.
Η γραμμή Μαζινό (ligne Maginot) ήταν μια σειρά επίγειων και υπόγειων οχυρωματικών έργων, που άρχισε να κατασκευάζεται μετά τον Α' Π.Π. καλύπτοντας σε μήκος ολόκληρη τη γαλλο-γερμανική μεθόριο. Έμεινε στη σύγχρονη ιστορία ως το μεγαλύτερο σε μήκος οχυρωματικό έργο που κατασκευάστηκε στην Ευρώπη, αλλά και το ατυχέστερο παγκοσμίως αφού ουδέποτε δικαίωσε την κατασκευή της. Η αναφορά της γραμμής Μαζινό στους στρατιωτικούς κύκλους έχει ταυτιστεί σήμερα με την έννοια της πανωλεθρίας, μετά την οποία και καταλήφθηκε η Γαλλία στον Β' Π.Π..
Έλαβε το όνομά της από τον εισηγητή της κατασκευής της, τον τότε υπουργό Πολέμου της Γαλλίας, Αντρέ Μαζινό (André Maginot).
Το υπόβαθρο
Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Νοέμβριο του 1918 η Γαλλία, παρ' ότι μια από τις νικήτριες δυνάμεις, αντιμετώπισε σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Είχε χάσει περισσότερο από ένα εκατομμύριο νέους, ενώ 4 έως 5 εκατομ. ήταν οι τραυματίες της. Με τη λήξη της σύρραξης πρόβαλε επιτακτικά ένα συνακόλουθο σημαντικό πρόβλημα: Πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη νέα σύρραξη. Το θέμα αυτό υπήρξε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ του Πρωθυπουργού Ζωρζ Κλεμανσώ και του Στρατάρχη Πεταίν, επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων:[1] Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, μολονότι ικανοποιούσε την εθνική υπερηφάνεια των Γάλλων, πρακτικά εξουθενώνοντας τους ηττημένους μέχρις εξοντώσεως, αποτελούσε σημαντικό αίτιο για νέα ένοπλη σύρραξη. Την εποχή εκείνη, όμως, υπήρχαν αρκετοί Γάλλοι πολιτικοί (σημαντικότερος από αυτούς ο ίδιος ο Κλεμανσώ), οι οποίοι πίστευαν ότι η Γερμανία «την είχε γλιτώσει φθηνά». Εν τούτοις, αρκετοί σημαντικοί ηγέτες, όπως ο Στρατάρχης Φερντινάν Φος υποστήριξαν εξ αρχής ότι η Συνθήκη αυτή ήταν απλά μια ανακωχή και ότι ο πόλεμος δεν θα σταματούσε στο σημείο αυτό. Έμελλε να δικαιωθεί μόλις είκοσι χρόνια αργότερα.
Στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν τρεις αντίθετες σχολές: Η μία, με βασικούς υποστηρικτές τους Στρατάρχες Φος και Πεταίν, υποστήριζε ότι χρειαζόταν ένα μεγάλο στατικό αμυντικό έργο, μπροστά στο οποίο ακόμη και ο ισχυρότερος στρατός θα ήταν δυνατό να αναχαιτιστεί. Η άλλη σχολή, με κύριους υποστηρικτές τον (τότε) Συνταγματάρχη Σαρλ ντε Γκωλ και τον πολιτικό Πωλ Ρεϊνό υποστήριζε το ακριβώς αντίθετο: Τη δημιουργία ενός ευέλικτου στρατού, που θα στηριζόταν στην ταχύτητα και τη δύναμη πυρός των θωρακισμένων αρμάτων και την υποστήριξή του από το Πυροβολικό και την Αεροπορία. Η τρίτη, με βασικό υποστηρικτή τον Στρατάρχη Ζοφφρ (Joffre), έμοιαζε αρκετά με την πρώτη: Η χώρα όφειλε να δημιουργήσει πολλές μικρές αμυντικές βάσεις, οι οποίες θα χρησίμευαν και ως ορμητήρια αντεπίθεσης[2]. Όλες όμως οι σκέψεις αυτές προσέκρουσαν σε δύο δυσχέρειες: Η μία ήταν η απροθυμία του μέσου Γάλλου πολίτη να συνεισφέρει σε έμψυχο υλικό, ύστερα από τόσες απώλειες, και η άλλη ήταν ότι, ακόμη και αν η κοινή γνώμη ήταν υπέρ της τελευταίας άποψης, η επάνδρωση αυτών των δυνάμεων απαιτούσε περισσότερους άνδρες (και, ως επιθετική, περισσότερες θυσίες) απ' όσους η εξουθενωμένη πληθυσμιακά Γαλλία μπορούσε να συνεισφέρει, δεδομένης της μείωσης των γεννήσεων που αναμενόταν (και πράγματι παρατηρήθηκε) κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Έτσι, οι υποστηρικτές της κατασκευής των αμυντικών οχυρώσεων κέρδισαν τη μάχη στο CSG (Ανώτατο Συμβούλιο Πολέμου) και το σύνολο των (γραμμικά) παραταγμένων οχυρωματικών έργων πήρε το όνομα «Γραμμή Μαζινό» από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, ο οποίος πίεζε με όσα μέσα διέθετε για την κατασκευή, διακηρύσσοντας ότι ήταν το πλέον επείγον έργο για την προστασία της χώρας. Ο Μαζινό αντικαταστάθηκε, το 1924, από τον Πωλ Παινλεβέ, εν τούτοις συνέχισε να στηρίζει το έργο συχνά συνεργαζόμενος με τον νέο υπουργό.
