.
Ετυμολογία
ωμοφάγος < αρχαία ελληνική ὠμοφάγος
Επίθετο
ωμοφάγος, -ος, -ο
1. που τρώει ωμά κρέατα
Συνώνυμα
* ωμοβόρος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License