Ο Γιαν Μιλ (φλαμανδικά: Jan Miel[15] (1599 Μπέβερεν – 1663, Τορίνο) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος και χαράκτης, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στην Ιταλία. Αρχικά μπήκε στον κύκλο Ολλανδών και Φλαμανδών ζωγράφων στη Ρώμη, οι οποίοι αναφέρονται ως Bamboccianti και ήταν γνωστοί για τα έργα που απεικόνιζαν σκηνές καθημερινότητας της κατώτερης τάξης της Ρώμης. Αργότερα απομακρύνθηκε από το ύφος τους και ζωγράφισε ιστορικά θέματα σε ύφος κλασικιστικό.
Συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες στη Ρώμη και κατά το τελευταίο τμήμα της σταδιοδρομίας του στο Τορίνο ως ζωγράφος της Αυλής του Καρόλου Εμμανουήλ Β΄, Δούκα της Σαβοΐας.[16]
Βιογραφία
Ο Γιαν Μιλ πιθανότατα γεννήθηκε στο Μπέβερεν, αν και έχουν προταθεί ως γενέτειρες πόλεις του η Αμβέρσα και το Ντεν Μπος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την εκπαίδευσή του, αλλά υποτίθεται ότι έγινε στην Αμβέρσα.[17] Ο Ιταλός βιογράφος του 17ου αιώνα Τζοβάννι Μπαττίστα Πάσσερι αναφέρει εκπαίδευσή του με τον Άντονι βαν Ντάικ στη Φλάνδρα, αλλά δεν υπάρχει ανεξάρτητη μαρτυρία για κάτι τέτοιο.[18]
Αγόρι παίζει φλογέρα
Η παραμονή του Μιλ στη Ρώμη κατά την περίοδο 1636 - 1658 είναι τεκμηριωμένη, αλλά είναι πιθανόν ότι ήδη βρισκόταν εκεί από το 1633.[19]
Στη Ρώμη έγινε μέλος των Bentvueghels, μιας οργάνωσης κυρίως Φλαμανδών και Ολλανδών ζωγράφων που εργάζονταν στην πόλη. Ήταν συνήθεια των μελών της οργάνωσης καθένα να έχει και ένα προσωνύμιο, το λεγόμενο "δηλωτικό όνομα". Για τον Μιλ είναι τεκμηριωμένα δύο τέτοια προσωνύμια: Bieco (αλλήθωρος στα ιταλικά) και Honingh-Bie, που αποδίδεται ως "μέλισσα" λόγω του επωνύμου του, Miele, όπως ήταν γνωστός στην Ιταλία, και το οποίο σημαίνει "μέλι".[17]
Στη Ρώμη συνδέθηκε, επίσης, με τον κύκλο των ρωπογράφων, το έργο των οποίων ήταν επηρεασμένο από τον Ολλανδό ρωπογράφο Πίτερ φαν Λερ (Pieter van Laer) και αναφέρονταν ως Bamboccianti. Αυτοί ήσαν κυρίως Φλαμανδοί και Ολλανδοί καλλιτέχνες που εργάζονταν στη Ρώμη και δημιουργούσαν μικρών διαστάσεων πίνακες ή χαρακτικά με βάση την καθημερινή ζωή των κατώτερων τάξεων της Ρώμης και της τριγύρω εξοχής. Ο Γιαν Μιλ αποτέλεσε ζωτική δύναμη στην εξέλιξη αυτής της νέας καλλιτεχνικής παράδοσης στη Ρώμη.[19]
Το 1648 ο Μιλ έγινε ο πρώτος βορειοευρωπαίος καλλιτέχνης που έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά (Accademia di San Luca), μια υψηλού κύρους οργάνωση των κορυφαίων καλλιτεχνών της Ρώμης. Τεκμηριώνεται, επίσης, και παραμονή του στη βόρεια Ιταλία γύρω στο 1654. Από το 1658 ως τον θάνατό του, διέμενε στο Τορίνο, όπου είχε αναγορευτεί ζωγράφος της Αυλής του Καρόλου Εμμανουήλ Β΄, Δούκα της Σαβοΐας.[16]
Έργο
Γενικά
Ο τσαρλατάνος