Σκοπός
Σύμφωνα με τους επινοητές της κατασκευής, αυτή θα εξυπηρετούσε τους εξής σκοπούς:
Απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης και κάλυψη της κινητοποίησης του Στρατού ως συνόλου (με τα δεδομένα της εποχής απαιτούνταν δύο έως τρεις εβδομάδες), ο οποίος στη συνέχεια θα την ενίσχυε.
Εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού (Η Γαλλία της εποχής είχε συνολικό πληθυσμό περίπου 40 εκ., η Γερμανία περίπου 70 εκ. κατοίκους)
Υποχρέωση του εχθρού να την παρακάμψει, αν η εισβολή γινόταν μέσω Ελβετίας ή Βελγίου
Προστασία των Αλσατία - Λωρραίνη, περιοχών που είχαν αποδοθεί εκ νέου στη Γαλλία μόλις το 1918 και διέθεταν σημαντικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Χρήση της ως βάση εξαπόλυσης αντεπιθέσεως.
Κατασκευή
Αν και ο όρος γραμμή υποδεικνύει ότι το έργο θα ήταν γραμμικό, σε ορισμένα σημεία παρουσίαζε αρκετό βάθος (20 έως 25 χλμ.). Η κατασκευή, αν και είχε υποδειχθεί από τον Μαζινό ήδη από το 1922, δεν ξεκίνησε αμέσως, κύρια λόγω της επιφυλακτικότητας που έδειχναν οι γαλλικές κυβερνήσεις απέναντι στο κόστος της. Κάποια σχετική πρόοδος άρχισε να σημειώνεται μόλις το 1926, οπότε η τότε Κυβέρνηση ενέκρινε ένα κονδύλιο για την έναρξη δοκιμαστικών κατασκευών. Συνεχίζονται, παράλληλα, οι συζητήσεις στο Εθνικό Συμβούλιο Άμυνας σχετικά με το είδος και τη μορφή των οχυρώσεων. Το 1927 η αντιπαράθεση ανάμεσα στις απόψεις των στρατιωτικών λήγει με μια μορφή συμβιβασμού: Μόνιμες και ισχυρές οχυρώσεις θα κατασκευαστούν σε τρεις περιοχές: Μετς, Λοτέ (Lauter) και Μπελφόρ (Belfort). Θα κατασκευαστούν, επίσης, ελαφρότερες οχυρώσεις (οχυρώσεις εξοχής) μέσω των οποίων θα επιχειρούν τα στρατεύματα.[3] Η απόφαση αυτή πρακτικά έθεσε τέρμα στο σχέδιο του Μαζινό.
