.
Η γραπτή ιστορία της Μαδαγασκάρης ξεκίνησε τον 7ο αιώνα, όταν οι Άραβες ίδρυσαν εμπορικούς οικισμούς στις νοτιοδυτικές ακτές του νησιού. Όμως, η προϊστορία της χώρας ξεκίνησε με την άφιξη των πρώτων ανθρώπων, πιθανότατα από τη νοτιοανατολική Ασία. Αυτό εξηγεί την ποικιλομορφία στα χαρακτηριστικά των κατοίκων του νησιού, που συνδυάζουν γονότυπους τόσο από Αυστραλομαλαισιανούς όσο και από Αφρικανούς. Παλαιότερα, υποστηρίχθηκε από ειδικούς ότι οι πρώτοι κάτοικοί της πρέπει να είχαν αφρικανική καταγωγή και να μετανάστευσαν εκεί κατά τα τέλη της Παλαιολιθικής Εποχής. Στην πρώτη χιλιετία π.Χ. ξεκίνησε ο εποικισμός κατά κύματα από ινδομελανησιακά φύλα (Μαλαγάσους), με προέλευση από την Ινδονησία, που αφομοίωσαν τους Αφρικανούς και επέβαλαν τη δική τους εθνοφυλετική και γλωσσική ταυτότητα.[1] Απόγονοι αυτών είναι οι σημερινοί κάτοικοι της χώρας.
Στους Ευρωπαίους το νησί έγινε γνωστό μετά την Εποχή των Ανακαλύψεων. Από το 17ο αιώνα, η Αγγλία και η Γαλλία άρχισαν να ερίζουν για την επικυριαρχία στο νησί και έπειτα από μία ντε φάκτο περίοδο κατά την οποία έγινε προτεκτοράτο, το 1890 έγινε πλήρως προτεκτοράτο της Γαλλίας και το 1896 αποικία. Το 1960, στα πλαίσια της απαποικιοποίησης, η Μαδαγασκάρη έγινε ανεξάρτητο κράτος και στη συνέχεια μέλος του ΟΗΕ.
Προϊστορία
Η μυθολογία των Μαλαγάσιων αναφέρει μια φυλή κίτρινων νανοειδών ανθρώπων, που λέγονται Vazimba και αυτοί φέρονται ως οι αρχαιότατοι κάτοικοι. Μερικοί Μαλαγάσιοι πιστεύουν ότι αυτοί οι νάνοι ζουν ακόμα στα βάθη των δασών. Σε ένα νησί που οι κάτοικοί του υιοθετούν πρακτικές του να λατρεύουν τους αρχαίους προγόνους, οι κάτοικοι θεωρούν τους Vazimba ως τους αρχαιότερους προγόνους τους. Οι βασιλείς μερικών φυλών θεωρούσαν ότι είχαν συγγένεια εξ αίματος με τους Vazimba.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αρχαιολόγων, η ανθρώπινη παρουσία ανάγεται στην περίοδο από το 200 ως το 500 μ. Χ. , ενώ θαλασσοπόροι από τη νοτιοανατολική Ασία (πιθανότατα από τη Βόρνεο ή τη νότια Κελέβη) έφτασαν με κανό.[2] Οι αρχικοί Μαλαγάσιοι ήρθαν στο νησί ως μέρος της προέλασης των Αυστραλομαλαισιανών, ανθρώπων δηλαδή που κατώκησαν τη Χερσόνησο της Μαλαίας, την Ιάβα, τη Σουμάτρα, τη Μικρονησία και όλη την Πολυνησία, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Ζηλανδίας, της Χαβάης και του Νησιού του Πάσχα. Ποτέ δεν υπήρξε μαρτυρία ότι οι Ινδονήσιοι αποίκισαν την ανατολική ακτή της Αφρικής. Ο ανθρωπολόγος Τζάρεντ Ντάιμοντ έγραψε για τη αυστραλομαλαισιανή επέκταση στη Μαδαγασκάρη, τονίζοντας τις ομοιότητες των Μαλαγάσιων με τους Ινδονήσιους, όπως π.χ. στη χρήση των κανό και στην καλλιέργεια ρυζιού. Επίσης, τόνισε ότι οι κάτοικοι της Μαδαγασκάρης διαφέρουν από τους υπόλοιπους Αφρικανούς, καθώς οι καλύβες τους δεν είναι στρόγγυλες αλλά ορθογώνιες και τα ρούχα τους είναι φτιαγμένα από φυτικές ίνες και όχι από δέρματα ζώων, όπως των Αφρικανών.[3]
Μετανάστευση Αράβων και Μπαντού
Πιθανότατα γνώριζαν για τη Μαδαγασκάρη οι Άραβες θαλασσοπόροι και γεωγράφοι. Αρκετοί από αυτούς αναφέρουν διάφορα ονόματα για το νησί στα ανοικτά των νότιων ακτών του Οφίρ, όπως έλεγαν την Αφρική: Phebol, Cernea, Menuthias, Medruthis, Sherbezat, Camarcada και το Νησί του Φεγγαριού[4].
Η Μαδαγασκάρη έλαβε τη σημερινή της ονομασία από το Βενετό εξερευνητή Μάρκο Πόλο, (1254 — 1324), ο οποίος περιέγραψε το αφρικανικό νησί που έκρυβε ανείπωτο πλούτο με το όνομα Madeigascar στα Απομνημονεύματά του (1298 - 1320)[5]. Ο Πόλο είχε ακούσει νωρίτερα για το νησί στη διάρκεια των ταξιδιών του στην Ασία (1271 - 1295). Οι περισσότεροι λόγιοι πιστεύουν ότι έκανε περιγραφή του λιμανιού Μογκαντίσου, σημερινής πρωτεύουσας της Σομαλίας. Παρ’ ολ’ αυτά , οι Ιταλοί χαρτογράφοι έδωσαν το όνομα «Μαδαγασκάρη» στο νησί την περίοδο της Αναγεννήσεως.
