Η ηλεκτρονική μουσική είναι είδος μουσικής το οποίο χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά μουσικά όργανα και γενικότερα ηλεκτρονική μουσική τεχνολογία για την παραγωγή της. Οι πρώτοι πειραματισμοί εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ στα τέλη του 20ού έγινε η κυρίαρχη μορφή μουσικής.[1]
Κατηγοριοποίηση
Μια γενική διάκριση αυτού του μουσικού είδους, είναι ο ήχος ο οποίος παράγεται μέσω ηλεκτρομηχανικών μέσων όπως η ηλεκτρική κιθάρα, το τελαρμόνιο, και το όργανο Χάμοντ, και αυτός που παράγεται από τη χρήση ηλεκτρονικής και ψηφιακής τεχνολογίας όπως από ηλεκτρονικό υπολογιστή, πλήκτρα, και το θέρεμιν.[2]
Ιστορία
Αφίσα όπου παρουσιάζεται η ηλεκτρονική μουσική συσκευή του τελαρμονίου, 1907
Τα πρώτα στάδια
Οι πρώτες ηλεκτρονικές συσκευές για την αναπαραγωγή μουσικής -τελαρμόνιο- αναπτύχθηκαν στο τέλους του 19ου αιώνα, και σύντομα έπειτα τα μέλη του ιταλικού καλλιτεχνικού ρεύματος των φουτουριστών άρχισαν να πειραματίζονται με τις νέες αυτές ηχητικές κατευθύνσεις.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και του 1930, άρχισαν να παρουσιάζονται οι πρώτες μουσικές συνθέσεις για τα όργανα αυτά από μουσικούς, και κατά τη δεκαετία του 1940, γίνονταν πειραματισμοί με τις μαγνητοφωνήσεις των μελωδιών, αλλάζοντας την ταχύτητα περιστροφής των κυλίνδρων της κασέτας και επιταχύνοντας ή μειώνοντας την συχνότητα της μουσικής αλλά και τη φορά της.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην ανάπτυξη της ηλεκτροακουστικής μουσικής ταινίας τη δεκαετία του 1940 σε Γαλλία και Αίγυπτο. Το είδος της musique concrète, δημιουργήθηκε στο Παρίσι το 1948 και βασίζονταν στον συνδυασμό ήχων από το φυσικό και από το βιομηχανικό περιβάλλον μαζί με επένδυση ηλεκτρονικών μελωδιών. Η πρώτη φορά που παράχθηκε μουσική αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα ήταν στην Γερμανία το 1953, ενώ ακολούθησαν και συνθέσεις στην Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και η αλγοριθμική σύνθεση μουσικής στην Αυστραλία κατά την ίδια δεκαετία.
Αύξηση της δημοτικότητας
Ο Ζαν Μισέλ Ζαρ υπήρξε ένας από τους γνωστότερους εκπροσώπους της ηλεκτρονικής μουσικής από την δεκαετία του 1970 και έπειτα
Οι πρώτες μονοφωνικές ηλεκτρονικές συσκευές εμφανίστηκαν σε Αμερική και Ευρώπη στις αρχές του 1960, και κατά τη δεκαετία του 1970, οι ηλεκτρονικές μελωδίες άρχισαν να εμφανίζονται όλο και πιο συχνότερα στην ποπ μουσική με την εμφάνιση των μουσικών ειδών όπως η disco και η krautrock. Την δεκαετία του 1980, η ηλεκτρονική μουσική ήταν κυρίαρχο συστατικό των περισσότερων τραγουδιών ποπ, κυρίως με την χρήση πλήκτρων. Παράλληλα κατά την ίδια δεκαετία εμφανίστηκε και το πρότυπο MIDI για την ευρεία αναπαραγωγή μουσικών μελωδιών από ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Ιδιαίτερα στα τέλη του 1960, οι μουσικοί της ποπ και της ροκ, όπως οι Beach Boys και οι Beatles, άρχισαν να χρησιμοποιούν μουσικά όργανα όπως το θέρεμιν και το μέλλοτρον για την συμπλήρωση των μουσικών συνθέσεων τους. Έως το τέλος της δεκαετίας, τα συνθεσάιζερ άρχισαν να χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ιδιαίτερα στα μουσικά σχήματα της Progressive rock όπως οι Pink Floyd, Yes, Emerson, Lake & Palmer, και οι Genesis. Στην Ευρώπη ο ηλεκτρονικός ήχος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από συγκροτήματα όπως οι Kraftwerk, Tangerine Dream, Can, και Faust,[3] καθώς και μετέπειτα τον Μπράιαν Ίνο και τους Roxy Music[4]
Το υβρίδιο της ηλεκτρονικής ροκ εμφανίστηκε και στην Ιαπωνία, με άλμπουμ όπως το Electric Samurai: Switched on Rock (1972) του Ισάο Τομίτα ο οποίος έκανε διασκευές γνωστών τραγουδιών της εποχής σε συνθεσάιζερ, αλλά και τον Οσάμου Κιτατζίμα και το άλμπουμ Benzaiten (1974).[5] Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκαν μουσικοί οι οποίοι σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και μετέπειτα άσκησαν ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή όπως οι Ζαν Μισέλ Ζαρ, Βαγγέλης, και Τομίτα, οι οποίοι μαζί με τον Μπράιν Ίνο αποτέλεσαν τους κύριους εκπροσώπους της new age μουσικής.[6]
