Η καντάτα (ιτ. Cantata, γερμ. Kantate, από το ιταλικό cantare: τραγουδώ) είναι είδος μουσικής φωνητικής σύνθεσης, θρησκευτικού ή κοσμικού περιεχομένου, με οργανική ή ορχηστρική συνοδεία. Οι καντάτες αποτελούνται από αρκετά μουσικά μέρη (ή κινήσεις), ενώ συχνή είναι η χρήση της χορωδίας. Συχνή είναι και η χρήση μεμονωμένων τραγουδιστών (σόλο) χωρίς ωστόσο να είναι επιβεβλημένη. Η δε γλώσσα των κειμένων που χρησιμοποιείται στις καντάτες είναι τόσο τα λατινικά, όσο και η καθομιλουμένη.
Η σημασία του όρου δεν είναι ταυτόσημη σε όλες τις εποχές της κλασικής μουσικής: στην Ιταλία του 17ου αιώνα ήταν αντίστοιχη στο μονοφωνικό μαδριγάλι, ενώ αργότερα διαχωρίστηκε στους υπότυπους καντάτα δωματίου (cantata da camera) και εκκλησιαστική καντάτα (cantata da chiesa). Έφτασε την ακμή της κατά την περίοδο του Μπαρόκ, με κύριο εκπρόσωπο τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος έγραψε πάνω από 200. Την κλασική εποχή της μουσικής παραμερίστηκε, δίνοντας τα ηνία σε άλλα είδη μουσικής, ωστόσο, αρκετοί ρομαντικοί συνθέτες όπως ο Ρόμπερτ Σούμαν και ο Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, επανέφεραν την καντάτα στο προσκήνιο.
Ιστορικά στοιχεία
Ο όρος καντάτα εμφανίζεται στις αρχές του 17ου αιώνα, παράλληλα με την όπερα και το ορατόριο. Προϋπόθεση για την ανάπτυξή της υπήρξε η άνοδος της οργανικής μουσικής, καθώς μέχρι τότε η λόγια μουσική περιοριζόταν στα πλαίσια των φωνητικών έργων. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, καντάτες για μία ή δύο σόλο φωνές και συνοδεία κοντίνουο, αποτελούσαν την κύρια έκφραση της ιταλικής φωνητικής μουσικής δωματίου. [1]
Στην αρχική της αυτή μορφή, η δομή της περιλάμβανε την έναρξη με κάποιο αναγγελτικού ύφους ρετσιτατίβο, καθώς και κάποια πρώιμου είδους άρια, ως σχόλιο των προλεχθέντων. Τυπικά παραδείγματα αυτής της μορφής αποτελούν οι καντάτες του Τζάκομο Καρίσσιμι, αλλά και κάποια έργα του Χένρι Πέρσελ. Με την άνοδο της άριας ντα κάπο, η καντάτα τείνει να αποτελείται από δύο ή τρεις άριες, που συνδέονται με ρετσιτατίβο, όπως φαίνεται και σε πολλά έργα του Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι άριες δεν διαφέρουν απ' αυτές που βρίσκουμε στην όπερα της εποχής, ενώ η όλη καντάτα λειτουργεί σαν μικρής κλίμακας ορατόριο. Αυτό είναι εμφανές τόσο στις καντάτες του Μπαχ όσο και τα ανθέμια του Χαίντελ· μάλιστα, πολλές από τις μακροσκελέστερες καντάτες του Μπαχ είναι στην πραγματικότητα ορατόρια, όπως το "Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο", το οποίο κατ' ουσίαν αποτελείται από έξι εκκλησιαστικές καντάτες. Οι έξι αυτές καντάτες αντιστοιχούν σε έξι διαφορετικές μέρες, που ωστόσο στο σύνολό τους δεν διαφέρουν με οποιοδήποτε κλασικό ορατόριο.