Έποικοι Μπαντού πιθανότατα διέσχισαν τον Πορθμό της Μοζαμβίκης και πήγαν στη Μαδαγασκάρη την ίδια περίπου περίοδο ή και λίγο μετά.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες λέξεις στη μαλαγασική γλώσσα έχουν μαλαισιακές-πολυνησιακές καταλήξεις, μερικές λέξεις των Μπαντού — omby (βόδι), ondry (πρόβατο) και άλλες— απαντώνται επίσης. Με βάση αυτές τις μαρτυρίες, πολλοί ανθρωπολόγοι πιστεύουν ότι έποικοι Ινδονήσιοι και Μπαντού έκαναν την εμφάνισή τους και αφομοιώθηκαν νωρίς στην ιστορία του νησιού.
Οι Μπαντού έφεραν μαζί τους τα κυριότερα μουσικά όργανα της παράδοσης του νησιού, το jejolava και το πολύχορδο valiha. Επίσης, οι ίδιοι έφεραν την παθολογική λατρεία των βοοειδών, κάτι που απαντάται στην Ανατολική Αφρική. Ειδικά στις νότιες σαβάνες της Μαδαγασκάρης, όπου οι αφρικανικές επιρροές είναι σε μεγαλύτερο βαθμό, οι άνθρωποι μετρούν τον πλούτο και την κοινωνική θέση με βάση τα βοοειδή, ενώ τα ζεμπού είναι περισσότερα από τους κατοίκους σε αναλογία 2 προς 1 ή 3 προς 1.
Σύμφωνα με την παράδοση κάποιων Μαλαγάσιων, οι πρώτοι Άραβες ήρθαν ως πρόσφυγες στη Μαδαγασκάρη μετά τους εμφυλίους πολέμους που επακολούθησαν το θάνατο του Μωάμεθ το 632.[6] Από το 10ο ή τον 11ο αιώνα, Άραβες και δουλέμποροι από τη Ζανζιβάρη έπλευσαν με τα καΐκια τους και ίδρυσαν οικισμούς στις δυτικές ακτές της Μαδαγασκάρης. Αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι συμπεριελάμβαναν τους Ζαφιραμίνια, παραδοσιακούς προγόνους των Αντεμόρο, των Αντανόσι και άλλων εθνοτήτων της ανατολικής ακτής. Το τελευταίο κύμα Αράβων μεταναστών, οι Ανταλαότρα, έφτασαν στο νησί από την υπόλοιπη Αφρική και εποίκισαν το βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, εισάγοντας για πρώτη φορά τη λατρεία του Ισλάμ.[7] Οι Άραβες μετανάστες άφησαν την κληρονομιά τους. Τα ονόματα των εποχών, μηνών, ημερών και των νομισμάτων ετυμολογούνται από την αραβική γλώσσα, όπως και πολιτισμικά στοιχεία και πρακτικές (περιτομή, διάφοροι τύποι χαιρετισμού). Οι Άραβες μάγοι διέπρεψαν στις αυλές πολλών βασιλέων και φυλάρχων στο νησί και ήταν γνωστοί με την ονομασία ombiasy. Άραβες μετανάστες επέβαλαν το πατριαρχικό σύστημα στην οικογένεια και στη διοίκηση στη Μαδαγασκάρη. Προτού έρθουν οι Άραβες, οι Μαλαγάσιοι τηρούσαν το μητριαρχικό σύστημα των Πολυνήσιων, το οποίο σήμαινε ισότητα για άνδρες και γυναίκες σε θέματα περιουσίας.[8]
Άφιξη Ευρωπαίων αποικιοκρατών
Από το 15ο αιώνα οι Ευρωπαίοι ξεκίνησαν το εμπόριο μπαχαρικών, θέλοντας να αναμετρηθούν με τους Μουσουλμάνους σε αυτόν τον τομέα. Έτσι προσπέρασαν τη Μέση Ανατολή και έστειλαν φορτηγά πλοία γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, με προορισμό την Ινδία. Ο πρώτος Ευρωπαίος που πάτησε το πόδι του στη Μαδαγασκάρη ήταν ο Πορτογάλος Ντιόγκο Ντιάζ το 1500, όταν εξώκειλε το πλοίο του, που είχε προορισμό την Ινδία. Οι Πορτογάλοι συνέχισαν να έχουν εμπορικές σχέσεις με τους κατοίκους του νησιού και ονόμασαν το νησί Άγιο Λαυρέντιο ("Sāo Lourenço"). Τους επόμενους δύο αιώνες, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι μάχονταν για την εγκαθίδρυση οικισμών στο νησί. Στα τέλη του 17ου αιώνα ιδρύθηκαν εμπορικοί οικισμοί από τους Γάλλους στις ανατολικές ακτές.
Οι πρώτοι οικισμοί που ίδρυσαν οι Άγγλοι έκλεισαν εξαιτίας των ασθενειών, του κλίματος και της εχθρότητας από τους ιθαγενείς, ο πρώτος στην Τολιάρα το 1646 και ο δεύτερος στο Νόσι Μπε, τρία χρόνια μετά. Ο γαλλικός οικισμός του Τολανάρο (Φορ Ντοφέν) επέζησε άλλα 30 έτη. Τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1672, αυτόχθονες της φυλής, πιθανότατα οργισμένοι για το γεγονός ότι 14 Γάλλοι στρατιώτες στον οικισμό χώρισαν τις Μαλαγάσιες συζύγους τους και παντρεύτηκαν 14 ορφανές Γαλλίδες που είχαν εξοριστεί στην αποικία, σφαγίασαν τους 14 γαμπρούς και 13 από τις 14 νύφες. Οι Antanosy στη συνέχεια επί 18 μήνες ανέλαβαν τον έλεγχο του Τολανάρο. Οι 30 επιζήσαντες άνδρες και μία χήρα διεσώθησαν από πλοίο που ανήκε στη Γαλλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών το 1674. Το 1665 έπλευσε προς τη Μαδαγασκάρη ο Γενικός Διευθυντής της νεοσυσταθείσας Γαλλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, Φρανσουά Καρόν. Η Εταιρεία απέτυχε να ιδρύσει αποικία στο νησί, ωστόσο ίδρυσε λιμάνια στα γειτονικά νησιά Μπουρμπόν και Ιλ ντε Φρανς (σημερινά Ρεϊνιόν και Μαυρίκιος).
