.
Η έννοια της αγωνίας (πρωτότυπος τίτλος: Begrebet Angest[1]) είναι βιβλίο του Δανού φιλόσοφου και θεολόγου Σαίρεν Κίρκεγκωρ, το οποίο δημοσίευσε το 1844 με το ψευδώνυμο Vigilius Haufniensis (που σημαίνει: ο επαγρυπνών Κοπεγχάγειος).
Σ’ αυτό το βιβλίο ο Κίρκεγκωρ αναλύει την έννοια της αγωνίας από ψυχολογική, θεολογική και φιλοσοφική οπτική. Έτσι, δεν περιορίζεται σε ένα ψυχολογικό συναίσθημα, αλλά διευρύνει την πραγματεία του σε μια πληθώρα απόψεων. Το κείμενο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο αναγνωστικό κοινό της Κοπεγχάγης, κάτι που φανερώνεται σε μια πληθώρα υπαινιγμών, οι οποίοι δεν είναι εντελώς κατανοητοί στον σημερινό ή αλλοδαπό αναγνώστη.
Δομή
Τα κεφάλαια του βιβλίου μπορούν να αναλυθούν ως εξής:
Εισαγωγή: Μεθοδολογικές παρατηρήσεις σχετικές με την ανάλυση της αγωνίας. Επεξηγείται αρχικά, γιατί η Ψυχολογία είναι μεν αρχικά αρμόδια για τη μελέτη αυτής της έννοιας, αλλά προτιμότερο είναι να τεθεί ως υπόβαθρο και τελικός στόχος η Δογματική. Ασκείται επίσης αυστηρή κριτική στη σύγχυση των εννοιών και των επιστημών, που έχει προκληθεί από την προσπάθεια του Χέγκελ να συμπεριλάβει όλες τις φιλοσοφικές επιστήμες σε ένα μοναδικό Σύστημα.
Κεφάλαιο Ι: Η αγωνία εξετάζεται ως προϋπόθεση του προπατορικού αμαρτήματος και ως έννοια που εξηγεί αναδρομικά την προέλευση αυτού του αμαρτήματος: ο Αδάμ και η Εύα διέπραξαν ένα ποιοτικά και όχι χρονικά «πρώτο» αμάρτημα.
Κεφάλαιο ΙΙ: Η αγωνία επαυξάνεται ποσοτικά στις γενιές μετά τους πρωτόπλαστους, κατά το μέτρο που προστίθενται τα αμαρτήματα των μεταγενέστερων και οι ανθρώπινοι συλλογισμοί σχετικά με τα αποτελέσματα.
Σαίρεν Κίρκεγκωρ
Κεφάλαιο ΙΙΙ: Η αγωνία ως επακόλουθο εκείνης της αμαρτίας, η οποία προκύπτει όταν λείπει η συναίσθηση της αμαρτωλότητας. Πρόκειται για την αγωνία των "απνευμάτιστων" κι εκείνων που εντοπίζουν την αμαρτία μέσα στο πεπρωμένο, όπως έκαναν οι παγανιστές.
Κεφάλαιο IV: Η αγωνία που προκύπτει ως επακόλουθο της αμαρτίας μέσα σε ένα ανθρώπινο άτομο: αγωνία ενώπιον της δυνατότητας να ανανεώνεται η αμαρτία («αγωνία για το κακό») και αγωνία του αμαρτωλού ενώπιον του καλού («δαιμονισμός»).
Κεφάλαιο V: Η αγωνία ως κάτι που λυτρώνει δυνάμει της θρησκευτικής πίστης. Η αγωνία ως εκπαιδεύτρια, η οποία καθιστά δυνατή τη λύτρωση με τη βοήθεια της θρησκευτικής πίστης.
Ερμηνευτική ανάλυση
Κάθε επιστήμη, λέει ο Κίρκεγκωρ, οφείλει να κινηθεί μέσα στο πλαίσιο που της ταιριάζει, αν θέλει να πετύχει έγκυρα αποτελέσματα. Αλλά μέσα σε ποια επιστήμη μπορεί να εξεταστεί η αμαρτία; Όχι μέσα στην Ηθική, γιατί αυτή είναι μια δεοντολογική επιστήμη, από την οποία λείπει η απαραίτητη βαθύτητα. Όταν η αμαρτία αναλύεται ψυχολογικά, εξηγούνται μόνο τα ψυχικά φαινόμενα που αποτελούν την πραγματική (= εμπειρική) δυνατότητα της αμαρτίας, αλλά δεν μπορεί να εξηγηθεί το πώς εισέδυσε η αμαρτία στον κόσμο (κάτι που είναι η ιδεατή δυνατότητά της).