Όμως το σχέδιο θα επανέλθει. Το 1930 η Γερουσία ψηφίζει τον Νόμο Μαζινό, που δίνει στο εγκαταλελειμμένο σχέδιο τη δυνατότητα να προχωρήσει στην κατασκευή οχυρωματικών έργων με κονδύλιο 2,9 εκατ. γαλλικών φράγκων, "κατά μήκος της γερμανικής και ιταλικής μεθορίου". Η πίστωση αυτή αντιπροσώπευε το 5% ή 6% των συνολικών ετησίων στρατιωτικών δαπανών και χαρακτηρίστηκαν "αστείες" μπροστά στις δαπάνες που θα απαιτούσε η μηχανοποίηση του στρατεύματος. Το μισό περίπου του κονδυλίου προοριζόταν για την ενίσχυση των οχυρώσεων της Λωρραίνης, ενώ μόνο 50 εκατ. φράγκα προορίζονταν για οχυρώσεις στη βόρεια Γαλλία. Η Επιτροπή Οργάνωσης Οχυρωμάτων (γαλλ. CORF), δημιουργημένη ήδη από το 1927, επιφορτίζεται με την επιλογή των θέσεων και των σχεδίων των οχυρώσεων, ενώ η επίβλεψη ανατέθηκε στο Γαλλικό Μηχανικό.[4]. Στην πραγματικότητα, ήδη από το 1929 υπάρχει η σκέψη δημιουργίας μιας συνεχούς γραμμής πυρός από την πόλη Μαλμεντύ μέχρι την Ελβετική μεθόριο. Το σχέδιο είναι πολύ φιλόδοξο και πρόθεση είναι να αποτελείται από ισχυρές οχυρώσεις που θα στεγάζουν πυροβόλα ανά τέσσερα μίλια, γεγονός που θα σταματούσε οποιαδήποτε εχθρική εισβολή. Ανάμεσα στα πυροβολεία θα υπήρχαν οχυρώσεις επανδρωμένες από το Πεζικό και εξοπλισμένες με ανάλογα όπλα (πολυβόλα, πυροβόλα μικρού διαμετρήματος και όλμους). Το όλο σύστημα θα ενισχυθεί με δίκτυα τάφρων, καταφυγίων, αντιαρματικών εμποδίων κτλ. Όλες οι εγκαταστάσεις εφοδιασμού, διοίκησης και ενδιαίτησης θα βρίσκονται βαθιά στο έδαφος. Θα ξεπροβάλλουν από αυτό μόνο καταφύγια, πολυβολεία ή πυροβολεία κατασκευασμένα από ενισχυμένο σκυρόδεμα. Πίσω από τη γραμμή θα βρίσκονται υπόγεια καταφύγια από μπετόν για την κάλυψη των μονάδων πεζικού που θα υπερασπίζεται το χώρο μεταξύ των οχυρών. Η κατασκευή που τελικά πραγματοποιήθηκε κατά πολλούς ιστορικούς οφειλόταν στη μανία του μπετόν που είχε καταλάβει εκείνη την εποχή τη Γαλλία και έδωσε την απατηλή εντύπωση ότι αυτό ακριβώς ήταν το υπέρτατο αμυντικό όπλο κατά των δυνάμεων που θα επιβουλεύονταν και πάλι την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Το αποτέλεσμα
Ο Γαλλικός Στρατός επηρεάζεται βαθύτατα από την κατασκευή αυτή. Οι σκέψεις των ηγετών του (ιδιαίτερα του στρατηγού Γκαμελέν, επικεφαλής του Στρατού) είναι η σωστή επάνδρωση, ο σωστός εφοδιασμός, η ενίσχυση της γραμμής Μαζινό. Όλες οι ενέργειες του Γαλλικού στρατεύματος πρέπει να διέπονται από τη με κάθε τρόπο προάσπισή του.
Ο Ρεϊμόν Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η υπεράσπιση της γραμμής Μαζινό κατάντησε σημαντικότερη από την υπεράσπιση της ίδιας της Γαλλίας».[5]Στο ίδιο έργο του αναφέρει, επίσης, ότι «αυτοί που την κατασκεύασαν δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους πως υπάρχουν και αεροπλάνα». Από την έναρξη της μάχης της Γαλλίας φάνηκαν όλες οι αδυναμίες αυτού του στατικού κατασκευάσματος: Οι δημιουργοί του, αντί να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι για την προάσπιση ενός οχυρού δε χρειάζονται ούτε πολλές ούτε επίλεκτες δυνάμεις, έπραξαν το ακριβώς αντίθετο. Επάνδρωσαν τη γραμμή Μαζινό με το άνθος του Γαλλικού στρατού, αφήνοντας στις μη οχυρωμένες περιοχές στρατεύματα αμφίβολης μαχητικής ικανότητας. Ο Καρτιέ αναφέρει ότι «η γραμμή Μαζινό, αντί να αποδεσμεύει δυνάμεις, γίνεται ένα σφουγγάρι που τις απορροφάει».
Ασφαλώς καμία κίνηση δυνάμεων δεν είναι δυνατή: Οι οχυρώσεις είναι στατικές, δεν επιτρέπουν καμία κίνηση, κανέναν ελιγμό. Οι Γερμανοί στρατηγοί δεν είναι, ασφαλώς, ανόητοι. Βλέποντας τη γραμμή Μαζινό κατανοούν άμεσα ότι είναι μιά πολύ ισχυρά οχυρωμένη γραμμή. Αποφασίζουν, κατά συνέπεια, να την παρακάμψουν: Η εισβολή γίνεται από το Σεντάν, στις 10 Μαΐου 1940, κοντά στη Βελγική μεθόριο, όπου πρακτικά δεν υπάρχει γραμμή Μαζινό: Υπάρχει μόνον ένα οχυρωμένο φυλάκιο, το οποίο καταλαμβάνεται, ύστερα από ισχυρό μπαράζ πυροβολικού, από μια μονάδα Μηχανικού και αφού όλοι οι υπερασπιστές του (104 άνδρες) πέφτουν νεκροί. Οι Γερμανοί απλά παρακάμπτουν την υπόλοιπη γραμμή, η Γερμανική Αεροπορία πετά από πάνω της, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα, κλεισμένα στο μπετονένιο οχυρό τους, δεν μπορούν να μετακινηθούν (δε διαθέτουν μεταφορικά μέσα ούτε θωρακισμένα) και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις μηχανοκίνητες και θωρακισμένες μεραρχίες των Γερμανών.
