.
Η πραγματολογία είναι ο τομέας της γλωσσολογίας που μελετά τους τρόπους με τους οποίους τα συμφραζόμενα συνεισφέρουν στα νοήματα. Η πραγματολογία περιλαμβάνει συνολικά τη θεωρία των γλωσσικών πράξεων, τη θεωρία των συνομιλιακών υπονοημάτων, τη θεωρία της ευγένειας και άλλες προσεγγίσεις της γλωσσικής συμπεριφοράς στη φιλοσοφία, κοινωνιολογία, γλωσσολογία και ανθρωπολογία. Σε αντίθεση με την σημασιολογία, η οποία εξετάζει τα νοήματα που είναι συμβατικά ή κωδικοποιημένα σε μία δεδομένη γλώσσα, η πραγματολογία μελετά πως η μετάδοση του νοήματος εξαρτάται όχι μόνο από τις δομικές και γλωσσικές γνώσεις (π.χ. τη γραμματική ή το νοητικό λεξικό) του ομιλητή και του ακροατή, αλλά επίσης και από τα συμφραζόμενα ενός εκφωνήματος, τις προϋπάρχουσες γνώσεις των συνομιλητών και του κόσμου, τη συναγόμενη πρόθεση του ομιλητή και άλλους παράγοντες. Υπο αυτήν την έννοια, η πραγματολογία εξηγεί πως οι χρήστες μίας γλώσσας αντιμετωπίζουν την αμφισημία, αφού το νόημα βασίζεται στον τρόπο, τον χρόνο, τον τόπο κτλ. ενός εκφωνήματος[1].
Η ικανότητα να καταλαβαίνουμε το προτιθέμενο νόημα ενός ομιλητή ονομάζεται πραγματολογική ικανότητα[2].
Παραπομπές
↑ Πύλη για την Νέα Ελληνική Γλώσσα [1]
↑ Carston, Robyn (2002) Thoughts and Utterances: The Pragmatics of Explicit Communication. Oxford: Blackwell.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License