.
Ετυμολογία
ηδύγλωσσος -ηδύγλωσση -ηδύγλωσσο (επίθετο)
Ετυμολογία : ηδυ (ηδύς*)-γλωσσ (γλώσσα)-ος] αυτός που μιλά με γλυκό τρόπο, που είναι καταδεχτικός συνώνυμα: γλυκομίλητος.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License