωνα με τις νεοπλατωνικές θεωρίες, την «Πλατωνόπολη».
Αξιοσημείωτη επίσης είναι η αντίληψη του Ιάμβλιχου και του Πρόκλου σύμφωνα με την οποία η «κίνηση του κόσμου» τελείται κατά «τριαδικό» εξελικτικό σχήμα με πρώτη φάση τη «μονή», δεύτερη την «πρόοδο» και τρίτη την «επαναφορά» ή «επιστροφή». Η εν λόγω κίνηση αφορούσε τη διαδοχική απορροή υποστάσεων της πραγματικότητας από το Εν (η πρόοδος) και την αντίστροφη εγγενή τάση που παρουσιάζουν οι υποδεέστερες υποστάσεις να επιστρέψουν στην πηγή τους (η επαναφορά). Η επαναφορά αποτελεί και την αιτία της ανάγκης της ατομικής ανθρώπινη ψυχής για ύψωση και υπέρβαση του φυσικού κόσμου, της κατώτατης υπόστασης.
Σχολές
Μετά τον Πλωτίνο και την έκδοση των Εννεάδων από τον Πορφύριο η ορμή του νεοπλατωνισμού ξεχύθηκε σε πολλαπλά διαφορετικά μονοπάτια. Κάθε σχολή στη ρωμαϊκή επικράτεια είχε τον δικό της προσανατολισμό και χαρακτήρα. Οι βασικότερες σχολές ήταν οι παρακάτω:
Η Νεοπλατωνική Σχολή Ρώμης: Κεντρικός εκπρόσωπός της ήταν ο Πορφύριος, συγγραφέας πολυάριθμων σχετικών φιλοσοφικών αλλά και επιστημονικών συγγραμμάτων.
Η Νεοπλατωνική Σχολή Συρίας ή Συριανή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Ιάμβλιχος ο οποίος πέθανε το 330. Μαθητής του υπήρξε ο Σώπατρος (που ο Μέγας Κωνσταντίνος τον είχε ορίσει επόπτη των τελετών στα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης). Επίσης στους μαθητές του συγκαταλέγονται ο Θεόδωρος (εξ Ασίνης) και ο Δέξιππος.
Η Νεοπλατωνική Σχολή Περγάμου ή Περγαμηνή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Αιδέσιος ο οποίος και την ίδρυσε, μαθητής του Ιάμβλιχου. Σ΄ αυτήν ανήκαν ο Ευσέβιος, ο Μάξιμος, ο Χρυσάνθιος, ο Ευνάπιος, και ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός.
Η Νεοπλατωνική Σχολή Αθηνών που εμφανίζεται στις αρχές του 5ου αιώνα: Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Πλούταρχος (Αθηνών), ο οποίος πέθανε το 431 και τον διαδέχθηκε ο Συριανός. Τον τελευταίο διαδέχθηκε ο σημαντικότερος των Αθηναίων νεοπλατωνιστών, ο Πρόκλος (410 – 485). Διάδοχοι δε αυτού κατά σειρά ήταν ο Μαρίνος, ο Ισίδωρος της Αλέξανδρειας και ο Δαμάσκιος που κατά τη σχολαρχία του το 529 ο Ιουστινιανός έκλεισε με διάταγμα τη φιλοσοφική αυτή σχολή των Αθηνών. Επίσης του Δαμάσκιου μαθητής υπήρξε ο γνωστός σχολιαστής των αριστοτελικών συγγραμμάτων Σιμπλίκιος.
Η Νεοπλατωνική Σχολή Αλεξανδρείας ή Αλεξανδρινή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπός της ήταν η Υπατία η οποία το 414 έπεσε θύμα της θηριωδίας του αμόρφωτου χριστιανικού όχλου στην Αλεξάνδρεια. Μαθητής της υπήρξε ο Συνέσιος ο μετέπειτα επίσκοπος της Πτολεμαΐδας. Επίσης στον κλάδο αυτό του νεοπλατωνισμού συγκαταλέγονται ο μαθηματικός και ιατρός Ασκληπιόδοτος, ο Ολυμπιόδωρος και ο Ιεροκλής. Εκ της τελευταίας επίσης Σχολής προέρχεται και ο Χριστιανός Ιωάννης ο Φιλόπονος. Τελευταίος εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής Σχολής ήταν ο Στέφανος ο Αλεξανδρινός που επί Αυτοκράτορα Ηρακλείου δίδαξε τη φιλοσοφία αυτή στη Κωνσταντινούπολη δημιουργώντας έτσι τη Νεοπλατωνική Σχολή Κωνσταντινούπολης.