Οι πρώτοι χρονολογημένοι πίνακες του Μιλ από τη δεκαετία του 1630 ήδη εμφανίζουν την επιρροή του Πίτερ φαν Λερ και των Bamboccianti ως προς την απεικόνιση θεμάτων των κατώτερων τάξεων ενώ ασχολούνται με τις κανονικές τους δραστηριότητες ή παίζουν. Ανάμεσα στα προσφιλή του θέματα είναι οι παίκτες του παιχνιδιού "morra", χαρτοπαίκτες, χοροί στο χωριό, τσαρλατάνοι, κουρείς, μπαλωματήδες, περιπλανώμενοι μουσικοί και θεατρίνοι κτλ. Παραδείγματα πρώιμων έργων του σε αυτόν τον τύπο ζωγραφικής περιλαμβάνουν τους πίνακες Παίκτες σφαιρών (Μουσείο του Λούβρου) και Ο μπαλωματής (Μουσείο Καλών Τεχνών και Αρχαιολογίας της Μπεζανσόν), και οι δύο φιλοτεχνημένοι το 1633. Την περίοδο αυτή επανεπεξεργάστηκε και αντέγραψε πίνακες του φαν Λερ.[16]
Παράδειγμα έργου της αποκαλούμενου ύφους bambocciate είναι Ο τσαρλατάνος (σήμερα στο Μουσείο Ερμιτάζ) της δεκαετίας του 1650. Η σύνθεση απεικονίζει έναν περιπλανώμενο "γιατρό" και τους βοηθούς του, που παρουσιάζουν μια θεραπευτική "σούπα" στο εύπιστο κοινό. Στην ψηλή εξέδρα, πάνω στην οποία τοποθετούνται τα κύρια πρόσωπα, υπάρχει η επιγραφή VERO SECRET CONT... (πραγματική θεραπεία για...). Το θέμα της αγυρτείας είναι κοινό στους πίνακες του 17ου αιώνα και εμφανίζεται, επίσης, σε έργα των Άντριεν Μπράουβερ, Γιαν Στέιν και Κάρελ Ντυζαρντέν.
Οι κύριες προσωπικότητας στον πίνακα του Ερμιτάζ παρουσιάζονται με τη μεταμφίεση των χαρακτήρων στην Κομέντια ντελ άρτε. Ο τσαρλατάνος (αγύρτης) φορά τη μάσκα και το κοστούμι του Il Dottore, ενώ η μορφή με την κιθάρα φορά το κοστούμι του Zanni (του "τρελάρα" υπηρέτη). Η χρήση χαρακτήρων από την κομέντια ντελ άρτε μπορεί επίσης να βρεθεί και σε άλλα έργα του Μιλ, όπως το Καρναβάλι στη Ρώμη (1653, σήμερα στο Μουσείο Πράδο) και στην Πρόβα των ηθοποιών (Συλλογή Zingone, Ρώμη).[20]
Καρναβάλι στην Πιάτσα Κολόννα
Κατά τις δεκαετίες 1640 και 1650 ο Μιλ άρχισε, όπως ο Μικελάντζελο Τσερκουότσι (Michelangelo Cerquozzi) να επεκτείνει την έκταση των πινάκων bambocciate δίνοντας λιγότερη προσοχή στο περιβάλλον τοπίο και επικεντρωνόμενος στις ανεκδοτολογικές απόψεις της πόλης και της αγροτικής ζωής. Τα έργα αυτά χρησιμοποιήθηκαν κατ' επανάληψη ως πρότυπο από τους Bamboccianti κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα και από ρωπογράφους που εργάστηκαν στη Ρώμη στις αρχές του 18ου αιώνα.[16]
Η μεγαλύτερη συμβολή του Μιλ στη ρωπογραφία είναι οι πίνακές του με σκηνές καρναβαλιού. Παράδειγμα είναι ο πίνακας Καρναβάλι στην Πιάτσα Κολόννα στη Ρώμη του 1645 (σήμερα στο Μουσείο Ουάντσγουορθ). Ο πίνακας δίνει πιστή απεικόνιση της έντασης του καρναβαλιού. Όπως είναι σύνηθες στους πίνακες του Μιλ αυτού του τύπου, ευγενείς και μη απεικονίζονται στην ίδια σκηνή: Το άγαλμα του Αγίου Παύλου πάνω σε μια ελληνική κολώνα περιβάλλεται από Ρωμαίους ευγενείς με πολυτελείς ενδυμασίες και καβάλλα στα άλογά τους, ενώ οι "κοινοί θνητοί" είναι οι γλεντζέδες: ζητιάνοι, σκανδαλιάρηδες και πλανόδιοι πωλητές. Είναι, επίσης, παρών κι ένας θίασος της Κομέντια ντελ άρτε. Στον πίνακα οι ηθοποιοί είναι μεταμφιεσμένοι σε μορφές από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το γλέντι έχει φθάσει στο αποκορύφωμά του, ενώ στο παρασκήνιο ο χειμώνας επικρέμεται ως ομοίωμα.[21]