Την εποχή του Μπαρόκ η καντάτα αποτέλεσε κύρια μουσική έκφραση της Λουθηρανικής εκκλησίας, καθώς υπήρξε μέρος της λειτουργίας, αλλά και άλλων εκκλησιαστικών περιστάσεων. Δείγματα γραφής σώζονται όχι μόνον από τον Μπαχ, αλλά και από άλλους Γερμανούς συνθέτες, όπως τον Ντήτριχ Μπουξτεχούντε, τον Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν, τον Κρίστοφ Γκράουπνερ κ.ά. Οι δε κοσμικές καντάτες διαφοροποιούνται από τις εκκλησιαστικές κυρίως ως προς το μέρος του κειμένου· πολλές απ' αυτές γράφτηκαν για ειδικές περιστάσεις της ανώτερης τάξης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αποτέλεσαν την κύρια μουσικοθεματική πηγή για θρησκευτικές καντάτες (π.χ. το "Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο" του Μπαχ).
Κλασική και Ρομαντική περίοδος
Ο όρος καντάτα τον 19ο αιώνα χρησιμοποιείται πλέον μόνο για χορωδιακά έργα, ως μέσο διαχωρισμού από τα σολιστικά, ενώ τείνει να αποκλείει το θρησκευτικό του σκέλος. Από τους συνθέτες της περιόδου διακρίνεται ο Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, με τα έργα του Die erste Walpurgisnacht («Η πρώτη Βαλπουργιανή Νύχτα») και τη Συμφωνία Νο. 2, μια κατ' ουσίαν καντάτα με τρία συμφωνικά πρελούδια. Ο Ρόμπερτ Σούμαν έγραψε την καντάτα Das Paradies und die Peri («Ο παράδεισος και τα Ουρί»), ενώ ο Γιοχάνες Μπραμς συνέθεσε την καντάτα "Ρινάλντο", σε ποίηση Γκαίτε. Άλλοι συνθέτες με καντάτες στο συγγραφικό τους έργο περιλαμβάνουν τους Μπετόβεν (Meeresstille), Εκτόρ Μπερλιόζ ("Sardanapale"), Κλωντ Ντεμπυσύ (L'enfant prodigue) και τον Γκούσταβ Μάλερ, με το περίφημο "Das klagende Lied" («το τραγούδι των λυγμών»).
Εικοστός αιώνα και εφ'εξής
Η καντάτα επεκτάθηκε και στη νεότερη εποχή, μέσα από τα έργα επιφανών συνθετών, όπως τον Ραλφ Βων Ουίλιαμς, τον Μπέλα Μπάρτοκ ("Cantata Profana"), αλλά και τον Άρνολντ Σένμπεργκ, με το έργο "Gurre-Lieder", που αρχικά υπήρξε κύκλος τραγουδιών. Ο Πάουλ Χίντεμιτ, ο Άντον Βέμπερν και ο Σεργκέι Προκόφιεφ συνεισέφεραν στο είδος με κάποια μέτριας κλίμακας έργα τους, ενώ σημείο-σταθμός στον 20ό αιώνα αποτελεί η σκηνική καντάτα "Κάρμινα Μπουράνα" του Καρλ Ορφ. Ένας άλλος συνθέτης, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν, έγραψε τουλάχιστον έξι καντάτες, ενώ τα έργα "Κατά Σαδδουκαίων" και "Canto Olympico" του Μίκη Θεοδωράκη αποτελούν δημοφιλή αποσπάσματα του ελληνικού χορωδιακού ρεπερτορίου.
Παραπομπές
Timms, et al. 2001, §I.
Πηγές
Timms, Colin, Nigel Fortune, Malcolm Boyd, Friedhelm Krummacher, David Tunley, James R. Goodall, and Juan José Carreras. 2001. "Cantata". 2001. The New Grove Dictionary of Music and Musicians, second edition, edited by Stanley Sadie and John Tyrrell. London: Macmillan Publishers.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License