Πειρατεία και δουλεμπόριο
Την περίοδο από το 1680 ως το 1725 η Μαδαγασκάρη αποτέλεσε ορμητήριο πειρατών. Πολλοί άτυχοι ναυτικοί ναυάγησαν και αποκλείστηκαν στο νησί. Όσοι επέζησαν εγκαταστάθηκαν και έζησαν μαζί με τους αυτόχθονες ή πιο συχνά ίδρυσαν γαλλικές και αγγλικές αποικίες στο νησί ή πειρατικά καταλύματα και έγιναν οι ίδιοι πειρατές. Μία τέτοια περίπτωση ήταν του Ρόμπερτ Ντράρι[9], ο οποίος έγραψε ημερολόγιο, που αποτελεί τη μόνη γραπτή απεικόνιση της ζωής στα νότια του νησιού στη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Διάσημοι πειρατές όπως ο Ουίλιαμ Κιντ, έκαναν βάση τους τον Όρμο Αντονζίλ και το Νησί της Αγίας Μαρίας (μικρό νησί στη βορειοανατολική ακτή της Μαδαγασκάρης).
Πριν την έλευση των Ευρωπαίων, οι μαλαγασικές φυλές περιστασιακά πολεμούσαν με σκοπό να συλλάβουν και να εξανδραποδίσουν τους αιχμαλώτους. Συνήθως τους πουλούσαν σε Άραβες εμπόρους ή τους κρατούσαν για να εργάζονται για τους ίδιους. Οι πόλεμοι των παράκτιων φυλών μεγάλωσαν μετά την άφιξη των Ευρωπαίων δουλεμπόρων. Οι Μπετσιμισαράκα στα αντολικά της Μαδαγασκάρης είχαν περισσότερα πυρομαχικά από όλους τους υπόλοιπους ιθαγενείς, τα οποία αποκτούσαν από τους Ευρωπαίους. Κατάφεραν μάλιστα να εισβάλλουν και στις Κομόρες. Οι Σακαλάβα υπέταξαν άλλες φυλές στα δυτικά και είχαν επίσης πολεμοφόδια και δυναμίτιδα. Οι αρχηγοί τω φυλών που αποτύγχαναν να συλλάβουν αιχμαλώτους για το δουλεμπόριο έφταναν σε σημείο να πουλούν τους δικούς τους ανθρώπους για δούλους.
Η Δυναστεία των Μερίνα
Βασιλιάς Αντριαναμποϊνιμερίνα
Οι Μερίνα ζούσαν σε σχετική απομόνωση από το υπόλοιπο του νησιού επί πολλού αιώνες, όμως ως το 1824 είχαν κατακτήσει σχεδόν το σύνολο του νησιού. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη σε δύο βασιλείς, του Αντριαναμποϊνιμερίνα (περίπου 1745 – 1810) και του γιου του, Ραντάμα Α΄ (1792 – 1828).
Ο Αντριαναμποϊνιμερίνα κατάφερε να ενώσει το Βασίλειο των Μερίνα μέσω γάμων με πριγκίπισσες από διαφορετικές φυλετικές τάξεις των Μερίνα και κηρύσσοντας τον πόλεμο ενάντια στους πρίγκιπες. Ο ίδιος ίδρυσε την Ταναναρίβη (σημερινή Ανταναναρίβο) και την κατέστησε πρωτεύουσα, όπου έκτισε το βασιλικό παλάτι ή ρόβα rova, πάνω σε λόφο με πανοραμική θέα προς την πόλη. Σε αυτόν αποδίδεται η φράση: Ny ranomasina no valapariako (“Η θάλασσα είναι τα σύνορα του ορυζώνα μου”). Κωδικοποίησε τους νόμους και εισήγαγε το άροτρο από μέταλλο. Επίσης, έκτισε φράγματα και άνοιξε ορύγματα για να αυξήσει το ποσοστό καλλιεργήσιμης γης. Ταυτόχρονα, κυβέρνησε αποτελεσματικά στον στρατιωτικό τομέα. Ως το θάνατό του, το 1810, είχε υποτάξει τις φυλές των υψιπέδων Μπάρα και Μπετσιλέο.
Βασιλιάς Ραντάμα Α΄ (1810 - 1828)
Ο γιος του Αντριαναμποϊνιμερίνα , Ραντάμα Α’ ο Μέγας, ανήλθε στο θρόνο σε χρονική περίοδο που αποτέλεσε σταθμό στην ευρωπαϊκή ιστορία, με αντίκτυπο για τη Μαδαγασκάρη. Έπειτα από την ήττα του Ναπολέοντα, οι Βρετανοί ήθελαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στον Ινδικό Ωκεανό. Το 1810 κατέλαβαν το Μαυρίκιο και τη Ρεϊνιόν, που μέχρι πρότινος κατείχαν οι Γάλλοι. Οι Βρετανοί επέστρεψαν τη δεύτερη στους Γάλλους, κράτησαν όμως το Μαυρίκιο. Ο κυβερνήτης του Μαυρίκιου, για να αποκόψει τη Μαδαγασκάρη από το γαλλικό έλεγχο, αναγνώρισε το Ραντάμα Α΄ ως Βασιλέα της Μαδαγασκάρης. Ο τελευταίος υπέγραψε συμφωνίες με το Ηνωμένο Βασίλειο και κήρυξε εκτός νόμου το δουλεμπόριο, ενώ έκανε δεκτούς και Προτεστάντες ιεραποστόλους στο νησί. Σε αντάλλαγμα, η αφρικανική χώρα κέρδισε 1000 χρυσά νομίσματα ετησίως, άλλα 1000 ασημένια, ποσότητα δυναμίτιδας, όπλα και στολές του βρετανικού στρατού. Ο Κυβερνήτης του Μαυρίκιου έστειλε επίσης στρατιωτικούς συμβούλους, οι οποίοι συνόδευαν και μερικές φορές ηγήθηκαν σε μάχες ανάμεσα στο στρατό των Μερίνα με τους Σακαλάβα και τους Μπετσιμισαράκα. Το 1824 έπειτα από τη νίκη που κατήγαγε επί των Μπετσιμισαράκα, ο Ραντάμα Α΄ είπε “Σήμερα, ολόκληρο το νησί είναι δικό μου! Η Μαδαγασκάρη έχει μόνο έναν άρχοντα.” Ο βασιλιάς πέθανε το 1828 ενώ οδηγούσε το στρατό του σε εκστρατεία για την τιμωρία των Μπετσιμισαράκα.
