.
Ετυμολογία
ωδίνες < αρχαία ελληνική ὠδίς, γενική ὠδῖνος, ασαφούς και αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
ωδίνες θηλυκό μόνο στον πληθυντικό
1. οι πόνοι στην αρχή και κατά την διάρκεια του τοκετού
άρχισαν οι πρώτες ωδίνες (πλησιάζει ο τοκετός)
2. (μεταφορικά)
αρχή ωδίνων (προμηνύονται σοβαρές δυσχέρειες)
Συγγενικές λέξεις
* ωδίνω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License