Πριν διαπράξει το προπατορικό αμάρτημα, ο Αδάμ αγνοούσε το τι είναι η αμαρτία. Δεν έπραξε λοιπόν γνωρίζοντας αλλά αγνοώντας. Η αμαρτία συνίσταται στην απόφαση που παίρνουμε και όχι στη γνώση που διαθέτουμε ή δεν διαθέτουμε. Έστω και αν αγνοούσε το τι ακριβώς έκανε, ο Αδάμ στάθηκε με αγωνία μπροστά σε κάτι που αγνοούσε, άρα μπροστά σε ένα τίποτα. Δεν γνώριζε ούτε καν τη διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, γιατί αυτή την απέκτησε μετά την πτώση. Η αγωνία έχει λοιπόν ανέκαθεν το χαρακτηριστικό της άγνοιας, άρα έχει ως αντικείμενο ένα τίποτα (= «το μηδέν»). Επιπλέον η αγωνία παρομοιάζεται με το συναίσθημα που έχει κάποιος, όταν στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού. Βιώνει τότε έναν ίλιγγο κι ένα φόβο μήπως πέσει, αλλά και μια τρομακτική ορμή που τον σπρώχνει να πέσει στο κενό. Αυτό το βίωμα είναι η αγωνία, κατά το μέτρο που παρέχει την ελευθερία για πτώση, επηρεασμένη από έναν μη κυριαρχημένο ίλιγγο.
Για τις κατοπινές γενιές υπάρχει μια αναλογία με το αμάρτημα του Αδάμ. Η αμαρτία διαπιστώνεται αρχικά μόνο ως δυνατότητα. Το πώς θα πραγματοποιήσει καθένας αυτή τη δυνατότητα, είναι ένα υποκειμενικό ζήτημα. Αλλά μέσω κάθε ανθρώπινου ατόμου η αμαρτία ως ποιότητα εισδύει ξανά στον κόσμο. Ποια είναι λοιπόν η διαφορά του προπατορικού αμαρτήματος; Δεν είναι εντελώς ποσοτική, δηλαδή η υπ’ αριθμόν ένα αμαρτία, αλλά μια άλλου είδους ποιότητα: το προπατορικό αμάρτημα ίδρυσε μια καινούρια ταυτότητα που έκτοτε χαρακτηρίζει ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό δεν είναι ευνόητο για όσους νομίζουν ότι η μία φορά δεν είναι κάτι σπουδαίο, επειδή τάχα οι πολλές φορές είναι σπουδαιότερες.
Το νόημα της διάκρισης ποσότητας-ποιότητας είναι ότι η εκάστοτε ατομική πτώση στην αμαρτία προκύπτει με ένα «ποιοτικό άλμα». Μέσω αυτού του άλματος η αμαρτία καθορίζεται ως ποιότητα. Και μολονότι μπορεί να ειπωθεί ότι μετά τον Αδάμ προστέθηκαν πολλά αμαρτήματα, αυτή είναι μια ποσοτική συνάθροισή τους, ενώ κάθε νέο αμάρτημα είναι μια νέα ποιότητα. Αν το προπατορικό αμάρτημα ήταν απλώς ένα πρώτο μεταξύ πολλών άλλων, δηλαδή με καθαρά ποσοτικό προσδιορισμό, τότε ο Αδάμ θα αποκλειόταν από το ανθρώπινο γένος σαν μοναδικός και τελεσίδικος διαφθορέας.
Αυτή η διαπίστωση παρέχει κι έναν ανθρωπολογικό ορισμό: Ο άνθρωπος είναι σύνθεση ψυχής και σώματος, η οποία φέρεται (= συγκρατιέται) από το πνεύμα αλλά αποκτά κι εμπειρική πραγματικότητα. Όταν κάθε άνθρωπος συλλογίζεται τη σχέση του προς την αμαρτία, το συλλογιζόμενο πνεύμα προστίθεται στην ψυχή και συγκροτεί τη σύνθεση. Αυτή είναι μια δυναμική αλλά και εύθραυστη σχέση. Διασαφηνίζει όμως και το χριστιανικό καθήκον, να γίνει καθένας ο εαυτός του και να δημιουργήσει από αυτόν μια νέα ενότητα. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί κατά τον Κίρκεγκωρ, μόνο αν ο άνθρωπος σχετισθεί με τον Θεό. Τότε η ανθρώπινη χρονικότητα (= προσκαιρότητα, θνητότητα) συνάπτεται με την αιωνιότητα και το θνητό ον με τη δυνατότητά του να διαιωνιστεί.
