.
Ετυμολογία
Ακυβέρνητος < ελληνιστική κοινή ἀκυβέρνητος < α- (στερητικό) + -κυβερνη- (< κυβερνώ) + -τος
Προφορά
ΔΦΑ : /a.ci.ˈvɛɾ.ni.tɔs/ αρσενικό
ΔΦΑ : /a.ci.ˈvɛɾ.ni.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /a.ci.ˈvɛɾ.ni.tɔ/ ουδέτερο
Επίθετο
ακυβέρνητος, -η, -ο
1. (για όχημα / σκάφος) που δεν κυβερνείται, δεν πηδαλιουχείται
2. ο ανεξέλεγκτος, που δεν ελέγχεται
3. που βρίσκεται σε όχημα ή σκάφος που δεν κυβερνείται
4. χωρίς κυβερνήτη ή κυβέρνηση
ακυβέρνητη χώρα
Συγγενικές λέξεις
* ακυβερνησία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ακυβέρνητος | ακυβέρνητη | ακυβέρνητο |
γενική | ακυβέρνητου | ακυβέρνητης | ακυβέρνητου |
αιτιατική | ακυβέρνητο | ακυβέρνητη | ακυβέρνητο |
κλητική | ακυβέρνητε | ακυβέρνητη | ακυβέρνητο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ακυβέρνητοι | ακυβέρνητες | ακυβέρνητα |
γενική | ακυβέρνητων | ακυβέρνητων | ακυβέρνητων |
αιτιατική | ακυβέρνητους | ακυβέρνητες | ακυβέρνητα |
κλητική | ακυβέρνητοι | ακυβέρνητες | ακυβέρνητα |
Μεταφράσεις
ακυβέρνητος
* αγγλικά : uncontrollable (en) , ungovernable (en)
* γαλλικά : ingouvernable (fr) , incontrôlable (fr)
* γερμανικά : steuerlos (de)
* ισπανικά : ingobernable (es) , sin gobierno (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License