Με την άφιξη της πανκ ροκ μουσικής, εμφανίστηκε και μια βασική μορφή της ηλεκτρονικής ροκ, με τα βρετανικά συγκροτήματα όπως οι Ultravox με το κομμάτι του 1977 με τίτλο Hiroshima Mon Amour,[7]ο Γκάρι Νιούμαν, οι Depeche Mode, και οι Human League, ή οι Yellow Magic Orchestra από την Ιαπωνία.[8] Συγκεκριμένα οι Yellow Magic Orchestra πρωτοπόρησαν στην εισαγωγή της Synthpop με το άλμπουμ Yellow Magic Orchestra του 1978 καθώς και το Solid State Survivor του 1979.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας ήχου MIDI και γενικότερα του ψηφιακού ήχου, έκανε την αναπαραγωγή και σύνθεση των μουσικών μελωδιών πολύ ευκολότερη.[9] Έτσι ήρθε και η ανάπτυξη της Synthpop, χαρακτηριστικής μουσικής της δεκαετίας του 1980 η οποία υιοθετήθηκε από το μουσικό κίνημα των Νέων Ρομαντικών όπως οι Duran Duran, Spandau Ballet, Pet Shop Boys, A Flock of Seagulls, Culture Club, Talk Talk, Japan, και Eurythmics, παρομοίως όμως και οι πρωτοεμφανιζόμενοι ρυθμοί της ραπ και χιπ χοπ μουσικής βασίστηκαν σε ηλεκτρονικούς ήχους οι οποίοι απέδιδαν διάφορες κλίμακες των κρουστών και μπάσων ήχων. Η Synthpop χρησιμοποιούσε συχνά το συνθεσάιζερ ως το μόνο μουσικό όργανο αντικαθιστώντας όλα τα υπόλοιπα, μέχρι που η τάση αυτή άρχισε να χάνει δημοτικότητα από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και έπειτα.[8]
Δεκαετία του 1990 και έπειτα
Αίθουσα με φωτορυθμικό φωτισμό συνοδεία της ηλεκτρονικής μουσικής του είδους Hardstyle
Με το κόστος της τεχνολογίας να χαμηλώνει, η επέκταση της ηλεκτρονικής μουσικής συνεχίστηκε και διευρύνθηκε και κατά την δεκαετία του 1990, με είδη μουσικής όπως τέκνο και ρέιβ.[10]
Πέρα από τα παλαιά τεχνολογικά μέσα όπως το ραδιόφωνο και τις έντυπες εκδόσεις μουσικών περιοδικών, η μουσική εξαπλώθηκε και από τα νεότερα μέσα όπως ιστότοπους αφιερωμένους στη μουσική αυτή,[11] και η αυξανόμενη δημοτικότητα προκάλεσε το ενδιαφέρον της μουσικής βιομηχανίας ως προς την προώθηση και επένδυση στα νέα αυτά μουσικά υποείδη.
Τα τεχνολογικά μέσα μέσω των οποίων μπορεί να δημιουργηθεί ηλεκτρονική μουσική είναι πλέον διαθέσιμα σε αφθονία, ιδίως σε ότι αφορά το μουσικό λογισμικό για την παραγωγή μουσικής σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η ηλεκτρονική μουσική αποτελείται πλέον από πάρα πολλά είδη και υποείδη, τα οποία εκτείνονται από την πειραματική ηλεκτρονική μουσική έως την ηλεκτρονική χορευτική μουσική, και ως γενικότερο είδος μουσικής αποτελεί το κυρίαρχο είδος, σε αντίθεση με τις παλαιότερες εποχές πριν την δεκαετία του 1980 όπου αποτελούσε εξεζητημένο τύπο.[12]
Παραπομπές
Holmes 2002, σελ. 6
Holmes 2002, σελ. 8
Bussy 2004, σελίδες 15–17.
Unterberger 2002, σελίδες 1330–1.
Osamu Kitajima – Benzaiten στο Discogs
Holmes 2008, σελ. 403.
Maginnis n.d.
Anonymous & n.d.(2).
Russ 2004, σελ. 66.
Holmes 2002, σελ. 1) / Lebrecht 1996, σελ. 106
"House Music: How It Sneaked Its Way Into Mainstream Pop" by Kia Makarechi, The Huffington Post, August 11, 2011
Neill, Ben. «Pleasure Beats: Rhythm and the Aesthetics of Current Electronic Music». Leonardo Music Journal 12: 3–6. doi:10.1162/096112102762295052.
Πηγές
Holmes, Thomas B (2002), Electronic and Experimental Music: Pioneers in Technology and Composition (2η έκδοση), London: Routledge Music/Songbooks, (cloth) (pbk), ISBN 0-415-93643-8
Holmes, Thom (2008), Electronic and Experimental Music: Technology, Music, and Culture (3η έκδοση), London and New York: Routledge, (cloth); (pbk); ISBN 0-203-92959-4 (ebook), ISBN 0-415-95781-8.
Lebrecht, Norman (1996), The Companion to 20th-Century Music, Da Capo Press., (pbk), ISBN 0-306-80734-3
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Η ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής - Μέρος 1ο - Μέρος 2ο - Μέρος 3ο / του Παπαλιά Τάσου, Fridge.gr
Η ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής σε ένα poster - allflavors.net
Mουσική χρονομηχανή: Αναδρομή στην ηλεκτρονική μουσική - MusicHeaven
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License