.
Ετυμολογία
ωραιοπάθεια < ωραιοπαθής
Ουσιαστικό
ωραιοπάθεια θηλυκό μόνο στον ενικό
1. το να θαυμάζει κάποιος τον εαυτό του, το να ασχολείται υπερβολικά με την ομορφιά του
συνώνυμα: αυταρέσκεια, ναρκισσισμός
2. (σπάνιο) το πάθος με το ωραίο (πχ., στην τέχνη)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License