Το αποτέλεσμα είναι η στρατιωτική κατάρρευση της Γαλλίας: Στις 14 Ιουνίου καταλαμβάνεται το Παρίσι και τότε, ενώ τα Γαλλικά στρατεύματα υποχωρούν, στις αρχές Ιουνίου, οι γερμανικές δυνάμεις απέκοψαν ολοσχερώς τη γραμμή Μαζινό από την υπόλοιπη Γαλλία. Η γαλλική κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε σε ανακωχή, η οποία υπογράφηκε στις 22 Ιουνίου στην Κομπιένη (Compiègne). Καθώς η γραμμή ήταν περικυκλωμένη ο γερμανικός στρατός επιτέθηκε σε κάποια οχυρά της, από την εσωτερική πλευρά των γαλλικών συνόρων, τα αποτελέσματα όμως της επίθεσής του ήταν πενιχρά. Απέτυχε να καταλάβει οποιαδήποτε σημαντική οχύρωση και η γραμμή Μαζινό τυπικά παρέμεινε απόρθητη. Όμως, παρακάμφθηκε και αχρηστεύθηκε στην πράξη, μετά την αιφνιδιαστική επίθεση - εισβολή των γερμανικών πάντσερ μέσα από το δάσος των Αρδεννών και το Βέλγιο.[6] Το υπερόπλο, της εποχής εκείνης, το τεράστιο γερμανικό πυροβόλο «Μεγάλος Γκούσταβ», το οποίο είχε κατασκευαστεί με σκοπό να ισοπεδώσει τη γραμμή Μαζινό δεν χρησιμοποιήθηκε καν.[7] Έτσι οι κυριότερες οχυρώσεις της γραμμής παρέμεναν ακόμα άθικτες, αρκετοί διοικητές των οχυρώσεων ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν επιθέσεις, ενώ ταυτόχρονα η αντίστοιχη ιταλική προώθηση είχε αντιμετωπισθεί με επιτυχία. Παρόλα αυτά, ο Μαξίμ Βεϊγκάν υπέγραψε την παράδοση και οι φρουρές της γραμμής Μαζινό, χωρίς να πολεμήσουν ή να συμβάλουν ουσιαστικά στην άμυνα της Γαλλίας, διατάχθηκαν να αποχωρήσουν από τα οχυρά και μεταφέρθηκαν σε καταυλισμούς αιχμαλώτων πολέμου .
Μετά τον Πόλεμο
Η γραμμή Μαζινό δεν καταστράφηκε κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά τον Πόλεμο επανδρώθηκε (μερικώς) και πάλι και έγιναν κάποιες τροποποιήσεις. Ωστόσο, το 1966 η Γαλλία αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και η γραμμή εγκαταλείφθηκε. Με την έναρξη του γαλλικού πυρηνικού εξοπλιστικού προγράμματος ορισμένα τμήματα πωλήθηκαν (ως καταφύγια) σε ιδιώτες, ενώ τα υπόλοιπα εγκαταλείφθηκαν. Σήμερα μόνον ένα οχυρό παραμένει σε ενεργή "υπηρεσία", αυτό στο Χόχβαλντ (Hochwald) και χρησιμοποιείται ως καταφύγιο της Διοίκησης της Αεροπορικής Βάσης του Ντράχενμπρον (Drachenbronn).
Παραπομπές
Robert Wilde στο History.About.com, 2001
History Learning Site
Maginot Line History
Le Tunnel
Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1966
Το φιάσκο Μαζινό στη Γαλλία Αρχειοθετήθηκε 2018-10-28 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα: www.mixanitouxronou.gr
Ο Μεγάλος Γκούσταβ: Το μεγαλύτερο πυροβόλο όλων των εποχών και το ταπεινωτικό του τέλος (Photos/Video), 11/06/2015, από την ιστοσελίδα: www.topontiki.gr της εφημερίδας "Το Ποντίκι".
Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License