.
ωμά (επίρρημα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ωμ (ωμός) -ά]
1. όπως ακριβώς είναι, χωρίς περιστροφές: "του τα είπα ωμά" συνώνυμα: χύμα και τσουβαλάτα
2. μονοκόμματα, άγαρμπα
3. (μτφ.) σκληρά, απάνθρωπα, άσπλαχνα. Παραθ. ωμότατα.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License