.
Ετυμολογία
ηδονόπληκτος -ηδονόπληκτη -ηδονόπληκτο (επίθετο)
Ετυμολογία : ηδονο (ηδονή)-πληκ (πλήττω)-τος] αυτός που έχει "μεθύσει" από ηδονή.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License