Βασίλισσα Ραναβαλόνα Α΄ (1828 - 1861)
Η 33χρονη βασιλεία της Βασίλισσας Ραναβαλόνα Α΄ της Ωμής, χήρας του Ραντάμα Α΄, ξεκίνησε με τη δολοφονία του κληρονόμου του νεκρού Βασιλέα και όλων των συγγενών τους. Οι αριστοκράτες και οι μάγοι κέρδισαν ξανά εξουσία και δύναμη. Η βασίλισσα ακολούθησε αντιβρετανική πολιτική. Απαγόρευσε το χριστιανισμό, απέλασε τους Βρετανούς ιεραποστόλους και ακύρωσε τις συμφωνίες που είχε υπογράψει ο προκάτοχός της με τη Βρετανία. Στα χρόνια της καταργήθηκαν οι νόμοι του Ραντάμα και επανήλθε το παλαιό σύστημα της δίκης μέσω δοκιμασίας. Το τελευταίο σύστημα βασιζόταν στην πρακτική ότι άνθρωποι που τελούσαν εγκλήματα – οι περισσότεροι παραπέμπονταν σε δίκη για τέλεση χριστιανικών εθίμων- έπρεπε να πιουν το δηλητήριο του δέντρου tangena. Όσοι – ελάχιστοι- κατάφερναν να μην πεθάνουν μετά τη δοκιμασία αυτή, οι αρχές τους κήρυτταν αθώους. Οι Χριστιανοί της Μαδαγασκάρης κάνουν λόγο για τα «Χρόνια που η Γη ήταν Μαύρη» ( ny tany maizina), αναφερόμενοι στην περίοδο αυτή. 150.000 Χριστιανοί υπολογίζεται ότι βρήκαν το θάνατο κατά την περίοδο της βασιλείας της Ραναβαλόνα της Ωμής, ενώ η απομόνωση του νησιού μεγάλωσε και το εμπόριο με άλλες χώρες σταμάτησε.
Εν αγνοία της Βασίλισσας, ο γιος και κληρονόμος της, Ραντάμα Β΄ παρακολουθούσε μυστικά εκδηλώσεις της Καθολικής Εκκλησίας. Ο νεαρός μεγάλωσε υπό την επιρροή Γάλλων πολιτών στο Ανταναναρίβο. Το 1854 σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ ζήτησε από τη Γαλλία να εισβάλει στο νησί. Στις 28 Ιουνίου του 1855 υπέγραψε τη Χάρτα Λαμπέρ. Το έγγραφο αυτό έδινε στο Γάλλο επιχειρηματία Ζακ-Φρανσουά Λαμπέρ, ο οποίος είχε φθάσει στο νησί μόλις 3 εβδομάδες πριν, το αποκλειστικό δικαίωμα να εκμεταλλεύεται όλα τα ορυκτά, τα δάση και τη γη που δεν είχε καταληφθεί στη Μαδαγασκάρη, με αντάλλαγμα να καταβάλλει 10% από τα έσοδα στη βασιλική οικογένεια των Μερίνα. Στα επόμενα χρόνια, οι Γάλλοι θα χρησιμοποιούσαν τη Χάρτα Λαμπέρ και την επιστολή του Πρίγκιπα προς το Ναπολέοντα ως δικαιολογητικά για την προσάρτηση της Μαδαγασκάρης και για την ανακήρυξή της σε αποικία. Το 1857 η Βασίλισσα ανακάλυψε συνωμοσία για ανατροπή της, με πρωταγωνιστές το γιο της και διάδοχό της, καθώς επίσης και Γάλλους πολίτες. Σύντομα απέλασε όλους τους ξένους από το νησί. Η Ραναβαλόνα η Ωμή απεβίωσε το 1861.
Βασιλιάς Ραντάμα Β΄ (1861 - 1863)
Στη διάρκεια της βραχύβιας βασιλείας του Ραντάμα Β΄ , επαναφέρθηκαν οι μεταρρυθμίσεις του Ραντάμα Α΄ και άρχισε ξανά το εμπόριο με το Μαυρίκιο και τη Ρεϊνιόν. Επίσης, ο βασιλιάς προσκάλεσε ξανά τους Χριστιανούς ιεραποστόλους και τους ξένους να επιστρέψουν στο νησί και ακολούθησε γενικά φιλελεύθερη πολιτική. Η τελευταία προκάλεσε την οργή του πρωθυπουργού Ραϊνιβονιναχιτρινιονί (Rainivoninahitriniony), ο οποίος μεθόδευσε την οργάνωση πραξικοπήματος, που είχε αποτέλεσμα να θανατωθεί ο βασιλιάς με στραγγαλισμό. Ο Ραϊνιβονιναχιτρινιονί ή ο αδερφός του Ραϊνιλαγιαριβονί (Rainilaiarivory), αμφότεροι δολοπλόκοι, θα κυβερνούσαν τη Μαδαγασκάρη για τα επόμενα 32 χρόνια της μοναρχίας των Μερίνα, από το παρασκήνιο. Πρώτα ο Ραϊνιβονιναχιτρινιονί και έπειτα ο αδερφός του παντρεύτηκαν τη Βασίλισσα Ραζοαχερίνα, χήρα του Ραντάμα Β΄. Ο Ραϊνιλαγιαριβονί νυμφεύτηκε επίσης τις δύο τελευταίες βασίλισσες της Μαδαγασκάρης, τη Ραναβαλόνα Β΄ και τη Ραναβαλόνα Γ΄.