Αντίκτυπος
Ο νεοπλατωνισμός είχε αναμφισβήτητα ευρεία διάδοση και σημαντική επίδραση. Με αυτόν η Δυτική όσο και η Ανατολική Εκκλησία γνώρισαν τις προ Χριστού, «χριστιανικές ιδέες» του Πλάτωνα και μυήθηκαν σ΄ αυτές, δανειζόμενες φιλοσοφική ορολογία για να περιγράψουν τη θεολογία τους. Η Ανατολική Εκκλησία σήμερα με τον όρο "Υπερούσιον" «ονομάζει» τον Θεό και τον Χριστό («...τον υπερούσιον τίκτει»). Ο Αυγουστίνος πίστευε ότι ο χριστιανισμός ήταν μία τελειοποιημένη εκδοχή του νεοπλατωνισμού κι έτσι, υπό το νεοπλατωνικό του πρίσμα, ταύτισε μεταξύ τους τον νοητό χώρο των ιδεών, τη διανόηση, την ψυχή και το πνεύμα.
Στα νεότερα χρόνια επηρεασμένοι από τις νεοπλατωνικές ιδέες φέρονται ο Κομένιος, ο Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς, ο Γκαίτε, ο Έγκελς, ο Γάλλος φιλόσοφος Μπερξόν καθώς και όλα τα σύγχρονα μυστικιστικά φιλοσοφικά ρεύματα. Επίσης με το τριαδικό σχήμα της "μονής-προόδου-επαναφοράς" οι νεοπλατωνιστές επηρέασαν τη θεωρία περί διαλεκτικής κίνησης που ανέπτυξε μεταγενέστερα ο Έγελος, ο οποίος δίδασκε ότι η εξέλιξη ορμώμενη από τη «θέση», προχωρεί στην «αντίθεση» και καταλήγει στη «σύνθεση». Αυτό ακριβώς το εξελικτικό σχήμα είναι που δέχθηκε και παρέλαβε από τον Έγελο ο ιδρυτής του κομμουνισμού Κάρολος Μαρξ.
Πηγές και Υποσημειώσεις
[...] τούτο το Όλον είναι μια καθολικά αντιληπτή ζώσα ύπαρξη, πού περιβάλλει εντός της όλα τα ζωντανά πλάσματα [...] [Ενν. IV.4]
Stephen M. Garrett (2008) Panentheism: The Other God of the Philosophers - From Plato to the Present. By John W. Cooper The Heythrop Journal 49 (2) , 354–356.
Βιβλιογραφία
Νικολόπουλος, Φίλιππος, «Η διαλεκτική εξελικτική τριάδα κατά την νεοπλατωνική διανόηση», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 5 (1988), 267-274
Armstrong, A. H. (1970) The Cambridge History of Later Greek and Early Medieval Philosophy, Cambridge: Cambridge University Press.
Bilolo, M. (2007) Fondements Thébains de la Philosophie de Plotin l'Égyptien, Kinshasa-Munich-Paris: Publications Universitaires Africaines. ISBN 978-3-931169-00-5
Brun, J. (1988) Le Néoplatonisme, Paris
Harris, R. B. (ed.) (1976) The Significance of Neoplatonism, Albany
Harris, (1982) The Structure of Being: A Neoplatonic Approach, Albany
Harris, (1976) Neoplatonism and Indian Thought, Albany
Lloyd, A. C. (1990) The Anatomy of Neoplatonism, Oxford: Oxford University Press
Wallis, R. T., Neoplatonism, Bristol Classics 1995, μετάφραση στα νέα ελληνικά Γ. Σταματέλλος, Μεταεκδοτική, 2000.
Whittaker, T. (1968) The Neoplatonists, 4th ed. Hildesheim
Zintzen, C. (ed.) (1977) Die Philosophie des Neuplatonismus, Darmstadt
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License