Εδώ γίνεται μια νύξη στην εφηβεία κάθε ανθρώπου, όταν αφυπνίζεται η αισθησιακότητα. Μόλις αυτή εμφανίζεται, ξεκινά και η ιστορία του ανθρώπου, διότι τότε εγκαθιδρύεται και το πνεύμα που συλλογίζεται και τείνει να επικρατήσει. Η σύνθεση χρονικότητας-αιωνιότητας εγκαθιδρύεται μέσα σε μια «στιγμή», η οποία επιφέρει κατά το πλείστο μια πτώση σε αμαρτωλή κατάσταση αλλά και τη δυνατότητα της ανάνηψης και της σωτηρίας. Σημαντική είναι επίσης η διαφοροποίηση του χριστιανικού-θρησκευτικού ατόμου από προηγούμενες θρησκευτικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με τον χριστιανισμό ο άνθρωπος οδηγείται στον εαυτό του μέσα από τα έγκατα μιας συνείδησης της αμαρτωλότητάς του. Αντίθετα ο Παγανισμός θεωρεί την αυτοσυνείδηση ως σχέση με το πεπρωμένο (π.χ. του Οιδίποδα), ενώ ο ιουδαϊσμός ως σχέση με την ενοχή.
Αφού ένα ανθρώπινο άτομο αμαρτήσει, εμφανίζονται δύο είδη αγωνίας. Η αγωνία προ του κακού, κατά την οποία αγωνιούμε μήπως ανανεωθεί το αμάρτημα, και η αγωνία προ του καλού, που είναι η νεύρωση τού να φοβούμαστε τη λύτρωση και τη σωτηρία. Και οι δύο είναι εσφαλμένες σχέσεις ψυχής-σώματος, που δεν έχουν κυριαρχηθεί εντελώς από το πνεύμα.
Ενώ η αγωνία οδηγεί συνήθως σε αμαρτήματα, όσο ο άνθρωπος τελεί μέσα στον «ίλιγγο» της αμαρτωλής δυνατότητας, είναι επίσης ικανή να λειτουργήσει εποικοδομητικά, ώστε να μάθουμε το ύψιστο. Η αγωνία αποτελεί τη δυνατότητα της αμαρτωλότητας αλλά και της απελευθέρωσης από αυτήν. Και μολονότι συχνά ενοχλεί και παρεμποδίζει την αυτοπραγμάτωσή μας, μπορεί να αποβεί κίνητρο για να γίνει κάποιος ο εαυτός του. Η αγωνία αναδεικνύει έτσι ξανά τον αμφίρροπο χαρακτήρα της ως ταυτόχρονα θελκτική και απωθητική. Αν κάποιος αντλήσει από την αγωνία εσφαλμένα διδάγματα, μπορεί να οδηγηθεί ακόμα και στην αυτοκτονία. Αν όμως μάθει ν’ αγωνιά ορθά, τότε ξεμασκαρεύονται οι πεπερασμένες δυνατότητες και ανακαλύπτεται η οδός προς την απεραντοσύνη και τη σωτηρία.
Παραπομπές
Kierkegaard, Søren. «Begrebet angest». en simpel psychologisk-paapegende overveielse i retning af det dogmatiske problem om arvesynden. "Google". Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2021.
Βιβλιογραφία
Kierkegaard, Søren: Η έννοια της αγωνίας. Μετάφραση Γιάννης Τζαβάρας. Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1971, 2η έκδοση 1990.[1]
Malantschuk, Gregor: «Άγχος και ύπαρξη στον Kierkegaard». Μετάφραση Σοφία Σκοπετέα. Εποπτεία 79 (1983), 409-415.
Γαϊτάνης, Βασίλειος: Σκέψεις πάνω στην αγωνία, στον φόβο και στον χρόνο στον Kierkegaard. “University Studio Press”, Θεσσαλονίκη 1994.
Τζαβάρας, Γιάννης: «Μεταφράζοντας την Έννοια της αγωνίας του Κίρκεγκωρ». Φρέαρ 5 (2014), 66-68.[2]
Τζαβάρας, Γιάννης: «Η αγωνία ως μέσο ηθικο-θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης κατά τον Κίρκεγκωρ». Στον τόμο: Πανεπιστήμιο Κρήτης, Σχολή Επιστημών, ΠΤΠΕ: Ηθική και θρησκευτική ανάπτυξη και αγωγή του παιδιού. (Πρακτικά επιστημονικού συνεδρίου), Ρέθυμνο 2004, 584-588.[3]
Τσακίρη, Βασιλική: «Søren Kierkegaard: η ύπαρξη ως ελευθερία». Νέα Ευθύνη 5 (2011), 229-242.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License