Βασίλισσα Ραζοαχερίνα (1863 - 1868)
Το συμβούλιο των πριγκίπων, με επικεφαλής τον Ραϊνιλαγιαριβονί προσέγγισε τη Ραμπόντο, χήρα του Ραντάμα Β΄, μία ημέρα μετά το θάνατο του συζύγου της. Της έδωσαν τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσε να τον διαδεχθεί στο θρόνο. Στους όρους συμπεριλαμβανόταν η καταστολή των δικών με δοκιμασία και η υπεράσπιση της ανεξιθρησκίας από τη μοναρχία. Η Ραμπόντο στέφθηκε βασίλισσα στις 13 Μαΐου του 1863 και έλαβε το όνομα Ραζοχερίνα. Κυβέρνησε ως το θάνατό της, στις 1 Απριλίου του 1868.[10]
Η βασίλισσα μεταξύ άλλων έστειλε πρεσβευτές στο Λονδίνο και στο Παρίσι, κατήργησε την αγορά της Κυριακής και υπέγραψε (1865) συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, δίνοντας τη δυνατότητα να μισθώνουν γη και περιουσία στο νησί, όπως επίσης να έχουν έναν πρεσβευτή κάτοικο στη χώρα. Η Ραζοχερίνα υπέγραψε επίσης εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, για τον περιορισμό εισαγωγής των όπλων και την εξαγωγή βοοειδών. Τέλος, με τη Γαλλία, η βασίλισσα υπέγραψε ειρηνευτική συμφωνία ανάμεσα στους απογόνους της και στους απογόνους του Αυτοκράτορα της Γαλλίας.[11]
Βασίλισσα Ραναβαλόνα Β΄ (1868 - 1883)
To 1869 η εκπαιδευμένη στη Βρετανία Ραναβαλόνα Β΄ βαπτίστηκε Χριστιανή (Εκκλησία της Αγγλίας) και στη συνέχεια ασπάστηκε το Αγγλικανικό Δόγμα και το κατέστησε επίσημη θρησκεία στο νησί.[12] Η βασίλισσα κατήργησε όλα τα ανιμιστικά σύμβολα και κατέφτασαν σε μεγάλους αριθμούς οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι και έκτισαν ναούς και σχολεία. Σε πολλά μέρη της χώρας, η αγγλική γλώσσα έγινε δεύτερη γλώσσα μαζί με τα γαλλικά. Λέξεις, όπως Cup, carpet και άλλες αγγλικές γλώσσες εισήλθαν στο λεξιλόγιο των Μαλαγάσιων. Την ίδια περίοδο, βρετανικά όπλα και στρατιώτες κατέφτασαν στο νησί, μέσω Νοτίου Αφρικής.
Βασίλισσα Ραναβαλόνα Γ΄ (1883 - 1897)
Ο Πρωθυπουργός Ραϊνιλαγιαριβονί επέλεξε τη Razafindrahety να διαδεχθεί τη Ραναβαλόνα Β΄. Στέφθηκε δημοσίως στις 22 Νοεμβρίου του 1883 και έλαβε το όνομα Ραναβαλόνα Γ΄. Πρώτο της μέλημα ήταν να επιβεβαιώσει το διορισμό του Ραϊνιλαγιαριβονί στην πρωθυπουργία. Επίσης, υποσχέθηκε να αποτινάξει τη γαλλική απειλή.[13]
Τέλος της Μοναρχίας
Οργισμένη με την αναβολή της Χάρτας Λαμπέρ και επιθυμώντας να ανακτήσει την περιουσία που είχε αφαιρεθεί από τους Γάλλους πολίτες, η Γαλλία εισέβαλε στη Μαδαγασκάρη το 1883 ξεκινώντας τον πρώτο πόλεμο μεταξύ Γάλλων και Χόβα (Hova αποκαλούσαν τους αριστοκράτες Μερίνα). Στο τέλος του πολέμου, η Μαδαγασκάρη παραχώρησε στη Γαλλία την Αντσιρανανά (Ντιέγκο Σουάρεζ) στη βόρεια ακτή και πλήρωσε 560.000 χρυσά φράγκα στους κληρονόμους του Λαμπέρ. Στην Ευρώπη, στο μεταξύ, ήταν σε εξέλιξη διπλωματικές προσπάθειες για επίτευξη συμφωνίας, με βάση την οποία οι Βρετανοί αποκτούσαν το Σουλτανάτο της Ζανζιβάρης και παραχωρούσαν στη Γερμανία τα δικαιώματά τους στην Ελιγολάνδη. Επίσης, θα παραιτούνταν από όλες τους τις διεκδικήσεις στη Μαδαγασκάρη προς όφελος της Γαλλίας.
Η απόβαση των Γάλλων στρατιωτών στη Μαδαγασκάρη το 1895.
Το 1895 οι Γάλλοι έφτασαν αεροπορικώς στην Μαχατζάνγκα και προχώρησαν προς την πρωτεύουσα Ταναναρίβη, όπου οι υπερασπιστές της πόλης εξεπλάγησαν , καθώς ανέμεναν επίθεση από την πλησιέστερη ανατολική ακτή. Προτού τελειώσει ο δεύτερος Πόλεμος Γάλλων και Χόβα, 20 Γάλλοι στρατιώτες σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις και 6.000 βρήκαν το θάνατο από ελονοσία και από άλλες ασθένειες.
Έπειτα από το τέλος των εχθροπραξιών, το 1896 ψηφίστηκε από το Γαλλικό Κοινοβούλιο η προσάρτηση της Μαδαγασκάρης. Η 103χρονη μοναρχία των Μερίνα τερματίστηκε και η βασιλική οικογένεια εξορίστηκε στην Αλγερία. Το Δεκέμβριο του 1904 ο ρωσικός στόλος της Βαλτικής προσάραξε στην Αντσιρανανά για κάρβουνο και ανεφοδιασμό, προτού αντιμετωπίσει το στόλο της Ιαπωνίας στη Ναυμαχία της Τσουσίμα. Προτού αναχωρήσουν, οι Ρώσοι ναυτικοί υποχρεώθηκαν να αφήσουν στην ακτή τα ζώα που είχαν αποκτήσει, πιθήκους, μπόα με κόκκινη ουρά και έναν κροκόδειλο.
