ART

 

.

ωμός < αρχαία ελληνική ὠμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔ.ˈmɔs/ αρσενικό

ΔΦΑ : /ɔ.ˈmi/ θηλυκό

ΔΦΑ : /ɔ.ˈmɔ/ ουδέτερο

Επίθετο

ωμός, -ή, -ό

1. (για τρόφιμα, κρέας, λαχανικά) που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει

αντώνυμα: ψητός, βραστός, μαγειρεμένος

2. (σπάνιο, για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει ακόμη

συνώνυμα: άγουρος

3. (για πηλό, πλίνθο, αγγείο) που δεν έχει ψηθεί ακόμη στο καμίνι
4. (μεταφορικά) χωρίς ευαισθησία και ευγένεια

συνώνυμα: απάνθρωπος, κυνικός, σκληρός

5. που δεν έχει ηθικές αναστολές ή αυτοσυγκράτηση

συνώνυμα: απροκάλυπτος

Συγγενικές λέξεις

* ωμότητα
* ωμόπλινθος
* ωμοφάγος

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License