.
ωχρόλευκος -ωχρόλευκη -ωχρόλευκο (επίθετο) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ωχρός-λευκός] αυτός που έχει πολύ ανοιχτό κίτρινο χρώμα που πλησιάζει προς το άσπρο: Κρυστ. Σκ. Αδ. "κι είδα ένα όνειρο φρικτό πως βγήκε απ το λαγκάδι ωχρόλευκο ένα φάντασμα", Παλ. Περ. Χαιρ. "της λατρείας τ ωχρόλευκο λιβάνι".
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License