Υπό γαλλικό έλεγχο
Αφίσα του Πολέμου των Γάλλων στη Μαδαγασκάρη.
Οι Βρετανοί δέχτηκαν την επιβολή καθεστώτος προτεκτοράτου στη Μαδαγασκάρη το 1890 και σε αντάλλαγμα τους παραχωρήθηκε ο έλεγχος της Ζανζιβάρης, η οποία ακολούθως αποτέλεσε τμήμα της Τανζανίας.[14] Οι Γάλλοι δεν ανέλαβαν τον έλεγχο του νησιού με στρατιωτικά μέσα, αλλά αντίθετα έπεισαν το λαό της Μαδαγασκάρης να ενωθεί με την Αυτοκρατορία τους το 1895 και 1896.
Στρατεύματα της Μαδαγασκάρης πολέμησαν στη Γαλλία, στο Μαρόκο και στη Συρία την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έπειτα από την πτώση της Γαλλίας στους Γερμανούς το 1940, η κυβέρνηση Βισί κυβέρνησε το νησί ως το 1942, οπότε η Μαδαγασκάρη καταλήφθηκε από βρετανικά στρατεύματα έπειτα από τη Μάχη της Μαδαγασκάρης. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέδωσε το νησί στην κυβέρνηση των Ελευθέρων Γάλλων το 1943.
Ανεξάρτητη Δημοκρατία
Το 1947 ξέσπασε εθνικιστική εξέγερση από τους ιθαγενείς, η οποία καταπνίγηκε από τους Γάλλους, των οποίων το γόητρο είχε καμφθεί. Περίπου 80-90.000 νεκροί ήταν ο απολογισμός των σφοδρών συγκρούσεων σε περίοδο ενός χρόνου.[15] Στη συνέχεια οι Γάλλοι ίδρυσαν αναμορφωτικούς θεσμούς το 1956 υπό την Πράξη Loi Cadre και το νησί οδηγήθηκε με ειρηνικό τρόπο προς την ανεξαρτησία του. Στις 14 Οκτωβρίου 1958 ανακηρύχθηκε η Μαλαγασική Δημοκρατία, ως αυτόνομο κράτος εντός της Γαλλικής Κοινότητας. Έπειτα από προσωρινή κυβέρνηση, υιοθετήθηκε Σύνταγμα το 1959 και τελικά το 1960 στις 26 Ιουνίου η χώρα έγινε ανεξάρτητη πλήρως.
Νεότερη και σύγχρονη ιστορία
Μονοκομματική διακυβέρνηση
Πρώτος Πρόεδρος του νέου κράτους αναδείχθηκε ο Φιλιμπέρ Τσιρανάνα, αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και με την υποστήριξη της Γαλλίας. Ο Τσιρανάνα, εκφραστής της πλειονότητας των πληθυσμών Κοτιέ, εγκαθίδρυσε καθεστώς προεδρικού τύπου. Σε αντίθεση με άλλες πρώην αποικίες της Γαλλίας, η Μαδαγασκάρη αντιτάχθηκε σθεναρά στην εδραίωση κομμουνιστικών κινημάτων.[16] Το 1972 κορυφώθηκαν οι διαμαρτυρίες εναντίον της πολιτικής του Τσιρανάνα και ο τελευταίος παραιτήθηκε και παρέδωσε την ηγεσία του στρατού και την προσωρινή κυβέρνηση στο Στρατηγό Γκαμπριέλ Ραμαναντσόα. Το καθεστώς αυτό ακολούθησε αντίθετη πολιτική από τον Τσιρανάνα υπέρ στενότερων δεσμών με τη Σοβιετική Ένωση.[17]
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1975 ο Συνταγματάρχης Ρισάρ Ρατσιμαντραβά έγινε Πρόεδρος . Δολοφονήθηκε 6 ημέρες μετά, ενώ κατευθυνόταν με το αυτοκίνητό του από το Προεδρικό Μέγαρο στην οικία του. Οι πολιτικές εξουσίες μεταβιβάστηκαν στον Ζιλ Αντριαμαχάζο.
Στις 15 Ιουνίου του 1975 ο Ναύαρχος Ντιντιέ Ρατσιράκα (που είχε υπηρετήσει προηγουμένως στο Υπουργείο Εξωτερικών) κατέλαβε την εξουσία έπειτα από πραξικόπημα. Εξελέγη Πρόεδρος για επταετή θητεία και κινήθηκε προς το σοσιαλισμό, κρατικοποιώντας μεγάλο μέρος της οικονομίας και διακόπτοντας όλους τους δεσμούς με τη Γαλλία.[18] Οι πολιτικές αυτές επιτάχυναν την οικονομική κρίση , που είχε ξεκινήσει μετά την ανεξαρτησία καθώς εγκατέλειψαν τη χώρα οι Γάλλοι μετανάστες.[19] Η αρχική επταετής θητεία του Ρατσιράκα συνεχίστηκε και έπειτα από τις εκλογές του 1977 το κόμμα του (Avant-garde de la Révolution Malgache ή AREMA) έγινε το μόνο νόμιμο κόμμα στο νησί.
Τη δεκαετία του 1980 η χώρα άρχισε να κινείται ξανά προς τη Γαλλία, εγκαταλείποντας πολλές από τις φιλοκομμουνιστικές πολιτικές χάρη μιας οικονομίας της αγοράς, παρά το γεγονός ότι ο Ρατσιράκα παρέμεινε στην εξουσία.[20] Τελικά η Αντιπολίτευση — τόσο στη Μαδαγασκάρη όσο και διεθνώς — τον ανάγκασαν να υπαναχωρήσει και το 1992 η χώρα υιοθέτησε ένα νέο και δημοκρατικό Σύνταγμα.[21]
Πολυκομματισμός και εμφύλιες ταραχές 2002
Οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές διεξήχθησαν το 1993 με τον Αλμπέρ Ζαφί να κερδίζει το Ρατσιράκα. Ο Ζαφί απέτυχε να επανενώσει τη χώρα και καθαιρέθηκε από τη Βουλή το 1996. Οι επόμενες εκλογές είχαν συμμετοχή λιγότερη του 50% και κατέληξαν σε απρόσμενη νίκη, στο δεύτερο γύρο, του Ρατσιράκα, ο οποίος έτσι επέστρεψε στην εξουσία. Κινήθηκε προς τον καπιταλισμό και υπό την επίδραση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, προέβη σε ραγδαίες ιδιωτικοποιήσεις.