Συνεργασίες
Ο Μιλ συνεργαζόταν συχνά με άλλους καλλιτέχνες, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής. Ζωγράφιζε το "σταφάζ" (πληθύσμωση με μορφές) των τοπίων της πόλης του Βιβιάνιο Κοντάτσι (Viviano Codazzi) και του Αλεσσάντρο Σαλούτσι (Alessandro Salucci) και στα τοπία των Γκασπάρ Ντυγκέ (Gaspard Dughet) και Αντζελούτσιο (Angeluccio).[16]
Η Αψίδα του Κωνσταντίνου, συνεργασία με τον Αλεσσάντρο Σαλούτσι
Ο Γιαν Μιλ εργάστηκε ιδιαίτερα συχνά με τον Αλεσσάντρο Σαλούτσι, σημαντικό ανανεωτή του τύπου της τοπιογραφίας που αποκαλείται veduta, δηλ. μεγάλών διαστάσεων πίνακες με αστικά κυρίως ή άλλα τοπία, ο οποίος φιλοτέχνησε πολλά "καπρίτσι" (ιταλ. capricci), δηλαδή συνθέσεις στις οποίες τοποθετούνται μαζί κτίσματα, αρχαιολογικά ερείπια και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία σε φανταστικούς συνδυασμούς, στους οποίους περιλαμβάνονταν αρχαία ρωμαϊκά μνημεία σε φανταστικά περιβάλλοντα. Η συνεργασία των δύο καλλιτεχνών ξεκίνησε το 1635 και έληξε όταν ο Μιλ έφυγε για το Τορίνο το 1658 για να εργαστεί στην Αυλή του Δούκα της Σαβοΐας. Το μοναδικό χρονολογημένο δείγμα της συνεργασίας των δύο καλλιτεχνών είναι το Φανταστικό λιμάνι (σήμερα στο Μουσείο Τέχνης του Σινσινάττι), έργο του 1656.[22] Ο Μιλ αρίστευε στην απεικόνιση ιστοριών, για τις οποίες οι μεγάλοι ανοικτοί χώροι του Σαλούτσι παρείχαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Ο Μιλ συχνά περιλάμβανε πολλαπλές ανεκδοτολογικές σκηνές σε ένα μόνον έργο. Αυτό είναι εμφανές στο έργο Αρχιτεκτονικό καπρίτσιο με εικονική στοά, μια πηγή, μια διώροφη "λότζια", ένα γοτθικό παλάτι και μορφές στην αποβάθρα (Δημοπρασία στον οίκο Christie's 1708, Lot 56) όπου ένα κομψό ζευγάρι στο κάτω αριστερό τμήμα της σκάλας της στοάς δρα ανεξάρτητα από τις μορφές που βρίσκονται ακριβώς πλάι του, ενώ με τη σειρά τους αυτές οι μορφές δεν ασχολούνται με τους χαρτοπαίκες στις σκάλες λίγο πιο πίσω.[23] Οι μορφές που απεικονίζει ο Μιλ είναι συνήθως αγρότες, ζητιάνοι, παίκτες μόρρα, πανδοχείς και θυρωροί συχνά ανακατεμένοι με κομψά ντυμένους άνδρες και γυναίκες, κάτι που απέπνεε έντονα την καθημερινότητα στη Ρώμη σε συνδυασμό με τις αρχιτεκτονικές διευθετήσεις που ζωγράφιζε ο Σαλούτσι.[24]
Ηθοποιοί της Κομέντια ντελ άρτε σε άμαξα στην πλατεία μιας κωμόπολης
