.
Ετυμολογία
ακούραστος < α- στερητικό + κουράζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
ακούραστος -η -ο
1. που εργάζεται παραγωγικά σε έναν τομέα για μεγάλες περιόδους χωρίς να δείχνει σημάδια κούρασης
Συνώνυμα
* ακάματος
* ακαταπόνητος
Παράγωγες λέξεις
* ακούραστα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License