Αργότερα, η δυσαρέσκεια κατά του Ρατσιράκα άρχισε ξανά. Οι τοπικές εκλογές του 2000 δεν είχαν τη συμμετοχή της Αντιπολίτευσης και οι προεδρικές εκλογές του 2001 ήταν αμφιλεγόμενες. Ο υποψήφιος της Αντιπολίτευσης Μαρκ Ραβαλομανάνα κήρυξε εαυτόν νικητή έπειτα από τη διεξαγωγή του πρώτου γύρου (το Δεκέμβριο) . Ο Ρατσιράκα δεν παραδέχθηκε την ήττα του. Στις αρχές του 2002 υποστηρικτές των δύο πλευρών βγήκαν στους δρόμους και έλαβαν χώρα βίαιες συγκρούσεις. Ο Ραβαλομανάνα έκανε λόγο για νοθεία στις εκλογές και επακολούθησε ανακαταμέτρηση των ψήφων. Τον Απρίλιο, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ανακήρυξε νικητή των εκλογών το Ραβολομανάνα. Ο Ρατσιράκα συνέχισε να αμφισβητεί το αποτέλεσμα, όμως ο αντίπαλός του κέρδισε διεθνή αναγνώριση. Τελικά, ο πρώην Πρόεδρος εγκατέλειψε τη χώρα και έφυγε εξόριστος στη Γαλλία.
Το κόμμα του Ραβολομανάνα «Αγαπώ τη Μαδαγασκάρη» κατήγαγε εκλογικό θρίαμβο στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2002 και ο ίδιος σώθηκε από απόπειρα πραξικοπήματος, τον Ιανουάριο του 2003. Εργάστηκε στη διάρκεια της πρώτης θητείας του με σκοπό την αναθέρμανση της οικονομίας και την πάταξη της διαφθοράς, σε συνεργασία με διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς.
Ο Ρατσιράκα κατηγορήθηκε για διασπάθιση δημοσίου χρήματος (ύψους 8 εκατομ. δολαρίων, τα οποία πήρε μαζί του στην εξορία) . Καταδικάστηκε ερήμην το 2003 σε 10 χρόνια καταναγκαστικά έργα.[22]
Πολιτική κρίση 2009
Κύριο άρθρο: Πολιτική κρίση στη Μαδαγασκάρη (2009)
Στις αρχές του 2009 σημειώθηκαν πολύνεκρες ταραχές στην πρωτεύουσα Ανταναναρίβο, έπειτα από το κλείσιμο του ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού που ανήκει στον αρχηγό της αντιπολίτευσης και δήμαρχο της πόλης, Αντρί Ραζοελινά και τη διακοπή εκπομπής του ενώ βρισκόταν στον "αέρα" στις 26 Ιανουαρίου. Σε λεηλασίες καταστημάτων και επιχειρήσεων από αντικυβερνητικούς διαδηλωτές, βρήκαν το θάνατο περισσότεροι από 40 άνθρωποι[23]. Ο Ραζοελινά δήλωσε στις 31 Ιανουαρίου ότι αναλαμβάνει τον έλεγχο της χώρας λόγω αποτυχίας του Ραβολομανάνα να αναλάβει τις ευθύνες του.[24] Ο ίδιος τόνισε ότι θα ζητούσε από το Κοινοβούλιο την άμεση παραίτηση του προέδρου και επίσης το κλείσιμο όλων των υπουργείων ανάμεσα στα άλλα. Στις 3 Φεβρουαρίου απολύθηκε ο δήμαρχος Ραζοελινά και αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Γκι Ραντριαναριζόα (Guy Randrianarisoa) διορίστηκε στη θέση του. Ο έκπτωτος δήμαρχος εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο λαός θα ήταν αντίθετος στην απόφαση αυτή.[25]
Στις 7 Φεβρουαρίου του 2009 ο στρατός άνοιξε πυρ και σκοτώθηκαν τουλάχιστον 50 διαδηλωτές κατά την πορεία των οπαδών της αντιπολίτευσης που κινήθηκαν προς το προεδρικό μέγαρο στο Ανταναναρίβο. Περισσότερα από 180 άτομα τραυματίστηκαν[26] Οι αρχικές πληροφορίες έκαναν λόγο για 23 νεκρούς και γύρω στους θ0 τραυματίες. [27] Ο έκπτωτος δήμαρχος Ραζοελινά υποσχέθηκε να συνεχιστούν οι διαδηλώσεις και η κυβέρνηση κατηγόρησε την αντιπολίτευση για τα επεισόδια. [28] Επίσης στις 7 Φεβρουαρίου, ο Ραζοελινά διόρισε σκιώδη πρωθυπουργό το Ροϊντεφό Μονζά (Roindefo Monja), υπό προσωρινή αρχή. Έναν μήνα μετά, εκδηλώθηκε ανταρσία του στρατού και στις 16 Μαρτίου άρματα μάχης κατέλαβαν το προεδρικό μέγαρο, σε μία κίνηση που καταδικάστηκε από την Αφρικανική Ένωση ως "απόπειρα πραξικοπήματος". Τελικά, στις 17 Μαρτίου ο πρόεδρος Ραβαλομανάνα παραιτήθηκε και παρέδωσε την εξουσία στο στρατό, ο τελευταίος όμως μεταβίβασε τις εξουσίες στον ηγέτη της αντιπολίτευσης, Ραζοελίνα. Η Διεθνής Κοινότητα αρνήθηκε να αναγνωρίσει την νέα κυβέρνηση.