Υπάρχει τεκμηρίωση ότι το 1641 ο Για Μιλ βρισκόταν στο εργαστήριο του Αντρέα Σάκκι (Andrea Sacchi). Η συνεργασία αυτή είναι μάλλον ιδιόμορφημ καθώς ο Σάκκι ήταν σημαντικός αρνητικός κριτής του ύφους των Bambocciante, των οποίων ο Μιλ ήταν σημαντικός εκπρόσωπος. Η παραμονή αυτή στο εργαστήριο του Σάκκι πιθανόν να ήταν καθοριστική για τις καλλιτεχνικές εξελίξεις προς την "gran maniera" της ζωγραφικής.[25] Ο Μιλ συνεργάστηκε με τον Σάκκι στον πίνακα Ο Ουρβανός Η΄ επισκέπτεται την Εκκλησία του Ιησού (1641, σήμερα στην Πινακοθήκη Μπαρμπερίνι της Ρώμης).[26] Πιστεύεται ότι ο Σάκκι ζωγράφισε μόνον ένα μικρό τμήμα του πίνακα και ότι οι μορφές στο προσκήνιο είναι του Μιλ, σε σχέδια του Σάκκι.[27]
Σε παλαιούς καταλόγους δημοπρασιών αναφερόταν ότι ο Μιλ είχε κάνει το "σταφάζ" στα τοπία του Κλωντ Λορραίν κατά την παραμονή του στη Ρώμη, αλλά δεν έχει γίνει δυνατή η απόδοση των ανθρώπινων μορφών σε έργα του Λορραίν στον Μιλ.[17]
Ύστερη εξέλιξη
Γύρω στα 1650 άρχισε να ζωγραφίζει λιγότερα έργα στο ύφος bambocciate και επικεντρώθηκε σε πίνακες θρησκευτικού περιεχομένου για εκκλησίες, σε μεγάλες διαστάσεις. Υπάρχει ένας αριθμός έργων του σε αυτό το πιο "αξιοπρεπές" ύφος, όπως είναι η εικόνα Παναγία Βρεφοκρατούσα με Αγίους για τον καθεδρικό ναό της Σάντα Μαρία ντελλα Σκάλα στο Κιέρι, χρονολογούμενη το 1651. Κατά την ίδια περίοδο, ο Μιλ φιλοτέχνησε επίσης μικρούς πίνακες με θρησκευτικά θέματα.[16] Τα έργα αυτά του είχαν παραγγελθεί από επιφανείς πάτρονες στη Ρώμη, όπως η οικογένεια Μπαρμπερίνι. Το έργο του αυτό δείχνει μια τάση προς τον κλασικισμό, όπως μαρτυράται από τον πίνακα Διδώ και Αινείας (σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Καμπραί).[28]
Το προσκύνημα του Αγίου Λάμπερτ
Μετά τη μετοίκησή του στο Τορίνο το 1658 διακόσμησε το βασιλικό κυνηγετικό περίπτερο στη "Venaria Reale" με μεγάλης κλίμακας κυνηγετικές σκηνές (τμήμα των οποίων σήμερα έχει χαθεί). Ζωγράφιζε όλο και περισσότερους πίνακες ιστορικού περιεχομένου, γεγονός που υπογραμμίζει την επικέντρωσή του στις κλασικιστικές τάσεις που ήδη είχαν εμφανιστεί στους θρησκευτικούς του πίνακες της δεκαετίας του 1650. Άρχισε, επίσης, να μελετά και να αντιγράφει πίνακες του Ραφαήλ και του Αννίμπαλε Καρράτσι, όπως ακριβώς αντέγραφε τα έργα του Πίτερ φαν Λερ στην αρχή της σταδιοδρομίας του.[16]
Χαρακτικά
Ο Μιλ ήταν επίσης ταλαντούχος χαράκτης. Φιλοτέχνησε την προμετωπίδα για την La povertà contenta (Ρώμη, 1650) του Ντανιέλλο Μπάρτολι (Daniello Bartoli) και τις εικονογραφήσεις του De bello belgico (Ρώμη, 1647) του Φαμιάνο Στράντα (Famiano Strada).[16]
Δείτε επίσης
Κατάλογος Φλαμανδών ζωγράφων
Παραπομπές
(Γαλλικά) BNF authorities. data.bnf.fr/ark:/12148/cb149529159. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας: Gemeinsame Normdatei. 135764351. Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2015.