Έπειτα από διαβουλεύσεις, στις 7 Νοεμβρίου 2009 συμφωνήθηκε να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας, από την οποία αποχώρησε ο Ραζοελίνα τον επόμενο μήνα.
Σημειώσεις και παραπομπές
↑ Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμια Ιστορία, B΄, τόμος 24, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 85
↑ Migration from Kalimantan to Madagascar του O. C. Dahl
↑ Diamond, Jared (2001) Guns, Germs, and Steel: The Fates of Human Societies, New Edition. New York: W.W. Norton.
↑ The Healing Trail Essential Oils of Madagascar
↑ Madagascar
↑ Sigmund Edland, Tantaran’ny Fiangonana Loterana Malagasy
↑ Sigmund Edland, Tantaran’ny Fiangonana Loterana Malagasy
↑ Ιστορία και Γενετικά Χαρακτηριστικά στη Μαδαγασκάρη
↑ From Madagascar to the Malagasy Republic by Raymond K. Kent. Westport, Conn. : Greenwood Press, 1976. ISBN 0-8371-8421-5 σελ. 55-71
↑ Frédéric Randriamamonjy, Tantaran'i Madagasikara Isam-Paritra (Ιστορία της Μαδαγασκάρης ανά περιοχή), σελ. 529-534.
↑ Frédéric Randriamamonjy, Tantaran'i Madagasikara Isam-Paritra ( Ιστορία της Μαδαγασκάρης ανά περιοχή ), σελ. 529 - 534
↑ [1] 2006
↑ Frédéric Randriamamonjy, Tantaran'i Madagasikara Isam-Paritra (Ιστορία της Μαδαγασκάρης ανά περιοχή), σελ. 546.
↑ Allen and Covell, Ιστορικό Λεξικό της Μαδαγασκάρης, σελ. xxx-xxxi
↑ The Malagasy "pacification" of 1947 resulted in 89.000 deaths (στα γαλλικά μετάφραση)
↑ Lonely Planet: Ιστορία της Μαδαγασκάρης
↑ BBC: Χρονολόγιο- Μαδαγασκάρη
↑ BBC: Χρονολογικός Πίνακας-Μαδαγασκάρη
↑ Lonely Planet: Ιστορία της Μαδαγασκάρης
↑ Africa.com:Ιστορία και πολιτισμός της Μαδαγασκάρης
↑ BBC: Χρονολόγιο
↑ BBC News: Ratsiraka gets 10 years hard labor
↑ Associated Press μέσω Google News, 43 killed in Madagascar political violence, 28 Ιανουαρίου 2009
↑ "Mayor 'in charge' of Madagascar". BBC News. 31-01-2009. Ανακτήθηκε την 01-02-2009.
↑ "Madagascar sacks capital city mayor", 3 Φεβρουαρίου 2009.
↑ "Madagascar protesters shot dead". Al Jazeera. 08-02-2009. Ανακτήθηκε την 08-02-2009.
↑ "Madagascar police kill 23 protesters", AFP, 7 Φεβρουαρίου 2009.
↑ Ελεύθερος Τύπος,Αιματοχυσία στη Μαγαδασκάρη (διόρθωση τίτλου: Μαδαγασκάρη), 7 Φεβρουαρίου 2009.
Αναφορές
Mervyn Brown (1978) Madagascar Rediscovered: A history from early times to independence
Matthew E. Hules, et al (2005). "The Dual Origin of the Malagasy in Island Southeast Asia and East Africa: Evidence from Maternal and Paternal Lineages". American Journal of Human Genetics, 76:894-901, 2005.
Philip M. Allen & Maureen Covell (2005). Historical Dictionary of Madagascar 2nd ed. Lanham, Maryland: Scarecrow Press. ISBN 0-8108-4636-5.
Philip M. Allen (1995). Madagascar: Conflicts of Authority in the Great Island. Boulder, Colorado: Westview Press. ISBN 0-8133-0258-7.
Raymond K. Kent, From Madagascar to the Malagasy Republic, Greenwood Press, 1962. ISBN 0-8371-8421-5
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Άρθρο για τους πρώτους οικιστές του νησιού
Συνοπτικός χρονολογικός πίνακας της Μαδαγασκάρης
Ιστορία του νησιού
Madagascar: a Portuguese settlement: the Portuguese fort near Tolanaro
Χώρες της Αφρικής Αγκόλα | Αίγυπτος | Αιθιοπία | Ακτή Ελεφαντοστού | Αλγερία | Γκάμπια | Γκαμπόν | Γκάνα | Γουινέα | Γουινέα-Μπισσάου | Δυτική Σαχάρα1 | Ερυθραία | Ζάμπια | Ζιμπάμπουε | Ισημερινή Γουινέα | Καμερούν | Κεντροαφρικανική Δημοκρατία | Κένυα | Κομόρες | Δημοκρατία του Κονγκό | Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό | Λεσότο | Λιβερία | Λιβύη | Μαδαγασκάρη | Μαλάουι | Μάλι | Μαρόκο | Μαυρίκιος | Μαυριτανία | Μοζαμβίκη | Μπενίν | Μποτσουάνα | Μπουρκίνα Φάσο | Μπουρούντι | Ναμίμπια | Νίγηρας | Νιγηρία | Νότια Αφρική | Ουγκάντα | Πράσινο Ακρωτήριο | Ρουάντα | Σάο Τομέ και Πρίνσιπε | Σενεγάλη | Σεϋχέλλες | Σιέρρα Λεόνε | Σομαλία | Σουαζιλάνδη | Σουδάν | Τανζανία | Τζιμπουτί | Τόγκο | Τσαντ | Τυνησία 1.Αναγνωρίζεται από 46 χώρες Εξαρτημένα Εδάφη Νήσος Αγίας Ελένης | Θεούτα | Κανάριες Νήσοι | Μαγιότ | Μελίγια | Πουντλάνδη | Ρεϊνιόν | Σοκότρα | Σομαλιλάνδη |
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License