«Jan Miel». Biografisch Portaal. 07072355.
Άαρον Σβαρτς: «Jan Miel». (Αγγλικά) Open Library. OL5419507A.
RKDartists. 56007. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Αγγλικά, Bokmål, Σουηδικά, Φινλανδικά, Δανικά, Εσθονικά) KulturNav. 1454cea3-5082-48ec-91dd-ed344172371d. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
ECARTICO. 5262. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Δανικά, Αγγλικά) Kunstindeks Danmark. 801. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
Athenaeum. 9570. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
Faceted Application of Subject Terminology. 1834815. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
Artnet. jan-miel. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Αγγλικά) Benezit Dictionary of Artists. 2006. B00122612. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017. ISBN-13 978-0-19-977378-7.
Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο. 41225. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Γαλλικά) BNF authorities. data.bnf.fr/ark:/12148/cb149529159. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
Παραλλαγές του ονόματός του: 'Jan Miele', 'Jan Bicke', 'Jan Bike', 'Cavaliere Giovanni Miele', 'Cavaliere Giovanni Milo', 'Cavaliere Giovanni della Vita', 'Petit Jean', προσωνύμια: 'Bieco', 'Honingh-bie'
Ludovica Trezzani. "Miel, Jan." Grove Art Online. Oxford Art Online. Oxford University Press. Web. 23 April 2016
Jan Miel στο Ολλανδικό Ίδρυμα Ιστορίας της Τέχνης (Dutch)
Giovanni Miele in: Giovanni Battista Passeri, Vite the pittori, scultori ed architetti che anno lavorato in Roma, Roma, 1772, page 224
Jan Miel on Hadrian
Jan Miel, Charlatan at the Hermitage
Linda Maynard Powell, Feasts, Fairs and Festivals: Mirrors of Renaissance Society
Alessandro Salucci (Florence 1590- Rome c. 1660), A Seaport with Figures at the Royal Collection
Alessandro Salucci (Florence 1590-1655/60 Rome) and Jan Miel (Beveren-Waes 1599-1664 Turin), An architectural capriccio with an ionic portico, a fountain, a two story loggia, a Gothic palace and figures on a quay at Christie's
Annalia Delneri, Andrea Emiliani, Anna Orlando, Francesco Petrucci, Mary Newcome Schleier, Angela Tecce, Old Masters 2011: Capolavori da prestigiose collezioni europee per la mostra Tefaaf Maastricht 2011 - Galleria Cesare Lampronti, Gangemi Editore spa, 2011, p. 17
Jan Miel, Without Ceres or Bacchus, Venus would freeze at Sotheby's
The painting Urban VIII visits the Church of the Gesù in the Galleria Barberini in Rome
Kelli Peduzzi, The Katalan Collection of Italian Drawings: The Frances Lehman Loeb Art Center, Vassar College, Poughkeepsie, New York, Frances Lehman Loeb Art Center, Vassar College, 1 Mar 1995, p. 106
J. J. P. P., Miel, Jan van Bike. Il Cavaliere Gioo at the Prado
Βιβλιογραφία
Cornelis de Bie, Het Gulden Cabinet, 1662, p. 368
Le siècle de Rubens, catalogue d'exposition, Bruxelles, Musées royaux des beaux-arts de Belgique, 1965, p. 136-137.
Fokker, T.H., Nederlandsche Fresco's in Romeinsche paleizen, Mededeelingen van het Nederlandsch Instituut te Rome 9 (1929), pp. 175-192
Hess, J. Arbeiten des Malers Jan Miel in Turin, Mededeelingen van het Nederlandsch Historisch Instituut te Rome 12 (1932), pp. 141-152
Toesca, I., Jan Miel's Paintings for San Lorenzo in Lucina, Rome, Oud Holland 77 (1962), pp. 135-136
Kren, T., Jan Miel (1599-1664), a Flemish painter in Rome, Ann Arbor 1982
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License